Στα χέρια ενός δαίμονα (Κεφάλαιο 6)

Γρεγκοριαν
Πηγα σπιτι κατευθειαν μετα την συναντηση μου με την Μονα. Ηθελα να βυθιστω στο σκοταδι και να μην βγω ποτε απο κει περα. Οταν μπηκα μεσα ο Κλοντ με περιμενε ξαπλωμενος στον καναπε και κοιτουσε το κενο σκεπτικος. Μολις με ειδε ανακαθησε και με κοιταξε περιμενωντας κατι. Τον κοιταξα και δεν ξερω πως φαινομουν αλλα με το που με ειδε σηκωθηκε και ετρεξε κοντα μου.
«Τι εγινε ρε?»
«Την εδιωξα μακρια.» ψιθυρισα και επεσα στον καναπε σαν να ελιωσαν τα κοκαλα μου. Βουτηξα το προσωπο μου στα μαξιλαρια και δεν ηθελα να κουνηθω απο κει. Εκεινος καθησε διπλα μου και εβαλε το χερι του στον ωμο μου.
«Γιατι το εκανες αυτο Γκρεγκ?» ειπε αλλα δεν το εκανε με κατηγορηματικο τονο. Σηκωθηκα αποτομα και εκρυψα την θλιψη πισω απο τα μαλλια μου.
«Δεν θελω να το συζητησω. Παω για υπνο.»
Γυρισα την πλατη μου και απομακρυνθηκα. Μπηκα στο δωματιο μου και εκλεισα την πορτα με δυναμη. Σφραγισα τα μπατζουρια και φροντισα να κλεισω ετσι και τις κουρτινες ωστε να μην μπαινει ιχνος φωτος. Εβγαλα την μπλουζα μου γιατι μυριζε ακομα το αρωμα της και την πεταξα στην αλλη ακρη του δωματιου. Επεσα με τα μουτρα στο κρεβατι και σκεπασα το κεφαλι μου με ενα μαξιλαρι. Προσπαθησα να μην την σκεφτομαι αλλα οσο ειχα ακομα την μυρωδια της επανω μου, μου ηταν αρκετα δυσκολο. Το προσωπο της ερχοταν συνεχεια μπροστα μου. Δεν θα ξεχνουσα ποτε την εκφραση που πηρε οταν της ειπα ολα αυτα στο λιμανι. Οταν με κοιτουσε συνηθως εβλεπα βαθεια μεσα στα ματια της να την τυλιγει η ηρεμια και κατι πολυ γλυκο μα εκεινη την στιγμη ειδα μονο πονο και απογοητευση.

Περασαν μερες που ημουν κλεισμενος στο δωματιο μου χωρις να τραφω η να δω κανεναν. Ο Κλοντ ειχε κανει πολλες προσπαθειες να με πεισει ειτε να βγουμε εξω για κυνηγι ειτε να παμε καμια βολτα αλλα εγω ημουν ανενδοτος. Δεν ηθελα να κανω τιποτα.
Οι ωρες περνουσαν αλλα δεν μπορουσα να τις καταλαβω. Καποια στιγμη ενω με ειχε παρει σχεδον ο υπνος μπηκε με φορα μεσα ο Κλοντ και κοπανησε την πορτα. Τιναχτηκα και τον κοιταξα μεσα στο σκοταδι. Ανοιξε το φως και αμεσως ετσουξαν τα ματια μου. Αρχισα να βλαστημαω και κουκουλωθηκα κατω απο τα σκεπασματα.
«Σηκω τωρα!» φωναξε και ηρθε και μου τραβηξε το σεντονι.
«Για μια ακομη φορα Κλοντ. Δεν προκειτε να σηκωθω.»
«Εισαι υποχρεωμενος να σηκωθεις. Θελω να παμε καπου που ειναι επειγον.»
Ανασηκωθηκα λιγο και τον κοιταξα νευριασμενος. Τον προσπερασα και πηγα κατευθειαν στο ψυγειο. Πηρα ένα κουτι μπυρα και καθησα στον καναπε πινοντας δυο μεγαλες γουλιες.
«Αν προκειτε για εκεινη ξεχασε το. Δεν θελω να ασχοληθω άλλο με αυτό το θεμα.»
«Εισαι ηλιθιος γιατι βασανιζεις τον εαυτο σου αλλα και την Μονα με αυτά που κανεις. Δεν σε θελω όμως γι’ αυτό. Εχουμε επισκεψεις και οπου να’ ναι φτανουν στον σταθμο του τρενου οποτε πρεπει να βρουμε έναν τροπο να παμε γρηγορα εκει.» ειπε και μου πεταξε μια μπλουζα για να ντυθω. Τον κοιταξα και δεν χρειαστηκε να μου πει ποιος θα ερχοταν. Περα από τις σκεψεις του που ουρλιαζαν από χαρα, το προσωπο του ειχε φωτιστει και ηθελε απεγνωσμενα να φυγουμε. Ερχοταν να μας βρει η Εμιλυ και αυτό τον εκανε παρα πολύ χαρουμενο. Τουλαχιστον θα γλιτωνα εγω από την συνεχη μουρμουρα του και θα ειχε με κατι άλλο να ασχοληθει.
«Ενταξει. Παμε.» ειπα και σηκωθηκα χωρις να το θελω.
Μολις αντικρισα τον ηλιο ενιωθα απαισια. Ηταν απογευμα και ακομα δεν ειχε δυσει. Φορεσα τα γυαλια ηλιου μου και εγινε πιο υποφερτο. Το καλοκαιρι σιγα σιγα τελειωνε και μπορουσα να το νιωσω στον αερα. Αυτές οι λιγες μερες στο σκοταδι ηταν αρκερες ώστε να ξεσυνηθίσω την ανθρωπινη πλευρα μου. Επρεπε να παω για κυνηγι συντομα αλλιως δεν θα αντεχα για πολύ ορθιος.
«Εισαι ενταξει ρε?»
«Μια χαρα.» ειπα αποτομα και συνεχισα να περπαταω. Δεν ειχα καταλαβει ότι σταματησα και κοιτουσα το κενο.
Πηραμε τον κεντρικο δρομο και περπατησαμε μεχρι τον σταθμο. Ευτυχως το τρενο από Βιεννη που βρισκοταν η Εμιλυ δεν ειχε φτασει ακομη και ειχαμε λιγο χρονο. Καθησα σε μια καρεκλα του σταθμου και περιμενα τον Κλοντ που ειχε παει να ρωτησει σε ποση ωρα θα ερχοταν το τρενο. Το μυαλο μου αμεσως ετρεξε σε εκεινη. Κατι στον αερα μου εφερε το προσωπο της μπροστα στα ματια μου. Ειχα αρχισει κυριολεκτικα να τα χανω. Δεν επρεπε καθολου να αφησω τον εαυτο μου να παρασηρθει ετσι από την αρχη οσο εγωιστηκο και να ακουγεται. Σηκωθηκα αποτομα και λιγο παω να βρω τον Κλοντ κατι με εκανε να κοκαλωσω στην θεση μου. Οντως στον αερα υπηρχε η μυρωδια της και ξερω ότι δεν ειμαι τρελος. Κοιταξα γυρω μου τελειως ταραγμενος αλλα δεν ειδα τιποτα. Ηταν εδώ. Δεν μπορει να μην την εβλεπα.
Μπηκα αμεσως μεσα στο κτηριο και πηγα τρεχοντας προς τον Κλοντ. Περιμενε ακομα στην σειρα των ταμειων και μολις με ειδε εμοιαζε εκπληκτος.
«Τι εγινε ρε? Γιατι τρεχεις?» με ρωτησε και τοτε παλι με ένα κυμα αερα μου ηρθε πιο εντονα η μυρωδια της. Κοιταξα την ειδοσο για τις αποβαθρες αλλα και παλι δεν ειδα τιποτα. Το ολο θεμα ειχε ξεφυγει πολύ.
«Εγω φευγω από δω. Μολις παρεις την Εμιλυ ελατε να με βρειτε.»
«Ελα παριμενε λιγο. Σε λιγο φτανει λογικα. Τι επαθες?»
«Τιποτα. Ελατε να με βρειτε στην παραλια. Πιθανων να ειμαι εκει.» ειπα και χωρις να περιμενω να μου απαντησει βγηκα από το κτηριο. Ετρεξα στους δρομους και ενιωθα τον λαιμο μου να καιει από διψα και το μυαλο μου να τρελαίνεται. Επρεπε να βρω κατι να σβησω την διψα μου αλλιως δεν ξερω και εγω τι θα εκανα.
Μπηκα σε μερικα στενα και ηταν πολύ πιο ησυχα από τους δρομους. Οσο βραδιαζε γινονταν ολο και πιο ερημικα. Εμοιαζε η καταλληλη ευκαιρια για τον σκοπο μου. Περπατησα λιγο μεχρι που μπηκα σε ένα αδιεξοδο. Ακουσα ομιλιες και ειδα κατι να κινείτε μεσα στο σκοταδι. Πλησιασα προσεκτικα και τοτε ειδα δυο φιγουρες να κρυβοντε σε μια γωνια. Από την μυρωδια καταλαβα πως ηταν μια γυναικα και ένας αντρας. Εκεινη ηταν πεσμενη στο πεζοδρομιο και κοιτουσε με φοβο εκεινον που στεκοταν από πανω της. Αυτος κρατουσε ένα μαχαιρι και όταν αντιληφθηκε ότι ειμαι εκει γυρισε προς το μερος μου. Περπατησε προς το μερος μου και εστρεψε το μαχαιρι εναντιον μου. Μαλλον καποιος δεν ηταν και τοσο τυχερος σημερα οσο νομιζε και αυτος δεν ημουν εγω.
«Φιλε κοπανα την. Δεν ειναι για σενα εδω.» ειπε και ακουσα την κοπελα πισω του να κλαψουριζει.
«Ασε την κοπελα να φυγει μαζι μου τοτε.»
Γελασε περιφρονητικα και υστερα δεν εχασε λεπτο και μου ορμιξε. Αμεσως τον απεφυγα με εναν ελιγμο και με μια κλοτσια στον αερα τον εσπρωξα πανω στον τοιχο. Εκεινος επεσε με δυναμη επανω του αλλα ημουν τοσο αδυναμος που δεν τον ακινητοποιησα. Γυρισε προς το μερος μου βριζονταν και φωναζοντας απο πονο γιατι του ειχε σπασει η μυτη. Σε δευτερολεπτα αιμα κυλουσε πανω στο προσωπο του και με εκανε να τρελαινομαι απο την μυρωδια. Ετρεξε προς το μερος μου με το χερι του ετοιμο για γροθια και θα πετυχενε το στοχο της αν δεν εφευγα εγκαιρος. Τον επιασα απο το λαιμο και αμεσως ενιωσα το σωμα μου να αλλαζει. Με κοιταξε στα ματια και στο βλεμμα του ειδα τον φοβο. Αρχισε να ουρλιαζει και να σπαρταραει σαν ψαρι για να φυγει απο το κρατημα μου. Αυτο ηταν αδυνατον. Διχως χασιμο χρονου εμπιξα τα δοντια μου στο λαιμο του και μετα απο μερικα δευτερα σταματησε να κουνιεται και να αναπνεει. Ειχε βγει και η τελευταια πνοη απο το σωμα του. Πεταξα το κουφαρι του στην γωνια του αδιεξοδου και σκουπισα το στομα μου που ηταν γεματο με αιμα. Ενιωθα πολυ καλυτερα. Εμοιαζε σαν ναρκωτικο που εισχωρουσε κατευθειαν στο νευρικο μου συστημα και με εβαζε σε μια αδρανεια.
Κοιταξα την κοπελα που ηταν ακομα σωριασμενη στο πατωμα αλλα αυτος που κοιτουσε τωρα με τρομο ημουν εγω. Την πλησιασα και εσκυψα μπροστα της. Ημουν τελειως ανεκφραστος και δεν με ενοιαζε τιποτα την δεδομενη στιγμη.
«Τι- Τι εισαι?» τραυλησε και το υφος της μετατραπηκε σε περιεργεια. Φαινοταν σαν κατι να εκρυβε αλλα δεν μπορουσα να καταλαβω τι ηταν αυτο. Απλωσα το χερι μου για να την βοηθησω να σηκωθει και εδειξα ενα υπουλο χαμογελο.
«Κατι που δεν πρεπει να ανακατευτειτε δεσποινις.» ειπα και εκεινη χαμογελασε και επιασε το χερι μου. Δεν μου ηρθε η παραμικρη εικονα απο μεσα της. Κατι περιεργο ειχε αυτη η γυναικα επανω της.
«Ειναι ανωφελες οι προειδοποιησεις σας κυριε μου. Μολις σκοτωσατε το γευμα μου.»
«Πως?»
Εκανα ενα βημα πισω εκπληκτος. Τι στο καλο γινοταν εδω περα? Αραγε μου ειχαν στησει παγιδα η ηταν απλη συμπτωση. Εκεινη σηκωθηκε και πηγε κοντα στον αλλον που σκοτωσα πριν απο λιγο. Εσκυψε κοντα του και μυρισε τον αερα.
«Και μαλιστα δεν μου αφησες ουτε σταγονα. Να δω που θα βρω αλλο κοροιδο.»
Βγηκα στο φως και σταθηκα στο πεζοδρομιο περιμενοντας να βγει και εκεινη εξω. Τουλαχιστον αν οντως μου ειχαν στησει παγιδα ειχα πλεονεκτημα στο φως.
«Μην φοβασε καλε μου. Ειμαι ολομοναχη εδω περα. Δεν κινδυνευεις απο τιποτα.» ειπε και περπατησε προς το φως. Οταν ειδα το προσωπο της ενιωσα σαν χιλιαδες μαχαιρια να καρφωναν την καρδια μου.
Τα ματια της ειχαν ενα εντονο γαλαζιο και το προσωπο της το πλαισιωναν μαυρες μπουκλες που εφταναν ως την μεση του κορμιου της. Ηταν αδυνατη, ψηλη και το δερμα ηταν λευκο σαν το δικο μου. Ειχε μια εκπληκτικη ομορφια και ενα σαγινευτικο βλεμμα αλλα αυτο που με πληγωνε ηταν η φοβερη ομοιοτητα της με την Μονα. Μπορει να ηταν ομορφη αλλα δεν με εντυπωσιαζε. Εμοιαζε ψυχρη και ειχε κατι στην αθανατη αυρα της που δεν με ελκυε καθολου.
«Τι θελει καποια σαν εσενα εδω περα?» την ρωτησα και ημουν ετοιμος για οτιδηποτε γινοταν. Εκεινη χαμογελασε και στηριχτηκε στον τοιχο.
«Αναζητω του ομοιους μου. Καλα το ειχα καταλαβει οτι καποιος ηταν εδω γυρω αλλα δεν σε ειχα συναντησει εδω και καιρο. Ξερεις να κρυβεσαι καλα ε?»
«Θα μπορουσα να πω το ιδιο και για σενα.»
«Ελα. Ασε με να σου δειξω οτι μπορεις να με εμπιστευτεις. Αρκετα κρατησα τις αμυνες μου με εσενα. Φαινεσαι ενταξει τυπος.» ειπε και πριν την προλαβω αγγιξε το προσωπο μου. Τα χερια της ηταν κρυα αλλα αμεσως με τυλιξε σε μια θερμη και εικονες απο την ζωη της πλημμυρισαν το μυαλο μου. Οντως εμοιαζε για ατομο που μπορουσα να την εμπιστευτω. Ηταν μεν πονηρη και γεματη γνωση απο τους αιωνες αλλα δεν ειχα πειραξει ποτε ανθρωπο που να μην το αξιζε. Την ελεγαν Καρολαιν και ειχαμε περιπου την ιδια ηλικια. Ζουσε μονη της και κουβαλουσε ενα βαρυ φορτιο για αρκετα χρονια αλλα δεν μου επετρεψε να δω τι ηταν αυτο.
Κατεβασε τα χερια της και κοιταξε το κενο αφηρημενη. Ολη αυτη η ενεργεια που εβγαζε με εκανε και μενα να κατεβασω τις αμυνες μου και μαλλον ειδε πραγματα για μενα. Δεν ηξερα τι ηταν αυτα αλλα την εκαναν πολυ σκεπτικη.
«Φιλε μου, σε καταλαβαινω απολυτα. Εχω και εγω τα ιδια συναισθηματα με εσενα μονο που εσυ εισαι πιο τυχερος.»
«Τυχη ειναι να εισαι μονος εχοντας πληγωσει το μοναδικο πλασμα στον κοσμο που αγαπας και νοιαζεσαι με εναν τελειως διαφορετικο τροπο?»
Χαχανησε ελαφρα και κοιταξε το βαθυ σκοταδι. Το βλεμμα της ταξιεψε μακρια πριν μου απαντησει.
«Τυχη ειναι που τουλαχιστον ξερεις οτι ζει και αναπνεει. Οτι δεν στην εχει παρει ο θανατος μακρια και δεν προκειτε να την δεις ποτε.»
«Και αμα μεινει μαζι μου παλι κινδυνευω να την χασω. Ειναι το ιδιο πραγμα.»
Εκεινη απλα χαμογελασε και ηρθε και σταθηκε διπλα μου. Με επιασε απο το μπρατσο και αρχισαμε να περπαταμε μαζι. Ηταν ατομο εμπιστοσυνης και ισως με βοηθουσε σε καποια θεματα. Φυσικα ηταν ευπροσδεκτη να μεινει μαζι μας και στο σπιτι αλλα και στον πυργο μας. Αυτο που ηθελε σαν ανταλαγμα εκεινη ηταν καποιον για να μην τριγυρναει μονη. Κατι σαν την οικογενεια που ειχαμε εμεις.
Περπατησαμε μεχρι την παραλια μαζι μενοντας σιωπηλοι. Φτασαμε στο σημειο οπου θα συναντουσα αργοτερα τον Κλοντ με την Εμιλυ. Μας περιμεναν εκει, καθισμενοι σε εναν παγκακι και ομολογω πως χαρηκα μολις ειδα την Εμιλυ. Τους συστησα την Καρολαιν και φυσικα και εκεινοι ειχαν τους ιδιους ενδιασμους με εμενα. Με την ωρα ομως την συνηθισαν και δεν ειχαν κανενα απολυτος προβλημα.
Καθομασταν ολοι μαζι στην αμμουδια οταν φυσηξε αερας και κατι γνωριμο ερχοταν προς το μερος μας. Κοιταξα γυρω μου μα παντου υπηρχε σκοταδι και κανενας ανθρωπος. Σηκωθηκα ορθιος και οι υπολοιποι σταματησαν να μιλανε και με κοιταξαν.
«Τι ειναι Γκρεγκ?» ειπε ο Κλοντ και σηκωθηκε μαζι μου. Πηγαμε μαζι μεχρι την ακρη του δρομου και αφησαμε τα κοριτσια πισω. Εκεινος με επιασε από το μπρατσο για να με σταματησει.
«Φιλε κοφτο! Φέρεσαι τελειως περιεργα από την ωρα που βγηκαμε εξω και δεν φτανει μονο αυτό, μου φερνεις και μια αγνωστη. Θα μου πεις τι στο διάολο γινετε?»
Ηταν τσαντισμενος και ειχε απολυτο δικιο αλλα την δεδομενη στιγμη δεν με ενοιαζε αυτό. Εκεινη ηταν εδώ γυρω και ημουν σιγουρος γι’ αυτό. Δεν μπορει να τρελαινομουν.
«Είναι η Μονα εδώ. Θελω να την δω.» ειπα και εκεινος κοκαλωσε. Μου φανηκε ότι ειδα μια αβεβαιοτητα στο βλεμμα του κατι που ηταν πολύ περιεργο αλλα δεν με αφηνε να διαβασω τις σκεψεις του. Ακουμπησε το χερι του στον ωμο μου και αναστεναξε.
«Αυτος είναι ο λογος που φέρεσαι περιεργα? Την νιωθεις κοντα σου?»
«Δεν την μυριζεις? Και στον σταθμο την ενιωσα αλλα δεν ηταν πουθενα. Κοιταξα γυρω μου αλλα δεν ηταν εκει. Φοβαμαι ότι τρελαινομαι και αυτό δεν είναι καλο.»
«Δεν τρελαινεσαι. Και εγω καταλαβα την παρουσια της.» ειπε και τον κοιταξα νιωθοντας μια μικρη ανακουφηση. Κοιταξα παλι γυρω μου και ακολουθησα κατα καποιο τροπο την μυρωδια της. Πιο κατω απο την παραλια υπηρχαν μερικες καφετεριες και εμοιαζε να ερχετε απο κει. Ξεκινησα να περπαταω προς το μερος τους και ο Κλοντ με ακολουθησε σιωπηλος. Καπου μεσα στα τοσα τραπεζια που υπηρχαν την ειδα να καθεται εκει μαζι με τους θειους της, τον ξαδερφο της και εναν τυπο που δεν τον ειχα ξαναδει. Εκεινη μιλουσε με την θεια της και εμοιαζε να ειναι καλα. Χαμογελουσε, ειχε εναν διαφορετικο αερα και ειχε αλλαξει μεχρι και την εμφανιση της. Βαθυ κοκκινο σαν το αιμα ερεε στις μπουκλες της και φωτιζε περισσοτερο το λευκο δερμα της. Αυτο το σοκολατι που ηξερα ειχε χαθει απο την κοκκινη μπογια. Εμοιαζε με ανθισμενο ροδο.
Ο ξαδερφος την ειχε καρφωμενα τα ματια του επανω της και δεν ξεκολλουσε απο κει. Ευτυχως που εκεινη δεν με ειχε δει ακομα σε σχεση με τον Λιο που αμεσως καταλαβε απο μακρια ποιος ειμαι. Του εριξα ενα αγριο βλεμμα και εκεινος χαμογελασε ειρωνικα υστερα εσκυψε και ειπε κατι στον φιλο του και εκεινος του εγνεψε καταφατικα. Σηκωθηκαν και ο αλλος ο τυπος εσκυψε και εδωσε ενα φιλι στην Μονα. Αμεσως ενιωσα ενα κυμα ζηλιας να με τυλιγει και ηθελα να φυγω αμεσως απο κει αλλιως μπορει να φερομουν απερισκεπτα. Γυρισα την πλατη μου και αρχισα να απομακρυνομαι. Εκεινη ειχε προχωρησει και δεν ειχε νοημα να ασχολουμε αλλο. Επρεπε να φυγω απο αυτη την πολη το συντομοτερο δυνατο.
«Ειχες δικιο για τους ανθρωπους. Δεν εχουν καμια σχεση με εμας. Δεν επρεπε να την εμπιστευτω.»
«Γκρεγκορι μην το κανεις αυτο. Εκεινη σε -»
«Οχι!» τον διεκοψα φωναζοντας του.
«Δεν θελω να ακουσω το παραμικρο για εκεινη. Δεν υπαρχει πια για μενα. Ειναι νεκρη!» ειπα και εκανα το βημα μου πιο γρηγορο. Ο Κλοντ προτιμησε να μην μιλησει αλλο αλλα μπορουσα να ακουσω τις σκεψεις του. Θεωρουσε οτι εκανε λαθος μα τελικα ειχε δικιο. Ειναι ανθρωπος. Τιποτα καλο για εμας. Για μενα.
«Μπα. Και εσεις εδω?» ειπε μια αντρικη φωνη απο πισω μας και στην αρχη δεν καταλαβα ποιος ηταν. Με τετοια νευρα ειχαν θολωσει ολες μου οι αισθησεις.
«Σε εμας μιλας?» του ειπε ο Κλοντ και οταν γυρισα να τον κοιταξω και εγω εμεινα εκπληκτος. Ο Λιο με τον αλλον τον φιλο του στεκονταν απο πισω μας και χαμογελουσαν με κακια. Κατι ειχαν στο μυαλο τους μα οτι και να ηταν αυτο δεν με ενοιαζε.
«Κυριως σε αυτον. Εσυ δεν εισαι ο φιλος της Μονα? Εκεινος ο Φαμπιο αν δεν κανω λαθος.» ειπε ο Λιο και στο ακουσμα του δευτερου ονοματος μου παραξενευτηκα. Πρεπει να τους το ειχε πει σαν δικαιολογια η κατι τετοιο.
«Φιλε κανεις λαθος. Δεν τον λενε ετσι και νομιζω πως εδω τελειωσαμε.» απαντησε ο Κλοντ και καταλαβα πως ειχε αρχισει να νευριαζει παρα πολυ. Φυσικα δεν μπορουσαμε να κανουμε σκηνη γιατι ακομα κυκλοφορουσε κοσμος. Ημασταν αναγκασμενοι να φερθουμε σαν αδυναμοι ανθρωποι.
«Δεν το νομιζω. Τομας, κανονισε αυτον τον τυπο. Εχω να πω δυο λογια με τον Φαμπιο.» ειπε και σε κλασματα του δευτερολεπτου ο Τομας ειχε πιασει τον Κλοντ και ο Λιο μου ειχε επιτεθει. Με κολλησε σε ενα δεντρο και πιεζε το χερι του στον λαιμο μου. Οφειλω να του το αναγνωρισω πως για ανθρωπος ειχε πολυ δυναμη.
«Τι θες.» ειπα με πνιχτη φωνη καθως δεν μπορουσα να αναπνευσω. Δεν εκανα ομως κινηση να τον αποφυγω.
«Ετσι και την ξαναπλησιασεις θα σε σκοτωσω και εκεινη θα παθει πολυ μεγαλο κακο. Εγινα κατανοητος.» με απειλησε και ενιωσα εκεινη την ωρα τον δαιμονα να ξυπναει μεσα μου. Αν δεν σταματουσε σε λιγα λεπτα αυτος που θα πεθαινε θα ηταν αυτος.
-Γκρεγκ, ηρεμησε! Μην ξεφυγεις!
Φωναξε ο αλλος μεσα στο κεφαλι μου που το ειχε καταλαβει αμεσως. Εσφιξα τα δοντια μου και εβαλα τα δυνατα μου για να κρατηθω.
«Δεν προκειτε να την ξαναδω.» καταφερα και ειπα. Εκεινος φανηκε εκπληκτος με τα λογια μου και ετσι χαλαρωσε το κρατημα του.
«Φευγω απο την πολη για παντα. Δεν εχεις να φοβασε τιποτα.»
«Το καλο που σου θελω.» ειπε και εκανε νοημα στον Τομας να αφησει τον Κλοντ. Μου εριξε ενα τελευταιο αγριο βλεμμα και αμεσως του γρυλισα. Ο Κλοντ με αρπαξε απο το μπρατσο και αυτοι εφυγαν.
«Γκρεγκορι τι ηταν αυτο που ειπες? Θα φυγεις?»
«Ναι. Γυρναω σπιτι!»


Merian