Lilith: The dark side of the moon (Κεφάλαιο 18/Μέρος Β) "Party like a rock star"

Lilith's POV

3 ώρες αργότερα και ο κόσμος είχε φύγει. Οι γονείς μου με τους θείους μου ήταν καθισμένοι στο σαλόνι μας έτοιμοι για την καθιερωμένη παράδοση των δώρων. Μια από τις παραδόσεις που είχε η οικογένεια Σαλβατόρε. Κάθε χρόνο, στα γενέθλια μου, όλη η οικογένεια μαζευόταν μετά το τέλος του πάρτι και μου δίνανε τα δώρα τους. Ήθελαν να βλέπουν το χαμόγελο που σχηματιζόταν στα χείλη μου κάθε φορά που μου δίνανε κάτι υπέροχο. Φέτος όμως ήταν διαφορετικά. Για αρχή, ο Κλάους ήταν εδώ. Δεν είχε φύγει. Καθόταν στο σαλόνι με τους δικούς μου απολαμβάνοντας την αμηχανία και τον φόβο που δημιουργούσε. Και ύστερα, είχε προστεθεί η θεία Κάρολάιν στην "παρέα" μας. Ήθελε να μιλήσει με τον πατέρα του παιδιού της αλλά δεν ήθελα να προκαλέσει εντάσεις την ημέρα των γενεθλίων μου. Είχα συμφωνήσει με τον Κλάους ότι θα της μιλούσε όταν έφευγαν από εδώ. Πήγα και κάθισα στην πολυθρόνα στο κέντρο του σαλονιού με τα αγαπημένα μου πρόσωπα γύρω μου και χαμογέλασα. Μπροστά μου, ακουμπισμένα στο τραπέζι, ήταν διάφορα πακέτα τυλιγμένα με πολύχρωμο χαρτί. Ω, ξέρανε πολύ καλά ότι ακόμα και το πιο μικρό δώρο το ήθελα τυλιγμένο. Ο ήχος που έκανε το χαρτί όταν το έσκιζα με τα δάχτυλά μου ήταν η πιο υπέροχη μουσική για μένα. Χτύπησα τα χέρια μου δυο φορές και ο θείος Στέφαν ακούμπησε ένα μικροσκοπικό κουτάκι στα πόδια μου. Λευκό χαρτί με έναν φιόγκο κόκκινο. Έσμιξα τα φρύδια μου και τον κοίταξα. Είδα την θεία Κάθριν να του γελάει συνωμοτικά.
«Άνοιξέ το, πριγκίπισσα!» μου είπε με ενθουσιασμό. Κούνησα το κουτάκι πάνω-κάτω κοντά στο αυτί μου και κάτι κουνήθηκε εκεί μέσα. Κάτι μεταλλικό. Έλυσα τον φιόγκο και ξετύλιξα το χαρτί απαλά και ευλαβικά. Ένα λευκό βελούδινο κουτάκι φανερώθηκε και το άνοιξα γρήγορα. Ένα κλειδί? Γύρισα και κοίταξα με περιέργεια τον θείο Στέφαν κρατώντας το κλειδί στο χέρι μου.
«Είμαι σίγουρος ότι έχεις κληρονομήσει το πάθος για την ταχύτητα από την οικογένειά μας. Αλλά φαντάζομαι ότι θες κάτι πιο μοντέρνο από την Καμάρο του πατέρα σου. Είναι μια λευκή Λαμπορκίνι.» Γούρλωσα τα μάτια μου και τον κοίταξα.
«Αλήθεια?» τον ρώτησα με το χαμόγελο να αγγίζει τα αυτιά μου. Μου κούνησε καταφατικά το κεφάλι του και το επόμενο δευτερόλεπτο τον έσφιγγα δυνατά στην αγκαλιά μου.
«Ω, ευχαριστώ πολύ πολύ!» του είπα ενώ απομακρυνόμουν από εκείνον για να χαρίσω ένα υγρό φιλί στην θεία Κάθριν.
«Τα πάντα για να είναι ευτυχισμένος ο μικρός μου άγγελος.» μου είπε η θεία καθώς μου χάιδευε τα μαλλιά και με φιλούσε στο μέτωπο.
«Σειρά μας!» φώναξε η Μέρεντιθ καθώς καθόμουν πίσω στην καρέκλα μου και εκείνη έβγαινε στον κήπο. Χαζογέλασα μην καταλαβαίνοντας τι συμβαίνει μέχρι την στιγμή που ξαναμπήκε μέσα κρατώντας μια μικρή γούνινη μπάλα. Έφερα το χέρι στην καρδιά μου και προσπάθησα να συγκρατήσω τα δάκρυα που απειλούσαν να τρέξουν. Σηκώθηκα και την πλησίασα.
«Πες μου ότι αυτό είναι το δώρο μου?!» την ρώτησα με φωνή που μόλις ακουγόταν δείχνοντας το χνουδωτό πλασματάκι που χασμουριόταν τώρα.
«Δεν μπορούσαμε να το βάλουμε σε κουτί αλλά έχει έναν φιόγκο στο κολάρο του.» Έβαλε την χνουδωτή μπαλίτσα στην αγκαλιά μου και εκείνη άνοιξε τα ματάκια της και με κοίταξε. Ένα ζευγάρι γαλάζιοι κύκλοι με κοίταζαν τώρα γλύφοντας το χέρι μου.
«Είναι αρσενικός λύκος μας είπαν από το pet shop.» άκουσα την φωνή του θείου Τζέρεμι και είδα με την άκρη του ματιού μου τον πατέρα μου να τον κοιτάει με το δολοφονικό του ύφος και τον Κλάους να προσπαθεί να κρύψει ένα χαμόγελο.
«Είναι υπέροχος.» ψιθύρισα αρκετά δυνατά ώστε να με ακούσουν όλοι. «Σας ευχαριστώ.» πρόσθεσα κοιτάζοντας τους θείους μου και την ξαδέρφη μου χαρίζοντάς τους ένα ειλικρινές χαμόγελο.
«Πως θα τον πεις?» με ρώτησε η θεία Μπόνι. Γύρισα προς το μέρος των γονιών μου για να δω την μητέρα μου να δίνει μια σιωπηλή μάχη με τον μπαμπά για να με αφήσει να τον κρατήσω. Ο μπαμπάς δεν ήθελε σκύλους στο σπίτι. Πόσο μάλλον λύκους. Ανά τα χρόνια είχα πολλά κατοικίδια αλλά ποτέ σκύλο. Και κάθε φορά που ζητούσα η απάντηση ήταν η ίδια: Όχι. Ήταν το μόνο που μου είχαν αρνηθεί ποτέ και αν και καταλάβαινα τον λόγο, δεν έπαυα να το επιθυμώ. Ο πατέρας μου είχε επιβιώσει στο παρά πέντε από το δάγκωμα ενός λύκου, ένας άλλος είχε πάλι είχε πάρει τον αδερφό του και την γυναίκα της ζωής του με το παιδί του μακριά. Γιατί έτσι έβλεπε τον Κλάους. Σαν έναν λύκο. Και ήταν και το περιστατικό στα τέταρτα γενέθλια μου. Είδα τον πατέρα μου να αναστενάζει και να παραδίνεται. Γύρισε προς το μέρος μου και με μια κίνηση του χεριού του μου επέτρεψε να τον κρατήσω.
Το χαμόγελό μου πλάτυνε και έκλεισα τα μάτια μου.
«Χμ... δεν ξέρω.» τους απάντησα πηγαίνοντας πάλι στην πολυθρόνα μου.
«Τι λες για το Κλάους?» είπε ο πατέρας μου ειρωνικά κοιτάζοντας το υβρίδιο που καθόταν απέναντί μου. Εκείνος απλά τον κοίταξε πίσω. Η έκφρασή του απροσδιόριστη. «Όχι.» απάντησα δυνατά σταματώντας τον "πόλεμο των βλεμμάτων". «Θα τον πω Μπλάντι.» Ο πατέρας μου γύρισε και με κοίταξε με περιέργεια. «Έτσι ήθελα να ονομάσω πάντα τον σκύλο μου!» τους είπα χαρούμενα.
«"Ματωμένο" ήθελες να ονομάσεις τον σκύλο σου?» με ρώτησε ο Κλάους γέρνοντας μπροστά. Κούνησα το κεφάλι μου. Εκείνος σήκωσε τους ώμους του και μου έδωσε το μεγάλο ασημένιο κουτί με τον μαύρο φιόγκο. Το πήρα στα χέρια μου και ανοίγοντάς το έμεινα με το στόμα ανοιχτό.
«Ανήκε σε μια βασίλισσα. Δεν θυμάμαι ποιά. Θυμάμαι μόνο ότι το έσκασε από το βασίλειό της κατά την διάρκεια μιας εισβολής και ότι άφησε τα κοσμήματα της πίσω.»
«Εισέβαλες σε βασίλειο και έκλεψες τα κοσμήματα του στέμματος?» τον ρώτησε η θεία Κάρολάιν απελπισμένα.
«Η σωστή λέξη είναι "κατέκτησα", Κάρολάιν.» Όση ώρα αφιέρωναν εκείνοι στον μικρό λεκτικό τους διαπληκτισμό εγώ δεν μπορούσα να πάρω τα μάτια μου από το ομορφότερο περιδέραιο που είχα αντικρίσει ποτέ μου. Ήταν όλο στολισμένο με διαμάντια και ζιργκόν. Σε πολλά σημεία είχε μικρούς χρυσούς πολύτιμους λίθους, τοπάζι μάλλον, και μπροστά κρεμόντουσαν 7 μεγάλα ζαφείρια με το μεγαλύτερο στο μέγεθος του αντίχειρά μου. Κάπου μέσα σε ένα έλος θαυμασμού βρήκα το κουράγιο να κλείσω το κουτί και να του το επιστρέψω.
«Λυπάμαι…» του είπα με την φωνή μου βραχνή. «Αλλά δεν μπορώ να το δεχτώ. Είναι ότι ωραιότερο μου έχει χαρίσει ποτέ κανείς, αλλά δεν μπορώ να το δεχτώ. Δεν μου αξίζει.» συμπλήρωσα. Εκείνος απλά σηκώθηκε, με πλησίασε και παίρνοντας το περιδέραιο ήρθε και στάθηκε πίσω μου. Έκανε τις μπούκλες μου στην άκρη και έφερε το κόσμημα γύρω από τον γυμνό μου λαιμό. Ένιωσα τους πάντες να παγώνουν δίπλα μου και τον εαυτό μου να ξεχνάει να αναπνεύσει. Το κούμπωσε και άφησε τα μαλλιά μου να πέσουν γύρω του.
«Φυσικά και σου αξίζει. Όποιος δεχτεί να κάνει τέτοια θυσία για εμένα από μόνος του αξίζει το καλύτερο. Και εξάλλου ένα τόσο ωραίο κόσμημα είναι κρίμα να μένει θαμμένο. Και τι καλύτερο από έναν υπέροχο λαιμό να το επιδεικνύει?» Είπε απαλά ενώ ο πατέρας μου έσφιγγε τα χέρια του σε γροθιές και η μαμά μου έσφιγγε περισσότερο το μπράτσο του προσπαθώντας να τον συγκρατήσει.
«Εγώ δεν σου πήρα κάτι τόσο εκκεντρικό αλλά κάτι που ξέρω ότι ήθελες πολύ.» Έσπασε την σιωπή η θεία Κάρολάιν και έπιασα τον εαυτό μου να την ευχαριστεί με όλη την δύναμη της ψυχής μου. Μου έδωσε και εκείνη ένα κουτάκι τυλιγμένο με ροζ χαρτί καλυμμένο με ασορτί χρυσόσκονη. "Bet set Johnson" έγραφε και με το που το άνοιξα είδα το βραχιόλι που είχαμε δει την τελευταία φορά που είχαμε βγει για ψώνια.
«Σ' αγαπώ, θεία Κάρολάιν!» της είπα ενώ της χάριζα και εκείνης ένα φιλί. Αυτό που δεν ήξερα όμως ήταν για ποιό λόγο την ευχαριστούσα περισσότερο. Για το ότι με είχε βγάλει από μια δύσκολη θέση? Γιατί πάντα ήταν καλή μαζί μου? Γιατί την αγαπούσα περισσότερο ακόμα και από τους θείους μου που είχα συγγένεια αίματος? Δεν το ήξερα.
«Και εγώ σ' αγαπώ ομορφιά μου.» Με αγκάλιασε και ξαφνικά δεν ήθελα να φύγω από δίπλα της. Οι θείοι μου σηκώθηκαν έτοιμοι να φύγουν.
«Εμείς να πηγαίνουμε.» είπε ο θείος Τζέρεμι. «Καρ, θα έρθεις?» Η θεία μου κούνησε το κεφάλι της αρνητικά.
«Και πάλι χρόνια πολλά, αγάπη μου.» μου είπαν καθώς τους χαιρετούσα. Είδα τον Κλάους να τους μιμείται αλλά τον σταμάτησε γρήγορα.
«Μείνε.» του είπα σιγά. Ρίχνοντας μια ματιά στο μπερδεμένο βλέμμα των δικών μου, με κοίταξε στα μάτια και επέστρεψε στην θέση του.
«Ωραία. Έτοιμη για το φινάλε?» με ρώτησε ο μπαμπάς μου αγνοώντας την τελευταία σκηνή. Κούνησα το κεφάλι μου και πήγα κοντά του. Μου έβαλε ένα πλατύ, μαλακό περιεχόμενο με μωβ χαρτί.
«Άνοιξέ το προσεχτικά.» με προειδοποίησε η μαμά μου και ανοίγοντάς το βρήκα έναν φάκελο και ένα κλειδί.
«Είναι η μέρα των κλειδιών σήμερα?» ρώτησε ειρωνικά κάνοντάς τους να γελάσουν όλοι. Ώστε ξέρανε περί τίνος πρόκειται και κανείς δεν μου είχε πει τίποτα. Υπέροχα! Ανοίγοντάς και τον φάκελο έβγαλα ένα πάκο χαρτιά. Συμβόλαια?
«Θα έλεγα ευχαριστώ... αν ήξερα τι είναι, μπαμπά.»
«Είναι συμβόλαια ενός σπιτιού στην Νέα Υόρκη. Το ξέρουμε ότι μας λατρεύεις και ότι σου αρέσει να μένεις μαζί μας αλλά η μητέρα σου σκέφτηκε ότι πρέπει να έχεις τον δικό σου χώρο. Και τα τελευταία Χριστούγεννα που περάσαμε εκεί, ερωτεύτηκες την πόλη οπότε σου αγοράσαμε αυτό.» Είχα μείνει άφωνη! Ήταν πολλά για μια μέρα...
«Δεν ξέρω τι να πω…» πρόφερα με κόπο αλλά η μαμά μου με σταμάτησε.
«Δεν χρειάζεται να πεις τίποτα.» μου είπε γλυκά. Ή τώρα ή ποτέ.
«Βασικά υπάρχει. Αρχικά θέλω να σας ευχαριστήσω για το δώρο σας. Είναι υπέροχο και η καλύτερη ευκαιρία να σας πω αυτά που θέλω. Θέλω να φύγω από την πόλη. Όχι μόνιμα. Για μια-δυο βδομάδες το πολύ. Θέλω να κάνω διακοπές μόνη μου...» Ο πατέρας μου ήταν τώρα όρθιος και με σταμάτησε.
«Ξέχνα το Λίλιθ. Δεν έχεις να πας πουθενά μόνη σου. Το σπίτι στο δώσαμε να πηγαίνεις με τις φίλες σου, με εμάς, με κάποιον τέλος πάντων! Μόνη σου δεν έχεις να πας πουθενά! Έχεις ιδέα πόσο επικίνδυνο είναι? Που ξέρουμε τι μπορεί να γίνει εκεί?»
«Μπαμπά!» Προσπάθησα να τον λογικέψω.
«Δεν θα το συζητήσω Λίλιθ! Τελείωσε!» Δεν στράφηκα στην μητέρα μου για βοήθεια ήξερα ότι θα συμφωνούσε μαζί του. Όπως και οι θείοι μου. Μόνο ένα άτομο έμενε.
«Εσύ Κλάους, τι λες?» Ο πατέρας μου εκεί αποτρελάθηκε.
«Δεν έχει να πει τίποτα, Λίλιθ! Εγώ είμαι ο πατέρας σου και αυτό που λέω εγώ θα γίνει. Αυτός είναι ο πρώτος που σε βάζει σε κίνδυνο και εσύ του φέρεσαι λες και είναι ότι πιο πολύτιμο για σένα!» Βάδιζε πάνω-κάτω φωνάζοντάς μου ενώ όλοι τον παρακολουθούσαμε σιωπηλά.
«Μπορώ να σου προσφέρω εγώ προστασία. Δυο-τρία υβρίδια αν θες να πάς.» Είπε απαλά ο Κλάους απευθυνόμενος σε εμένα, εξοργίζοντας τον πατέρα μου περισσότερο και κάνοντάς τον να του επιτεθεί. Είχε καρφωμένο τον Κλάους στον τοίχο κρατώντας τον από τον λαιμό σε δευτερόλεπτα ενώ εκείνος απλά τον κοιτούσε.
«Δεν με άκουσες? Δεν έχει να πάει πουθενά! Δεν χρειαζόμαστε τα υβρίδιά σου. Μόνο μπελάδες φέρνεις.» Και τόσο απλά οι ρόλοι αντιστράφηκαν και ο μπαμπάς μου ήταν αυτός που ήταν με την πλάτη στον τοίχο.
«Καταλαβαίνω την υπέρ προστατευτικότητα σου με την κόρη σου Ντέιμον, αλλά μην το παρατραβάς! Και μην με προσβάλεις! Δεν έχω σε τίποτα να σου σπάσω όλα τα κόκκαλα με τη μία!» Κανείς δεν είχε κουνηθεί από την θέση του τόση ώρα παρόλο που όλοι θέλαμε να τρέξουμε να βοηθήσουμε τον πατέρα μου. Μόνο ο Στέφαν είχε προσπαθήσει να κάνει μερικά βήματα προς το μέρος τους αλλά τον είχα σταματήσει. Ο Κλάους δεν θα πείραζε τον πατέρα μου. Όχι αν ήθελε την ζωή του. Και την ήθελε. Γύρισε το κεφάλι του προς το μέρος μου και με ρώτησε:
«Θες να πας?» Ο τόνος του ήταν άγριος.
«Ναι. Αλλά δεν θέλω ολόκληρο στόλο.» Πιέζοντας τον λαιμό του πατέρα μου λίγο ακόμα, τον άφησε να πέσει στο πάτωμα και τους πάντες να τρέξουν προς το μέρος του. Εκτός από εμένα. Ο Κλάους ήρθε προς το μέρος μου και στάθηκε απέναντί μου.
«Τότε θα σου στείλω τον γιό μου. Κάνει για 10 από τα καλύτερα υβρίδιά μου.» μου είπε κοιτώντας με στα μάτια. «Είμαστε σύμφωνοι, Έλενα?» ρώτησε γυρνώντας να κοιτάξει την μητέρα μου. Εκείνη κοίταξε μια εμένα και μια τον πατέρα μου που βρισκόταν ακόμα στο πάτωμα κοιτώντας τον Κλάους.
«Ναι.» του απάντησε κουνώντας το κεφάλι της.
«Ωραία.» απάντησε γυρνώντας πάλι προς το μέρος μου. «Και πάλι χρόνια πολλά.» τον άκουσα να λέει πριν κλείσει την πόρτα πίσω του.
Κοίταξα τους γονείς μου και το βλέμμα μου στάθηκε στον πατέρα μου.
«Εγώ θα είμαι πάνω.» Είπα και έτρεξα στο δωμάτιό μου...


Nadia