Διαγωνισμός Αγαπημένης Ιστορίας (Κορίτσι με τη Μάσκα - Black Page) part 1/3

Μετά από πολύ καιρό η συνεργασία μου με την Angelina S., νικήτρια του διαγωνισμού.
Αυτό είναι το πρώτο από τα τρία συνολικά part όπου εμφανίζονται χαρακτήρες και από τις δύο ιστορίες σε μία επίσκεψη της Αριέττας στο Λονδίνο. Ελπίζουμε να σας αρέσει.

Πήρα στα χέρια μου το τετράδιο με το σκληρό εξώφυλλο και το περιεργάστηκα για μία ακόμη φορά. Πώς γίνεται να το κάνω λάθος;
Αναστέναξα ηττημένη και έκοψα ακόμα μερικά εκατοστά από το πολύχρωμο χαρτί περιτυλίγματος.
Τελευταία φορά. Αν δεν τα κατάφερνα και τώρα θα ζητούσα από την…πώς την είχαμε πει, να μου ξαναδείξει την διαδικασία. Απλά μέχρι τότε δεν θα τύλιγα τα βιβλία που ήταν για δώρο, αν υποθέσουμε δηλαδή πως θα έβλεπα κάποιον πελάτη, αφού δύο μέρες τώρα είχα εξυπηρετήσει όλους κι όλους τρεις ανθρώπους.
Άφησα τα δάχτυλά μου να γλιστρήσουν πάνω στην γυαλιστερή επιφάνεια του χαρτιού καθώς το δίπλωναν με προσοχή.
Ένωσα τις δύο πλευρές και σχημάτισα δύο τρίγωνα τοποθετώντας τα πάνω σε αυτές με τις άλλες δύο. Έπειτα έκοψα ένα μικρό κομμάτι σελοτέιπ και τις κόλλησα όλες μαζί.
Σήκωσα με προσοχή τα χέρια μου και θαύμασα το δημιούργημά μου. Τα είχα καταφέρει…μέχρι που μερικές στιγμές αργότερα το σελοτέιπ έφυγε από τον θέση του επιτρέποντας και στο χαρτί να κάνει το ίδιο.
«Άι στο διάολο.» φώναξα παρότι ήμουν μόνη μου στο μαγαζί και πέταξα το τετράδιο στο πάτωμα.
Την ίδια στιγμή χτύπησε και το κινητό μου.
«Ναι!» απάντησα άγρια πριν προλάβω να ελέγξω τον τόνο της φωνής μου. Όποιος και να ‘ταν το καλό που του ήθελε να ήταν σύντομος. Αρκετά νεύρα είχα σήμερα.
«Ναι, γεια σας. Τηλεφωνώ για την αγγελία.»
«Μάλιστα.» είπα λιγότερο εκνευρισμένα. Αν ήταν να βρω συγκάτοικο σίγουρα δεν θα τα κατάφερνα δείχνοντας εξαρχής το πραγματικό μου πρόσωπο.
«Δεν ξέρω αν μπορείτε τώρα, αλλά είμαι στην περιοχή και έχω λίγο χρόνο, οπότε μπορώ να περάσω να μιλήσουμε.»
«Λυπάμαι, δεν είμαι στο σπίτι αυτή την στιγμή.» μονολόγησα καθώς σκεφτόμουν ότι και αυτός θα ήταν ακόμη ένας εκνευριστικός τύπος που νομίζει ότι επειδή θα μένουμε μαζί θα με έχει σαν γκόμενα και παραδουλεύτρα. Το μόνο που έμενε τώρα ήταν να απογοητευτεί, να μην θέλει να μείνει μαζί μου και εγώ τελικά να μετακομίσω σε ένα σπίτι το οποίο θα μπορώ να πληρώνω μόνη μου. Αν μπορούμε να ονομάσουμε κάτι τέτοιο σπίτι.
«Παρόλα αυτά…» συνέχισα «…είμαι στην δουλειά. Μπορείς να περάσεις από δω και βλέπεις κάποια άλλη στιγμή το σπίτι.» πρότεινα με τρομερό ενδιαφέρον και πίστη στην ιδέα πως δεν θα χρειαζόταν να ανοίξω το σπίτι μου σε κανέναν άλλον.
«Ναι φυσικά. Που πρέπει να ‘ρθω;»
Του έδωσα την διεύθυνση και το κλείσαμε.
Δεν είχα ελπίδες. Μπορούσα να καταλάβω ακόμα και από την φωνή πως θα ήταν ένας ενοχλητικός τύπος με τον οποίο δεν θα ήθελα να είχα σχέσεις. Όμως τηλεφώνησε και έπρεπε να τον δω. Η αγγελία ήταν ακόμα στην εφημερίδα στο κάτω κάτω.
Προσπάθησα να το βγάλω από το μυαλό μου και συνέχισα να ασχολούμαι με την δουλεία μου στο βιβλιοπωλείο, μέχρι που λίγο αργότερα ένας άντρας μπήκε μέσα.
Για την ακρίβεια όχι τόσο άντρας όσο αγόρι. Ήταν σχετικά ψηλός, ψηλότερος από μένα δηλαδή, αλλά κανονικός για άντρα, με απλά χαρακτηριστικά, αν εξαιρέσει κανείς τα μάτια του, των οποίων το μπλε ήταν πιο έντονο και από pop art αφίσες και το πυρόξανθο των μαλλιών του.
Φορούσε ένα μαύρο παντελόνι, μία γκρι μάλλινη ζακέτα κουμπωμένη μέχρι πάνω, άσπρα παπούτσια του τέννις και είχε μία ανθρακί τσάντα ταχυδρόμου περασμένη διαγώνια από τον έναν όμως του. Ήταν ο τύπος που διάβαζε. Μπορούσα να τους ξεχωρίσω.
«Γεια σας. Πώς μπορώ να σας εξυπηρετήσω;» ρώτησα όλο ευγένεια ξέροντας πως αν η πρώτη εντύπωση ήταν καλή τότε σίγουρα θα συνέχιζε να ψωνίζει από δω. Με τέτοιους πελάτες ήθελα να συναναστρέφομαι.
«Γεια.» είπε απλά κοιτώντας με στα μάτια. «Με λένε Ράιαν Γουάιτ και μου είπαν να έρθω εδώ για ένα διαμέρισμα. Ψάχνω μία κυρία…» σταμάτησε για να κοιτάξει την εφημερίδα στα χέρια του «…Πέιτζ Φόστερ.»
Ένα χαμόγελο σχηματίστηκε αυτόματα στα χείλη μου. Τώρα μπορούσα να ελπίζω σε έναν συγκάτοικο στα πλαίσια του, ας το πούμε «κανονικού». Τουλάχιστον δεν βρωμούσε αλκοόλ από την πρώτη συνάντηση. Μετά από όλα αυτά που είχα δει τις τελευταίες μέρες ήταν καλό σημάδι.
«Εγώ είμαι. Φώναζέ με Πέιτζ.» απάντησα χαμογελώντας ακόμα και έτεινα το χέρι μου προς το μέρος του.
«Συγγνώμη, νόμιζα…σε περίμενα πιο…» ψέλλισε χάνοντας τα λόγια του.
«Πιο κυρία;» ρώτησα χρησιμοποιώντας την λέξη που είχε διαλέξει εκείνος πριν λίγο σαν προσφώνηση πριν το όνομά μου.
«Πιο μεγάλη.» απάντησε με ειλικρίνεια. «Τώρα είμαι κάπως πιο ανακουφισμένος.»
Προσπάθησα να μην γελάσω με το βλέμμα του. Μπορώ να μόνο να φανταστώ τι θα έχει τραβήξει και εκείνος ψάχνοντας σπίτι.
«Κάθισε.» του είπα φέρνοντάς τον από την μέσα μεριά του πάγκου πίσω από τον οποίο περνούσα σημαντικό μέρος της μέρας μου.
Εκείνος βολεύτηκε πάνω σε ένα ψηλό σκαμπό με την τσάντα του τακτικά ακουμπισμένη στα πόδια του και τα χέρια του πάνω της.
«Λοιπόν Ράιαν, τι κάνεις;»
Κατάλαβε αμέσως τι εννοούσα και απάντησε αντίστοιχα.
«Μόλις τελείωσα το πανεπιστήμιο και ετοιμάζομαι για το μεταπτυχιακό μου.»
«Τι σπουδάζεις;»
«Αστροφυσική.»
Τουλάχιστον είχα δίκιο, όντως ήταν ο τύπος που διαβάζει.
Δεν μίλησα για λίγο, δίνοντάς του την ευκαιρία να με ρωτήσει εκείνος ό, τι ήθελε.
«Εσύ εδώ δουλεύεις;»
Ένευσα.
«Ωραία πρέπει να ναι.» είπε κοιτάζοντας γύρω γυρώ ενώ εγώ προσπαθούσα να ξεκολλήσω το χαμόγελο από τα χείλη μου. Ήταν παράλληλα ντροπαλός και ειλικρινής. Μπορούσα να καταλάβω πως ένιωθε άβολα αν και προσπαθούσε να μην το δείχνει. Τον ήθελα για συγκάτοικο.
«Για περιστασιακή δουλειά.» απάντησα αλήθεια. «Είναι ήσυχα τουλάχιστον. Κοντά στο σπίτι και με ικανοποιητικό μισθό, δεδομένου του τι κάνω όλη μέρα.»
«Δεν είναι η κανονική σου δουλειά;» ρώτησε κάπως παραξενεμένος. «Τι θέλεις να κάνεις;»
«Υποθέτω κάποια στιγμή θα ασχοληθώ με το αντικείμενό μου. Έχω τελειώσει νομική.»
«Νόμιζα ότι δούλευες εδώ επειδή…δεν φαντάστηκα…»
Κάθε φορά που πήγαινε να πει κάτι έκανε έτσι. Τον είχα συμπαθήσει ήδη.
«Όχι.» απάντησα ανακουφίζοντάς τον που δεν θα χρειαζόταν να συνεχίσει τραυλίζοντας. «Απλά δεν νιώθω έτοιμη να θυσιάσω όλα αυτά που μ’ αρέσουν για να μπω στην διαδικασία να ασχοληθώ με κάτι τόσο σοβαρό.»
Ένευσε.
«Δεν νομίζω πως είναι κακό κάτι τέτοιο. Θες να ζήσεις την ζωή σου. Όπως το βλέπω εγώ είσαι πολύ νέα για να μπεις σε μια τέτοια δουλειά.»
Δεν είχα πει ότι ήταν κακό, αλλά σίγουρα ήταν από τους πρώτους ανθρώπους που καταλάβαιναν για τι πράγμα μιλούσα. Ίσως σκεφτόταν και εκείνος το ίδιο, γι αυτό συνέχιζε για διδακτορικό. Ίσως πάλι από την άλλη να το έλεγε για να τον συμπαθήσω. Βέβαια δεν μου έμοιαζε για άνθρωπος που θα έκανε κάτι τέτοιο. Ό, τι και να ‘ταν πάντως, εγώ χαμογελούσα καθώς μιλούσε.
«Εσύ που έμενες πριν;» ρώτησα όταν κατάφερα να σοβαρευτώ και να σταματήσω να τον κοιτάω σαν την αδερφή ψυχή μου.
«Στο πανεπιστήμιο.» απάντησε με σκεπτικό ύφος. «Δεν είναι κάτι που θες να δοκιμάσεις.»
«Ναι, το ξέρω, το έχω δοκιμάσει. Άστα να πάνε.»
Κοιταχτήκαμε και γελάσαμε και οι δύο. Έπειτα εκείνος ξεκίνησε να μου λέει μία ιστορία απ’ αυτά που είχε περάσει στον κοιτώνα του.
«Πλάκα κάνεις;» τσίριξα γελώντας «Και μπήκε μέσα η κοπέλα του; Ενώ ήσουν γυμνός;»
Ένεσε καθώς προσπαθούσε να βρει την αναπνοή του.
«Έλα, αυτό δεν είναι δίκαιο. Τι μπορώ να πω τώρα που να είναι πιο άβολο απ’ αυτό;»
Χαμογέλασε και με κοίταξε με ένα προσποιητό ύφος ανωτερότητας.
«Σου το ‘πα. Δεν γίνεται να έχεις περάσει χειρότερα από μένα.»
«Θα δεχτώ την πρόκληση.» απάντησα όσο πιο σοβαρά μπορούσα.
Ξεκίνησα να του εξιστορώ ίσως ένα από τα χειρότερα πράγματα που μπορεί να συμβεί σε κάποιον.
«Και να που στεκόμουν μέσα στην μέση του αμφιθεάτρου με ένα ροζ μπέιμπι ντολ που είχα από το γυμνάσιο, πράσινες σαγιονάρες και μία άσπρη ζακέτα, το πρώτο και το τελευταίο πράγμα που θυμήθηκα να πάρω από το δωμάτιο πριν βγω έξω.»
«Δεν είναι τόσο άσχημο…» είπε ψέματα βλέποντας πως τα μάγουλά μου είχαν γίνει κατακόκκινα για μία ακόμη φορά καθώς ξανάλεγα την ιστορία.
«Με κοροϊδεύεις; Πήγα να γράψω με τις πιτζάμες. Βέβαια ίσως το χειρότερο κομμάτι ήταν όταν έτρεχα πάνω κάτω στην πανεπιστημιούπολη έτσι.»
Δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί αυτή την φορά.
«Συγγνώμη…» είπε ξεροβήχοντας «Δεν πρέπει να γελάσω…Να σου χαλάσω το ξυπνητήρι πάλι πρέπει.»
Τον χτύπησα φιλικά στον ώμο για να τον κάνω να σταματήσει, αλλά δεν ήμουν και πολύ πειστική, καθώς γελούσα το ίδιο με εκείνον. Η μόνη διαφορά μας βέβαια ήταν πως εγώ είχα να το κάνω χρόνια ενώ αυτός μάλλον το έκανε κάθε μέρα. Φαινόταν τέτοιος άνθρωπος.
Ύστερα από δύο ώρες δεν έχει μπει άνθρωπος μέσα στο μαγαζί αλλά δεν το είχα συνειδητοποιήσει καν. Ακόμα μιλούσα με τον Ράιαν και όταν το μάτι μου έπεσε πάνω στο ρολόι, η αλήθεια είναι ότι έπαθα ένα σοκ.
«Κοίτα Ράιαν είναι αργά…»
«Πω πω, χίλια συγγνώμη, σε καθυστέρησα…» ξεκίνησε να λέει ενώ πετάχτηκε από την θέση του και πέρασε την τσάντα του στον ώμο του έτοιμος να φύγει.
«Όχι, εννοείται πως όχι. Δεν λέω αυτό. Απλά είναι αργά και θα κλείσω το μαγαζί. Αν θες μπορείς να περιμένεις και μετά να πάμε να σου δείξω το σπίτι. Αν δεν έχεις τίποτα να κάνεις δηλαδή.»
«Όχι μπορώ.» απάντησε και ξανακάθισε. «Θες να κάνω κάτι;»
Ένευσα όχι.
«Μόνο δώσε μου πέντε λεπτά.»
Και όπως είχα πει χρειάστηκα μόνο πέντε λεπτά για να τελειώσω αυτά που έπρεπε να κάνω. Είχα πάρει ακόμα και την τσάντα μου όταν η πόρτα άνοιξε και μια γυναίκα μπήκε μέσα.
Ήταν στο ύψος μου, γύρω στο ένα και εβδομήντα και τα μάτια της είχαν σχεδόν το ίδιο μαύρο χρώμα με τα δικά μου, αλλά οι ομοιότητες τελείωναν εκεί. Τα μακριά καστανά σπαστά μαλλιά της ήταν πιασμένα σε έναν αυστηρό κότσο και οι καμπύλες της εμφανώς τονισμένες κάτω από τα ρούχα της.
Φορούσε ένα μαύρο σοβαρό ταγιέρ με άσπρο πουκάμισο από μέσα και παρά τις, απ’ ότι έβλεπα, απελπισμένες της προσπάθειες να δείχνει καθώς πρέπει, η κοντή φούστα, οι υπερβολικά ψηλές γόβες και οι έντονες ψεύτικες βλεφαρίδες, που έρχονταν σε αντίθεση με το κατά τ’ άλλα απλό μακιγιάζ, δεν είχαν το παραμικρό αποτέλεσμα. Η εικόνα συμπληρωνόταν με μαύρα κοκάλινα γυαλιά μυωπίας και δεν μπορούσα παρά να διαπιστώσω ότι το «δασκαλίστικο» ύφος της με παρέπεμπε σε αναρίθμητες ταινίες ερωτικού ρεαλισμού, όπως θα το έλεγε πιθανότατα και εκείνη.
Κοίταξα τον Ράιαν απολογητικά. Δεν μπορούσα να την διώξω ακριβώς. Αυτό ήταν που ήθελα να κάνω βέβαια. Όχι μόνο το μαγαζί δεν ήταν δικό μου όμως, αλλά και η ώρα για να κλείσω δεν είχε φτάσει, οπότε σε αυτό το τέταρτο που έμενα ήμουν υποχρεωμένη να εξυπηρετήσω όποιον και αν ερχόταν.
Ο Ράιαν μου έκανε νόημα πως δεν πείραζε και κάθισε πάλι χαμογελώντας.
«Πώς μπορώ να σας βοηθήσω;» ρώτησα την γυναίκα.
«Που ακριβώς είναι ο τομέας σας με τα βιβλία για αρχάριους;» άκουσα την φωνή της σε σπαστά αγγλικά και πάσχισα να καταλάβω τι ήθελε.
Την οδήγησα στο ράφι που έψαχνε και περίμενα για να την βοηθήσω περεταίρω.
«Ψάχνετε κάτι συγκεκριμένο;»
«Όχι.» απάντησε ψυχρά και μου γύρισε την πλάτη.
«Εντάξει!» σκέφτηκα εκνευρισμένη και απομακρύνθηκα πριν προλάβω να της πω κάτι που δεν θα άρεσε στο αφεντικό μου.
«Τι έγινε, τι έπαθες;» με ρώτησε κοιτώντας μία εμένα και μία εκείνη.
«Τίποτα ακόμα.» απαγόρευσα στον εαυτό μου να θυμώσει.
«Ο πελάτης έχει πάντα δίκιο, ε;» συνέχισε και παρότι υπό άλλες συνθήκες θα είχα εκνευριστεί, τώρα ένευσα καταφατικά, μιας και ο τόνος του υποδείκνυε πως συμμεριζόταν την κατάσταση στην οποία ήταν τα νεύρα μου.
«Δεν έχεις ιδέα.» ψέλλισα και γύρισα και πάλι το βλέμμα μου προς την γυναίκα, της οποίας την ίδια ώρα χτύπησε το κινητό.
Απάντησε και πάλι σε σπαστά αγγλικά, μιας και με μεγάλη δυσκολία κατάφερα να αποκωδικοποιήσω ένα απλό «γρήγορα» μέσα σε όλα τα υπόλοιπα που είπε. Όλη η υπόλοιπη συνομιλία έγινε κατ’ αποκλειστικότητα σε μια άλλη γλώσσα, πιθανότατα…δεν ξέρω, αρμένικα; Δεν μπορούσα να καταλάβω, όμως μιλούσε υπερβολικά γρήγορα και με παράξενη προφορά, οπότε δεν ήξερα τι άλλο να υποθέσω. Ένα ήταν σίγουρο πάντως. Όσο αναιδής και άξεστη μου φάνηκε την πρώτη φορά που την άκουσα να μιλάει, τόσο μου φάνηκε και την δεύτερη, αν όχι περισσότερο.
Για κάποιο λόγο έμοιαζε λες και έκανε χάρη στους γύρω της όταν συνομιλούσε μαζί τους. Δεν λέω, ήμουν και εγώ παράξενη, αλλά αυτό πήγαινε πολύ.
Κοιτάχτηκα για μία ακόμη φορά με τον Ράιαν. Εκείνος ανασήκωσε τους ώμους του, όσο εγώ δάγκωνα τα χείλη μου.
Η γυναίκα σήκωσε για μία τελευταία φορά την ένταση της φωνής της και μετά έκλεισε το τηλέφωνο. Στην συνέχεια το πέταξε μέσα στην τσάντα της και περνώντας μπροστά από τον πάγκο, πίσω από τον οποίο στεκόμουν εγώ με τον Ράιαν και την κοιτούσαμε με ανοιχτό το στόμα, σχεδόν πέταξε το βιβλίο που κρατούσε προς το μέρος μας και βγήκε έξω με γρήγορο βήμα. Λίγες στιγμές αργότερα είχε χαθεί από το οπτικό μας πεδίο.
Σήκωσα το βιβλίο και το εξέτασα. «Χάκινγκ για αρχάριους.»
Δεν μπήκα στον κόπο να σκεφτώ πως και γιατί, απλά διασταύρωσα για μία ακόμη φορά το βλέμμα μου με αυτό του Ράιαν και αυτομάτως ήξερα πως σκεφτόμασταν και οι δύο το ίδιο πράγμα. Εκείνος βέβαια ήταν ο μόνος που το είπε:
«Τουλάχιστον ήταν όμορφη.»
«Ώστε καστανές.» τον πείραξα ελπίζοντας πως θα άφηνε στην άκρη την προηγούμενη συζήτηση για την παράξενη γυναίκα, ώστε να μην χρειαζόταν να εκνευριστώ κι άλλο βραδιάτικα.
«Τι άλλο;» με ρώτησε στον ίδιο τόνο με ένα αχνό χαμόγελο να σχηματίζεται στο πρόσωπό του.
«Ξανθιές.» είπα απλά και πήρα για μία ακόμη φορά την τσάντα μου.
«Ούτε κατά διάνοια.»
Γέλασα και κλείδωσα την πόρτα.
Σε όλη την διαδρομή για το μετρό και μετά για το σπίτι μιλούσαμε, σχολιάζαμε περαστικούς και κανονίζαμε την μετακόμιση. Ήταν περίεργο. Εγώ όντως τον ήθελα για συγκάτοικο, αλλά εκείνος δεν είχε δει καν το σπίτι. Τουλάχιστον όμως ταιριάζαμε και κατά έναν παράξενο τρόπο είχα ήδη αρχίσει να τον νιώθω πιο κοντά μου.
Ανεβήκαμε τις σκάλες, εγώ από φόβο για το ετοιμόρροπο ασανσέρ, εκείνος επειδή με ακολουθείσθε και σταθήκαμε μπροστά στην πόρτα όση ώρα μου πήρε να την ξεκλειδώσω και να την ανοίξω.
«Μένουν άνθρωποι απέναντι;» με ρώτησε δείχνοντας το διαμέρισμα στην άλλη μεριά του διαδρόμου.
«Μια ηλικιωμένη γυναίκα.» απάντησε απλά. «Καλή κυρία.» Θα προτιμούσα βέβαια έναν κούκλο γείτονα, ώστε η ζωή σε αυτή την πολυκατοικία να αποκτήσει ένα νόημα, αλλά τουλάχιστον δεν ήταν σαν τον πορνόγερο από πάνω.
Μπήκαμε μέσα και άρχισα να του κάνω ξενάγηση.
«Δεν έχεις πολλά πράγματα, έτσι;»
Ένευσα όχι. «Και εγώ πριν λίγο μετακόμισα, μην νομίζεις.» συνέχισα προχωρώντας από την κουζίνα στα υπνοδωμάτια. «Εδώ είναι το δικό μου.» είπα ανοίγοντας την πόρτα και αφήνοντάς τον να επιθεωρήσει τον χώρο για λίγο. «Και εδώ…» ολοκλήρωσα καθώς κατευθυνόμουν προς το εσωτερικό του σπιτιού «…το δικό σου. Δυστυχώς το μπάνιο είναι κοινόχρηστο, αλλά σίγουρα για κάποιον που έζησε σε κοιτώνες η συνύπαρξη μαζί μου θα είναι παιχνίδι.»
Χαμογέλασε και γύρισε πίσω στο σαλόνι.
«Εγώ θα μετακόμιζα και σήμερα αν δεν έχεις εσύ πρόβλημα.»
«Είσαι τρελός; Είσαι ο πιο φυσιολογικός άνθρωπος που συνάντησα εδώ και εβδομάδες. Να θεωρείς τυχερό τον εαυτό σου που δεν σε ανάγκασα να μετακομίσεις.»
«Θα το έκανα ούτως ή άλλως.» είπε με την ήρεμη φωνή του.
Για λίγο κανείς δεν μίλησε, μέχρι που το έκανα εγώ.
«Πεινάς;»
Μερικά λεπτά αργότερα και αφού όχι μόνο είχα περάσει το στάδιο όπου και ήμουν σίγουρη πως θα άλλαζε γνώμη για την μετακόμιση όταν του είπα πως δεν έχω ιδέα από μαγείρεμα, αλλά και του είχα απαγορεύσει και να μαγειρέψει ο ίδιος αυτή την φορά, παρότι έλεγε ότι ήξερε να κάνει ένα δυο πράγματα στην κουζίνα, είχαμε ήδη παραγγείλει και καθόμασταν στον διπλό καναπέ, σχολιάζοντας το τελευταίο επεισόδιο του Big Brother που έπαιζε εκείνη την ώρα.
«Κάνεις τόσο μεγάλο λάθος.» παραπονέθηκε «Η Τζούλη πρέπει να φύγει.»
«Η Τζούλι είναι η κακιά. Δεν θέλω να δω το μικρό σπίτι στο λιβάδι, αν φύγει όμως αυτό θα γίνει.»
«Δεν είναι η μόνη κακία. Η Σάρον είχα πολύ χειρότερ…»
«Σε έσωσε από τον εξευτελισμό το κουδούνι.» είπα και σηκώθηκα για να ανοίξω την πόρτα «Ακούς εκεί η Σάρον είναι χειρότερη.» συνέχισα κρύβοντας το χαμόγελό μου.
«Πέιτζ, υπό κανονικές συνθήκες θα σου έλεγα πως πρέπει να κλείσουμε πρώτα ραντεβού, αλλά αφού μπήκες στον κόπο να τα παραγγείλεις όλα αυτά, εντάξει, θα δειπνήσω μαζί σου.»
«Γεια σου Ίθαν.» χαιρέτησα τον άντρα που έφερε το φαγητό μου γελώντας. «Θα σε καλούσα να φάμε…» είπα ψέματα «…αλλά απόψε έχω παρέα.»
«Αα. Εμ, συγγνώμη…δεν ήθελα…συγγνώμη αν χάλασα κάτι.» ψέλλισε κοιτώντας τα χέρια του.
«Ε; Τι; Τι να χαλάσεις;» ρώτησα αλλά δεν μπήκα στον κόπο να ζητήσω κι άλλες πληροφορίες, απλά μπήκα στον θέμα της ημέρας. «Επιτέλους βρήκα συγκάτοικο.»
Χαμογέλασε για λίγο αλλά μπορούσα να καταλάβω πως δεν το εννοούσε και πολύ.
«Μπραβό, αυτό είναι πολύ καλό. Ξέρεις, σκεφτόμουν να έρθω να ρίξω και εγώ μια ματιά στο σπίτι, επειδή ούτως ή άλλως ψάχνω αυτόν τον καιρό.»
«Δεν ήξερα πως έψαχνες σπίτι.» απάντησα ειλικρινά.
«Ναι…λοιπόν, δεν έχει σημασία. Μπράβο πάντως.»
«Ναι.» είπα όλο χαρά. «Τον λένε Ράιαν και λέει ότι ξέρει να μαγειρεύει, οπότε ίσως αφήσω και σένα λίγο στην ησυχία σου.»
Δεν είπε τίποτε άλλο, οπότε έκανα το ίδιο. Απλά τον πλήρωσα, του είπα καληνύχτα και έκλεισα την πόρτα.
«Είναι τόσο ερωτευμένος μαζί σου.» άκουσα τον Ράιαν από το σαλόνι.
«Πρώτα η Σάρον, μετά ο Ίθαν. Ράιν πιο μέσα πέφτω εγώ με τους αριθμούς του Τζόκερ, παρά εσύ όταν κρίνεις τους ανθρώπους.» τον πείραξα και ακούμπησα τα φαγητά μπροστά του.
Δεν ήξερα σε πόσο καιρό θα μετακόμιζε ή σε πόσο καιρό θα έφευγε, αν έφευγε, πάντως ήμουν σίγουρη για ένα πράγμα. Δεν θα μπορούσα να είχα βρει καλύτερο συγκάτοικο.
«Δεν σου αρέσει.» είπε περισσότερο σαν διαπίστωση παρά σαν ερώτηση.
«Δεν τίθεται τέτοιο θέμα.» απάντησα απλά. «Δεν το έχω σκεφτεί και είμαι σίγουρη πως δεν το έχει σκεφτεί ούτε εκείνος.»
Δεν συνέχισε την συζήτηση. Όχι ακριβώς τουλάχιστον.
«Πάντως μοιάζει καλό παιδί.»
Ένευσα.
«Είναι. Απ’ ότι μπορώ να καταλάβω.» Έπειτα γύρισα και τον κοίταξα. «Τι λες λοιπόν συγκάτοικε; Θα μείνεις εδώ απόψε;»
Το σκέφτηκε για λίγο.
«Πρέπει να κάνω μπάνιο, να αλλάξω ρούχα… Δεν νομίζω ότι μπορώ να μείνω. Στο κάτω κάτω πρέπει να ετοιμαστώ και για την μετακόμιση.»
«Ναι…δίκιο έχεις.» απάντησα προσπαθώντας να μην δείξω πόσο δεν μου είχε αρέσει αυτό που είχα μόλις ακούσει.
Δεν ξέρω γιατί, όμως ο Ράιαν μου έβγαζε ένα παράξενο συναίσθημα ζεστασιάς. Όχι μόνο ένιωθα πάρα πολύ άνετα κοντά του, αλλά ήταν λες και ήξερα πως δεν θα έμενα ποτέ ξανά μόνη. Σχεδόν μπορούσα να μας φανταστώ γερασμένους να καθόμαστε σε κουνιστές πολυθρόνες χαϊδεύοντας γάτες.
Η σκέψη αυτή έφερε ένα χαμόγελο στο πρόσωπό μου, το οποίο όμως δεν πέρασε απαρατήρητο.
«Τι;»
«Τίποτα.» απάντησα χαμογελώντας ακόμα. «Πώς νοιώθεις για τις γάτες;»




Άνοιξα τα μάτια μου και το πρώτο πράγμα που είδα ήταν τα πυρόξανθα μαλλιά του Ράιαν μερικά μέτρα μακριά μου. Σηκώθηκα από το πάτωμα και κάθισα στον καναπέ προσπαθώντας να ξεπιαστώ. Δεν ήμουν μεγάλη, όμως σίγουρα οι μέρες που μπορούσα να κοιμηθώ σε κάτι άλλο πέρα από το ζεστό μαλακό κρεβάτι μου είχαν περάσει.
Έγειρα πίσω νιώθοντας το σώμα μου να με προδίδει καθώς ένιωθα την μέση μου να πονάει, τα άκρα μου να είναι δύσκαμπτα και τον λαιμό μου να μπορεί να εκτελέσει ένα περιορισμένο αριθμό κινήσεων, που υπό κανονικές συνθήκες θα ήταν δεδομένες.
Εκείνη την ώρα άνοιξε και ο Ράιαν τα μάτια του.
«Ήταν που δεν μπορούσες να κοιμηθείς εδώ.» σχολίασα κουρασμένα.
«Με μέθυσες.» παραπονέθηκε κρύβοντας το χαμόγελό του.
«Ναι, με νερό. Είμαι κακός άνθρωπος, πώς να το κάνουμε;» τον κορόιδεψα και πήρα ένα μαξιλάρι για να βολευτώ καλύτερα. «Τώρα τι κάνουμε;»
«Δεν ξέρω για σένα. Εγώ πρέπει να πάρω τα πράγματά μου.»
«Θες να ‘ρθω μαζί για βοήθεια;»
Ένευσε όχι.
«Δεν είναι πολλά. Μερικές βαλίτσες με ρούχα και ένα δυο σάκοι με προσωπικά αντικείμενα και βιβλία. Μπορώ να τα καταφέρω. Εσύ δουλεύεις;»
«Το απόγευμα.» αποκρίθηκα.
«Θα είσαι εδώ δηλαδή.»
«Μάλλον.»
«Οπότε θα τα πούμε όταν γυρίσω.» ψέλλισε και σηκώθηκε.
«Καλά, θα πάω να πάρω καφέδες και πρωινό και μετά θα βγάλω το κλειδί σου. Θα έχω επιστρέψει πάντως πριν γυρίσεις.»
Και έτσι πήγαμε ο καθένας στις δουλείες του.
Εγώ απλά ντύθηκα και έφυγα για τον κλειδαρά, απ’ όπου και είχα τελειώσει πέντε λεπτά αργότερα. Σειρά τώρα είχε το πρωινό μας.
Κανονικά δεν έκανα τέτοια διαδρομή για να φάω το πρωί, αφού εννιά στις δέκα φορές έπαιρνα κάτι στον δρόμο για την δουλειά, ενώ η μία φορά που δεν θα γινόταν αυτό ήταν όταν δεν έτρωγα τίποτα. Όμως σήμερα ήταν ιδιαίτερη περίσταση΄ όχι μόνο γιατί ήταν ο Ράιν στο σπίτι, αλλά και γιατί μας περίμενε μια κουραστική μέρα. Ένα καλό πρωινό ήταν, πιθανότατα, το περισσότερο που μπορούσαμε να κάνουμε για να μείνουμε όρθιοι μέχρι το βράδυ.
Έτσι επέλεξα μία σχετικά μικρή, αλλά κεντρική και εξαιρετικά ακριβή καφετέρια αρκετά τετράγωνα μακριά, που παρά τα αρνητικά της είχε ό, τι καλύτερο μπορούσες να ζητήσεις, τόσο από καφέ, όσο και από αρτοποιήματα.
Αφού υπολόγισα τον χρόνο που θα έπαιρνε στον Ράιαν να επιστρέψει σπίτι μου…σπίτι μας, αποφάσισα πως μπορούσα να πάω με τα πόδια μέχρι εκεί και παρά το κρύο αυτό ακριβώς επέλεξα να κάνω.
Προχώρησα για περίπου ένα τέταρτο στο παγωμένο πρωινό και αφού έφτασα έκανα την παραγγελία μου στον άντρα πίσω από τον πάγκο μπροστά μου. Ομελέτα, λουκάνικα, ψημένα ψωμάκια, κρουασάν. Ανέφερα ό, τι μπορούσα να φανταστώ, όχι μόνο γνωρίζοντας ότι τα λεφτά που θα ξόδευα θα ήταν υπερβολικά, αλλά γνωρίζοντας πως δεν θα τα τρώγαμε κιόλας.
Τουλάχιστον δεν θα πεινάγαμε.
Όση ώρα περίμενα να ετοιμαστεί η παραγγελία μου εξέταζα τους θαμώνες του μαγαζιού με το βλέμμα μου.
Όλοι έμοιαζαν τόσο…κουρασμένοι. Ήταν πρωί και παρότι θα έπρεπε να είναι, δεν ξέρω, ίσως όχι μέσα στην ζωντάνια και το κέφι, σίγουρα όμως αναζωογονημένοι από τον βραδινό ύπνο, εκείνοι έμοιαζαν έτοιμοι να πέσουν από τις καρέκλες τους. Δεν ήταν καν τόσο νωρίς το πρωί.
Το βλέμμα μου τράβηξε ένα τραπέζι στο κέντρο του μαγαζιού. Σε αυτό κάθονταν μία γυναίκα και ένας άντρας. Για την ακρίβεια μία νεαρή γυναίκα και ένας, σχετικά, μεγάλος άντρας, απ’ ότι μπορούσα να καταλάβω από την πλάτη του.
Εκείνος φορούσε ένα σκούρο γκρι, ακριβό κοστούμι και καθόταν στην καρέκλα με στητή την πλάτη του. Τα μαλλιά του μόλις που είχαν αρχίσει να γκριζάρουν. Ίσως ήταν γύρω στα πενήντα με πενήντα πέντε. Ίσως όχι. Δεν είχα ιδέα πως ήταν το πρόσωπό του.
Ούτε της γυναίκας το πρόσωπο μπορούσα να δω καθαρά όμως. Διέκρινα τα ρούχα της, όμως όχι τα χαρακτηριστικά της. Φορούσε ένα κοντό, αμάνικο φόρεμα που από την μέση και πάνω ήταν άσπρο και από την μέση και κάτω μαύρο. Μία, επίσης, μαύρη λωρίδα περνούσε κάθετα από το στήθος της, πάνω στην οποία ήταν στρατηγικά τοποθετημένα τρία κουμπιά και όλα ήταν ανοιχτά.
Τα μάτια μου, τέλος, έπεσαν μονομιάς στα πόδια της και στις μαύρες ψηλοτάκουνες γόβες που φορούσε. Δεν μπορούσα να αποφασίσω αν ήταν ερωμένη΄ ακριβοπληρωμένη ερωμένη για να λέμε την αλήθεια και μόλις επέστρεφαν από μία νύχτα μαζί, εκείνος στην γυναίκα του και εκείνη στο άδειο διαμέρισμά της ή αν ήταν επιχειρηματίας που της άρεσε να πηγαίνει ένα βήμα πάρα πέρα.
Ό, τι και αν συνέβαινε, είχα ένα άσχημο προαίσθημα γι αυτή την γυναίκα΄ παρότι δεν μπορούσα να την δω. Μόνο και μόνο από την στάση του σώματός της μπορούσα να διακρίνω πως πρέπει να ‘ταν εχθρική και σε καμία περίπτωση δεν θα τα πηγαίναμε καλά, αν για κάποιο λόγο έπρεπε να έρθουμε σε επαφή.
Κούνησα δεξιά αριστερά το κεφάλι μου συνειδητοποιώντας ότι το τρένο της σκέψεις μου είχε εκτραχυνθεί ξανά. Συνέβαινε συχνά όταν δεν είχα κάτι να κάνω και απλά οι σκέψεις μου δεν είχαν κανένα νόημα. Γιατί να χρειαστεί να μιλήσω στην γυναίκα; Αυτό απλά δεν είχε λογική.
Εκείνη την στιγμή ο νεαρός πίσω μου με ειδοποίησε ότι η παραγγελία μου ήταν έτοιμη, έτσι γύρισα για να τον πληρώσω και να πάρω τον καφέ και το πρωινό μου. Έπειτα γύρισα για να φύγω.
«Οι συμφωνίες γίνονται με τους δικούς μου όρους κύριε Γουίκσον. Καλημέρα σας!»
Η γυναίκα είχε πεταχτεί από την καρέκλα της και φωνάζοντας είχε πάρει το παλτό και την τσάντα της και είχε φύγει.
Επιχειρηματίας, σκέφτηκα και μόνο τότε συνειδητοποίησα ότι την ήξερα και ότι όντως είχε χρειαστεί να της μιλήσω.
Ήταν αυτή η ξένη που άρεσε στον Ράιαν και σχεδόν μας είχε πετάξει στο κεφάλι το βιβλίο που ήταν έτοιμη να αγοράσει. Την είχα ξανασυναντήσει μόλις χθες. Τώρα για ακόμη μία φορά κατέκρινα την συμπεριφορά της και επιβεβαίωνα τις σκέψεις μου αναγνωρίζοντας πως όντως δεν θα μπορούσαμε να έρθουμε αρμονικά σε επαφή.
Παρόλα αυτά η περιέργειά μου είχε χτυπήσει κόκκινο, έτσι δεν άργησα να τρέξω πίσω της με σκοπό να αποσπάσω περισσότερες πληροφορίες για εκείνη.
Κράτησα μία σταθερή απόσταση μεταξύ μας, ωστόσο λίγο αργότερα χάθηκε μέσα σε ένα μεγάλο κτήριο μιας εταιρίας, οπότε και εγώ επέστρεψα σπίτι.

Πάντως το ένα και μοναδικό πράγμα που έπρεπε να ξέρω το είχα μάθει ήδη: Δεν μου άρεσε αυτή η γυναίκα.


Eve Fry