Lilith's POV
Πολλοί λένε ότι η ιστορία των γονιών μου είναι ρομαντική. Συμφωνώ σε ένα σημείο. Αλλά αν μου ζητούσαν να χαρακτηρίσω την σχέση τους σίγουρα η πρώτη λέξη που θα μου ερχόταν στο μυαλό δεν θα ήταν "ρομαντική". Η σχέση τους βασιζόταν στην ανάγκη για επιβεβαίωση, την ακόρεστη δίψα του ενός για τον άλλον, το πάθος, τον πόθο που τους τύφλωνε ακόμα και τώρα πολλές φορές, την απελπισία, τον πόνο, την ένταση... Δεν ήταν, ούτε είναι συνηθισμένη σχέση. Και ίσως γι' αυτό έχει κρατήσει τόσο καιρό. Ποιός ξέρει?
Και σίγουρα κάποιος θα αναρωτηθεί τώρα πως τα ξέρω όλα αυτά. Ας πούμε ότι κανείς δε μπορεί να μου κρύψει τίποτα. Ειδικά αν τα γράφει σε ημερολόγια που τα κρύβει... στη σοφίτα για παράδειγμα. Ή τα σκέφτεται όταν οι δυνάμεις μου είναι σε έξαρση. Κακό πράγμα η ονειροπόληση όταν είμαι κοντά.
Όπως και να έχει όμως... Είμαι η Λίλιθ Αλεσάντρα Σαλβατόρε, κόρη του Ντέιμον και της Έλενας Σαλβατόρε γεννημένη στις 17 Μαΐου και το παιδί της προφητείας. Και αυτή είναι η ιστορία μου έως τώρα...
Έκλεισα το μικρό ροζ τετράδιο και το ακούμπησα στοργικά πάνω στο κρεβάτι μου. Η ιστορία της ζωής μου είχε ενδιαφέρον. Ε, δεν ήμουν και το πιο συνηθισμένο παιδί. Σηκώθηκα και πήγα και στάθηκα μπροστά στον μεγάλο καθρέφτη που κοσμούσε τον τοίχο του δωματίου μου. Το μπερδεμένο κορίτσι που με κοίταζε δεν ήμουν εγώ. Όχι αυτή που είχαν συνηθίσει όλοι να βλέπουν. Άκουσα το αυτοκίνητο του θείου Στέφαν να παρκάρει στην μπροστινή είσοδο. Εκείνος και η θεία Κάθριν είχαν φύγει λίγο μετά τα πρώτα μου γενέθλια και μένανε μόνιμα πλέον στην Ιταλία -πατρίδα της οικογένειάς μου. Τους έβλεπα βέβαια σε όλες τις οικογενειακές γιορτές. Ευχαριστίες, Πρωτοχρονιά, καλοκαιρινές διακοπές, γιορτές, γενέθλια και κάθε φορά που μου έλειπαν. Συχνά δηλαδή. Συμφωνία μεταξύ των αρχηγών των οικογενειών. Της μαμάς και της θείας μου. Αλλά πάντα λάτρευα να τους βλέπω. Τους αγαπούσα τόσο. Ξεφύσησα δυνατά. Ήθελα να δω πως θα αντιδρούσαν όταν τους ανακοίνωνα την απόφασή μου. Η αποψινή βραδιά θα είχε πλάκα! Συνέχιζα να κοιτώ το είδωλό μου στον καθρέφτη και μόρφασα. Είχα προσπαθήσει πολύ για αυτή μου την εμφάνιση καθώς ήθελα να κάνω τον πρώην μου να δει τι έχασε αλλά ήδη είχα αρχίσει να αμφιβάλλω για όλο το αποψινό. Αυτό το αίσθημα φόβου που δεν έλεγε να φύγει από την πρώτη στιγμή που ξύπνησα σήμερα με έκανε να παραλύω. Άκουσα τα βήματα στη σκάλα και πρόλαβα να φορέσω το ψεύτικο χαμόγελό μου πριν ανοίξει η πόρτα και 2 δυνατά χέρια τυλιχτούν γύρω από την μέση μου και με στροβιλίσουν γρήγορα.
«Πριγκίπισσα, Χρόνια Πολλά!» μου είπε ο θείος μου ενώ με άφηνε κάτω.
«Ευχαριστώ.» του είπα χαρούμενα.
«Ω, πόσο όμορφη είσαι απόψε!» συμπλήρωσε χαϊδεύοντας μου τα μαλλιά.
«Πάντα είναι όμορφη η κόρη μου Στέφαν. Έμοιασε στον μπαμπά της.» Άκουσα τον μπαμπά μου να ξεροβήχει πίσω μας. Πάντα ζήλευε την σχέση μου με τον θείο μου. Δεν τον αδικούσα.
«Δεν θα αλλάξεις ποτέ Ντέιμον, έτσι?» τον ρώτησε ο θείος καθώς απομακρυνόταν από εμένα και πήγαινε προς τον αδερφό του.
«Ποτέ αδερφέ.» του απάντησε ειρωνικά λίγο πριν ξεσπάσουν σε γέλια και αγκαλιαστούν. Λάτρευα αυτές τις στιγμές. Ήταν τόσο πολύτιμες. Χαμογέλασα πριν άλλο ένα ζευγάρι χέρια με πιάσουν από την μέση και κάνοντάς με μια σβούρα.
«Θεία Κατ!» φώναξα χαρούμενη καθώς ο καστανός βρικόλακας με άφηνε κάτω.
«Υπέροχο κορίτσι μου!» Λάτρευα τον τρόπο με τον οποίο όλοι με έλουζαν με αγάπη και προσοχή. Για να μην αναφέρω τα δώρα…
«Ώστε 18 ε? Μεγάλωσες πια!» μου είπε κλείνοντάς μου το μάτι. Η θεία μου ήταν τέλεια στο να σε συμβουλεύει για αγόρια. Όλες οι θείες μου δηλαδή. Είχα πολλές.
«Τι θες να πεις Κάθριν?» την ρώτησε ο πατέρας μου καχύποπτα. «Μεγάλωσε για ποιό πράγμα?» Ω, ήταν τόσο υπερπροστατευτικός.
«Δεν έχει σημασία papi, τι θέλει να πει. Ποτέ δεν θα μεγαλώσω. Πάντα θα είμαι το κοριτσάκι σου.» του είπα χαρίζοντάς του ένα από τα πιο αθώα μου χαμόγελα. Μου το επέστρεψε.
«Η κόρη σου σε αποστομώνει, Ντέιμον.» του είπε ειρωνικά ο θείος καθώς βγαίνανε από το δωμάτιό μου και κατευθύνονταν προς τον κήπο με την θεία Κατ να τους ακολουθεί. Πήρα μια βαθιά ανάσα και έκανα να τους ακολουθήσω αλλά η μαμά μου με σταμάτησε.
«Αγάπη μου, όλα καλά?» με ρώτησε απαλά καθώς ακουμπούσε το χέρι της στον ώμο μου, χαμογελώντας μου γλυκά.
«Θα έρθει απόψε, σωστά?» Δεν χρειαζόταν να της πω ποιός. Όλοι ξέραμε ότι σήμερα που έκλεινα τα 18 ο Κλάους θα ερχόταν να σφραγίσει την συμφωνία που είχε κάνει με την μαμά μου χρόνια πριν.
«Συγνώμη, ψυχή μου.» μου είπε θλιμμένα ενώ γυρνούσα να την κοιτάξω και να την κλείσω στην αγκαλιά μου.
«Μην μου ζητάς συγνώμη. Έκανες αυτό που θεωρούσες σωστό. Με προστάτεψες όλα αυτά τα χρόνια και σε ευχαριστώ. Τώρα είναι η σειρά μου να σας προστατέψω. Μην ανησυχείς. Είμαι έτοιμη.» Μου χαμογέλασε και πιάνοντάς με από το χέρι πήγαμε να βρούμε τους άλλους...
Μισή ώρα αργότερα και ο κήπος μας ήταν γεμάτος. Κανένας δεν είχε αρνηθεί την πρόσκληση του. Πάντως ήταν γελοίο θέαμα. Βρικόλακες ανακατεμένοι με ανθρώπους με τους δεύτερους να αγνοούν την ύπαρξη των πρώτων και όλοι να χορεύουν με λιγότερο από μισό μέτρο απόσταση. Εγώ βρισκόμουν με την πλάτη στον τοίχο και παρακολουθούσα τους αγαπημένους μου να διασκεδάζουν. Ο θείος Στέφαν μιλούσε με τον θείο Τζέρεμι ενώ η θεία Μπόνι γελούσε με την θεία Κάρολάιν. Η μαμά και η θεία Κάθριν είχαν πάρει το σοβαρό τους ύφος και συζητούσαν ενώ η ξαδέρφη μου η Μέρεντιθ χόρευε με την Κρίστι.
«Η εορτάζουσα δεν χορεύει?» Η κολλητή μου η Στέφανι βρέθηκε δίπλα μου με τον κολλητό μου και αδερφό της τον Ρίκι αγκαζέ. Και οι δυο βρικόλακες. Και οι δυο αλλαγμένοι από την οικογένειά μου.
«Η εορτάζουσα περιμένει.» της είπα συνεχίζοντας να κοιτώ την πίστα.
«Τι περιμένεις? Ο πρώην σου είναι εδώ και δεν έχει πάρει τα μάτια του από πάνω σου. Μοιάζεις με αρχαία ελληνίδα θεά. Εγώ στην θέση σου θα τον είχα κάνει να φάει χώμα τώρα. Τι στο καλό μπορεί να έχει τόση αξία ώστε να σε κρατάει μακριά από την εκδίκησή σου?» με ρώτησε ο Ρίκι με περιέργεια.
«Δεν είναι ακόμα ώρα. Άσε τον λίγο ακόμα.» Άκουσα το γέλιο της Στέφανι δίπλα μου να μου φυσάει τα μαλλιά.
«Και εσύ τώρα υποτίθεται ότι δεν έχεις ομοιότητες με την μαινάδα?» Γύρισα και την κοίταξα προειδοποιητικά.
«Καλά!» είπε σηκώνοντας τα χέρια παραδομένη και τραβώντας τον Ρίκι στην πίστα.
Η ώρα περνούσε και είχα αφήσει τον εαυτό μου να απολαύσει το πάρτι μου. Μάλλον ο τρόμος της οικογένειάς μου δεν θα ερχόταν σήμερα. Ήμουν στον τεράστιο μπουφέ όταν ένιωσα μια παράξενη δύναμη να απλώνεται σε όλο μου το κορμί ξεκινώντας από την γυμνή μου πλάτη. Δεν γύρισα.
«Χρόνια πολλά γλυκιά μου.» Άκουσα κάποιον πίσω μου να μου λέει με μια περίεργη προφορά. Βρετανική ίσως? Μόνο τότε γύρισα αργά να δω τον κάτοχο της φωνής και έμεινα άφωνη. Μπορεί να μην τον είχα δει ποτέ στην ζωή μου ξανά, εκτός από όταν ήμουν βρέφος αλλά το αίσθημα τρόμου που μου δημιουργούσε ήταν -όπως και τότε- το ίδιο δυνατό και μοναδικό.
«Κλάους?» ψιθύρισα και αμέσως ένιωσα ένα κύμα αέρα καθώς βρισκόμασταν τώρα σε ένα μακρινό μέρος του κήπου. Και άλλο κύμα αέρα και η οικογένειά μου βρίσκονταν δίπλα μου.
«Τι θες εδώ?» Πήρε τον λόγο ο πατέρας μου μπαίνοντας μπροστά μου.
«Δεν ήρθα να βλάψω κανέναν, Ντέιμον. Νομίζω ότι η κόρη σου έχει γενέθλια και της έφερα ένα δώρο.» είπε δείχνοντας ένα μεγάλο κουτί στα χέρια του. Μπορούσα να νιώσω την ένταση αλλά δεν έδινα σημασία. Περίμενα χρόνια αυτή τη στιγμή.
«Ευχαριστώ αλλά δεν χρειαζόταν.» του απάντησα γλυκά κάνοντας τον πατέρα μου να γυρίσει να με κοιτάξει με τρόμο. «Ήδη μου έχεις κάνει το καλύτερο δώρο.» συνέχισα φεύγοντας από τον προστατευτικό κλοιό της οικογένειάς μου με αργά βήματα και πήγα και στάθηκα απέναντί του. Με κοιτούσε με ένα αινιγματικό ύφος.
«Πήρες τον θείο μου μακριά και έκανες την μητέρα μου να συνειδητοποιήσει τα αισθήματά της για τον πατέρα μου.» Μπορούσα να νιώσω τους γονείς μου και τον θείο μου να έχουν μείνει τελείως ακίνητοι συνειδητοποιώντας και εκείνοι τώρα αυτά που έλεγα. «Αν δεν ήσουν εσύ, αυτή την στιγμή δεν θα υπήρχα. Σου είμαι αιώνια ευγνώμων για αυτό.» είπα καθώς έσκυβα το κεφάλι μου και έκανα μια μικρή υπόκλιση μπροστά του. Σίγουρα του άρεσε κρίνοντας από το τεράστιο χαμόγελο στα χείλη του.
«Δεν πίστευα ότι η κόρη του Σαλβατόρε θα ήταν τόσο συνετή.» είπε καθώς σηκωνόμουν και έφερνε το χέρι μου στα χείλη του.
«Ντέιμον, είναι ψυχαναγκασμένη?» άκουσα την μαμά μου να ρωτάει σιγανά με τρόμο.
«Όχι.» απάντησε αρνητικά ο πατέρας μου κουνώντας το κεφάλι του. «Νιώθει ότι έχει υποχρέωση απέναντί του.»
«Τι είναι αυτά που λες?» τον ρώτησε ο θείος μου. Και πάνω που πήγαινα να του απαντήσω μια ξανθιά γυναίκα που ερχόταν προς το μέρος μας μου τράβηξε την προσοχή.
«Κλάους?» άκουσα την σπασμένη φωνή της θείας Κάρολάιν και το επόμενο δευτερόλεπτο βρισκόμουν ακριβώς μπροστά της με τα χέρια μου στους ώμους της.
«Θεία? Όχι εδώ, όχι τώρα. Θα έχεις τον χρόνο σου να του μιλήσεις μετά. Θα το κανονίσω εγώ. Όχι όμως με τόσους ανθρώπους εδώ γύρω. Δεν θέλω να καταλήξει το πάρτι σε αιματοχυσία.»
Η θεία απλώς κοιτούσε με γυάλινο βλέμμα πίσω μου, τον Κλάους που και εκείνος με την σειρά του την κοίταζε πίσω.
«Μην τον αφήσεις να φύγει.» μου είπε θλιμμένα. Της χαμογέλασα και κούνησα το κεφάλι μου καταφατικά. Γύρισα πάλι προς το Κλάους.
«Να σου μιλήσω λίγο?» Δεν ήταν ερώτηση ακριβώς. Τον άρπαξα από το χέρι και τον τράβηξα μακριά από τους δικούς μου.
«Δεν θα βλάψεις κανέναν σωστά?» τον ρώτησα όταν απομακρυνθήκαμε από τους "φύλακες" μου και πίσω στον κόσμο που χόρευε.
«Δεν ήρθα γι’ αυτό γλυκιά μου. Και εξάλλου μετά την δήλωσή σου πως θα μπορούσα? Να υποθέσω ότι ξέρεις για ποιόν λόγο είμαι εδώ.» Δεν με ρωτούσε. Ήξερε ότι ήξερα.
«Γιατί είμαι η ασπίδα σου απέναντι σε όποιον σε κυνηγάει. Θες τις δυνάμεις μου για να σε προστατέψουν όταν τις χρειαστείς.»
«Έξυπνο κορίτσι.» μου είπε καθώς μου χάιδευε το σαγόνι.
«Και θα τις έχεις. Αρκεί να μην βλάψεις κανέναν που αγαπώ.» τον πλησίασα και άλλο και έφερα τα χείλη μου στο αυτί του, ξέροντας ότι οι γονείς μου, που βρίσκονταν τώρα πιο κοντά και σε επιφυλακή μπορούσαν να με ακούσουν. «Γιατί τότε δεν υπάρχει συμφωνία.» του είπα αθώα. «Τότε θα σε βρω όπου και αν κρυφτείς και θα σου ξεριζώσω εγώ η ίδια την καρδιά αφού πρώτα σε κάνω να υποφέρεις. Πολύ.» τόνισα την τελευταία λέξη και ένιωσα το σώμα του να σφίγγεται. «Σύμφωνοι?» τον ρώτησα με ένα χαμόγελο. Μου χαμογέλασε πίσω.
«Σύμφωνοι.»
Γύρισα προς το μέρος των καλεσμένων μου και είδα τον Τζος να έχει στυλώσει το βλέμμα του πάνω μου. Χαμογέλασα ενώ μια κακή σκέψη περνούσε από το μυαλό μου.
«Θα χορέψεις μαζί μου?» τον ρώτησα και είδα την έκπληξη να διαγράφεται στο πρόσωπό του.
«Εντάξει.» μου είπε ενώ έφερνε τα χέρια του στη μέση μου και με τραβούσε προς το πλήθος.
Nadia
Πολλοί λένε ότι η ιστορία των γονιών μου είναι ρομαντική. Συμφωνώ σε ένα σημείο. Αλλά αν μου ζητούσαν να χαρακτηρίσω την σχέση τους σίγουρα η πρώτη λέξη που θα μου ερχόταν στο μυαλό δεν θα ήταν "ρομαντική". Η σχέση τους βασιζόταν στην ανάγκη για επιβεβαίωση, την ακόρεστη δίψα του ενός για τον άλλον, το πάθος, τον πόθο που τους τύφλωνε ακόμα και τώρα πολλές φορές, την απελπισία, τον πόνο, την ένταση... Δεν ήταν, ούτε είναι συνηθισμένη σχέση. Και ίσως γι' αυτό έχει κρατήσει τόσο καιρό. Ποιός ξέρει?
Και σίγουρα κάποιος θα αναρωτηθεί τώρα πως τα ξέρω όλα αυτά. Ας πούμε ότι κανείς δε μπορεί να μου κρύψει τίποτα. Ειδικά αν τα γράφει σε ημερολόγια που τα κρύβει... στη σοφίτα για παράδειγμα. Ή τα σκέφτεται όταν οι δυνάμεις μου είναι σε έξαρση. Κακό πράγμα η ονειροπόληση όταν είμαι κοντά.
Όπως και να έχει όμως... Είμαι η Λίλιθ Αλεσάντρα Σαλβατόρε, κόρη του Ντέιμον και της Έλενας Σαλβατόρε γεννημένη στις 17 Μαΐου και το παιδί της προφητείας. Και αυτή είναι η ιστορία μου έως τώρα...
Έκλεισα το μικρό ροζ τετράδιο και το ακούμπησα στοργικά πάνω στο κρεβάτι μου. Η ιστορία της ζωής μου είχε ενδιαφέρον. Ε, δεν ήμουν και το πιο συνηθισμένο παιδί. Σηκώθηκα και πήγα και στάθηκα μπροστά στον μεγάλο καθρέφτη που κοσμούσε τον τοίχο του δωματίου μου. Το μπερδεμένο κορίτσι που με κοίταζε δεν ήμουν εγώ. Όχι αυτή που είχαν συνηθίσει όλοι να βλέπουν. Άκουσα το αυτοκίνητο του θείου Στέφαν να παρκάρει στην μπροστινή είσοδο. Εκείνος και η θεία Κάθριν είχαν φύγει λίγο μετά τα πρώτα μου γενέθλια και μένανε μόνιμα πλέον στην Ιταλία -πατρίδα της οικογένειάς μου. Τους έβλεπα βέβαια σε όλες τις οικογενειακές γιορτές. Ευχαριστίες, Πρωτοχρονιά, καλοκαιρινές διακοπές, γιορτές, γενέθλια και κάθε φορά που μου έλειπαν. Συχνά δηλαδή. Συμφωνία μεταξύ των αρχηγών των οικογενειών. Της μαμάς και της θείας μου. Αλλά πάντα λάτρευα να τους βλέπω. Τους αγαπούσα τόσο. Ξεφύσησα δυνατά. Ήθελα να δω πως θα αντιδρούσαν όταν τους ανακοίνωνα την απόφασή μου. Η αποψινή βραδιά θα είχε πλάκα! Συνέχιζα να κοιτώ το είδωλό μου στον καθρέφτη και μόρφασα. Είχα προσπαθήσει πολύ για αυτή μου την εμφάνιση καθώς ήθελα να κάνω τον πρώην μου να δει τι έχασε αλλά ήδη είχα αρχίσει να αμφιβάλλω για όλο το αποψινό. Αυτό το αίσθημα φόβου που δεν έλεγε να φύγει από την πρώτη στιγμή που ξύπνησα σήμερα με έκανε να παραλύω. Άκουσα τα βήματα στη σκάλα και πρόλαβα να φορέσω το ψεύτικο χαμόγελό μου πριν ανοίξει η πόρτα και 2 δυνατά χέρια τυλιχτούν γύρω από την μέση μου και με στροβιλίσουν γρήγορα.
«Πριγκίπισσα, Χρόνια Πολλά!» μου είπε ο θείος μου ενώ με άφηνε κάτω.
«Ευχαριστώ.» του είπα χαρούμενα.
«Ω, πόσο όμορφη είσαι απόψε!» συμπλήρωσε χαϊδεύοντας μου τα μαλλιά.
«Πάντα είναι όμορφη η κόρη μου Στέφαν. Έμοιασε στον μπαμπά της.» Άκουσα τον μπαμπά μου να ξεροβήχει πίσω μας. Πάντα ζήλευε την σχέση μου με τον θείο μου. Δεν τον αδικούσα.
«Δεν θα αλλάξεις ποτέ Ντέιμον, έτσι?» τον ρώτησε ο θείος καθώς απομακρυνόταν από εμένα και πήγαινε προς τον αδερφό του.
«Ποτέ αδερφέ.» του απάντησε ειρωνικά λίγο πριν ξεσπάσουν σε γέλια και αγκαλιαστούν. Λάτρευα αυτές τις στιγμές. Ήταν τόσο πολύτιμες. Χαμογέλασα πριν άλλο ένα ζευγάρι χέρια με πιάσουν από την μέση και κάνοντάς με μια σβούρα.
«Θεία Κατ!» φώναξα χαρούμενη καθώς ο καστανός βρικόλακας με άφηνε κάτω.
«Υπέροχο κορίτσι μου!» Λάτρευα τον τρόπο με τον οποίο όλοι με έλουζαν με αγάπη και προσοχή. Για να μην αναφέρω τα δώρα…
«Ώστε 18 ε? Μεγάλωσες πια!» μου είπε κλείνοντάς μου το μάτι. Η θεία μου ήταν τέλεια στο να σε συμβουλεύει για αγόρια. Όλες οι θείες μου δηλαδή. Είχα πολλές.
«Τι θες να πεις Κάθριν?» την ρώτησε ο πατέρας μου καχύποπτα. «Μεγάλωσε για ποιό πράγμα?» Ω, ήταν τόσο υπερπροστατευτικός.
«Δεν έχει σημασία papi, τι θέλει να πει. Ποτέ δεν θα μεγαλώσω. Πάντα θα είμαι το κοριτσάκι σου.» του είπα χαρίζοντάς του ένα από τα πιο αθώα μου χαμόγελα. Μου το επέστρεψε.
«Η κόρη σου σε αποστομώνει, Ντέιμον.» του είπε ειρωνικά ο θείος καθώς βγαίνανε από το δωμάτιό μου και κατευθύνονταν προς τον κήπο με την θεία Κατ να τους ακολουθεί. Πήρα μια βαθιά ανάσα και έκανα να τους ακολουθήσω αλλά η μαμά μου με σταμάτησε.
«Αγάπη μου, όλα καλά?» με ρώτησε απαλά καθώς ακουμπούσε το χέρι της στον ώμο μου, χαμογελώντας μου γλυκά.
«Θα έρθει απόψε, σωστά?» Δεν χρειαζόταν να της πω ποιός. Όλοι ξέραμε ότι σήμερα που έκλεινα τα 18 ο Κλάους θα ερχόταν να σφραγίσει την συμφωνία που είχε κάνει με την μαμά μου χρόνια πριν.
«Συγνώμη, ψυχή μου.» μου είπε θλιμμένα ενώ γυρνούσα να την κοιτάξω και να την κλείσω στην αγκαλιά μου.
«Μην μου ζητάς συγνώμη. Έκανες αυτό που θεωρούσες σωστό. Με προστάτεψες όλα αυτά τα χρόνια και σε ευχαριστώ. Τώρα είναι η σειρά μου να σας προστατέψω. Μην ανησυχείς. Είμαι έτοιμη.» Μου χαμογέλασε και πιάνοντάς με από το χέρι πήγαμε να βρούμε τους άλλους...
Μισή ώρα αργότερα και ο κήπος μας ήταν γεμάτος. Κανένας δεν είχε αρνηθεί την πρόσκληση του. Πάντως ήταν γελοίο θέαμα. Βρικόλακες ανακατεμένοι με ανθρώπους με τους δεύτερους να αγνοούν την ύπαρξη των πρώτων και όλοι να χορεύουν με λιγότερο από μισό μέτρο απόσταση. Εγώ βρισκόμουν με την πλάτη στον τοίχο και παρακολουθούσα τους αγαπημένους μου να διασκεδάζουν. Ο θείος Στέφαν μιλούσε με τον θείο Τζέρεμι ενώ η θεία Μπόνι γελούσε με την θεία Κάρολάιν. Η μαμά και η θεία Κάθριν είχαν πάρει το σοβαρό τους ύφος και συζητούσαν ενώ η ξαδέρφη μου η Μέρεντιθ χόρευε με την Κρίστι.
«Η εορτάζουσα δεν χορεύει?» Η κολλητή μου η Στέφανι βρέθηκε δίπλα μου με τον κολλητό μου και αδερφό της τον Ρίκι αγκαζέ. Και οι δυο βρικόλακες. Και οι δυο αλλαγμένοι από την οικογένειά μου.
«Η εορτάζουσα περιμένει.» της είπα συνεχίζοντας να κοιτώ την πίστα.
«Τι περιμένεις? Ο πρώην σου είναι εδώ και δεν έχει πάρει τα μάτια του από πάνω σου. Μοιάζεις με αρχαία ελληνίδα θεά. Εγώ στην θέση σου θα τον είχα κάνει να φάει χώμα τώρα. Τι στο καλό μπορεί να έχει τόση αξία ώστε να σε κρατάει μακριά από την εκδίκησή σου?» με ρώτησε ο Ρίκι με περιέργεια.
«Δεν είναι ακόμα ώρα. Άσε τον λίγο ακόμα.» Άκουσα το γέλιο της Στέφανι δίπλα μου να μου φυσάει τα μαλλιά.
«Και εσύ τώρα υποτίθεται ότι δεν έχεις ομοιότητες με την μαινάδα?» Γύρισα και την κοίταξα προειδοποιητικά.
«Καλά!» είπε σηκώνοντας τα χέρια παραδομένη και τραβώντας τον Ρίκι στην πίστα.
Η ώρα περνούσε και είχα αφήσει τον εαυτό μου να απολαύσει το πάρτι μου. Μάλλον ο τρόμος της οικογένειάς μου δεν θα ερχόταν σήμερα. Ήμουν στον τεράστιο μπουφέ όταν ένιωσα μια παράξενη δύναμη να απλώνεται σε όλο μου το κορμί ξεκινώντας από την γυμνή μου πλάτη. Δεν γύρισα.
«Χρόνια πολλά γλυκιά μου.» Άκουσα κάποιον πίσω μου να μου λέει με μια περίεργη προφορά. Βρετανική ίσως? Μόνο τότε γύρισα αργά να δω τον κάτοχο της φωνής και έμεινα άφωνη. Μπορεί να μην τον είχα δει ποτέ στην ζωή μου ξανά, εκτός από όταν ήμουν βρέφος αλλά το αίσθημα τρόμου που μου δημιουργούσε ήταν -όπως και τότε- το ίδιο δυνατό και μοναδικό.
«Κλάους?» ψιθύρισα και αμέσως ένιωσα ένα κύμα αέρα καθώς βρισκόμασταν τώρα σε ένα μακρινό μέρος του κήπου. Και άλλο κύμα αέρα και η οικογένειά μου βρίσκονταν δίπλα μου.
«Τι θες εδώ?» Πήρε τον λόγο ο πατέρας μου μπαίνοντας μπροστά μου.
«Δεν ήρθα να βλάψω κανέναν, Ντέιμον. Νομίζω ότι η κόρη σου έχει γενέθλια και της έφερα ένα δώρο.» είπε δείχνοντας ένα μεγάλο κουτί στα χέρια του. Μπορούσα να νιώσω την ένταση αλλά δεν έδινα σημασία. Περίμενα χρόνια αυτή τη στιγμή.
«Ευχαριστώ αλλά δεν χρειαζόταν.» του απάντησα γλυκά κάνοντας τον πατέρα μου να γυρίσει να με κοιτάξει με τρόμο. «Ήδη μου έχεις κάνει το καλύτερο δώρο.» συνέχισα φεύγοντας από τον προστατευτικό κλοιό της οικογένειάς μου με αργά βήματα και πήγα και στάθηκα απέναντί του. Με κοιτούσε με ένα αινιγματικό ύφος.
«Πήρες τον θείο μου μακριά και έκανες την μητέρα μου να συνειδητοποιήσει τα αισθήματά της για τον πατέρα μου.» Μπορούσα να νιώσω τους γονείς μου και τον θείο μου να έχουν μείνει τελείως ακίνητοι συνειδητοποιώντας και εκείνοι τώρα αυτά που έλεγα. «Αν δεν ήσουν εσύ, αυτή την στιγμή δεν θα υπήρχα. Σου είμαι αιώνια ευγνώμων για αυτό.» είπα καθώς έσκυβα το κεφάλι μου και έκανα μια μικρή υπόκλιση μπροστά του. Σίγουρα του άρεσε κρίνοντας από το τεράστιο χαμόγελο στα χείλη του.
«Δεν πίστευα ότι η κόρη του Σαλβατόρε θα ήταν τόσο συνετή.» είπε καθώς σηκωνόμουν και έφερνε το χέρι μου στα χείλη του.
«Ντέιμον, είναι ψυχαναγκασμένη?» άκουσα την μαμά μου να ρωτάει σιγανά με τρόμο.
«Όχι.» απάντησε αρνητικά ο πατέρας μου κουνώντας το κεφάλι του. «Νιώθει ότι έχει υποχρέωση απέναντί του.»
«Τι είναι αυτά που λες?» τον ρώτησε ο θείος μου. Και πάνω που πήγαινα να του απαντήσω μια ξανθιά γυναίκα που ερχόταν προς το μέρος μας μου τράβηξε την προσοχή.
«Κλάους?» άκουσα την σπασμένη φωνή της θείας Κάρολάιν και το επόμενο δευτερόλεπτο βρισκόμουν ακριβώς μπροστά της με τα χέρια μου στους ώμους της.
«Θεία? Όχι εδώ, όχι τώρα. Θα έχεις τον χρόνο σου να του μιλήσεις μετά. Θα το κανονίσω εγώ. Όχι όμως με τόσους ανθρώπους εδώ γύρω. Δεν θέλω να καταλήξει το πάρτι σε αιματοχυσία.»
Η θεία απλώς κοιτούσε με γυάλινο βλέμμα πίσω μου, τον Κλάους που και εκείνος με την σειρά του την κοίταζε πίσω.
«Μην τον αφήσεις να φύγει.» μου είπε θλιμμένα. Της χαμογέλασα και κούνησα το κεφάλι μου καταφατικά. Γύρισα πάλι προς το Κλάους.
«Να σου μιλήσω λίγο?» Δεν ήταν ερώτηση ακριβώς. Τον άρπαξα από το χέρι και τον τράβηξα μακριά από τους δικούς μου.
«Δεν θα βλάψεις κανέναν σωστά?» τον ρώτησα όταν απομακρυνθήκαμε από τους "φύλακες" μου και πίσω στον κόσμο που χόρευε.
«Δεν ήρθα γι’ αυτό γλυκιά μου. Και εξάλλου μετά την δήλωσή σου πως θα μπορούσα? Να υποθέσω ότι ξέρεις για ποιόν λόγο είμαι εδώ.» Δεν με ρωτούσε. Ήξερε ότι ήξερα.
«Γιατί είμαι η ασπίδα σου απέναντι σε όποιον σε κυνηγάει. Θες τις δυνάμεις μου για να σε προστατέψουν όταν τις χρειαστείς.»
«Έξυπνο κορίτσι.» μου είπε καθώς μου χάιδευε το σαγόνι.
«Και θα τις έχεις. Αρκεί να μην βλάψεις κανέναν που αγαπώ.» τον πλησίασα και άλλο και έφερα τα χείλη μου στο αυτί του, ξέροντας ότι οι γονείς μου, που βρίσκονταν τώρα πιο κοντά και σε επιφυλακή μπορούσαν να με ακούσουν. «Γιατί τότε δεν υπάρχει συμφωνία.» του είπα αθώα. «Τότε θα σε βρω όπου και αν κρυφτείς και θα σου ξεριζώσω εγώ η ίδια την καρδιά αφού πρώτα σε κάνω να υποφέρεις. Πολύ.» τόνισα την τελευταία λέξη και ένιωσα το σώμα του να σφίγγεται. «Σύμφωνοι?» τον ρώτησα με ένα χαμόγελο. Μου χαμογέλασε πίσω.
«Σύμφωνοι.»
Γύρισα προς το μέρος των καλεσμένων μου και είδα τον Τζος να έχει στυλώσει το βλέμμα του πάνω μου. Χαμογέλασα ενώ μια κακή σκέψη περνούσε από το μυαλό μου.
«Θα χορέψεις μαζί μου?» τον ρώτησα και είδα την έκπληξη να διαγράφεται στο πρόσωπό του.
«Εντάξει.» μου είπε ενώ έφερνε τα χέρια του στη μέση μου και με τραβούσε προς το πλήθος.
Nadia