Γκρεγκοριαν
Βγηκα απο το σπιτι της και ενιωθα κατι μεσα μου να ποναει. Ενω αυτο ηθελα να ακουσω να μου λεει, γιατι πονουσα τοσο? Κοιταξα γυρω μου και οι δρομοι ηταν γεματοι κοσμο. Δεν μπορουσα να ανοιξω τα φτερα μου οσο και να το ηθελα. Αρχισα να τρεχω. Δεν εβλεπα το που μα ο δρομος με οδηγουσε στην παραλια. Εκει ισως ηρεμουσα καπως.
Ο ηλιος ηταν απο πανω και η ζεστη αφορητη. Η παραλια ηταν γεματη γι’ αυτο και δεν καθησα εκει. Συνεχισα να περπαταω κατα μηκος του λιμανιου. Ειχε αρκετο κοσμο και παντου μυρωδιες. Τουλαχιστον κατι με αποσπουσε απο τις σκεψεις μου. Καποια στιγμη χωρις να το καταλαβω ειχα φτασει στην καντινα του Γιοβανη. Δεν ειχε δουλεια και εκεινος καθοταν οπως παντα στην ξερχαβαλωμενη σεζλονκ του επινε μπυρες. Μολις με ειδε απο μακρια σηκωσε τα χερια του και αρχισε να φωναζει. Ηταν τυφλα.
«Φαμπιο! Φιλε μου Φαμπιο! Κατσε να πιεις και εσυ μια μπυρα με τον γερο Γιοβανη.» φωναζε συνεχεια και γελουσε. Αυτος ο ανθρωπος ηταν μονος του και παντα ηταν ευτυχισμενος. Ποτε μου δεν καταλαβα πως το εκανε αυτο.
Επιασε μια μπυρα απο το ψυγειο και μου την πεταξε αδεξια. Ευτυχως την επιασα στον αερα και καθησα διπλα του σε μια πλαστικη καρεκλα. Κανονικα μπορουσα να φαω και να πιω οτι ηθελα περα απο αιμα αλλα δεν θα ειχε καμια ιδιαιτερη επιδραση επανω μου παρα μονο την γευση. Την ανοιξα και αμεσως κατεβασα δυο γουλιες.
«Πως και δεν βγηκες αλλου σημερα που εχεις ρεπο? Δεν ειχες ραντεβου με την κοπελα?» με ρωτησε με εναν γελοιο τροπο. Κοιταξα θλιμμενα το πατωμα και δεν απαντησα. Η συμπεριφορα μου ηταν αποτομη απεναντι της και αυτο ηταν λαθος. Τι ηλιθιος που ημουν.
«Πες τα ολα στον γερο Γιοβανη. Τι σε βασανιζει?» ειπε και εβαλε το χερι του στον ωμο μου. Αν ειχα δακρυα ισως και να εκλαιγα και δεν ντρεπομαι γι’ αυτο. Δεν ηξερα τι ενιωθα μεσα μου.
«Πως μπορεις ενω εισαι μονος σου να χαμογελας παντα?»
«Το γεγονος οτι χαμογελαω αγορι μου δεν σημαινει οτι ειμαι και ευτυχισμενος. Το αντιθετο μαλιστα.»
Τον κοιταξα με απορια. Πως γινοταν αυτο?
«Τι εννοεις? Αφου δειχνεις ευτυχισμενος.»
«Ειναι επειδη δεν μπορω να κανω αλλιως. Νομιζεις εγω αυτο ηθελα?» ειπε και με μια κυκλικη κινηση των χεριων του μου εδειξε γυρω του.
«Να ειμαι ενας γερος, μπεκρης με μια καντινα μεσα στον ηλιο και να καθομαι ολη μερα? Να ειμαι μονος και να πινω μονο και μονο για να μην σκεφτομαι?»
Ειχα μεινει αφωνος. Πρωτη φορα ακουγα τον Γιοβανη να μιλαει ετσι για την ζωη του. Συνηθως κανεις δεν καταλαβαινε τι ελεγε αφου μονιμως ηταν λιωμα.
«Και γιατι επελεξες να κανεις κατι τετοιο?»
«Δεν ημουν ετσι παντα. Ειχα μια γυναικα και δυο παιδια πριν χρονια. Ημουν ευτυχισμενος τοτε.» ειπε και αρχισε να γελαει νευρικα και να πινει μπυρα. Δεν ρωτησα τι απεγιναν γιατι μου ηρθαν εικονες μεσω του χεριου του. Δεν βρισκονταν στην ζωη πια. Ετσι ειχε παρει αυτος την κατω βολτα.
«Μην την αφησεις να φυγει αγορι μου. Αν την αγαπας και την θες μην την αφησεις να φυγει μακρια και ειδικα για μια ανοησια γιατι μια μερα κατι θα γινει και τοτε δεν θα υπαρχει γυρισμος.»
Ηταν το τελευταιο που ειπε και μετα αρχισε παλι να μπεκροπινει και να παραμιλαει. Δεν ειχε αδικο σε αυτα που ελεγε. Ηταν σωστα αλλα μονο για εναν ανθρωπο και οχι για εναν δαιμονα. Υπηρχε διαφορα και αν γινοταν κατι οπως ελεγε θα το ειχα δημιουργησει εγω.
Σηκωθηκα και ενω τον αφησα πισω μου αρχισα να περπαταω κατα μηκος του λιμανιου. Αρχισε να φυσαει ενα ζεστο αερακι και εφερε μυρωδιες προς το μερος μου. Μεσα σε πολλες αναγνωρισα και μια συγκεκριμενη. Ηθελα να πιστευω πως ειναι η ιδεα μου αλλα ηξερα οτι ηταν πραγματικη. Εκεινη βρισκοταν καπου εδω γυρω. Κοιταξα δεξια και αριστερα μα δεν την ειδα. Συνεχισα να περπαταω μεχρι που την ακουσα να με φωναζει. Γυρισα και την ειδα να τρεχει προς το μερος μου. Σταματησε μερικα εκατοστα μακρια μου και με κοιταξε. Ηταν λαχανιασμενη και τα μαγουλα της αναψοκοκκινισμενα. Ετρεχε για να με βρει.
«Τι κανεις εδω?» την ρωτησα με υφος σκληρο. Εκεινη πηρε βαθεια ανασα και με κοιταξε στα ματια. Υπηρχε θλιψη μεσα τους.
«Ηρθα για να σε βρω.»
«Δεν εχεις καμια δουλεια εδω.» ειπα και αρχισα παλι να περπαταω απο την αντιθετη κατευθυνση. Εκεινη με ακολουθησε και με επιασε απο το χερι για να με σταματησει.
«Σε παρακαλω περιμενε!»
«Τι θες?»
Τιναξα το χερι μου μακρια και εκεινη με κοιταξε με φοβο. Με το αγγιγμα της ενιωθα και καθε συναισθημα και δεν το αντεχα.
«Ξερω γιατι εισαι εδω αλλα πραγματικα δεν χρειαζεται. Τελειωσε ολο αυτο Μονα, για παντα.»
«Τι εννοεις τελειωσε? Ξερεις οτι δεν το εννοουσα οταν σου ειπα να φυγεις. Δεν θελω να εισαι μακρια μου. Μην το κανεις αυτο.» παρακαλεσε και στα μισα η φωνη της εσπασε.
«Δεν με νοιαζει και σταματα να εισαι εγωιστρια. Εγω δεν θελω να ειμαι κοντα σου. Δεν θελω να ειμαι ο ηλιθιος που θα τρεχει συνεχεια για σενα. Εξαλλου δεν υπαρχει λογος για να το κανω αυτο.»
«Και ολα αυτα που μου ειπες στο σπιτι τι ηταν? Ψεματα?» φωναξε και μεσα της ευχοταν να μην γινοταν ολο αυτο. Κατι μεσα μου ελεγε το ιδιο αλλα δεν μπορουσα να κανω πισω.
«Ναι. Ειμαι ενας δαιμονας τι περιμενεις? Οτι θα μπορουσα να αγαπησω?»
Ανοιξε τα ματια της διαπλατα και με κοιταξε σοκαρισμενη. Δεν πιστευε οτι ειχε μολις ακουσει. Μακαρι να μπορουσα να πω και εγω το ιδιο.
«Ε τοτε αλλαζει το πραγμα.» ειπε και εφυγε απο κοντα μου.
Μοναλιζ
Ο γυρισμος προς το σπιτι ηταν μακρυς. Τα βηματα μου ηταν μικρα και αργα. Ειχε χαθει και δεν μπορουσα να κανω τιποτα γι’ αυτο. Οσο και να προσπαθουσα να τον πεισω για το αντιθετο δεν θα ειχε κανενα νοημα. Ολα οσα ειχαν γινει ηταν ενα ψεμα. Ενα ονειρο που κατεληξε εφιαλτης. Ημουν ηλιθια. Πιστεψα οτι μετα απο ολα οσα ειχαν συμβει τον τελευταιο καιρο, οτι ειχα βρει καποιον και θα τον ειχα διπλα μου. Οτι δεν θα ημουν μονη ξανα. Φυσικα και ειχα φερθει ηλιθια. Δεν επρεπε ποτε να εμπιστευτω κατι τοσο ψευτικο οσο ενα παραμυθι. Εκεινος ηταν ενα παραμυθι και τιποτα αλλο.
Ο κοσμος με κοιτουσε περιεργα και μονο οταν ενα δακρυ κυλησε απο τα ματια μου και λερωσε τα χερια μου, καταλαβα το γιατι. Εφτασα αρον αρον και οπως φοβομουν το βρηκα ερημο. Οι θειοι μου δεν ειχαν γυρισει ακομα και ειχε φυγει και ο Κλοντ οπως μου ειχε πει. Ανεβηκα τα σκαλα καταρακωμενη και κλειδωθηκα στο δωματιο μου. Κατερευσα στο πατωμα και αφησα ολους τους λυγμους που κραταγα τοση ωρα να βγουν απο μεσα μου.
Merian
Ο ηλιος ηταν απο πανω και η ζεστη αφορητη. Η παραλια ηταν γεματη γι’ αυτο και δεν καθησα εκει. Συνεχισα να περπαταω κατα μηκος του λιμανιου. Ειχε αρκετο κοσμο και παντου μυρωδιες. Τουλαχιστον κατι με αποσπουσε απο τις σκεψεις μου. Καποια στιγμη χωρις να το καταλαβω ειχα φτασει στην καντινα του Γιοβανη. Δεν ειχε δουλεια και εκεινος καθοταν οπως παντα στην ξερχαβαλωμενη σεζλονκ του επινε μπυρες. Μολις με ειδε απο μακρια σηκωσε τα χερια του και αρχισε να φωναζει. Ηταν τυφλα.
«Φαμπιο! Φιλε μου Φαμπιο! Κατσε να πιεις και εσυ μια μπυρα με τον γερο Γιοβανη.» φωναζε συνεχεια και γελουσε. Αυτος ο ανθρωπος ηταν μονος του και παντα ηταν ευτυχισμενος. Ποτε μου δεν καταλαβα πως το εκανε αυτο.
Επιασε μια μπυρα απο το ψυγειο και μου την πεταξε αδεξια. Ευτυχως την επιασα στον αερα και καθησα διπλα του σε μια πλαστικη καρεκλα. Κανονικα μπορουσα να φαω και να πιω οτι ηθελα περα απο αιμα αλλα δεν θα ειχε καμια ιδιαιτερη επιδραση επανω μου παρα μονο την γευση. Την ανοιξα και αμεσως κατεβασα δυο γουλιες.
«Πως και δεν βγηκες αλλου σημερα που εχεις ρεπο? Δεν ειχες ραντεβου με την κοπελα?» με ρωτησε με εναν γελοιο τροπο. Κοιταξα θλιμμενα το πατωμα και δεν απαντησα. Η συμπεριφορα μου ηταν αποτομη απεναντι της και αυτο ηταν λαθος. Τι ηλιθιος που ημουν.
«Πες τα ολα στον γερο Γιοβανη. Τι σε βασανιζει?» ειπε και εβαλε το χερι του στον ωμο μου. Αν ειχα δακρυα ισως και να εκλαιγα και δεν ντρεπομαι γι’ αυτο. Δεν ηξερα τι ενιωθα μεσα μου.
«Πως μπορεις ενω εισαι μονος σου να χαμογελας παντα?»
«Το γεγονος οτι χαμογελαω αγορι μου δεν σημαινει οτι ειμαι και ευτυχισμενος. Το αντιθετο μαλιστα.»
Τον κοιταξα με απορια. Πως γινοταν αυτο?
«Τι εννοεις? Αφου δειχνεις ευτυχισμενος.»
«Ειναι επειδη δεν μπορω να κανω αλλιως. Νομιζεις εγω αυτο ηθελα?» ειπε και με μια κυκλικη κινηση των χεριων του μου εδειξε γυρω του.
«Να ειμαι ενας γερος, μπεκρης με μια καντινα μεσα στον ηλιο και να καθομαι ολη μερα? Να ειμαι μονος και να πινω μονο και μονο για να μην σκεφτομαι?»
Ειχα μεινει αφωνος. Πρωτη φορα ακουγα τον Γιοβανη να μιλαει ετσι για την ζωη του. Συνηθως κανεις δεν καταλαβαινε τι ελεγε αφου μονιμως ηταν λιωμα.
«Και γιατι επελεξες να κανεις κατι τετοιο?»
«Δεν ημουν ετσι παντα. Ειχα μια γυναικα και δυο παιδια πριν χρονια. Ημουν ευτυχισμενος τοτε.» ειπε και αρχισε να γελαει νευρικα και να πινει μπυρα. Δεν ρωτησα τι απεγιναν γιατι μου ηρθαν εικονες μεσω του χεριου του. Δεν βρισκονταν στην ζωη πια. Ετσι ειχε παρει αυτος την κατω βολτα.
«Μην την αφησεις να φυγει αγορι μου. Αν την αγαπας και την θες μην την αφησεις να φυγει μακρια και ειδικα για μια ανοησια γιατι μια μερα κατι θα γινει και τοτε δεν θα υπαρχει γυρισμος.»
Ηταν το τελευταιο που ειπε και μετα αρχισε παλι να μπεκροπινει και να παραμιλαει. Δεν ειχε αδικο σε αυτα που ελεγε. Ηταν σωστα αλλα μονο για εναν ανθρωπο και οχι για εναν δαιμονα. Υπηρχε διαφορα και αν γινοταν κατι οπως ελεγε θα το ειχα δημιουργησει εγω.
Σηκωθηκα και ενω τον αφησα πισω μου αρχισα να περπαταω κατα μηκος του λιμανιου. Αρχισε να φυσαει ενα ζεστο αερακι και εφερε μυρωδιες προς το μερος μου. Μεσα σε πολλες αναγνωρισα και μια συγκεκριμενη. Ηθελα να πιστευω πως ειναι η ιδεα μου αλλα ηξερα οτι ηταν πραγματικη. Εκεινη βρισκοταν καπου εδω γυρω. Κοιταξα δεξια και αριστερα μα δεν την ειδα. Συνεχισα να περπαταω μεχρι που την ακουσα να με φωναζει. Γυρισα και την ειδα να τρεχει προς το μερος μου. Σταματησε μερικα εκατοστα μακρια μου και με κοιταξε. Ηταν λαχανιασμενη και τα μαγουλα της αναψοκοκκινισμενα. Ετρεχε για να με βρει.
«Τι κανεις εδω?» την ρωτησα με υφος σκληρο. Εκεινη πηρε βαθεια ανασα και με κοιταξε στα ματια. Υπηρχε θλιψη μεσα τους.
«Ηρθα για να σε βρω.»
«Δεν εχεις καμια δουλεια εδω.» ειπα και αρχισα παλι να περπαταω απο την αντιθετη κατευθυνση. Εκεινη με ακολουθησε και με επιασε απο το χερι για να με σταματησει.
«Σε παρακαλω περιμενε!»
«Τι θες?»
Τιναξα το χερι μου μακρια και εκεινη με κοιταξε με φοβο. Με το αγγιγμα της ενιωθα και καθε συναισθημα και δεν το αντεχα.
«Ξερω γιατι εισαι εδω αλλα πραγματικα δεν χρειαζεται. Τελειωσε ολο αυτο Μονα, για παντα.»
«Τι εννοεις τελειωσε? Ξερεις οτι δεν το εννοουσα οταν σου ειπα να φυγεις. Δεν θελω να εισαι μακρια μου. Μην το κανεις αυτο.» παρακαλεσε και στα μισα η φωνη της εσπασε.
«Δεν με νοιαζει και σταματα να εισαι εγωιστρια. Εγω δεν θελω να ειμαι κοντα σου. Δεν θελω να ειμαι ο ηλιθιος που θα τρεχει συνεχεια για σενα. Εξαλλου δεν υπαρχει λογος για να το κανω αυτο.»
«Και ολα αυτα που μου ειπες στο σπιτι τι ηταν? Ψεματα?» φωναξε και μεσα της ευχοταν να μην γινοταν ολο αυτο. Κατι μεσα μου ελεγε το ιδιο αλλα δεν μπορουσα να κανω πισω.
«Ναι. Ειμαι ενας δαιμονας τι περιμενεις? Οτι θα μπορουσα να αγαπησω?»
Ανοιξε τα ματια της διαπλατα και με κοιταξε σοκαρισμενη. Δεν πιστευε οτι ειχε μολις ακουσει. Μακαρι να μπορουσα να πω και εγω το ιδιο.
«Ε τοτε αλλαζει το πραγμα.» ειπε και εφυγε απο κοντα μου.
Μοναλιζ
Ο γυρισμος προς το σπιτι ηταν μακρυς. Τα βηματα μου ηταν μικρα και αργα. Ειχε χαθει και δεν μπορουσα να κανω τιποτα γι’ αυτο. Οσο και να προσπαθουσα να τον πεισω για το αντιθετο δεν θα ειχε κανενα νοημα. Ολα οσα ειχαν γινει ηταν ενα ψεμα. Ενα ονειρο που κατεληξε εφιαλτης. Ημουν ηλιθια. Πιστεψα οτι μετα απο ολα οσα ειχαν συμβει τον τελευταιο καιρο, οτι ειχα βρει καποιον και θα τον ειχα διπλα μου. Οτι δεν θα ημουν μονη ξανα. Φυσικα και ειχα φερθει ηλιθια. Δεν επρεπε ποτε να εμπιστευτω κατι τοσο ψευτικο οσο ενα παραμυθι. Εκεινος ηταν ενα παραμυθι και τιποτα αλλο.
Ο κοσμος με κοιτουσε περιεργα και μονο οταν ενα δακρυ κυλησε απο τα ματια μου και λερωσε τα χερια μου, καταλαβα το γιατι. Εφτασα αρον αρον και οπως φοβομουν το βρηκα ερημο. Οι θειοι μου δεν ειχαν γυρισει ακομα και ειχε φυγει και ο Κλοντ οπως μου ειχε πει. Ανεβηκα τα σκαλα καταρακωμενη και κλειδωθηκα στο δωματιο μου. Κατερευσα στο πατωμα και αφησα ολους τους λυγμους που κραταγα τοση ωρα να βγουν απο μεσα μου.
Merian