Ένας αβάσταχτος πόνος στα πλευρά, με αναγκάζει να ανοίξω απρόθυμα τα βλέφαρά μου. Η όραση μου επανέρχεται σταδιακά, και μαζί της ξεκινά ο Γολγοθάς. Πόνος, πόνος κατασπαράζει κάθε μέλος του σώματός μου, είναι τόσο έντονος κι αληθινός, που δεν μπορώ παρά να κραυγάσω. Επιχειρώ να στρέψω το σώμα μου και να ανακαθίσω, μιας και είμαι μπρούμητα ξαπλωμένος στο πάτωμα, αλλά δεν τα καταφέρνω. Όλο μου το κορμί έχει μετατραπεί σε μια πληγή, έχει αχρηστευθεί.
Προσπαθώ να θυμηθώ τι συνέβη, πως βρέθηκα σ’ αυτό το κατασκότεινο δωμάτιο, αλλά είναι λες και οι μνήμη μου έχει διαγραφεί. Το μόνο που βρίσκω, είναι το απόλυτο κενό.
«Ναθάνιελ», μια απαλή φωνή, ένας ψίθυρος γαργαλάει τα αυτιά μου. Άκουσα πράγματι το όνομά μου, ή ήταν μια παραίσθηση εξαιτίας της κούρασης και του δυσβάσταχτου πόνου;
Πασχίζω για άλλη μια φορά να κουνηθώ, θέλοντας να μάθω που βρίσκομαι, και για καλή μου τύχη καταφέρνω επιτυχώς να σηκώσω το σώμα μου σε μια στάση που μου επιτρέπει να εξετάσω το χώρο γύρω μου. Μισοκλείνω τα μάτια μου, στην προσπάθεια μου να διακρίνω κάτι μέσα στο απόλυτο σκοτάδι, και τότε είναι που την βλέπω….ή τουλάχιστον νομίζω πως την βλέπω. Η Έμιλυ, το μωρό μου, είναι δεμένη ακριβώς απέναντι μου.
Νιώθω τον θυμό και την απόγνωση να με καταλαμβάνουν και για μια στιγμή θολώνω και το μόνο που με νοιάζει, είναι να βρω έναν τρόπο να πάω κοντά της και να βγάλω αυτά τα απαίσια λουριά που την κρατούν φυλακισμένη. Για μια στιγμή ξεχνάω το πόνο και προσπαθώ να απελευθερωθώ απ’ τα δικά μου δεσμά κλοτσώντας και βαρώντας τον αέρα.
«Έμιλυ, μωράκι μου, μη φοβάσαι» λέω παρατηρώντας πως το σφίξιμο των λουριών έχει αρχίσει να χαλαρώνει. Σε λίγα δευτερόλεπτα θα είμαι κοντά της. «Όλα θα πάνε καλά, θα σε βγάλω από δω».
Μπορώ να ακούσω τους λυγμούς της, σίγουρα κλαίει. Η εικόνα των όμορφων ματιών της λουσμένων με δάκρυα, μου δίνει όση ώθηση χρειαζόμουν. Κάνω τα χέρια μου γροθιά και χρησιμοποιώ τις δυνάμεις μου για να κάψω το λουρί -ή ότι είναι αυτό με το οποίο με έχουν δέσει-. Οι καρποί μου καίγονται, αλλά το μόνο που αισθάνομαι είναι ένα μικρό τσίμπημα. Έπειτα από τρία δευτερόλεπτα, τα χέρια μου έχουν απελευθερωθεί. Καίω με τον ίδιο τρόπο τα λουριά που δένουν τα πόδια μου, και τρέχω κοντά της.
Παίρνω το πρόσωπο της μέσα στα χέρια μου και ψάχνω με το βλέμμα μου για τυχόν τραύματα. Τα μάγουλά της είναι βρεγμένα, έτσι αποδιώχνω τα δάκρυα με τους αντίχειρές μου
«Είσαι καλά, Έμ;» ρωτάω. Νιώθω ένα βάρος να πλακώνει το στήθος μου. Αν κάποιος την πείραξε, αν της έκανε κάτι, αν την άγγιξε…είναι νεκρός.
Δεν απαντάει, παρά βήχει. Κακό αυτό.
«Πρέπει να κάψω αυτά τα λουριά, είναι υπερβολικά σφιχτά για να τα λύσω, αλλά ίσως καούν οι καρποί σου» λέω κοιτώντας την μέσα στα μάτια. Μοιάζει έτοιμη να λιποθυμήσει. Όχι, Εμ…κρατήσου!
Την βλέπω να κουνάει το κεφάλι θετικά, δεν έχει τη δύναμη να απαντήσει. Συγκατανεύω και πιάνοντας τα λουριά που αιχμαλωτίζουν τα χέρια της, αρχίζω να τα καίω. Το πρόσωπό της συσπάται απ’ τον πόνο κι αναγκάζομαι να σταματήσω. Πιάνω το λουρί και το τραβάω με όση δύναμη μου έχει απομείνει. Αργεί, αλλά τελικά κόβεται.
«Δεν σου έχουν δέσει τα πόδια;» ρωτάω, αν και η απάντηση είναι ολοφάνερη.
«Όχι», η φωνή της ίσα που ακούγεται.
Χαϊδεύω το πρόσωπό της και λέω: «Μωρό μου, προσπάθησε να κρατήσεις τα μάτια σου ανοιχτά».
Δεν λέει τίποτα και φοβάμαι πως έχασε ήδη τις αισθήσεις της. Κοιτάζω βιαστικά τριγύρω, ψάχνοντας για την πόρτα, αλλά όπως έντρομος συνειδητοποιώ, δεν υπάρχει καμία πόρτα.
«Εκεί πάνω» ψελλίζει η Έμιλυ, σηκώνοντας ελάχιστα το χέρι της προς το ταβάνι. Ακολουθώ την κατεύθυνση που δείχνει το σηκωμένο δάκτυλό της και εντοπίζω μια μικρή, ξύλινη πορτούλα.
«Γαμώτο!» ξεφωνίζω και σηκώνομαι απ’ το πάτωμα, αγνοώντας τα πόδια μου που τσιρίζουν απ’ τον πόνο. «Πως στο καλό θα ανέβουμε εκεί πάνω;».
Παραπαίοντας, πηγαίνω προς το μέρος της πόρτας, για να υπολογίσω την απόσταση της απ’ το πάτωμα. Δυστυχώς, ακόμη κι αν σήκωνα την Έμιλυ δεν θα έφτανε μέχρι εκεί πάνω. Χρειαζόμαστε κάτι για να μειώσει την απόσταση, αλλά δεν υπάρχει απολύτως τίποτα μέσα στην αποθήκη που είμαστε κλεισμένοι. Μόνο ένας τρόπος υπάρχει…
Στρέφομαι προς την Έμιλυ και πηγαίνω κοντά της.
«Μόνο ένας τρόπος υπάρχει να βγούμε από εδώ, Έμ» λέω, «πρέπει να χρησιμοποιήσεις τις δυνάμεις σου».
Τα μάτια της πεταρίζουν μια στιγμή, πριν εστιάσουν πάνω μου. Είναι προφανές πως αυτό που θα της ζητήσω, είναι πέρα απ’ τις δυνάμεις της. Είναι υπερβολικά κουρασμένη…ή χτυπημένη…για να σηκωθεί, πόσο μάλλον να χρησιμοποιήσει δυνάμεις της Γης.
Ρίχνω το ταλαιπωρημένο σώμα μου πλάι στο δικό της, ηττημένος. Δεν μπορώ να μας βγάλω έξω.
«Συγγνώμη, Εμ» λέω άψυχα, και μαζεύω τα πόδια μου έτσι που γίνομαι ένα κουβάρι. Νιώθω απαίσια, λες και την απογοήτευσα.
Δεν ξέρω τι έχε γίνει και βρεθήκαμε εδώ, ποιος μας έκλεισε εδώ μέσα, αλλά σίγουρα όταν βρω την ευκαιρία, θα τον ανακαλύψω. Θα τον βρω και τον τσακίσω. Θα πληρώσει ακριβά για ότι της έκανε.
«Ναθάνιελ…», η φωνή της με βγάζει απ’ την σκέψη της επικείμενης εκδίκησής μου. Σηκώνω το κεφάλι μου και την κοιτάζω. Δεν το είχα καταλάβει, αλλά το χέρι της είναι περασμένο μέσα απ’ τα μαλλιά μου, τα οποία έχουν μακρύνει υπερβολικά, παίρνοντας μια απόχρωση που σχεδόν αγγίζει το ξανθό.
Περιμένω να συνεχίσει, αλλά δεν το κάνει. Μένουμε σιωπηλοί και οι δύο, ανήμποροι να αρθρώσουμε άλλη λέξη εξαιτίας της κούρασης και του πόνου που κυριαρχεί σε κάθε μέλος του κορμιού μας. Ακούω την εξασθενημένη αναπνοή της και γέρνω πάνω στον ώμο της. Θέλω τη ρωτήσω αν εκείνη ξέρει τι συνέβη, αλλά ο ύπνος δεν μου επιτρέπει. Νιώθω τα βλέφαρά μου να βαραίνουν, ώσπου το μόνο που βλέπω είναι σκοτάδι.
***
Η κραυγή της με βγάζει απ’ τον ανήσυχο ύπνο μου. Ανοίγω τα μάτια μου και τότε τα πάντα μαυρίζουν και ο θυμός παίρνει το πάνω χέρι. Ένας μαυροντυμένος άντρας τραβάει βίαια την Έμιλυ απ’ τα μαλλιά.
«Τι κάνεις εκεί ρε μαλάκα! Άφησέ την ήσυχη!» γρυλίζω και πετάγομαι πάνω, έτοιμος να τον σπάσω στο ξύλο.
Τον αρπάζω απ’ την μπλούζα και τον σπρώχνω μακριά της. Το σώμα μου ακόμα υποφέρει, αλλά ο ύπνος μου έκανε καλό. Ο άντρας τυλίγει το χέρι του γύρω απ’ το δικό μου και προσπαθεί να το απωθήσει από πάνω του, ώσπου του ρίχνω μια γερή γροθιά στο στομάχι και αναγκάζεται να εγκαταλείψει την προσπάθεια, πέφτοντας στα τέσσερα.
Σκύβω δίπλα του και του ψιθυρίζω: «Τόλμα να την ξανά ακουμπήσεις και έχεις πεθάνει. Θα φροντίσω εγώ για αυτό».
Τον κλοτσάω με όλη μου τη δύναμη στο ίδιο σημείο με πριν και τον παρατάω εκεί, δίχως να ρίξω δεύτερη ματιά.
«Μωρό μου…», κάθομαι ανακούρκουδα πλάι της και την αγκαλιάζω, τυλίγοντας τα χέρια μου σφικτά γύρω της, λες και μ’ αυτό το τον τρόπο θα την κρατήσω ασφαλή. Την φυλάω στο κεφάλι, κι εκείνη χώνει το πρόσωπό της στην καμπύλη του λαιμού μου.
«Ο πόνος είναι μέσα στο μυαλό μας, δεν έχουμε πουθενά πληγές» λέει σιγανά, σαν να φοβάται μήπως μας ακούσουν.
Μου παίρνει μια στιγμή να συνειδητοποιήσω τα λόγια της. Έχει απόλυτο δίκιο, δεν έχουμε πουθενά πληγές.
«Προσπάθησε τότε να το καταπολεμήσεις» λέω ενθαρρυντικά.
«Προσπαθώ».
Αποτραβιέμαι λίγο για να την κοιτάξω στα μάτια, φαίνεται χάλια.
«Σου έκανε τίποτα άλλο αυτός ο μαλάκας;».
Κουνάει το κεφάλι αρνητικά και χώνεται ξανά στην αγκαλιά μου.
«Πως βρεθήκαμε εδώ;» ρωτάω και εύχομαι πραγματικά εκείνη να ξέρει.
«Αυτή που με έψαχνε…αυτή η γυναίκα μας έφερε εδώ» λέει κουρασμένα και η οργή με πλημμυρίζει ξανά. Νιώθω μίσος, απίστευτο μίσος. Θέλω να σκοτώσω αυτή τη γυναίκα.
«Άμα την πιάσω στα χέρια μου…».
«Πρέπει να βγούμε από εδώ» λέει την ίδια στιγμή η Έμιλυ.
«Το ξέρω. Αυτός το τύπος εκεί πίσω θα μας βγάλει. Περίμενε λίγο» λέω και φιλώντας την μια τελευταία φορά στα μαλλιά, σηκώνομαι όρθιος και κατευθύνομαι προς τον άντρα που ακόμη σφαδάζει στο πάτωμα.
«Λοιπόν, ξέρεις τι θα γίνει τώρα; Εσύ, θα μας βγάλεις έξω από εδώ».
Πιάνοντας την κοιλιά του, σηκώνεται σε καθιστή στάση και φτύνει στο πάτωμα.
«Είσαι τελειωμένος, φίλε» λέει.
«Δεν είμαι φίλος σου και ο μόνος τελειωμένος εδώ μέσα είσαι εσύ. Τώρα άκου, αν θες να αποφύγεις τα φρικτά βασανιστήρια που σκοπεύω να σου κάνω, θα πρέπει να υπακούσεις και απλά να μας βγάλεις έξω».
Προσπαθώ να δείχνω όσο πιο αδιάφορος μπορώ. Ξέρει πως δεν θα τον σκοτώσω, αλλά ξέρει επίσης πως θα τον βασανίσω αν χρειαστεί.
«Δεν πρόκειται να κάνω τίποτα για σένα και αυτή την….».
Δεν προλαβαίνει να ολοκληρώσει, του ρίχνω μια γερή γροθιά στο μάτι.
«Πρόσεξε τι θα πεις, η ζωή σου βρίσκεται στα χέρια μου. Είσαι Μέτοικος, δεν χρειάζονται καν διπλές δυνάμεις για να πεθάνεις…λίγη φωτιά να σου βάλω και πέθανες. Πολύ οδυνηρός θάνατος, δεν βρίσκεις;».
Σέρνεται προς τα πίσω, λες και μ’ αυτόν τον τρόπο θα σωθεί. Στα μάτια του καθρεφτίζεται ο φόβος και δεν μπορώ παρά να γελάσω με τις απεγνωσμένες του προσπάθειες για επιβίωση.
«Ω, μη φοβάσαι…δεν θα σου κάνω τίποτα, αν απλώς μας βγάλεις έξω» λέω και μειώνω την απόσταση μεταξύ μας κατά ένα βήμα.
Ο άντρας σέρνεται ακόμα πιο πίσω, ώσπου η πλάτη του βρίσκει στον τοίχο και του ξεφεύγει μια άναρθρη κραυγή.
«Δεν πρόκειται να βγείτε από εδώ μέσα!» σχεδόν φτύνει τις λέξεις.
Πήρα την απάντηση που ήθελα. Τον αρπάζω απ’ την μπλούζα και τον σηκώνω τόσο, που τα πόδια του αιωρούνται ελάχιστα εκατοστά πάνω απ’ το πάτωμα.
«Ελπίζω να σου αρέσει η ζέστη, γιατί οι φλόγες θα καλύψουν κάθε…».
Η φωνή της Έμιλυ με διακόπτει πριν ολοκληρώσω. «Ναθάνιελ, σταμάτα».
Στρέφω το κεφάλι μου προς το μέρος της και βλέπω πως έχει σταθεί όρθια και βρίσκεται κάτω απ’ την πορτούλα που οδηγεί στην σωτηρία μας. Δίπλα της είναι ακουμπισμένες δύο μεγάλες κούτες.
Αφήνω τον άντρα ελεύθερο και πηγαίνω προς το μέρος της. «Που τις βρήκες αυτές;» ρωτάω.
«Αυτός τις έφερε, τις είχε κρύψει εκεί στη γωνία που δεν πέφτει το φως, για να μην τις δούμε».
Γνέφω και πιάνω αμέσως δουλειά. Σέρνω την μια απ’ τις κούτες κάτω απ’ την πόρτα και ανεβαίνω πάνω. Σηκώνω το χέρι μου και σπρώχνω την πορτούλα προς τα πάνω. Ευτυχώς, δεν είναι κλειδωμένη. Πατώντας στις μύτες των ποδιών μου, ρίχνω μια βιαστική ματιά απέξω. Δεν φαίνεται κανένας, αν και είμαι σίγουρος πως όλο και κάποιον θα συναντήσουμε εκεί πάνω.
«Έλα» λέω στην Έμιλυ και της δίνω το χέρι για να τη βοηθήσω να ανέβει. Όταν υπακούει, την παίρνω στην αγκαλιά μου και την σηκώνω ψηλά, τόσο που απ’ την μέση και πάνω περνάει έξω.
«Προσπάθησε να βάλεις δύναμη στα χέρια για να ανέβεις» λέω. Τα χέρια μου ουρλιάζουν απ’ τον πόνο, έχω αρχίσει και ιδρώνω, πρέπει να βιαστεί.
Βάζω τα δυνατά μου για να την σπρώξω, την ίδια στιγμή που βάζει τα χέρια της στις άκρες της πόρτας. Έπειτα από λίγο, έχει περάσει ολόκληρη απέξω. Κατεβαίνω βιαστικά απ’ την κούτα και σηκώνω τη δεύτερη, που μοιάζει πιο βαριά απ’ την πρώτη. Την τοποθετώ άτσαλα πάνω στην άλλη και σκαρφαλώνω στον πύργο που έχει δημιουργηθεί.
Βάζω τα χέρια μου στο ίδιο σημείο που τα έβαλε κι η Έμιλυ και τραβάω τον εαυτό μου προς τα πάνω. Κάθε μυς των χεριών μου τεντώνεται, νιώθω τις φλέβες στον λαιμό μου να πετάγονται προς τα έξω απ’ την προσπάθεια. Η Έμιλυ με γραπώνει απ’ την μπλούζα στην προσπάθειά της να με βοηθήσει να βγω.
Έπειτα από λίγο, είμαστε πεσμένοι και οι δύο στο πάτωμα βαριανασαίνοντας.
«Είσαι εντάξει;» ρωτάω δίχως να την κοιτάξω. Νιώθω το σώμα μου βαρύ σαν βράχο, έχω την αίσθηση πως δεν μπορώ να κουνηθώ. Δεν απαντάει, απλώς δένει τα χέρια μας μεταξύ τους.
«Εσύ;» ρωτάει, «Είσαι εντάξει;».
«Ναι» απαντάω βεβιασμένα.
«Πρέπει να φύγουμε» λέει. Η φωνή της μοιάζει πιο ζωντανή από πριν, σε αντίθεση με τη δική μου που έχει αρχίσει να εξασθενεί.
«Ο θείος σου θα έχει αρχίσει να σε ψάχνει, σωστά;» ρωτάω καθώς ανακάθομαι.
«Δεν ξέρω…μακάρι…νομίζω πως έλειπε απ’ το σπίτι όταν ήρθε αυτή η γυναίκα…βασικά έτσι μου είπαν όταν απείλησα ότι θα με βρει».
Κουνάω το κεφάλι. Δεν θέλω να της πω για την πιθανότητα πως ίσως είναι κι αυτός κλεισμένος κάπου μέσα στο κτήριο, ή ακόμα χειρότερο πως ίσως είναι ήδη νεκρός. Απλά σηκώνομαι όρθιος τρεκλίζοντας και τη βοηθάω να κάνει το ίδιο. Πρέπει να φύγουμε αμέσως από εδώ, προτού εμφανιστούν κι άλλοι σαν αυτόν τον τελειωμένο εκεί κάτω.
«Πάμε» λέω και κρατώντας την απ’ το χέρι, αρχίζουμε να τρέχουμε μέσα στον άδειο διάδρομο.
Δεν συναντάμε κανέναν, όλα είναι μοναχικά και άδεια. Το μόνο που βλέπουμε είναι πόρτες και σπασμένα παράθυρα, εικόνα που δείχνει ολοφάνερα πως βρισκόμαστε σε ένα εγκαταλελειμμένο σπίτι. Αγνοώ τον πόνο, αλλά τα πόδια μου βαραίνουν ολοένα και περισσότερο. Ξέρω πως δεν θα αργήσω να σωριαστώ στο πάτωμα, απλά υπενθυμίζω στον εαυτό μου πως πρόκειται για ένα είδους παραίσθηση. Ο πόνος αποτελεί κομμάτι ενός κόλπου, το σώμα μου είναι καλά.
«Από εδώ» λέει η Έμιλυ, που δείχνει σημάδια βελτίωσης. Δεν ξέρω πως το κάνει, αλλά φαίνεται πολύ καλύτερα από πριν.
Αφήνει το χέρι μου απότομα και τρέχει προς μια πόρτα. Η όρασή μου έχει αρχίσει και θολώνει…την βλέπω να την κλοτσάει εκνευρισμένη, προφανώς επειδή είναι κλειδωμένη. Άλλο ένα εμπόδιο στη διαφυγή μας.
«Μην στεναχωριέσαι, Εμ» λέω συγκρατώντας μετά βίας τα μάτια μου ανοιχτά, «θα βγούμε από εδώ».
Έρχεται κοντά μου και γλιστράει το μικροκαμωμένο χέρι της γύρω απ’ τη μέση μου. «Ναθάνιελ, σε παρακαλώ, μη λιποθυμήσεις» λέει με απόγνωση. Προσπαθώ, το παλεύω, αλλά τα βλέφαρά μου βαραίνουν ολοένα και περισσότερο.
Την βλέπω θολά να προτάσσει το αριστερό της χέρι και στη συνέχεια από μέσα του να βγαίνει νερό. Γλιστράει σαν ρυάκι μέσα στην ανοιγμένη της παλάμη.
«Πιες» με παροτρύνει, «θα σου κάνει καλό».
Φέρνω τα χείλη μου κοντά στο χέρι της και πίνω λαίμαργα το δροσερό νερό. Ωστόσο το σβήσιμο της δίψας μου, δεν βελτιώνει τον πόνο, ούτε αποδιώχνει την κούραση που με καταβάλει.
Σηκώνω το πρόσωπό μου και πλησιάζω το δικό της. Ανοίγω τα βρεγμένα χείλη μου και τη φιλάω. Τη φιλάω με τέτοιο τρόπο, που νομίζω πως όλα γύρω μας έχουν εξαφανιστεί. Το φιλί, διώχνει για μια στιγμή τον οδύνη.
«Χρειάζομαι φωτιά…χρειάζομαι το στοιχείο μου» καταφέρνω να πω μόλις τα χείλη μας χωρίζονται.
Με κοιτάζει, ακόμη ανήμπορη να συνέλθει απ’ το φιλί, κι έπειτα γνέφει. «Εντάξει…θα προσπαθήσω να κάψω αυτή την πόρτα» λέει.
Κουνάω το κεφάλι μου αρνητικά, «Να φύγουμε θέλουμε, όχι να κάψουμε το σπίτι» καταφέρνω να αστειευτώ.
«Να επιβιώσουμε θέλουμε, Ναθάνιελ» με διορθώνει. Έχει δίκιο.
Με φιλάει τρυφερά στο μάγουλο, ένα γλυκό φιλί που με κάνει αμέσως να αισθανθώ καλύτερα.
«Εγώ φταίω» λέει λυπημένα, ρίχνοντας το βλέμμα της στο πάτωμα. «Θα μας βγάλω από εδώ».
Θέλω να τη διαψεύσω, να πω πως δεν φταίει εκείνη και πως δεν πρέπει να θεωρεί υπεύθυνο τον εαυτό της, αλλά δεν προλαβαίνω. Έχει ήδη απομακρυνθεί από μένα και βρίσκεται μπροστά απ’ την πόρτα. Παρατηρώ τον τρόπο που τα μάτια της εξετάζουν το ξύλο, τον τρόπο που παίρνει βαθιές εισπνοές για να ηρεμίσει και να συγκεντρωθεί…νιώθω πιο ερωτευμένος από ποτέ. Χαμογελάω, ώσπου την βλέπω να πέφτει κάτω και να τρίβει τα μάτια της μορφάζοντας.
«Έμιλυ!» αναφωνώ και τρέχω –με έναν παράξενο τρόπο- κοντά της.
«Καλά είμαι, απλά τα μάτια μου τσούζουν πολύ» λέει.
Όταν για μια στιγμή επιχειρεί να ανοίξει τα βλέφαρά της και το εσωτερικό του ματιού της μπαίνει στο οπτικό μου πεδίο, απομένω με το στόμα ορθάνοιχτο. Η ίριδα του ματιού της έχει πάρει μια απροσδόκητα όμορφη απόχρωση. Μια απόχρωση που συγχρόνως είναι αλλόκοτα παράξενη και εξωπραγματική. Τα τέσσερα στοιχεία σαν ένα.
«Τι στο καλό…» ψελλίζω.
Δεν λέει τίποτα, απλά τρίβει τα μάτια της. Τα ανοιγοκλείνει μερικές φορές, κι έπειτα καταφέρνει να τα διατηρήσει ανοιχτά.
«Ας κάνουμε γρήγορα, δεν θα διαρκέσει για πολύ» λέει.
Κάνω λίγο πίσω, αφήνοντας το χώρο ανάμεσα σε εκείνη και την πόρτα ελεύθερο και περιμένω. Σφραγίζω τα βλέφαρά μου στο εκτυφλωτικό φως που βγαίνει απ’ τις παλάμες της, και τα ανοίγω μόνο όταν εκείνη μου λέει «πάμε».
Προσπερνάμε την καμένη πόρτα και βγαίνουμε στο –όπως όλα δείχνουν- χολ. Η Έμιλυ τρέχει προς την εξώπορτα και κατεβάζει το χερούλι. Προς έκπληξη και των δύο, η πόρτα ανοίγει αμέσως. Μισοκλείνω τα μάτια μου στο δυνατό φως που μπαίνει μέσα και την πιάνω απ’ το χέρι.
«Μπορείς να τρέξεις;» με ρωτάει, δίχως να πάρει το βλέμμα της απ’ αυτό που βρίσκεται απέξω.
«Θα προσπαθήσω» λέω. Η αλήθεια είναι πως νιώθω λίγο καλύτερα. Λίγο.
«Ωραία λοιπόν, πάμε».
Σφίγγοντας ο ένας το χέρι του άλλου, αρχίζουμε να τρέχουμε. Ο ήλιος κοντεύει να δύσει, αλλά η ζέστη είναι αποπνικτική και δεν ευνοεί την κατάσταση. Τρέχουμε προς το δάσος παραπατώντας, αλλά καταφέρνοντας να μείνουμε όρθιοι. Δεν ξέρω για πόση ώρα ακόμα θα αντέξω, αλλά αυτή τη στιγμή βάζω τα δυνατά μου για να φτάσω την Έμιλυ που έχει το προβάδισμα.
Έχουμε σχεδόν φτάσει στον δρόμο, όταν μια γυναικεία κραυγή σκίζει την απόλυτη σιγή του δάσους. Η Έμιλυ κοκαλώνει, το ίδιο κι εγώ. Κοιταζόμαστε για μια στιγμή, τα μάτια της είναι βουρκωμένα.
«Τι ήταν αυτό;», με δυσκολία ξεχωρίζω τις λέξεις, η φωνή της βγήκε σαν ψίθυρος.
«Δεν ξε…», άλλη μια κραυγή διαπερνά τα αυτιά μου, αυτή τη φορά ανδρική. Η Έμιλυ τρέμει.
«Μη φοβάσαι» λέω, «απλώς πρέπει να φύγουμε από εδώ». Και τότε μια τρίτη κραυγή ακούγεται…μου παίρνει μια στιγμή να συνειδητοποιήσω ότι…ότι είναι η δική της.
Δέσποινα Χρ.
«Ναθάνιελ», μια απαλή φωνή, ένας ψίθυρος γαργαλάει τα αυτιά μου. Άκουσα πράγματι το όνομά μου, ή ήταν μια παραίσθηση εξαιτίας της κούρασης και του δυσβάσταχτου πόνου;
Πασχίζω για άλλη μια φορά να κουνηθώ, θέλοντας να μάθω που βρίσκομαι, και για καλή μου τύχη καταφέρνω επιτυχώς να σηκώσω το σώμα μου σε μια στάση που μου επιτρέπει να εξετάσω το χώρο γύρω μου. Μισοκλείνω τα μάτια μου, στην προσπάθεια μου να διακρίνω κάτι μέσα στο απόλυτο σκοτάδι, και τότε είναι που την βλέπω….ή τουλάχιστον νομίζω πως την βλέπω. Η Έμιλυ, το μωρό μου, είναι δεμένη ακριβώς απέναντι μου.
Νιώθω τον θυμό και την απόγνωση να με καταλαμβάνουν και για μια στιγμή θολώνω και το μόνο που με νοιάζει, είναι να βρω έναν τρόπο να πάω κοντά της και να βγάλω αυτά τα απαίσια λουριά που την κρατούν φυλακισμένη. Για μια στιγμή ξεχνάω το πόνο και προσπαθώ να απελευθερωθώ απ’ τα δικά μου δεσμά κλοτσώντας και βαρώντας τον αέρα.
«Έμιλυ, μωράκι μου, μη φοβάσαι» λέω παρατηρώντας πως το σφίξιμο των λουριών έχει αρχίσει να χαλαρώνει. Σε λίγα δευτερόλεπτα θα είμαι κοντά της. «Όλα θα πάνε καλά, θα σε βγάλω από δω».
Μπορώ να ακούσω τους λυγμούς της, σίγουρα κλαίει. Η εικόνα των όμορφων ματιών της λουσμένων με δάκρυα, μου δίνει όση ώθηση χρειαζόμουν. Κάνω τα χέρια μου γροθιά και χρησιμοποιώ τις δυνάμεις μου για να κάψω το λουρί -ή ότι είναι αυτό με το οποίο με έχουν δέσει-. Οι καρποί μου καίγονται, αλλά το μόνο που αισθάνομαι είναι ένα μικρό τσίμπημα. Έπειτα από τρία δευτερόλεπτα, τα χέρια μου έχουν απελευθερωθεί. Καίω με τον ίδιο τρόπο τα λουριά που δένουν τα πόδια μου, και τρέχω κοντά της.
Παίρνω το πρόσωπο της μέσα στα χέρια μου και ψάχνω με το βλέμμα μου για τυχόν τραύματα. Τα μάγουλά της είναι βρεγμένα, έτσι αποδιώχνω τα δάκρυα με τους αντίχειρές μου
«Είσαι καλά, Έμ;» ρωτάω. Νιώθω ένα βάρος να πλακώνει το στήθος μου. Αν κάποιος την πείραξε, αν της έκανε κάτι, αν την άγγιξε…είναι νεκρός.
Δεν απαντάει, παρά βήχει. Κακό αυτό.
«Πρέπει να κάψω αυτά τα λουριά, είναι υπερβολικά σφιχτά για να τα λύσω, αλλά ίσως καούν οι καρποί σου» λέω κοιτώντας την μέσα στα μάτια. Μοιάζει έτοιμη να λιποθυμήσει. Όχι, Εμ…κρατήσου!
Την βλέπω να κουνάει το κεφάλι θετικά, δεν έχει τη δύναμη να απαντήσει. Συγκατανεύω και πιάνοντας τα λουριά που αιχμαλωτίζουν τα χέρια της, αρχίζω να τα καίω. Το πρόσωπό της συσπάται απ’ τον πόνο κι αναγκάζομαι να σταματήσω. Πιάνω το λουρί και το τραβάω με όση δύναμη μου έχει απομείνει. Αργεί, αλλά τελικά κόβεται.
«Δεν σου έχουν δέσει τα πόδια;» ρωτάω, αν και η απάντηση είναι ολοφάνερη.
«Όχι», η φωνή της ίσα που ακούγεται.
Χαϊδεύω το πρόσωπό της και λέω: «Μωρό μου, προσπάθησε να κρατήσεις τα μάτια σου ανοιχτά».
Δεν λέει τίποτα και φοβάμαι πως έχασε ήδη τις αισθήσεις της. Κοιτάζω βιαστικά τριγύρω, ψάχνοντας για την πόρτα, αλλά όπως έντρομος συνειδητοποιώ, δεν υπάρχει καμία πόρτα.
«Εκεί πάνω» ψελλίζει η Έμιλυ, σηκώνοντας ελάχιστα το χέρι της προς το ταβάνι. Ακολουθώ την κατεύθυνση που δείχνει το σηκωμένο δάκτυλό της και εντοπίζω μια μικρή, ξύλινη πορτούλα.
«Γαμώτο!» ξεφωνίζω και σηκώνομαι απ’ το πάτωμα, αγνοώντας τα πόδια μου που τσιρίζουν απ’ τον πόνο. «Πως στο καλό θα ανέβουμε εκεί πάνω;».
Παραπαίοντας, πηγαίνω προς το μέρος της πόρτας, για να υπολογίσω την απόσταση της απ’ το πάτωμα. Δυστυχώς, ακόμη κι αν σήκωνα την Έμιλυ δεν θα έφτανε μέχρι εκεί πάνω. Χρειαζόμαστε κάτι για να μειώσει την απόσταση, αλλά δεν υπάρχει απολύτως τίποτα μέσα στην αποθήκη που είμαστε κλεισμένοι. Μόνο ένας τρόπος υπάρχει…
Στρέφομαι προς την Έμιλυ και πηγαίνω κοντά της.
«Μόνο ένας τρόπος υπάρχει να βγούμε από εδώ, Έμ» λέω, «πρέπει να χρησιμοποιήσεις τις δυνάμεις σου».
Τα μάτια της πεταρίζουν μια στιγμή, πριν εστιάσουν πάνω μου. Είναι προφανές πως αυτό που θα της ζητήσω, είναι πέρα απ’ τις δυνάμεις της. Είναι υπερβολικά κουρασμένη…ή χτυπημένη…για να σηκωθεί, πόσο μάλλον να χρησιμοποιήσει δυνάμεις της Γης.
Ρίχνω το ταλαιπωρημένο σώμα μου πλάι στο δικό της, ηττημένος. Δεν μπορώ να μας βγάλω έξω.
«Συγγνώμη, Εμ» λέω άψυχα, και μαζεύω τα πόδια μου έτσι που γίνομαι ένα κουβάρι. Νιώθω απαίσια, λες και την απογοήτευσα.
Δεν ξέρω τι έχε γίνει και βρεθήκαμε εδώ, ποιος μας έκλεισε εδώ μέσα, αλλά σίγουρα όταν βρω την ευκαιρία, θα τον ανακαλύψω. Θα τον βρω και τον τσακίσω. Θα πληρώσει ακριβά για ότι της έκανε.
«Ναθάνιελ…», η φωνή της με βγάζει απ’ την σκέψη της επικείμενης εκδίκησής μου. Σηκώνω το κεφάλι μου και την κοιτάζω. Δεν το είχα καταλάβει, αλλά το χέρι της είναι περασμένο μέσα απ’ τα μαλλιά μου, τα οποία έχουν μακρύνει υπερβολικά, παίρνοντας μια απόχρωση που σχεδόν αγγίζει το ξανθό.
Περιμένω να συνεχίσει, αλλά δεν το κάνει. Μένουμε σιωπηλοί και οι δύο, ανήμποροι να αρθρώσουμε άλλη λέξη εξαιτίας της κούρασης και του πόνου που κυριαρχεί σε κάθε μέλος του κορμιού μας. Ακούω την εξασθενημένη αναπνοή της και γέρνω πάνω στον ώμο της. Θέλω τη ρωτήσω αν εκείνη ξέρει τι συνέβη, αλλά ο ύπνος δεν μου επιτρέπει. Νιώθω τα βλέφαρά μου να βαραίνουν, ώσπου το μόνο που βλέπω είναι σκοτάδι.
***
Η κραυγή της με βγάζει απ’ τον ανήσυχο ύπνο μου. Ανοίγω τα μάτια μου και τότε τα πάντα μαυρίζουν και ο θυμός παίρνει το πάνω χέρι. Ένας μαυροντυμένος άντρας τραβάει βίαια την Έμιλυ απ’ τα μαλλιά.
«Τι κάνεις εκεί ρε μαλάκα! Άφησέ την ήσυχη!» γρυλίζω και πετάγομαι πάνω, έτοιμος να τον σπάσω στο ξύλο.
Τον αρπάζω απ’ την μπλούζα και τον σπρώχνω μακριά της. Το σώμα μου ακόμα υποφέρει, αλλά ο ύπνος μου έκανε καλό. Ο άντρας τυλίγει το χέρι του γύρω απ’ το δικό μου και προσπαθεί να το απωθήσει από πάνω του, ώσπου του ρίχνω μια γερή γροθιά στο στομάχι και αναγκάζεται να εγκαταλείψει την προσπάθεια, πέφτοντας στα τέσσερα.
Σκύβω δίπλα του και του ψιθυρίζω: «Τόλμα να την ξανά ακουμπήσεις και έχεις πεθάνει. Θα φροντίσω εγώ για αυτό».
Τον κλοτσάω με όλη μου τη δύναμη στο ίδιο σημείο με πριν και τον παρατάω εκεί, δίχως να ρίξω δεύτερη ματιά.
«Μωρό μου…», κάθομαι ανακούρκουδα πλάι της και την αγκαλιάζω, τυλίγοντας τα χέρια μου σφικτά γύρω της, λες και μ’ αυτό το τον τρόπο θα την κρατήσω ασφαλή. Την φυλάω στο κεφάλι, κι εκείνη χώνει το πρόσωπό της στην καμπύλη του λαιμού μου.
«Ο πόνος είναι μέσα στο μυαλό μας, δεν έχουμε πουθενά πληγές» λέει σιγανά, σαν να φοβάται μήπως μας ακούσουν.
Μου παίρνει μια στιγμή να συνειδητοποιήσω τα λόγια της. Έχει απόλυτο δίκιο, δεν έχουμε πουθενά πληγές.
«Προσπάθησε τότε να το καταπολεμήσεις» λέω ενθαρρυντικά.
«Προσπαθώ».
Αποτραβιέμαι λίγο για να την κοιτάξω στα μάτια, φαίνεται χάλια.
«Σου έκανε τίποτα άλλο αυτός ο μαλάκας;».
Κουνάει το κεφάλι αρνητικά και χώνεται ξανά στην αγκαλιά μου.
«Πως βρεθήκαμε εδώ;» ρωτάω και εύχομαι πραγματικά εκείνη να ξέρει.
«Αυτή που με έψαχνε…αυτή η γυναίκα μας έφερε εδώ» λέει κουρασμένα και η οργή με πλημμυρίζει ξανά. Νιώθω μίσος, απίστευτο μίσος. Θέλω να σκοτώσω αυτή τη γυναίκα.
«Άμα την πιάσω στα χέρια μου…».
«Πρέπει να βγούμε από εδώ» λέει την ίδια στιγμή η Έμιλυ.
«Το ξέρω. Αυτός το τύπος εκεί πίσω θα μας βγάλει. Περίμενε λίγο» λέω και φιλώντας την μια τελευταία φορά στα μαλλιά, σηκώνομαι όρθιος και κατευθύνομαι προς τον άντρα που ακόμη σφαδάζει στο πάτωμα.
«Λοιπόν, ξέρεις τι θα γίνει τώρα; Εσύ, θα μας βγάλεις έξω από εδώ».
Πιάνοντας την κοιλιά του, σηκώνεται σε καθιστή στάση και φτύνει στο πάτωμα.
«Είσαι τελειωμένος, φίλε» λέει.
«Δεν είμαι φίλος σου και ο μόνος τελειωμένος εδώ μέσα είσαι εσύ. Τώρα άκου, αν θες να αποφύγεις τα φρικτά βασανιστήρια που σκοπεύω να σου κάνω, θα πρέπει να υπακούσεις και απλά να μας βγάλεις έξω».
Προσπαθώ να δείχνω όσο πιο αδιάφορος μπορώ. Ξέρει πως δεν θα τον σκοτώσω, αλλά ξέρει επίσης πως θα τον βασανίσω αν χρειαστεί.
«Δεν πρόκειται να κάνω τίποτα για σένα και αυτή την….».
Δεν προλαβαίνει να ολοκληρώσει, του ρίχνω μια γερή γροθιά στο μάτι.
«Πρόσεξε τι θα πεις, η ζωή σου βρίσκεται στα χέρια μου. Είσαι Μέτοικος, δεν χρειάζονται καν διπλές δυνάμεις για να πεθάνεις…λίγη φωτιά να σου βάλω και πέθανες. Πολύ οδυνηρός θάνατος, δεν βρίσκεις;».
Σέρνεται προς τα πίσω, λες και μ’ αυτόν τον τρόπο θα σωθεί. Στα μάτια του καθρεφτίζεται ο φόβος και δεν μπορώ παρά να γελάσω με τις απεγνωσμένες του προσπάθειες για επιβίωση.
«Ω, μη φοβάσαι…δεν θα σου κάνω τίποτα, αν απλώς μας βγάλεις έξω» λέω και μειώνω την απόσταση μεταξύ μας κατά ένα βήμα.
Ο άντρας σέρνεται ακόμα πιο πίσω, ώσπου η πλάτη του βρίσκει στον τοίχο και του ξεφεύγει μια άναρθρη κραυγή.
«Δεν πρόκειται να βγείτε από εδώ μέσα!» σχεδόν φτύνει τις λέξεις.
Πήρα την απάντηση που ήθελα. Τον αρπάζω απ’ την μπλούζα και τον σηκώνω τόσο, που τα πόδια του αιωρούνται ελάχιστα εκατοστά πάνω απ’ το πάτωμα.
«Ελπίζω να σου αρέσει η ζέστη, γιατί οι φλόγες θα καλύψουν κάθε…».
Η φωνή της Έμιλυ με διακόπτει πριν ολοκληρώσω. «Ναθάνιελ, σταμάτα».
Στρέφω το κεφάλι μου προς το μέρος της και βλέπω πως έχει σταθεί όρθια και βρίσκεται κάτω απ’ την πορτούλα που οδηγεί στην σωτηρία μας. Δίπλα της είναι ακουμπισμένες δύο μεγάλες κούτες.
Αφήνω τον άντρα ελεύθερο και πηγαίνω προς το μέρος της. «Που τις βρήκες αυτές;» ρωτάω.
«Αυτός τις έφερε, τις είχε κρύψει εκεί στη γωνία που δεν πέφτει το φως, για να μην τις δούμε».
Γνέφω και πιάνω αμέσως δουλειά. Σέρνω την μια απ’ τις κούτες κάτω απ’ την πόρτα και ανεβαίνω πάνω. Σηκώνω το χέρι μου και σπρώχνω την πορτούλα προς τα πάνω. Ευτυχώς, δεν είναι κλειδωμένη. Πατώντας στις μύτες των ποδιών μου, ρίχνω μια βιαστική ματιά απέξω. Δεν φαίνεται κανένας, αν και είμαι σίγουρος πως όλο και κάποιον θα συναντήσουμε εκεί πάνω.
«Έλα» λέω στην Έμιλυ και της δίνω το χέρι για να τη βοηθήσω να ανέβει. Όταν υπακούει, την παίρνω στην αγκαλιά μου και την σηκώνω ψηλά, τόσο που απ’ την μέση και πάνω περνάει έξω.
«Προσπάθησε να βάλεις δύναμη στα χέρια για να ανέβεις» λέω. Τα χέρια μου ουρλιάζουν απ’ τον πόνο, έχω αρχίσει και ιδρώνω, πρέπει να βιαστεί.
Βάζω τα δυνατά μου για να την σπρώξω, την ίδια στιγμή που βάζει τα χέρια της στις άκρες της πόρτας. Έπειτα από λίγο, έχει περάσει ολόκληρη απέξω. Κατεβαίνω βιαστικά απ’ την κούτα και σηκώνω τη δεύτερη, που μοιάζει πιο βαριά απ’ την πρώτη. Την τοποθετώ άτσαλα πάνω στην άλλη και σκαρφαλώνω στον πύργο που έχει δημιουργηθεί.
Βάζω τα χέρια μου στο ίδιο σημείο που τα έβαλε κι η Έμιλυ και τραβάω τον εαυτό μου προς τα πάνω. Κάθε μυς των χεριών μου τεντώνεται, νιώθω τις φλέβες στον λαιμό μου να πετάγονται προς τα έξω απ’ την προσπάθεια. Η Έμιλυ με γραπώνει απ’ την μπλούζα στην προσπάθειά της να με βοηθήσει να βγω.
Έπειτα από λίγο, είμαστε πεσμένοι και οι δύο στο πάτωμα βαριανασαίνοντας.
«Είσαι εντάξει;» ρωτάω δίχως να την κοιτάξω. Νιώθω το σώμα μου βαρύ σαν βράχο, έχω την αίσθηση πως δεν μπορώ να κουνηθώ. Δεν απαντάει, απλώς δένει τα χέρια μας μεταξύ τους.
«Εσύ;» ρωτάει, «Είσαι εντάξει;».
«Ναι» απαντάω βεβιασμένα.
«Πρέπει να φύγουμε» λέει. Η φωνή της μοιάζει πιο ζωντανή από πριν, σε αντίθεση με τη δική μου που έχει αρχίσει να εξασθενεί.
«Ο θείος σου θα έχει αρχίσει να σε ψάχνει, σωστά;» ρωτάω καθώς ανακάθομαι.
«Δεν ξέρω…μακάρι…νομίζω πως έλειπε απ’ το σπίτι όταν ήρθε αυτή η γυναίκα…βασικά έτσι μου είπαν όταν απείλησα ότι θα με βρει».
Κουνάω το κεφάλι. Δεν θέλω να της πω για την πιθανότητα πως ίσως είναι κι αυτός κλεισμένος κάπου μέσα στο κτήριο, ή ακόμα χειρότερο πως ίσως είναι ήδη νεκρός. Απλά σηκώνομαι όρθιος τρεκλίζοντας και τη βοηθάω να κάνει το ίδιο. Πρέπει να φύγουμε αμέσως από εδώ, προτού εμφανιστούν κι άλλοι σαν αυτόν τον τελειωμένο εκεί κάτω.
«Πάμε» λέω και κρατώντας την απ’ το χέρι, αρχίζουμε να τρέχουμε μέσα στον άδειο διάδρομο.
Δεν συναντάμε κανέναν, όλα είναι μοναχικά και άδεια. Το μόνο που βλέπουμε είναι πόρτες και σπασμένα παράθυρα, εικόνα που δείχνει ολοφάνερα πως βρισκόμαστε σε ένα εγκαταλελειμμένο σπίτι. Αγνοώ τον πόνο, αλλά τα πόδια μου βαραίνουν ολοένα και περισσότερο. Ξέρω πως δεν θα αργήσω να σωριαστώ στο πάτωμα, απλά υπενθυμίζω στον εαυτό μου πως πρόκειται για ένα είδους παραίσθηση. Ο πόνος αποτελεί κομμάτι ενός κόλπου, το σώμα μου είναι καλά.
«Από εδώ» λέει η Έμιλυ, που δείχνει σημάδια βελτίωσης. Δεν ξέρω πως το κάνει, αλλά φαίνεται πολύ καλύτερα από πριν.
Αφήνει το χέρι μου απότομα και τρέχει προς μια πόρτα. Η όρασή μου έχει αρχίσει και θολώνει…την βλέπω να την κλοτσάει εκνευρισμένη, προφανώς επειδή είναι κλειδωμένη. Άλλο ένα εμπόδιο στη διαφυγή μας.
«Μην στεναχωριέσαι, Εμ» λέω συγκρατώντας μετά βίας τα μάτια μου ανοιχτά, «θα βγούμε από εδώ».
Έρχεται κοντά μου και γλιστράει το μικροκαμωμένο χέρι της γύρω απ’ τη μέση μου. «Ναθάνιελ, σε παρακαλώ, μη λιποθυμήσεις» λέει με απόγνωση. Προσπαθώ, το παλεύω, αλλά τα βλέφαρά μου βαραίνουν ολοένα και περισσότερο.
Την βλέπω θολά να προτάσσει το αριστερό της χέρι και στη συνέχεια από μέσα του να βγαίνει νερό. Γλιστράει σαν ρυάκι μέσα στην ανοιγμένη της παλάμη.
«Πιες» με παροτρύνει, «θα σου κάνει καλό».
Φέρνω τα χείλη μου κοντά στο χέρι της και πίνω λαίμαργα το δροσερό νερό. Ωστόσο το σβήσιμο της δίψας μου, δεν βελτιώνει τον πόνο, ούτε αποδιώχνει την κούραση που με καταβάλει.
Σηκώνω το πρόσωπό μου και πλησιάζω το δικό της. Ανοίγω τα βρεγμένα χείλη μου και τη φιλάω. Τη φιλάω με τέτοιο τρόπο, που νομίζω πως όλα γύρω μας έχουν εξαφανιστεί. Το φιλί, διώχνει για μια στιγμή τον οδύνη.
«Χρειάζομαι φωτιά…χρειάζομαι το στοιχείο μου» καταφέρνω να πω μόλις τα χείλη μας χωρίζονται.
Με κοιτάζει, ακόμη ανήμπορη να συνέλθει απ’ το φιλί, κι έπειτα γνέφει. «Εντάξει…θα προσπαθήσω να κάψω αυτή την πόρτα» λέει.
Κουνάω το κεφάλι μου αρνητικά, «Να φύγουμε θέλουμε, όχι να κάψουμε το σπίτι» καταφέρνω να αστειευτώ.
«Να επιβιώσουμε θέλουμε, Ναθάνιελ» με διορθώνει. Έχει δίκιο.
Με φιλάει τρυφερά στο μάγουλο, ένα γλυκό φιλί που με κάνει αμέσως να αισθανθώ καλύτερα.
«Εγώ φταίω» λέει λυπημένα, ρίχνοντας το βλέμμα της στο πάτωμα. «Θα μας βγάλω από εδώ».
Θέλω να τη διαψεύσω, να πω πως δεν φταίει εκείνη και πως δεν πρέπει να θεωρεί υπεύθυνο τον εαυτό της, αλλά δεν προλαβαίνω. Έχει ήδη απομακρυνθεί από μένα και βρίσκεται μπροστά απ’ την πόρτα. Παρατηρώ τον τρόπο που τα μάτια της εξετάζουν το ξύλο, τον τρόπο που παίρνει βαθιές εισπνοές για να ηρεμίσει και να συγκεντρωθεί…νιώθω πιο ερωτευμένος από ποτέ. Χαμογελάω, ώσπου την βλέπω να πέφτει κάτω και να τρίβει τα μάτια της μορφάζοντας.
«Έμιλυ!» αναφωνώ και τρέχω –με έναν παράξενο τρόπο- κοντά της.
«Καλά είμαι, απλά τα μάτια μου τσούζουν πολύ» λέει.
Όταν για μια στιγμή επιχειρεί να ανοίξει τα βλέφαρά της και το εσωτερικό του ματιού της μπαίνει στο οπτικό μου πεδίο, απομένω με το στόμα ορθάνοιχτο. Η ίριδα του ματιού της έχει πάρει μια απροσδόκητα όμορφη απόχρωση. Μια απόχρωση που συγχρόνως είναι αλλόκοτα παράξενη και εξωπραγματική. Τα τέσσερα στοιχεία σαν ένα.
«Τι στο καλό…» ψελλίζω.
Δεν λέει τίποτα, απλά τρίβει τα μάτια της. Τα ανοιγοκλείνει μερικές φορές, κι έπειτα καταφέρνει να τα διατηρήσει ανοιχτά.
«Ας κάνουμε γρήγορα, δεν θα διαρκέσει για πολύ» λέει.
Κάνω λίγο πίσω, αφήνοντας το χώρο ανάμεσα σε εκείνη και την πόρτα ελεύθερο και περιμένω. Σφραγίζω τα βλέφαρά μου στο εκτυφλωτικό φως που βγαίνει απ’ τις παλάμες της, και τα ανοίγω μόνο όταν εκείνη μου λέει «πάμε».
Προσπερνάμε την καμένη πόρτα και βγαίνουμε στο –όπως όλα δείχνουν- χολ. Η Έμιλυ τρέχει προς την εξώπορτα και κατεβάζει το χερούλι. Προς έκπληξη και των δύο, η πόρτα ανοίγει αμέσως. Μισοκλείνω τα μάτια μου στο δυνατό φως που μπαίνει μέσα και την πιάνω απ’ το χέρι.
«Μπορείς να τρέξεις;» με ρωτάει, δίχως να πάρει το βλέμμα της απ’ αυτό που βρίσκεται απέξω.
«Θα προσπαθήσω» λέω. Η αλήθεια είναι πως νιώθω λίγο καλύτερα. Λίγο.
«Ωραία λοιπόν, πάμε».
Σφίγγοντας ο ένας το χέρι του άλλου, αρχίζουμε να τρέχουμε. Ο ήλιος κοντεύει να δύσει, αλλά η ζέστη είναι αποπνικτική και δεν ευνοεί την κατάσταση. Τρέχουμε προς το δάσος παραπατώντας, αλλά καταφέρνοντας να μείνουμε όρθιοι. Δεν ξέρω για πόση ώρα ακόμα θα αντέξω, αλλά αυτή τη στιγμή βάζω τα δυνατά μου για να φτάσω την Έμιλυ που έχει το προβάδισμα.
Έχουμε σχεδόν φτάσει στον δρόμο, όταν μια γυναικεία κραυγή σκίζει την απόλυτη σιγή του δάσους. Η Έμιλυ κοκαλώνει, το ίδιο κι εγώ. Κοιταζόμαστε για μια στιγμή, τα μάτια της είναι βουρκωμένα.
«Τι ήταν αυτό;», με δυσκολία ξεχωρίζω τις λέξεις, η φωνή της βγήκε σαν ψίθυρος.
«Δεν ξε…», άλλη μια κραυγή διαπερνά τα αυτιά μου, αυτή τη φορά ανδρική. Η Έμιλυ τρέμει.
«Μη φοβάσαι» λέω, «απλώς πρέπει να φύγουμε από εδώ». Και τότε μια τρίτη κραυγή ακούγεται…μου παίρνει μια στιγμή να συνειδητοποιήσω ότι…ότι είναι η δική της.
Δέσποινα Χρ.