Στην τρικυμία της μοίρας (Κεφάλαιο 18)

Σύντομα ο Ρότζερ και ο Έντουαρτ μας λένε να αποσυρθούμε από την υπαίθρια γιορτή των βάγγων για να ξεκουραστούμε για το ταξίδι που μας περίμενε το πρωί. Απείχαμε κατά τα λεγόμενά τους μιάμιση μέρα από το βασίλειο του Όρεστεν όπου θα διαπραγματευόμασταν τη βοήθειά του για την αποστολή μας.
Με το που ξάπλωσα στη σκηνή που μοιραζόμουν με τη Σούζαν με πήρε ο ύπνος. Ένιωθα εξαντλημένη, από το πολύωρο, άβολο ταξίδι μας κάτω από τον ήλιο και το χορό. Για μια στιγμή ένιωσα τύψεις που εγώ ποτέ δεν έμενα ξάγρυπνη τα βράδια για να φυλάω σκοπιά, αλλά ο Έντουαρτ το είχε απαγορεύσει και είχε δίκαιο. Η θέση μου στην προφητεία με καθιστούσε πολύτιμη, επομένως εγώ χρειαζόμουν φύλαξη και όχι οι υπόλοιποι, παρ’ όλο που δυσκολευόμουν να αποδεχτώ να κοιμάμαι εγώ κάθε βράδυ ενώ οι άλλοι εναλλάσσοντας σε βάρδιες.
Το πρωινό είχε τη φυσιολογική του ρουτίνα: σηκωθήκαμε στις έξι, φάγαμε βιαστικά και ξεκινήσαμε. Το μόνο διαφορετικό και θετικό πάντως ήταν πως η καιρός είχε μια γκρίζα μουντάδα που έκρυβε τον λαμπερό ήλιο του Άριτον και έτσι έκανε το ταξίδι μας λιγότερο επίπονο και σαφώς πιο δροσερό.
Μέχρι να έρθει η ώρα για το πρώτο μας διάλλειμα για ξεκούραση ιππεύαμε όλοι σιωπηλοί. Καθώς κινούμασταν κατά μήκος των προπόδων του βουνού στους οποίους είναι χτισμένο το κάστρο του Όρεστεν συναντήσαμε ένα μικρό ήρεμο ποτάμι κι έτσι σταματήσαμε λίγο νωρίτερα από την ώρα που επρόκειτο να σταματήσουμε, για να πλυθούμε και να γεμίσουμε τα παγούρια μας. Εγώ έχοντας την ανάγκη να νιώσω λίγο χρήσιμη στους υπόλοιπους προσφέρθηκα να γεμίσω τα παγούρια τους.
Στην όχθη του ποταμού πετυχαίνω την πρώτη βάρδια που είχε πάει να κάνει μπάνιο να γυρνάει πίσω για να τη διαδεχτεί η επόμενη. Όσοι πλένονταν πήγαιναν σε ένα σημείο του ποταμού που δεν ήταν ορατό σε εμάς τους υπόλοιπους που περιμέναμε τη σειρά μας, καθώς το έκρυβαν τα βράχια που υψώνονταν στην μια πλευρά της όχθης.
Καθώς είμαι σκυμμένη και γεμίζω ένα παγούρι κάποιος από την πρώτη βάρδια στο πλύσιμο με πλησιάζει. Σηκώνω το κεφάλι μου και βλέπω τον Σαντιάγκο.
Τα μαλλιά του είναι νωπά και ατίθασα και φαίνονται πιο χρυσά από ότι συνήθως, ενώ η λευκή του πουκάμισα  είναι ξεκούμπωτη στο πάνω μέρος, αποκαλύπτοντας το γυμνασμένο του στέρνο. Έτσι όπως στέκεται από πάνω μου με φόντο τον αρκετά φωτεινό, παρά τη μουντάδα ουρανό, δεν μοιάζει και πολύ ανθρώπινος, αλλά περισσότερο αγγελικός.
 Προσπαθώ με δυσκολία να επικεντρώσω το βλέμμα μου στο πρόσωπό του και όχι στο ανοιχτό του πουκάμισο που κολλά στο υγρό ακόμα καλοσχηματισμένο κορμί του και του και αναγκάζω τον εαυτό μου να του χαμογελάσει.
«Καλημέρα Σαντιάγκο», πως είσαι.
«Καλά είμαι, αν και έχω υπάρξει και καλύτερα».
«Γιατί τι έπαθες;», ρωτώ παραξενεμένη.
«Το κεφάλι μου είναι λίγο βαρύ από χθες», μου απαντά με ένα αδιόρατο συνοφρύωμα.
«Σωστά», παρατηρώ.
«Δυστυχώς δε θυμάμαι και πολλά από το χθεσινό βράδυ, απλά έχω την αόριστη αίσθηση ότι πέρασα πολύ ωραία».
Ένα κύμα ανακούφισης με κατακλύζει. Θα ήταν πολύ άβολο να θυμόταν τα τελευταία λόγια που μου είχε πει πριν ο Ράλεϊ τον πάρει από τη γιορτή. Του χαμογελώ ελαφρά, όταν το βλέμμα του σκιάζει μια σκέψη.
«Θυμάμαι…», συνοφρυώνεται για μια στιγμή από την προσπάθεια να ανακαλέσει τις μνήμες. «Θυμάμαι τι σου είπα χθες», λέει και η έκφρασή του σοβαρεύει.
«Δεν πειράζει Σαντιάγκο. Ήσουν μεθυσμένος χθες το ξέρω, δεν πήρα τα λόγια σου στα σοβαρά, μην ανησυχείς», του λέω όσο πιο καθησυχαστικά μπορώ, αν και η καρδιά μου αρχίζει να χτυπά ξέφρενα και νιώθω τα μάγουλά μου να φλέγονται. ‘Διαβάζει και τις σκέψεις τώρα;’, αναρωτιέμαι.
«Όχι, όχι δεν είναι αυτό Λάιρα», λέει και αναστενάζει, πριν αποφασίσει να συνεχίσει. «Δεν ήθελα να το μάθεις έτσι, αλλά από την άλλη ίσως υπό άλλες συνθήκες να μην έβρισκα το θάρρος. Κοίτα…», κομπιάζει.
«Πω πω, θεέ μου ποτέ δεν είχα δυσκολία να μιλάω ανοιχτά στις γυναίκες, μα τώρα… τι πρωτόγνωρη αίσθηση!», λέει περισσότερο στον εαυτό του παρά σε εμένα και μετά υψώνει το βλέμμα του στο δικό μου. «Λάιρα, χθες, αυτά που σου είπα ήταν αλήθεια, δεν ήταν λόγια του ποτού ήταν δικά μου. Στ’ αλήθεια μου αρέσεις», μου λέει παίρνοντας τα χέρια μου μες στα δικά του.
Νιώθω να παγώνω στη θέση μου. Από τη μια νιώθω όμορφα για την αποκάλυψη του Σαντιάγκο, από την άλλη νιώθω πολύ άβολα και πραγματικά δεν είμαι σίγουρη για τα δικά μου αισθήματα απέναντί του. Νιώθω όμορφα πλάι του και αισθάνομαι μια παράξενη έλξη, αλλά δεν ξέρω σίγουρα αν αυτό οφείλεται στην εξωπραγματική ομορφιά του, ή στον χαρακτήρα του. Χρειάζομαι περισσότερο χρόνο για να αποφασίσω.
«Σαντιάγκο, εγώ δεν ξέρω…», αρχίζω να λέω, όταν έρχεται πλάι μας ο Γουίλ. Για μια στιγμή τα μάτια του στέκονται στα χέρια του Σαντιάγκο που κρατούν τα δικά μου πριν στραφεί προς εμένα.
«Λάις ο Ρότζερ λέει πως είναι η σειρά σου και των υπόλοιπων γυναικών να πάτε να πλυθείτε», μου ανακοινώνει και ρίχνοντας ένα μάλλον περιφρονητικό βλέμμα στον Σαντιάγκο, γυρίζει και φεύγει.
Τα χέρια του Σαντιάγκο αφήνουν τα δικά μου. Για μια στιγμή δείχνει να προσπαθεί να θυμηθεί κάτι και μετά μιλάει.
« Λάιρα, δεν ήθελες να σε λέω Λάις επειδή το έκανε εκείνος πρώτος έτσι; Είναι το παρατσούκλι που εκείνος σου έδωσε;», με ρωτά με μια αδιόρατη θλίψη να διατρέχει τα χαρακτηριστικά του.
«Ναι», του απαντώ τελικά μετά από μια στιγμή αμήχανης σιωπής, νιώθοντας για κάποιον λόγο ένοχη για την απάντησή μου.
«Εντάξει. Πήγαινε. Οι υπόλοιπες θα σε περιμένουν», μου λέει ο Σαντιάγκο σοβαρά, με μια ελαφρώς ψυχρότερη χροιά στη φωνή του και με μια παράξενη έκφραση σαν να παρατήρησε κάτι που δεν είχε προσέξει πριν, κάτι δυσάρεστο.
Εγώ ετοιμάζομαι να κάνω μεταβολή και να φύγω όταν προσέχω τη λάμψη που γεννιέται από το πουθενά στο γυμνό του στήθος. Προέρχεται από ένα κολιέ, στο οποίο δεν είχα δώσει ιδιαίτερη σημασία προηγουμένως. Αποτελείται από μια σκουροπράσινη πέτρα που κρέμεται στο λαιμό του από ένα χοντρό κορδόνι. Το φως που γεννήθηκε μέσα της δυναμώνει όλο και περισσότερο για μια στιγμή μέχρι που γίνεται πολύ δυνατό, βάφοντας το πρόσωπό του με φωτεινές πράσινες ανταύγειες πριν σβήσει και πάλι.
«Τι ήταν…», αρχίζω να λέω όταν προσέχω την έκφραση στο πρόσωπο του Σαντιάγκο. Τα μάτια του έχουν γουρλώσει καθώς κοιτάζει την πέτρα και παραπατά μερικά βήματα προς τα πίσω σαν να έχει φάει γροθιά στο στομάχι, πριν κάτσει βαριά σε έναν μικρό βράχο που βλέπει πίσω του.
«Όχι», μουρμουρίζει και κρύβει το πρόσωπό του μέσα στις παλάμες του. Σκύβω βιαστικά κοντά του.
«Σαντιάγκο τι συμβαίνει;», τον ρωτώ με την καρδιά μου να χτυπά δυνατά από την ανησυχία. Εκείνος δε μου απαντά, οπότε τραβώ απαλά τα χέρια του από τους καρπούς, απομακρύνοντας τις παλάμες από το πρόσωπό του.
«Τι συμβαίνει;», τον ρωτώ πιο μαλακά αυτή τη φορά. Τα μάτια του δείχνουν υγρά, με δάκρια που με κόπο συγκρατεί να τρέμουν στα πρασινογάλαζα μάτια του. Πλησιάζω το πρόσωπό μου στο δικό του ώστε να μη μπορεί να κοιτάξει αλλού και τον αναγκάζω να με κοιτάξει.
«Ο πατέρας μου», λέει ξέπνοα με φωνή παράξενα βραχνή.
«Τι;»
«Είναι νεκρός», λέει και η φωνή του σβήνει σε έναν ψίθυρο.
«Τι; Πώς το ξέρεις;», τον ρωτώ αδυνατώντας να κάνω τη σύνδεση.
«Το κολιέ αυτό ήταν δώρο προς τον προπάππο μου για τις υπηρεσίες του ως Ιππότη. Η πέτρα αυτή προέρχεται από τον Άριτον και είναι μαγεμένη. Επειδή οι Ιππότες της οικογένειας μου ακολουθούσαν τους Φύλακες σε όλες τις αποστολές τους, τους χαρίστηκε αυτή η πέτρα. Όσο δεν άναβε οι οικογένειες του εκάστοτε ιδιοκτήτη της πέτρας γνώριζαν πως αυτός είναι καλά όσο έλειπε στην αποστολή του. Όταν η πέτρα φωτιστεί, σημαίνει πως ο ιδιοκτήτης της είναι νεκρός και η ιδιοκτησία περνά στο πρωτότοκο παιδί του», μου εξηγεί με δυσκολία. «Ο πατέρας μου πέθανε Λάιρα. Το ήξερα πως θα συνέβαινε σύντομα αλλά ήλπιζα να καταφέρω να γυρίσω κοντά του πριν φύγει. Τώρα είναι αργά. Δεν ήμουν δίπλα του τις τελευταίες του ώρες. Δεν του κράτησα το χέρι. Δεν του είπα αντίο», λέει με τη φωνή του να σπάει και ένα ατίθασο δάκρυ να ξεφεύγει από τα μάτια του.
«Λυπάμαι πολύ», του απαντώ σκουπίζονταν το δάκρυ με την παλάμη μου, χαϊδεύοντας το πρόσωπό του και πραγματικά λυπάμαι. Το να βλέπω αυτούς που αγαπώ να υποφέρουν είναι το χειρότερο μου. Θα έκανα πραγματικά τα πάντα για να τους κάνω να σταματήσουν να πονούν. Ίσως το πιο αδύνατο σημείο μου να είναι αυτό. Για να σπάσω αρκεί να κάνεις αυτούς που αγαπώ να υποφέρουν.
«Ο πατέρας σου το γνώριζε πως αυτό θα συνέβαινε αργά ή γρήγορα, αλλά παρ’ όλα αυτά τον ένοιαζε εσύ να είσαι εδώ, να εκτελέσεις το καθήκον σου. Το ξέρεις πως δεν θα ήταν ευχαριστημένος αν έμενες κοντά του αντί να έρθεις μαζί μας. Είμαι σίγουρη πως ήταν πολύ περήφανος για σένα», του λέω και πάλι με τα χέρια μου να σφίγγουν τα δικά του.
«Και πάλι όμως», λέει εκείνος. Για μια στιγμή μένουμε και οι δύο σιωπηλοί. «Λάιρα μπορείς να με αφήσεις μόνο μου σε παρακαλώ;», με ρωτά έπειτα από λίγο.
«Μα…», ξεκινάω να φέρω αντίρρηση.
«Φύγε Λάιρα», μου λέει με τη φωνή του να υψώνεται σε έναν ψυχρό τόνο. Κι έτσι εγώ σηκώνομαι και πηγαίνω να συναντήσω τις υπόλοιπες γυναίκες που πλένονται στο ποτάμι.

***

Το βράδυ αποφασίζουμε να κατασκηνώσουμε σε ένα μικρό δασύλλιο. Το βασίλειο του Όρεστεν είναι πια μόνο μερικές ώρες μακριά και σε λιγότερο από μισή μέρα θα είμαστε εκεί. Ο σκοτεινός όγκος του κάστρου του ξεχώριζε αμυδρά στο σκοτάδι, αρκετά πιο ψηλά στους πρόποδες του βουνού που διασχίζουμε περιμετρικά. Προς έκπληξή μας μέσα στα δέντρα βρίσκουμε ένα μικρό παρατημένο πέτρινο κτίσμα. Δεν είναι πολύ μεγάλο ή πολύ γερό, αλλά επειδή η ατμόσφαιρα το σημερινό βράδυ είναι αρκετά κρύα και υγρή, με έναν ελαφρό, αλλά ψυχρό άνεμο να περιπλανιέται ανάμεσα στα δέντρα, ο Μπράντον και η Σούζαν προτείνουν να περάσουμε το βράδυ μέσα στο σπιτάκι. Έτσι και συμβαίνει.
Μόνο όσοι καημένοι έχουν βάρδια στη φρούρηση θα περάσουν τη νύχτα έξω από το κτίσμα, ανάμεσά τους και ο Γουίλ με τον Γκαστόν. Επειδή τους λυπάμαι που αναγκάζονται να κάθονται έξω στο κρύο, σκοτεινό δάσος τους πηγαίνω λίγο καυτό τσάι, εκτός από τη σούπα που όλοι ανεξαρτήτως βάρδιας φάγαμε προηγουμένως, για να κρυώνουν λιγότερο. Αλλά επειδή νιώθω άσχημα να δώσω τσάι μόνο σε αυτούς καταλήγω να μπαινοβγαίνω δίνοντας τσάι σε όλους όσους έχουν βάρδια και αφού κάθομαι για λίγο μαζί τους επιστρέφω στη ζέστη του σπιτιού.
Μέσα καθόμαστε όλοι κοντά στη φωτιά σε ένα από τα δύο δωμάτια του πέτρινου κτίσματος που μοιάζει με κουζίνα. Πέρα από έναν παλιό καναπέ, ένα ξύλινο τραπέζι και μερικές καρέκλες το δωμάτιο είναι άδειο και στενάχωρο. Άλλοτε συζητούμε και άλλοτε μένουμε σιωπηλοί πίνοντας τα ζεστά μας ροφήματα και κοιτάζοντας τις φλόγες να χορεύουν στο τζάκι απολαμβάνοντας την πολυτέλεια της ζεστασιάς του, που τόσες μέρες κοιμώμενοι στην ύπαιθρο είχαμε στερηθεί.
Όσο περνά η ώρα ένας ένας οι σύντροφοί μου αποσύρονται για να κοιμηθούν και στο τέλος μένουμε στο δωμάτιο μόνο εγώ και ο Σαντιάγκο.  Ο Σαντιάγκο όλη την ημέρα ήταν σιωπηλός και αφηρημένος, ενώ έμοιαζε πολύ κουρασμένος και θλιμμένος. Δικαιολογημένα φυσικά. Η σιωπή του και η αναδρομή στις σκέψεις του ήταν ο δικός του τρόπος να θρηνήσει τον πατέρα του. Έτσι και τώρα δε φαίνεται να έχει προσέξει τι συμβαίνει στο δωμάτιο, απλά κάθεται στον καναπέ μπροστά στη φωτιά με τα χέρια του να κρέμονται μπροστά του άκαμπτα και το βλέμμα του να κοιτά τη φωτιά χωρίς να τη βλέπει. Διστακτικά τον πλησιάζω και κάθομαι δίπλα του στον καναπέ. Το βλέμμα του στρέφεται προς το μέρος μου σα να με προσέχει για πρώτη φορά. Δε μ’ αρέσουν οι σκιές που καλύπτουν το όμορφο πρόσωπό του και τον κάνουν να δείχνει πιο γερασμένος  απ’ τα 21 του χρόνια. Μου χαμογελά βεβιασμένα.
«Συγγνώμη που σου φώναξα το πρωί», μου λέει. Η φωνή του μοιάζει αλλιώτικη. Πιο βαριά, λιγότερο ζωντανή.
 «Πώς είσαι;» τον ρωτάω παίρνοντας τα χέρια του μες στα δικά μου. Από τη στιγμή που εκφράζω το ερώτημα καταλαβαίνω πως είναι ανόητο. Πώς να είναι δηλαδή; Ο πατέρας του πέθανε κι εκείνος δε μπόρεσε να ναι στο πλευρό του, να του πει ένα στερνό αντίο.
 «Είμαι κάπως καλύτερα. Είχες δίκαιο το πρωί. Έκανα αυτό που θα έκανε τον πατέρα μου χαρούμενο. Ήξερε πως έπρεπε να είμαι εδώ, αυτό μου ζήτησε κι εκείνος. Δε φοβόταν το θάνατο. Δε με χρειαζόταν πλάι του. Απλά χρειάζομαι λίγο χρόνο να το αποδεχτώ, αυτό είναι όλο», μου απαντά χαμογελώντας μου και πάλι, λιγότερο βεβιασμένα αυτή τη φορά και σφίγγοντας με τη σειρά του τα δεμένα μας χέρια με τις μεγάλες, ζεστές του παλάμες.
«Μην ανησυχείς, όλα θα πάνε καλά, από εδώ και πέρα. Θα εκπληρώσουμε την αποστολή μας και ο πατέρας σου θα μας προσέχει και θα μας παρακολουθεί από ψηλά. Μόλις τα καταφέρουμε θα τον κάνεις πολύ περήφανο», του απαντώ.
«Σ’ ευχαριστώ Λάιρα. Για τη στήριξή σου», μου απαντά και το βλέμμα του με αγκαλιάζει με τρυφερότητα.
«Δεν κάνει τίποτα», απαντώ. «Νομίζω όμως πως είναι ώρα να πάμε κι εμείς για ύπνο. Ειδικά εσύ, σου χρειάζεται ξεκούραση. Μην αργήσεις», του λέω και σηκώνομαι για να πάω στο άλλο δωμάτιο που οι υπόλοιποι βρίσκονται ήδη για να κοιμηθούν. Πριν βγω από το δωμάτιο επιτρέπω στον εαυτό μου άλλη μια πράξη τρυφερότητας προς το μέρος του Σαντιάγκο, που δε θα έκανα υπό άλλες συνθήκες. Σκύβω προς το μέρος του όπως στέκομαι όρθια πλέον μπροστά του και φιλώ το μέτωπό του στο σημείο που αρχίζουν να φυτρώνουν τα ξανθά του μαλλιά.
«Καληνύχτα» του ψιθυρίζω  μόλις τα χείλη μου  απομακρύνονται απ’ το μέτωπο του και ξεκινάω να φύγω.
«Λάιρα, δεν είσαι μητέρα μου, ή η αδελφή μου για να με φιλάς στο μέτωπο, δεν είμαι φοβισμένο νήπιο για να χρειάζομαι τέτοιου είδους τρυφερότητες» μου λέει, κάνοντάς με να στραφώ πάλι προς το μέρος του και κοιτάζοντάς  με με μια δόση ειρωνείας  στη φωνή του και ένα μειδίαμα στα χείλη του, που μου θυμίζουν τον παλιό καλό Σαντιάγκο που σφύζει από ζωή και πειράζει συνεχώς τους άλλους. «Έχεις δίκαιο» του απαντώ, χαρίζοντάς του ένα παιχνιδιάρικο χαμόγελο με τη σειρά μου. «Δεν είσαι αδελφός , ούτε γιός μου… είσαι φίλος μου» συμπληρώνω και κάθομαι πάλι δίπλα του στον καναπέ  για να τον φιλήσω στο μάγουλο επανορθώνοντας για το υποτιθέμενο σφάλμα μου.
Λίγο πριν όμως τα χείλη μου ακουμπήσουν το μάγουλό του εκείνος στρέφει το κεφάλι του και τα χείλη μου συναντούν τελικά τα δικά του. Στην αρχή εκπλήσσομαι τόσο που μένω ακίνητη στη θέση μου για μια στιγμή, αλλά μετά η θερμότητα που τα χείλη του εκπέμπουν στα δικά μου απλώνεται σ’ όλο μου το σώμα κάνοντας με να αναριγήσω απ’ την ξαφνική αλλαγή θερμοκρασίας. Η αίσθηση που με τυλίγει είναι τόσο όμορφη που τελικά δεν απομακρύνομαι και δέχομαι το φιλί του, αφήνοντας τα χείλη μου να ανοίξουν πρόθυμα. Εκείνος αντιλαμβανόμενος την αποδοχή του φιλιού από την πλευρά μου μετακινεί το σώμα του πιο κοντά στο δικό μου και φυλακίζει το πρόσωπό μου μες στις δυνατές του παλάμες, φιλώντας με πιο έντονα, με ένα πάθος που θαρρείς και καταπίεζε μέσα του πολύ καιρό.
Νιώθω να ζαλίζομαι απ’ την έντασή του και αισθάνομαι να φλέγομαι ολόκληρη από τη φωτιά του. Κάθε σκέψη θολώνει στο μυαλό μου και νιώθω να παραλύω, ανήμπορη και απρόθυμη να αντισταθώ σε οποιαδήποτε κίνησή του. Αφήνω λοιπόν το κορμί μου να πάρει τα ηνία απ’ το μυαλό μου, όταν η εικόνα του Γουίλ εμφανίζεται στο μυαλό μου, χτυπώντας με σαν γροθιά στο στομάχι.
Ξαφνικά αυτό που κάνω μου φαίνεται λάθος και σπεύδω να απομακρυνθώ απ’ τον Σαντιάγκο. Εκείνος το καταλαβαίνει και τραβιέται λίγο μακριά μου χωρίς να αφήσει το πρόσωπό μου από τα χέρια του.
«Τι συμβαίνει», με ρωτά τρυφερά, ψάχνοντας την απάντηση στα μάτια μου.
«Σαντιάγκο», λέω διστακτικά μη γνωρίζοντας τι πραγματικά πρέπει να του πω « δεν ξέρω αν αυτό που κάναμε ήταν σωστό. Δεν είμαι σίγουρη αν νιώθω έτσι για σένα, ή αν είμαι έτοιμη για κάτι τέτοιο υπό αυτές στις συνθήκες», του λέω προσπαθώντας μάταια να βρω το κατάλληλα λόγια και σκύβω το κεφάλι ντροπιασμένη.  «Συγγνώμη που παρασύρθηκα και δε σε σταμάτησα νωρίτερα. Χρειάζομαι χρόνο. Συγγνώμη», του ξαναλέω.
«Εντάξει Λάιρα»,  μου λέει. « Συγχώρεσε με που σε έφερα σε δύσκολη θέση. Νόμιζα πως ήταν κάτι που κι εσύ το ήθελες και η αντίδραση σου μου έδειξε πως είχα δίκαιο, αρχικά. Καμιά φορά όμως Λάιρα το μυαλό μας δημιουργεί περισσότερα εμπόδια απ’ ότι πράγματι υπάρχουν, καμιά φορά και οι παρορμήσεις και το σώμα μας μπορούν να μας δείξουν το δρόμο προς τις πραγματικές επιθυμίες και την καρδιά μας. Οπότε ίσως δεν ήταν τόσο λάθος που αφέθηκες. Άσε την καρδιά σου να μιλήσει στο μυαλό σου Λάιρα. Από μένα πάντως θα χεις όσο χρόνο χρειαστείς», μου απαντά προσπαθώντας να κρύψει μάταια μια αδιόρατη θλίψη και απογοήτευση που τρυπώνουν ανεπαίσθητα στα χαρακτηριστικά του. Τελικά είναι αυτός που βγαίνει  πρώτος απ’ το δωμάτιο, αφού με καληνυχτίζει.
Εγώ μένω πίσω στον καναπέ να κοιτάζω το σημείο που μέχρι πριν λίγο στεκόταν, προσπαθώντας να επεξεργαστώ όλα όσα συνέβησαν τα τελευταία λεπτά. Τελικά ότι και αν κάνω καταλήγω να πληγώνω κάποιον, σκέφτομαι κατηγορώντας για άλλη μια φορά με τον εαυτό μου. Εύχομαι να ήταν εδώ η Αλέγκρα για να μου πει τι να κάνω και να με καθησυχάσει με τον τρόπο που μόνο αυτή μπορεί, αλλά δυστυχώς πρέπει να τα αντιμετωπίσω όλα αυτά μόνη μου. ‘Όχι, δεν την θέλω πραγματικά εδώ’, σκέπτομαι τελικά, δε θέλω να κινδυνεύσει. Χαίρομαι που είναι πολύ πολύ μακριά και ελπίζω να είναι καλά και ασφαλής στην Ακαδημία.
Έχω τύψεις  που αφέθηκα στο φιλί του Σαντιάγκο και που ένιωσα όμορφα στην αγκαλιά του, χαίρομαι όμως που τελικά το σταμάτησα. Δε θέλω να κοροϊδεύω κανέναν και όσο δεν είμαι σίγουρη για το τι νιώθω για τον Γουίλ δεν πρέπει να κάνω οτιδήποτε με τον Σαντιάγκο. Δεν τους αξίζει να παίζω μαζί τους και με τα αισθήματά τους, οπότε μέχρι να σιγουρευτώ για το τι θέλει η καρδιά μου πρέπει να τιθασεύσω το σώμα μου και να χαλιναγωγήσω τις σκέψεις  και τις παρορμήσεις μου. Καλύτερα να πληγωθώ εγώ και να τους χάσω και τους δύο, παρά να τους δεσμεύω και να τους δίνω φρούδες ελπίδες και στο τέλος  να τους πληγώσω. Εξάλλου δεν ξέρω καν αν θα επιβιώσω μετά από όλα όσα θα ακολουθήσουν  και δε θέλω να τραβήξω κανέναν μαζί μου στην άβυσσο.

Αν πρέπει να θυσιαστώ εγώ για να φέρω σε πέρας την αποστολή μου δε θέλω προηγουμένως να γίνω ο θήτης κανενός. Βασικά όλοι αυτοί οι άνθρωποι κινδυνεύουν μόνο και μόνο επειδή στέκονται στο πλάι μου και δεν το θέλω αυτό. Δε θέλω κανείς να πεθάνει εξαιτίας μου. ‘Δεν πεθαίνουν εξαιτίας σου Λάιρα, πεθαίνουν για κάτι πολύ μεγαλύτερο από σένα. Πεθαίνουν για τη σωτηρία των δύο κόσμων, πεθαίνουν για την ειρήνη’, λέει μια φωνή στην άκρη του μυαλού μου. Δυσκολεύομαι να την πιστέψω, όπως και το ότι εγώ μπορώ να φέρω εις πέρας κάτι τόσο σημαντικό και μεγάλο, αλλά πασχίζω να στηριχθώ πάνω της σαν να εξαρτάται η ζωή μου απ’ αυτή. Ξαπλώνω στον καναπέ, παίρνω το γούνινο κάλυμμα που τον καλύπτει και το ρίχνω πάνω μου, ενώ χαζεύω την φωτιά. Τελικά αποκοιμιέμαι με τις φλόγες να χορεύουν πίσω από τα βλέφαρά μου και τις σκιές τους φόβους  μου να χορεύουν μες στο μυαλό μου.
 ***
  
Κάποιες φωνές και ήχοι που έρχονται από κάπου μακριά αφυπνίζουν το μυαλό μου. Μερικές στιγμές μετά ξυπνάω για τα καλά και ανακάθομαι στον καναπέ που με είχε πάρει ο ύπνος. ‘Κάτι συμβαίνει έξω’ συνειδητοποιώ με ανησυχία. Και οι υπόλοιποι Ιππότες ξυπνούν και έρχονται ανήσυχοι από το διπλανό δωμάτιο που κοιμούνταν στην κουζίνα που βρίσκομαι. Κρατούν τα σπαθιά τους στα χέρια τους όσο πλησιάζουν προς την εξώπορτα. Η ανησυχία μου διπλασιάζεται όταν θυμάμαι πως βάρδια έξω είχε και ο Γουίλ με τον Γκαστόν. Τι συμβαίνει εκεί έξω;

 Όλγα Σ.