Στην τρικυμία της μοίρας (Κεφάλαιο 20)

Περνάμε από μακριούς διαδρόμους στο εσωτερικό των τειχών που φαίνονται όλοι ίδιοι στα μάτια μου και είναι γεμάτοι υγρασία. Μου φαίνεται περίεργο που μας οδηγούν  μέσα από τα τείχη και ρωτώ το φρουρό που μας οδηγεί  γιατί ακολουθήσαμε αυτή τη διαδρομή.
«Γιατί είναι πιο σύντομη και επίσης πιστέψτε με αλλά δε θα θέλατε να βρεθείτε στους βρόμικους δρόμους της πόλης. Οι εξαθλιωμένοι και πεινασμένοι χωρικοί δεν είναι το καλύτερο θέαμα και κάποιες φορές μπορεί να γίνουν αρκετά πιεστικοί και επικίνδυνοι», μου απαντά κοφτά ο άνδρας πριν συνεχίσει να προχωρά μπροστά μας σιωπηλός με γρήγορο βήμα.

Κάτι μου λέει πως οι άντρες που συναντήσαμε στο δάσος έλεγαν την αλήθεια για το βασίλειό τους. Αυτό το βασίλειο δεν ακούγεται και πολύ ευχάριστο, ειδικά για τους απλούς υπηκόους του. Κάποια στιγμή βγαίνουμε ξανά έξω, κάτω από τον ζεστό μεσημεριανό ήλιο και επιτρέπω στον εαυτό μου για μια στιγμή να επιβραδύνω για να απολαύσω τα ζεστά χάδια του που στερηθήκαμε στους υγρούς διαδρόμους για αρκετά λεπτά.
Το βασιλικό ανάκτορο στο οποίο μας οδηγούν τελικά είναι μεγαλόπρεπο και πολυτελές. Από την πρώτη έως την τελευταία του λεπτομέρεια στη αρχιτεκτονική και τη διακόσμηση, φαίνεται πως έχει γίνει πολύ προσεκτική δουλειά και έχουν δαπανηθεί υπέρογκα ποσά. Τελικά μας οδηγούν σε μία μεγάλη, αλλά λιτή αίθουσα. Από όσο καταλαβαίνω πρέπει να είναι το δωμάτιο ακρόασης της βασίλισσας, καθώς το αποτελεί ένας μεγάλος διάδρομος που οδηγεί  μπροστά σε ένα  υπερυψωμένο βάθρο με ένα κομψό και άνετο κάθισμα στη μέση του που μοιάζει με θρόνο και δύο μικρότερα, αλλά εξίσου εντυπωσιακά καθίσματα στα δεξιά και στα αριστερά του. Πέρα από έξι φρουρούς που ακουμπούν σιωπηλοί και ακίνητοι στους τοίχους, στα δεξιά και τα αριστερά της αίθουσας, κανένας άλλος δεν υπάρχει στο δωμάτιο.
Λίγα λεπτά αφού ο φρουρός που μας οδήγησε στο ανάκτορο μας άφησε στην αίθουσα και αποχώρησε κλείνοντας πίσω του την ψηλή δίφυλλη πόρτα από την οποία μπήκαμε, μια άλλη πόρτα, της οποίας την ύπαρξη δεν είχα προσέξει, πίσω από το βάθρο, ανοίγει και αφού ακούγεται ένα σύντομο σάλπισμα, η βασίλισσα μπαίνει στο δωμάτιο.
Αφήνω ένα βλέμμα θαυμασμού να ανασηκώσει ελαφρά τα φρύδια μου, μόλις την αντικρίζω. Ευτυχώς κανένας δε δείχνει να το προσέχει.  Μπροστά μου δε στέκεται μια μεσήλικη γυναίκα όπως υπολόγιζα, αλλά μια λίγα χρόνια μεγαλύτερή μου νεαρή γυναίκα, υπολογίζω όχι πάνω από 22 ετών και μάλιστα πολύ όμορφη. Έχει πολύ λευκή επιδερμίδα, όμορφο στρογγυλό πρόσωπο, με λαμπερό δέρμα, μάτια που μοιάζουν με πολύτιμα μπλε ζαφείρια, λεπτά χείλη και ανοιχτό-κόκκινα μαλλιά. Τα μαλλιά της είναι πιασμένα ψηλά σε ένα περίτεχνο χτένισμα που μοιάζει με κότσο, αλλά είναι κάτι πολύ μεγαλύτερο και περίπλοκο από κότσο. Πάνω στο κεφάλι της είναι στερεωμένο ένα μικρό ασημογάλαζο στέμμα που μοιάζει περισσότερο  με κόσμημα, παρά με στέμμα και έχει μικρούς γυαλιστερούς κρυστάλλους πάνω του. Το ψηλόλιγνο σώμα της, το οποίο το κρατά τόσο τεντωμένο που θαρρείς πως κατάπιε μπαστούνι, με τα χέρια της πλεγμένα μπροστά, στο ύψος του στομάχου της με τεντωμένους στα πλάγια  τους αγκώνες σε μια αρχοντική στάση, αγκαλιάζει ένα  σκούρο μπλε μεταξένιο φόρεμα με μοβ λεπτομέρειες, που δείχνει πανάκριβο και λεπτοδουλεμένο.
Παρά την απαράμιλλη ομορφιά της, υπάρχει κάτι ψυχρό και παγερό στα χαρακτηριστικά της.  Δεν ξέρω αν ευθύνονται τα μάτια της με την οξύτητα του πάγου, την αυστηρότητα και τη σιγουριά που εκπέμπουν, τα σφιγμένα σε μια γραμμή χείλη της, ή η ευθυτενής και αυστηρή στάση του κορμιού της με τον λαιμό της και το πιγούνι της  αγέρωχα τεντωμένα.
«Βασιλιά Ρίτσαρντ», λέει καθώς στέκεται μπροστά του και υποκλίνεται ελαφρά, με εκείνον να υποκλίνεται με τη σειρά του, πριν εκείνη στραφεί προς το μέρος μου.
«Και εσύ είσαι;», με ρωτά με μια μικρή μόνο δόση περιέργειας στη φωνή της. Κατά τα άλλα το πρόσωπό της συνεχίζει να παραμένει άκαμπτο, στην ίδια τυπική, αυστηρή του έκφραση.
«Είμαι η Λάιρα Καρολίνα Ντε Λέισι Μεγαλειοτάτη», απαντώ κάνοντας με τη σειρά μου μια υπόκλιση. Εκείνη μου ρίχνει ακόμη μια ματιά πριν χάσει το ενδιαφέρον της για μένα και γυρίσει αδιάφορα προς τον βασιλιά Ρίτσαρντ.
«Δεν το ήξερα αγαπητέ μου πως το βασίλειό σου χρησιμοποιεί για διαπραγματευτές συμφωνιών παιδιά και μάλιστα θηλυκού γένους», του λέει αναφερόμενη προφανώς σε εμένα, αφήνοντας ένα ειρωνικό και συνάμα απαξιωτικό μειδίαμα να σκαρφαλώσει στα χείλη της. Νιώθω την παρόρμηση να της ρίξω μια «παιδική» γροθιά ή να της πω μερικά  «παιδικά» λογάκια, αλλά συγκρατούμαι. Ακόμα δεν τη γνωρίσαμε και μου έχει δημιουργήσει τις καλύτερες εντυπώσεις!
«Όχι αγαπητή μου», της απαντά ο βασιλιάς Ρίτζαρντ με την ίδια ευγενική, χαμογελαστή έκφραση που έχει συνεχώς στο γερασμένο του πρόσωπο. «Η Λάιρα δεν είναι σύμβουλος, ή διαπραγματευτής. Βρίσκεται εμμέσω μιας πολύ σοβαρής αποστολής. Είναι μάλιστα το πιο σημαντικό πρόσωπο στην αποστολή αυτή και ο λόγος κατά κάποιον τρόπο για τον οποίο βρισκόμαστε εδώ. Γνωρίζετε πως ο κόσμος μας συνδέεται με έναν άλλο κόσμο κατά καιρούς και πως οι Φύλακες, όπως η Λάιρα έχουν την ευθύνη να σπάνε το δεσμό του κόσμου μας με τον άλλο;», ρωτά ήρεμα εκείνος.
«Ναι, ναι. Έχω ακούσει αυτές τις ιστορίες», τον διακόπτει με μια βαριεστημένη κίνηση του χεριού της εκείνη. «Απλώς νόμιζα πως επρόκειτο για ανόητους θρύλους και ιστορίες που διαδίνουν τα δυτικά βασίλεια. Μου λέτε δηλαδή πως είναι αληθινά όλα αυτά;», ρωτά με μια δόση ενδιαφέροντος.
«Ναι. Είναι αληθινά. Και υπάρχει ανάγκη για την εκπλήρωση αυτής της αποστολής να βρεθούμε στη Λίμνη των Δακρύων», της απαντά εκείνος κάνοντας μια παύση πριν συνεχίσει. «Για να φτάσουμε εκεί όμως πρέπει να περάσουμε από τους Βάλτους του Θανάτου, πράγμα που μας οδηγεί στην πρόταση που έχουμε να σου κάνουμε. Χρειαζόμαστε μερικούς άντρες σου που να γνωρίζουν τα μονοπάτια που περνούν ανάμεσα στους βάλτους, για να μας βοηθήσουν να τους διασχίσουμε με ασφάλεια, καθώς οι φήμες λένε πως κανένας δεν μπορεί να τους διασχίσει χωρίς να ξέρει τα μονοπάτια».
«Πράγματι. Μόνο από θαύμα μπορεί να επιβιώσει όποιος μπαίνει σε αυτούς τους βάλτους, χωρίς να γνωρίσει τα μονοπάτια…», επιβεβαιώνει η βασίλισσα Εστέλλα. «Επίσης είναι αλήθεια πως διαθέτω άντρες που γνωρίζουν αυτούς τους βάλτους καλύτερα από την παλάμη τους και τους διασχίζουν συνεχώς, αλλά δεν θα τους διαθέσω γι’ αυτή σας την αποστολή αν δεν προσφέρετε κάτι πολύ καλό σε αντάλλαγμα».
Ο βασιλιάς Ρίτσαρντ χαμογέλασε με σιγουριά. «Νομίζω πως η προσφορά μου αγαπητή μου δε θα σε αφήσει αδιάφορη. Σε αντάλλαγμα θα σου προσφέρουμε δύο σεντούκια με χρυσά φλουριά και δύο φορές το χρόνο, για πέντε έτη θα τροφοδοτούμε το βασίλειό σου με πολύτιμους λίθους που εξορύσσουμε στην Αλτέρα και τα διάσημα φίλτρα που κατασκευάζονται από τον μαγικό κήπο με τους λωτούς που υπάρχει στο βασίλειό μας».
 «Εκείνα τα φίλτρα που σε κάνουν να ξεχνάς τα πάντα;», ρωτά η Εστέλλα με ένα συγκρατημένο ενδιαφέρον να χρωματίζει τη φωνή της.
«Ναι, μαζί με τα αντίδοτά τους».
«Ω, δε θα τα χρειαστώ ιδιαίτερα τα αντίδοτα», απαντά εκείνη και ένα σαρδόνιο χαμόγελο σχηματίζεται στα χείλη της, καθώς δείχνει να μηχανορραφεί, με τα ζαφειρένια μάτια της να γυαλίζουν στις ιδέες που ξανοίγονται στο μυαλό της. Για κάποιο λόγο δε μου φαίνεται καλή ιδέα να δώσει κανείς σε αυτή τη γυναίκα τέτοιου είδους φίλτρα, καθώς ακούγονται επικίνδυνα, πόσο μάλλον στα δικά της χέρια. Βέβαια η αποστολή μας είναι πολύ πιο σημαντική από το να ανησυχούμε για το πώς θα χρησιμοποιήσει η Εστέλλα τα φίλτρα, οπότε μπορεί και να δικαιολογείται αυτή η πρόταση απελπισίας του βασιλιά Ρίτσαρντ.
Εκείνη ανοίγει το στόμα της για να απαντήσει λογικά στην πρόταση του βασιλιά Ρϊτσαρντ, όταν το βλέμμα της πέφτει σε κάποιο σημείο πίσω από εμένα και τον βασιλιά. Στρέφω το κεφάλι μου προς τα πίσω ακολουθώντας το βλέμμα της. Μερικά μέτρα πίσω μας κοντά στον τοίχο στέκονται σιωπηλοί οι δύο φρουροί του βασιλιά Ρίτσαρντ, ο Μπράντον και ο Γουίλ. Το βλέμμα της Εστέλλα έχει πέσει, από ότι καταλαβαίνω πάνω στον Γουίλ. Τον κοιτά για μερικά δευτερόλεπτα ακόμη, αλλά εκείνος δεν το είχε προσέξει, καθώς μιμούμενος τους φρουρούς του βασιλιά Ρίτσαρντ κρατά το κεφάλι του χαμηλωμένο. Εκείνη τον πλησιάζει αργά και περήφανα. Αυτό δείχνει να είναι το μόνιμο περπάτημά της ψηλά το κεφάλι ίσια η πλάτη και αργές κομψές κινήσεις. Hκαθηγήτρια Φράνσις της Ακαδημίας θα ήταν περήφανη αν ήταν μαθήτριά της.
«Εσύ τι λες  στρατιώτη; Είναι το αντάλλαγμα αυτό ικανοποιητικό;», τον ρώτα. Νιώθω τις τρίχες στο σβέρκο μου να σηκώνονται αισθανόμενη τον κίνδυνο, όπως το θήραμα νιώθει την παρουσία του θηρευτή στον αέρα, πριν καν τον δει.
«Λέω πως είναι μια πολύ συμφέρουσα προσφορά βασίλισσά μου», απαντά ο Γουίλ κρατώντας ακόμη το κεφάλι του χαμηλά, όπως οι υπόλοιποι φρουροί, με σταθερή φωνή που ακούγεται σίγουρη, αλλά εγώ που τον ξέρω μπορώ να διακρίνω ένα ίχνος ανησυχίας μέσα της.
«Ω! κοίταξέ τον! Μιλάει σαν να είναι ήδη υπήκοός μου! ‘Βασίλισσά μου’», επαναλαμβάνει τη φράση του Γουίλ με θυμηδία, χωρίς να απευθύνεται σε κάποιον συγκεκριμένα.
«Θα μπορούσες να γίνεις, υπήκοός μου, ξέρεις , αν το ήθελες», λέει και με μια αργή, αλλά αποφασιστική κίνηση, πιάνει το πιγούνι του και σηκώνει το κεφάλι του μέχρι που το βλέμμα του συναντά το δικό της. Ένα μειδίαμα ικανοποίησης εμφανίζεται στο πρόσωπό της καθώς περιεργάζεται το δικό του.
‘Της αρέσει αυτό που βλέπει’, διαπιστώνω και η ανησυχία μου μεγάλωσε ακόμη περισσότερο. Θέλω απλά να μπω ανάμεσά τους και να της πω να τον αφήσει ήσυχο, αλλά θυμάμαι τα λόγια του Ρότζερ: «Να είσαι ευγενική. Μην πάρεις πολλές πρωτοβουλίες» κι έτσι μένω  αμίλητη στη θέση μου μετατοπίζοντας το βάρος μου από το ένα πόδι στο άλλο ανήσυχα.
«Ναι, θα μπορούσες να μείνεις εδώ. Ο προηγούμενος ακόλουθός μου που με συνόδευε σε όλες τις εκδηλώσεις και δραστηριότητες και μου κρατούσε συντροφιά δεν ήταν και πολύ υπάκουος ξέρεις. Έτσι αναγκάστηκε να φύγει», για κάποιο λόγο ούτε το ‘μου κρατούσε συντροφιά’ δεν μου ακούγεται τόσο αθώο και απλό, όπως  το λέει, ούτε  το ‘αναγκάστηκε να φύγει’. Δε θέλω καν να σκεφτώ τι ανάγκαζε τον προηγούμενο ακόλουθό της να κάνει και πως τον είχε κάνει να «φύγει» από το προσκήνιο. «Εσύ θα μου ήσουν υπάκουος αν έπαιρνες τη θέση του;», τον ρωτά με φωνή πιο γλυκιά από τον προηγούμενο παγερό της τόνο, καθώς κάνει το γύρω από τον ακίνητο και σφιγμένο πλέον Γουίλ, αγγίζοντας απαλά τον ώμο του καθώς περνά από πίσω του μέχρι να ξαναβρεθεί μπροστά του. Μοιάζει πράγματι με αρπακτικό που ζυγιάζει το θήραμά του, λίγο πριν του επιτεθεί. ‘Ω, δε με νοιάζουν οι εντολές του Ρότζερ, πρέπει να επέμβω’, σκέφτομαι.
«Όχι», λέω θαρρετά.
«Ορίστε;», λέει εκείνη, σα να θυμάται τώρα την παρουσία μου, καθώς στρέφεται αργά προς το μέρος μου με το σταθερό ανεκδιήγητο, αλλά ψυχρό της μειδίαμα να υψώνει τις άκρες των χειλιών της.
«Δεν μπορεί να μείνει βασίλισσα Εστέλλα. Είναι μέρος της αποστολής μας. Είναι εκπαιδευμένος για να βοηθήσει να φέρουμε εις πέρας την αποστολή μας», λέω σε λιγότερο απότομο και προσπαθώ φιλικό και αδιάφορο τόνο.
«Ω! Καταλαβαίνω», λέει εκείνη πριν στραφεί και πάλι στον Γουίλ. «Αλλά έχετε πολλούς Ιππότες να σας ακολουθούν στην αποστολή σας, νομίζω πως ένας λιγότερος δε θα είναι τόσο δραματική απώλεια. Εξάλλου σκεφτείτε τη σπουδαιότητα της βοήθειας που θα σας προσφέρω, νομίζω πως ένας στρατιώτης σας μπροστά στη σωτηρία όλων των άλλων από το πέρασμα των Βάλτων του Θανάτου, δεν σημαίνει τόσα πολλά…» λέει κάνοντας μια παύση για να μου χαμογελάσει υποτίθεται φιλικά. «Πιστεύω πάντως πως πρέπει να τον αφήσουμε να αποφασίσει μόνος του», συνεχίζει και αφού πάει να σταθεί πίσω στο Γουίλ, ακουμπά της παλάμες της απαλά στην πλάτη του και σκύβει και του λέει κάτι στο αφτί. Ο Γουίλ στέκεται άκαμπτος και σφιγμένος στη θέση του. Βλέπω την ένταση στους ώμους του, τον ξέρω τόσο καλά για να μην το καταλάβω. Κάνω ένα βήμα προς το μέρος τους, ωθούμενη από μια παρόρμηση να τινάξω τα χέρια της από πάνω του. ‘Δεν μπορεί να το κάνει αυτό, δε βλέπει πως δεν τη θέλει κοντά του, τι θέλει από αυτόν τέλος πάντων;’. Στο επόμενο βήμα σταματώ. ‘Όχι δε μπορώ να το κάνω αυτό. Χρειαζόμαστε τη βοήθειά της όσο τίποτε άλλο. Πρέπει να παραμείνω ψύχραιμη’, αποφασίζω. Έτσι κοιτάζω ανήσυχα από τη θέση που βρίσκομαι.
Όσο του μιλά το σφιγμένο μειδίαμα που με δυσκολία κρατούσε ο Γουίλ στα χαρακτηριστικά του, σβήνει και αντικαθίσταται από μια έκφραση ανησυχίας που όλο και μεγαλώνει μέχρι που σφίγγει τα χείλη του. Δείχνει ταραγμένος από αυτά που ακούει.  Εκείνη απομακρύνεται από πίσω του και έρχεται να σταθεί λίγα μέτρα μπροστά του.
«Λοιπόν θα μείνεις στρατιώτη;», τον ρωτά, απαλά.
«Θα μείνω», λέει εκείνος κρατώντας χαμηλά το κεφάλι του κοιτώντας το πάτωμα, για να κρύψει τα χαρακτηριστικά του προσώπου του. Η φωνή του ακούγεται σιγανή, χωρίς χρώμα, χωρίς ζωή, παραδομένη.
«Όχι», ξεφεύγει από τα χείλη μου. Είναι ένα όχι που δεν ακούγεται δυνατά, δεν είναι σίγουρο, αλλά περισσότερο ξαφνιασμένο, πληγωμένο και ανήσυχο. Παρ’ όλα αυτά και ο Γουίλ και η Εστέλλα το ακούν « Γουιλ, όχι, δε μπορείς…», λέω και η φωνή μου σβήνει. Ακούγεται πιο παρακλητική, πιο απελπισμένη από όσο θα ήθελα .Το βλέμμα του Γουίλ υψώνεται από το πάτωμα και συναντά το δικό μου. Η έκφρασή του με κάνει να θέλω να βάλω τα κλάματα. Η θλίψη που καθρεφτίζεται μέσα στα μάτια του με κάνει να νιώσω έναν πόνο στο στήθος, έναν πόνο που αναβλύζει θαρρείς από τα μύχια της ψυχής μου. Το βλέμμα του μου λέει ‘Συγγνώμη. Αντίο’. Νιώθω να παγώνω στη θέση μου, η ζωτικότητά μου χάνεται, είναι ρευστή κυλάει μακριά μου. ‘Όχι… Γιατί;’, ουρλιάζει η ψυχή μου για μένα, που δε λέω τίποτε ξανά.
Η Εστέλλα κοιτάζει για μια στιγμή μια εμένα και μια τον Γουίλ, με μια παράξενη έκφραση, σα να συνειδητοποιεί κάτι , κάτι που δεν της αρέσει και έπειτα μου ρίχνει ένα ψυχρό βλέμμα, πριν στραφεί προς τον βασιλιά Ρίτσαρντ, αγνοώντας τα λεγόμενά μου.
«Πολύ καλά. Θα δεχθώ την πρότασή σου βασιλιά Ρίτσαρντ. Είναι πράγματι πολύ συμφέρουσα για το βασίλειό μου», λέει χαμογελώντας ελαφρά. «Και τώρα αν μου επιτρέπετε θα αποσυρθώ», του λέει και με μια υπόκλιση, χωρίς να περιμένει απάντηση κάνει μεταβολή και κινείται προς την πόρτα από την οποία μπήκε προ ολίγου. 
« Ακολούθησέ με στρατιώτη», λέει ρίχνοντας ένα βλέμμα στον Γουίλ. «Θα υπογράψω τη συνθήκη σας, πριν τον βραδινό χορό που διοργανώνεται απόψε στο παλάτι μου. Εσείς και η υπόλοιπη ομάδα σας θα περάσετε το βράδυ εδώ. Θα χαιρόμουν επίσης  αν παραβρισκόσασταν και στο χορό. Εγώ και η Αυλή μου δεν έχουμε συχνά τόσο εκλεκτούς καλεσμένους. Αύριο το πρωί μια επιλεγμένη ομάδα από τους άντρες μου θα σας βοηθήσει να περάσετε τους βάλτους», λέει έχοντας γυρισμένη την πλάτη της προς εμάς, καθώς κατευθύνεται προς την πόρτα από την οποία ήρθε, με τον Γουίλ να την ακολουθεί σιωπηλός και άκαμπτος.
Όλγα Σ.