Lilith:The dark side of the moon (Κεφάλαιο 23/Μέρος Α) "Crazy Trip"

Lilith's POV
 
Μισώ πολλά πράγματα. Πολλά, πολλά πράγματα. Τις αράχνες, τα φαντάσματα – ναι πιστεύω - , το τυρί. Αλλά πάνω από όλα αυτά, μισώ να ταξιδεύω με αστραπές! Το σιχαίνομαι όσο τίποτα άλλο. Όταν ξεκινήσαμε από το σπίτι των Μάικλσον εκείνο το πρωί είχε καλοκαιρία. Τουλάχιστον έξω από το σπίτι. Μέσα… Ας πούμε ότι ο παγετός στην Σιβηρία δεν είναι τίποτα σε σύγκριση με το κλίμα εκεί. Όταν ξύπνησα το πρωί, το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να πάρω τον μπαμπά μου.
«Πες μου ότι δεν σε πειράξανε αυτοί τα καταραμένα υβρίδια γιατί σου ορκίζομαι…» Ήταν το πρώτο πράγμα που μου είπε όταν σήκωσε το τηλέφωνό του. Ούτε καν είχε προλάβει να χτυπήσει καλά - καλά.
«Είμαι μια χαρά μπαμπά. Αλήθεια.» Και άλλα ψέματα. Η αλήθεια ήταν ότι ήθελα να ουρλιάξω, να βάλω τα κλάματα, να χωθώ στην αγκαλιά του μπαμπά μου και να του πω να μην αφήσει ξανά κανέναν από αυτήν την οικογένεια να με πειράξει. Αλλά δεν μπορούσα. Ήξερα καλά τι θα επέφερε αυτό. Έναν τεράστιο καυγά με τον πατέρα μου να μπαίνει μπροστά και να σκοτώνεται με αυτά τα παρανοϊκά υβρίδια και χειρότερα, θα του έδειχνα ότι είχε δίκιο και δεν έπρεπε να εμπιστευτώ τους Μάικλσον. Και δεν θα ανεχόμουν το κήρυγμα του και την ικανοποίηση που θα είχε μετά ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του. Όχι, με καμία δύναμη. Σε αυτό ήμουν ίδια με τον μπαμπά μου.
«Πολύτιμη μου. Απλά θέλω να είσαι καλά.» Ένιωσα το κάτω χείλος μου να τρέμει και προσπάθησα τόσο να μην αφήσω τα δάκρυά μου να τρέξουν με την τόση αγάπη στην φωνή του. Κανένας Μάικλσον δεν άξιζε τα δάκρυα μου. Δεν θα τους τα χάριζα. Πήρα μια βαθιά ανάσα προσπαθώντας να ηρεμήσω.
«Είμαι μπαμπάκα. Όλα είναι καλά.» Δεν εμπιστευόμουν την φωνή μου να πω περισσότερα όμως.
«Είμαι καλά αλλά τώρα πρέπει να κλείσω. Θα σας τηλεφωνήσω όταν φτάσω στην Νέα Υόρκη. Στείλε στην μαμά την αγάπη μου. Σ’ αγαπώ πολύ μπαμπά.» Ας μην ήθελε άλλες λεπτομέρειες, ευχήθηκα σιωπηλά.
«Και εμείς σε λατρεύουμε.» Ήταν το μόνο που μου είπε πριν πατήσω το πλήκτρο του τερματισμού. Εχθές το βράδυ ενώ κοιμόμουν είχα καταστρώσει το πιο ριψοκίνδυνο σχέδιο. Θα έκανα το μικρό υβρίδιο να προσκυνήσει στα πόδια μου. Και θα χτυπούσα στο ευαίσθητο σημείο του. Στην κυριολεξία. Αν μπορούσα να τον κάνω να με θέλει τόσο σε εκείνη την λίμνη ας δούμε τι μπορούσα να κάνω αν προσπαθούσα και λίγο. Είχα φορέσει ένα από τα δεκάδες χιλιάδες φορέματα που είχα, - Έπρεπε να θυμηθώ να ευγνωμονήσω την θεία Κάθριν που με έπαιρνε από μικρή για ψώνια και για τα δεκάδες δώρα της - τα οποία όλα για κάποιον περίεργο ρόλο ήταν αυτά που είχα πετάξει στην βαλίτσα μου εχθές. Ε, έτσι βιαστικά που φύγαμε δεν είχα δει τι είχα βάλει μέσα. Τώρα φορούσα ένα στράπλες τιρκουάζ φόρεμα που ήξερα πολύ καλά τι μπορούσε να κάνει στα αγόρια. Ήταν το ίδιο χρώμα με τα μάτια μου εκείνο το πρωινό και έφτανε μέχρι λίγο πάνω από το γόνατο μου. Μπορεί να ακούγεται απλό, αλλά είχε λειτουργήσει πολύ καλά μέχρι στιγμής. Για να δούμε τι θα έκανε στον Ντέιμιεν. Κατέβηκα αποφασισμένη και πλήρως έτοιμη να αντιμετωπίσω οποιοδήποτε αρσενικό μέλος αυτής της τρελής υβριδικής οικογένειας. Δυστυχώς όμως, μόνο την Μάγια βρήκα στην κουζίνα.
«Την τελευταία φορά που σε είδα ήσουν ένα βρέφος 60 εκατοστών που όλοι τρέχανε να εκπληρώσουν κάθε επιθυμία του. Το μόνο που άλλαξε από ότι μαθαίνω είναι το μέγεθός σου.» μου είπε η μάγισσα απέναντί μου.
«Να το πάρω σαν προσβολή αυτό?» την ρώτησα σηκώνοντας το φρύδι μου και σταυρώνοντας τα χέρια στο στήθος μου.
«Σαν εκδήλωση θαυμασμού καλύτερα.» είπε και μου έκανε νόημα να καθίσω στον πάγκο. Ακολούθησα την υπόδειξή της. Μου έδωσε ένα πιάτο με τηγανίτες και σιρόπι βύσσινο. Πολύ ανθρώπινο.
«Ώστε αυτό είναι το πρωινό στον οίκο του Σατανά?» την ρώτησα με έκπληξη.
«Αυτό είναι το δικό σου γλυκιά μου. Εκείνοι δεν παίρνουν πρωινό.» Φυσικά. Ο Σατανάς και ο διαβολικός του σπόρος δεν τρώνε τίποτα πέρα από αίμα. Έπρεπε να το περιμένω.
«Ώστε εσύ φυλάς τα μυστικά της Κόλασης?» την ρώτησα ενώ κατάπινα την πρώτη μπουκιά. Μμμ… Η γυναίκα ήξερε να μαγειρεύει!
«Μέσα στα καθήκοντά μου είναι και αυτό.» μου είπε θλιμμένα και σήκωσα το βλέμμα μου σε εκείνη. Δεν ήταν πάνω από 40 και ήδη φαινόταν να κουβαλάει όλα τα βάσανα του κόσμου στις πλάτες της. Φαντάζομαι ότι αυτό παθαίνεις αν μπλέξεις με την οικογένεια των Αρχικών. Αυτή η μαυρομάλλα, γλυκιά γυναίκα με είχε φέρει στον κόσμο. Εκείνη με είχε ξεγεννήσει και είχε σώσει την μαμά μου όταν είχε πάθει αιμορραγία κατά την διάρκεια της γέννας. Θα την έσωζα από εκεί. Της το χρωστούσα. Αρκεί να έβρισκα τον τρόπο. Είχα τελειώσει το φαγητό μου όταν άκουσα βήματα στην σκάλα. Κοίταξα το ρολόι μου. 7:50 p.m. Μάλιστα. Άκουσα τα βήματα να πλησιάζουν και να σταματάνε ακριβώς στην πόρτα της κουζίνας. Γύρισα με στυλ για να δω τον Ντέιμιεν να με κοιτάζει με το στόμα του μισάνοιχτο.
«Καλημέρα.» του είπα αποπλανητικά και τον είδα να καταπίνει με δυσκολία και να γλύφει τα χείλη του. Γαμώτο! Έπρεπε να είναι τόσο γελοία ωραίος? Συνειδητοποίησα ασυναίσθητα ότι μασούσα το κάτω χείλος μου και γύρισα απότομα από την άλλη. Βαθιές ανάσες Λίλιθ, πρόσταξα αλλά τα τεντωμένα νεύρα μου δεν υπάκουαν στις εντολές μου. Τον άκουσα να κάνει μεταβολή και να φεύγει από το δωμάτιο.
«Γιατί το κάνεις αυτό στο αγόρι?» με ρώτησε η Μάγια γελώντας. Φυσικά και είχε καταλάβει τι έκανα. Γυναίκα ήταν. Πήρα το ποτήρι με τον χυμό που μου πρόσφερε.
«Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς.» της απάντησα τραγουδιστά, κλείνοντας της το μάτι και φεύγοντας από την κουζίνα για να πέσω πάνω στον Κλάους.
«Καλημέρα Λίλιθ. Είσαι υπέροχη σήμερα.» μου είπε σαγηνευτικά. Εγώ απλά του χαμογέλασα.
«Καλημέρα Κλάους. Άμα η μέρα είναι υπέροχη, είμαι και εγώ.» Και ήταν η αλήθεια. Ο καιρός είχε πάντα μια περίεργη επίδραση στην διάθεσή μου. Η μαμά έλεγε ότι έφταιγε επειδή όφειλα την ύπαρξή μου σε ένα φυσικό φαινόμενο οπότε κατά συνέπεια οποιαδήποτε αλλαγή με επηρέαζε άμεσα. Άμα έβρεχε, ήμουν η χειρότερη παρέα καθώς οι κυκλοθυμικές μου τάσεις χτυπούσαν κόκκινο, ενώ όταν είχε καταιγίδα… Ας πούμε ότι δεν έπρεπε να είσαι κοντά μου. Τέτοιες μέρες μου ήταν αδύνατον να ελέγξω την μαινάδα.
«Τι ώρα πετάτε?» με ρώτησε χαμογελαστά. Ανασήκωσα τους ώμους μου μην έχοντας ιδέα.
«Τέτοιες λεπτομέρειες θα έπρεπε να τις ξέρεις, Λίλιθ.» μου είπε τρυφερά.
«Αυτό είναι υπόδειξη?» ρώτησα καχύποπτα ενώ ένιωθα τα δάχτυλά μου να πιέζουν επικίνδυνα το γυαλί στο χέρι μου.
«9:10.» ακούστηκε η φωνή του Ντέιμιεν ψυχρή και αδιάφορη δίπλα μου. Γύρισα να τον κοιτάξω αλλά εκείνη την στιγμή το χέρι του Κλάους ήρθε στο ύψος του προσώπου μου και χάιδεψε με τα ακροδάχτυλά του το σαγόνι μου.
«Κρίμα που δεν έχεις περισσότερο χρόνο. Ίσως την επόμενη φορά.» Μου χαμογέλασε και με κοίταξε έντονα. Απομακρύνθηκα από το άγγιγμα του αναστενάζοντας ενοχλημένη.
«Θα δούμε.» του είπα αινιγματικά. Γύρισα προς το μέρος του Ντέιμιεν για να τον δω να μας κοιτάζει έντονα. Μια εμένα και μια τον πατέρα του.
«Μπορούμε να φύγουμε από τώρα?» τον ρώτησα απελπισμένα. Ήθελα να φύγω από τις πύλες της κολάσεως τώρα. Μου κούνησε το κεφάλι καταφατικά και προχώρησε προς την εξώπορτα…


Φτάνοντας στο αεροδρόμιο μπορούσα να δω τα σύννεφα να πυκνώνουν και τον ουρανό να σκοτεινιάζει. Η μαινάδα φυσικά τον λάτρευε αυτόν τον καιρό. Της θύμιζε τον εαυτό της. Σκοτεινό και απρόσμενο. Χαλάρωσε μωρό μου, μου ψιθύρισε, εξάλλου θα έχεις τον σέξι γόη δίπλα σου. Φυσικά και της άρεσε αυτός ο εγωπαθής βλάκας. Ω, έλα τώρα. Οι 2 μας είμαστε. Και εσένα σου αρέσει. Αλλιώς δεν θα τον φιλούσες στην λίμνη. Είχε δίκιο σε αυτό αλλά φυσικά και δεν θα το παραδεχόμουν σε εκείνη. Δεν χρειάζεται, αθώο σώμα που κατοικώ, ξέρω τι θες, όποτε το θες, όπως το θες. Κατάπια με δυσκολία και μαζεύτηκα στο κάθισμά μου. Ο Ντέιμιεν είχε πάει στον έλεγχο εισιτηρίων όπου μπορούσα να τον δω να φλερτάρει απροκάλυπτα την κοπέλα που τον εξυπηρετούσε. Ρουθούνισα σιγανά. Αυτός ο μικρός κινούμενο κίνδυνος με διασκέδαζε. Όταν σήκωσα το κεφάλι μου από το βιβλίο μου, τον είδα να στέκεται από πάνω μου και να μου κάνει νόημα να τον ακολουθήσω.
45 σιωπηλά λεπτά αργότερα καθόμασταν στις θέσεις μας στο αεροπλάνο. Κάπου ανάμεσα στην απογείωση και το φαγητό ο Ντέιμιεν χάθηκε – φυσικά - και ήμουν απόλυτα σίγουρη ότι ήταν με την μικρή κοκκινομάλλα αεροσυνοδό που τον τσέκαρε από την ώρα που μπήκαμε. Όχι ότι με ένοιαζε δηλαδή. Ο καιρός είχε χειροτερέψει αλλά όχι τόσο ώστε να μην μπορούμε να ταξιδέψουμε. Την τύχη μου! Ευτυχώς όμως οι υπόλοιποι επιβάτες της πρώτης θέσης ήταν τόσο ευγενικοί και ο κύριος που καθόταν στο απέναντι κάθισμα ήταν τόσο γοητευτικός έτσι όταν ήρθε να μου μιλήσει δεν τον έδιωξα. Ήταν αρχιτέκτονας και πήγαινε στην Νέα Υόρκη για ένα συνέδριο. Μου πρότεινε να συναντηθούμε κιόλας. Αλλά να πάω χωρίς τον αδερφό μου. Ώστε αδερφός μου, ε? Δεν νομίζω να του άρεσε. Μου έδωσε το τηλέφωνό του ακριβώς την ώρα που ο Ντέιμιεν αποφάσισε να μας τιμήσει με την παρουσία του. Ο Έρικ – ο αρχιτέκτονας - με αποχαιρέτισε φιλώντας μου το χέρι και ένιωσα τον Ντέιμιεν να τσιτώνεται δίπλα μου. Χμ… σιγά. Εκείνος δηλαδή που βρωμοκοπούσε φτηνό άρωμα και αίμα τι έπρεπε να κάνω? Εμετό?
Αρκετές ώρες αργότερα προσγειωνόμασταν στο αεροδρόμιο της Νέας Υόρκης.
«Ακολούθησέ με.» μου είπε ο Ντέιμιεν με το που πήραμε τις βαλίτσες μας από τον χώρο των αποσκευών. Βγήκαμε έξω και τον είδα να μπαίνει σε μια Porsche Panamera. Ο μικρός είχε γούστο στα αυτοκίνητα. Έβαλα την βαλίτσα μου πίσω και μπήκα μέσα. Πληκτρολόγησα τον προορισμό στο εγκατεστημένο GPS και ξεκινήσαμε για το σπίτι μου. Αν έλεγα για σιωπή πριν, αυτό που επικρατούσε στο αυτοκίνητο ήταν νεκρική σιγή. Αν δεν ήταν η κίνηση της Νέας Υόρκης θα ορκιζόμουν ότι θα μπορούσα να ακούσω τα τζιτζίκια τόσο δυνατά που θα μου τρυπούσαν το τύμπανο. Είχαμε κολλήσει στο ίδιο φανάρι για πάνω από 10 λεπτά όταν ο Ντέιμιεν αποφάσισε να σπάσει την σιωπή.
« Συγνώμη.» είπε καθαρά και μπορούσα να νιώσω το σαγόνι μου να χτυπάει πάτωμα. Γύρισα και τον κοίταξα παραξενεμένη αλλά εκείνος είχε στυλώσει το βλέμμα του ευθεία μπροστά. «Για εχθές...» συνέχισε. «Που σε... που σε χτύπησα. Δεν ήθελα να σε βλάψω. Απλά μερικές φορές κάνω πράγματα που δεν χρειάζεται αλλά τα κάνω. Λυπάμαι. Θα καταλάβω…»
«Σε συγχωρώ.» είπε παίρνοντας μια βαθιά ανάσα εννοώντας το. Τον συγχωρούσα αλήθεια. Αλλά αυτό δεν σήμαινε ότι δεν θα ήμουν επιφυλακτική μαζί του.
«Αλήθεια?» Γύρισε προς το μέρος του και μπορούσα να διακρίνω την δυσπιστία στα μάτια του.
«Ναι.» Κούνησα το κεφάλι μου. «Αρκεί να υποσχεθείς ότι δεν θα το ξανακάνεις.» Ένιωσα σαν την μαμά που μαλώνει το παιδί της. Η μαμά μου εμένα βέβαια δεν με είχε μαλώσει ποτέ αλλά από ότι είχα ακούσει από τις ξαδέρφες μου και τους φίλους μου, κάτι τέτοια λέγανε οι μαμάδες.
«Δεν μπορώ να στο υποσχεθώ αυτό.» μου είπε αινιγματικά αποφεύγοντας το βλέμμα μου.
«Τότε και εγώ δεν μπορώ να σου υποσχεθώ ότι την επόμενη φορά δεν θα σε κάνω να το μετανιώσεις.» είπα σιγανά. Ποτέ δεν είχα σκοπό να τον απειλήσω μες στην μούρη του. Η προειδοποίηση μου ήταν για το δικό του καλό.
«Είμαι σίγουρος ότι θα το κάνεις.» μου απάντησε χαμογελώντας και πάτησε το γκάζι κάνοντας το αυτοκίνητο να φύγει γρήγορα μπροστά. Το τεταμένο κλίμα υπήρχε ακόμα ανάμεσα μας μέχρι να φτάσουμε στον προορισμό μας. Ο Ντέιμιεν ρουθούνισε όταν είδε την μεγάλη διώροφη μονοκατοικία που μας περίμενε στο τέλος του δρόμου. Ήταν ένα τεράστιο πολυτελές λευκό σπίτι με ασημένια κάγκελα ύψους 2 μέτρων να το απομονώνουν από τον μεγάλο δρόμο. Ένας χορταρένιος φράκτης το χώριζε από τα διπλανά σπίτια. Η κεντρική πόρτα άνοιξε με θόρυβο, επιτρέποντάς μας να περάσουμε στον εσωτερικό κήπο. Ο Ντέιμιεν έφτασε στο parking και έσβησε την μηχανή. Βγήκα πρώτη, πηγαίνοντας πίσω και παίρνοντας την βαλίτσα μου προχώρησα προς την πόρτα. «Μείνε στο πρώτο δωμάτιο που θα συναντήσεις.» μου είπε και τότε ήταν που τις άκουσα για πρώτη φορά. 2 δίδυμες κοπέλες η μια καστανή και η άλλη ξανθιά, χαιρετούσαν τον Ντέιμιεν κρεμασμένες από τον φράχτη. Εκείνος γύρισε να με κοιτάξει και προχώρησε προς το μέρος τους. Γέλασα ειρωνικά και μπήκα μέσα μπορώντας όμως να ακούσω τον διάλογό τους και από τα διπλά ηχομονωμένα παράθυρα του χώρου υποδοχής.
«Μην μας πεις ότι εσύ θα είσαι ο καινούργιος μας γείτονας!» είπε χαρούμενα η μια απ’ τις 2.
«Περίπου.» τον άκουσα να απαντάει αβέβαιος.
«Ω, υπέροχα! Τι πιο ωραίο από έναν τέτοιο καυτό γείτονα? Μόνο μην μου πεις ότι η κοπέλα είναι η φιλενάδα σου!» Η φωνή της άλλης αυτήν την φορά. Πιο ναζιάρικη και τσιριχτή.
«Όχι δεν είναι η φιλενάδα μου.» είπε εκείνος γελώντας. Ναι γιατί θα σου κακόπεφτε, εγωπαθές γαϊδούρι, η μαινάδα φώναζε στα αυτιά μου χτυπώντας το πόδι της στο ξύλινο δάπεδο. Εγώ απλά γέλασα. Ώρες – ώρες μου ήταν αδύνατο να θυμώσω μαζί της.
«Τότε να έρθεις για καφέ μια από αυτές τις μέρες!» συμπλήρωσε η δεύτερη.
«Θα το κανονίσουμε.» ήταν το μόνο που είπε πριν έρθει μέσα. Αφ’ ότου έριξε μια ματιά σε όλο το σπίτι και τσέκαρε όλα τα δωμάτια για τυχόν ανεπιθύμητους καλεσμένους προχώρησε προς το σαλόνι που βρισκόμουν εγώ τώρα προσπαθώντας να κρατηθώ και να μην βάλω τα γέλια.
«Χαίρομαι που κοινωνικοποιείσαι με τους γείτονες.» του είπα τελικά καταφέρνοντας να μην γελάσω.
«Πρέπει να ξέρουμε ποιοι είναι δίπλα μας. Δεν πιστεύω να θες να ανησυχούμε και γι’ αυτό.»
Είχε δίκιο. Είχαμε ήδη αρκετά στο κεφάλι μας και οι 2. Για να μην αναφέρω την επιθυμία μας να βγάλουμε ο ένας τις σάρκες του άλλου. Γιατί ήξερα ότι ήταν αμοιβαίο.
«Και ποιο είναι το πόρισμα?» τον ρώτησα αθώα καθώς καθόμουν στην μεγάλη λευκή πολυθρόνα.
«Είναι εντάξει.» μου είπε λακωνικά.
«Εννοείς εκτός του γεγονότος ότι είναι δυο καυτά δίδυμα μωρά που θα γούσταρες να έχεις στο κρεβάτι σου.» Τον είδα να γυρίζει να με κοιτάζει με ένα αυτάρεσκο χαμόγελο στα χείλη και με πλησίασε. Στηρίχτηκε στα μπράτσα της καρέκλας και χαμήλωσε το πρόσωπό του στο δικό μου.
«Δεν νομίζω ότι αυτό θα πρέπει να σε απασχολεί. Εκτός και αν ζηλεύεις.» Αντέγραψα το χαμόγελό του και σήκωσα το κεφάλι μου λίγο ακόμα έτσι ώστε τα χείλη μας απείχαν λιγότερο από 5 εκατοστά.
«Εγώ? Εσένα? Μόνο νεκρή.» Είδα το μίσος στα μάτια του και χτυπώντας τα χέρια του στα πλάγια της καρέκλας απομακρύνθηκε από κοντά μου. Λίλιθ- Ντέιμιεν 1-0. Η μαινάδα έτριβε τα χέρια της.
«Θα πάρω την κρεβατοκάμαρα απέναντι από την δική σου.» μου είπε απλά και εξαφανίστηκε στο εσωτερικό του σπιτιού. Τέλεια! Ευκαιρία να κάνω μερικά τηλεφωνήματα. Αφού πήρα τους γονείς μου και τις ξαδέρφες μου είχε φτάσει η ώρα για το πιο δύσκολο τηλεφώνημα. Εκείνο με την Στέφανι.
«Είσαι μια μεγάλη γαϊδούρα!» ήταν το πρώτο πράγμα που μου είπε όταν σήκωσε το κινητό της.
«Το ξέρω, άκουσε με όμως λίγο…» Ναι καλά! Σιγά που θα με άφηνε να μιλήσω.
«Έχεις ιδέα το γίνεται εδώ? Καταρχάς, μαθαίνω ότι φεύγεις έτσι απροειδοποίητα και δεν παίρνεις ένα τηλέφωνο. Μετά μαθαίνω ότι θα πας Νέα Υόρκη χωρίς εμένα. Μετά έρχεται το γεγονός ότι κοιμήθηκες στο σπίτι του Αρχικού και κερασάκι σε όλα αυτά ότι πήγες με την συνοδεία του πιο-καυτού-από-την-κόλαση γιού της θείας σου της Κάρολάιν!» ούρλιαξε στο αυτί μου τρελαίνοντάς με.
«Μισό. Πως τα ξέρεις όλα αυτά?» την ρώτησα παραξενεμένη. Από πού και ως που τα ήξερε όλα αυτά η Στέφανι?
«Α, τα παραδέχεσαι έτσι?» Γύρισα τα μάτια μου και προσπάθησα να μην χάσω την ψυχραιμία μου.
«Στέφανι!» γρύλισα μέσα από τα δόντια μου.
«Τα νέα σου από την Μέρεντιθ, ότι ο φύλακάς σου είναι μανούλι από την Κρίστι, και το ότι είναι γιος της Κάρολάιν… εεε…» Τραύλιζε? Ω, Θεέ μου, αυτό δεν ήταν ποτέ καλό!
«Στέφανι…» είπε απειλητικά και την άκουσα να αναστενάζει από την άλλη γραμμή.
«Από την ίδια. Λίλιθ, έγινε χαμός εδώ. Η Κάρολάιν τον αναγνώρισε και πήγε σπίτι σου. Χτυπήθηκαν άσχημα με την μαμά σου και αντάλλαξαν βαριά λόγια. Ο πατέρας σου δεν ήταν εκεί και όταν ήρθε… αντίκρισε το χάος. Τις χώρισε αλλά… τα λόγια που είπε και για εσένα και την μαμά σου. Ότι είστε υποκρίτριες, ότι τόσο καιρό της λέγατε ψέματα. Δεν θέλει να σας ξαναδεί είπε. Λίλιθ, όλο το Μίστικ Φολς την άκουσε.» Γιατί όλο αυτό δεν μου έκανε εντύπωση? Μάλλον γιατί ένα κομμάτι βαθιά μέσα μου, ήξερε ότι δεν μπορούσαμε να αποφύγουμε την καταιγίδα που είχε ξεσπάσει.
«Φυσικά.» είπα ενώ κούνησα το κεφάλι μου κουρασμένα. Χάιδεψα με τα δάχτυλα μου την επενδυμένη βιβλιοθήκη και γύρισα προς το μέρος της πόρτας. Εκεί, είδα τον Ντέιμιεν να με κοιτάζει παγωμένος. Γιατί σε εμένα και αυτό? Γιατί τώρα? «Ε, Στέφανι πρέπει να κλείσω. Θα τα πούμε μετά.» της είπα γρήγορα καθώς ήθελα να προλάβω την αντίδραση του θερμόαιμου υβριδίου.
«Θύμωσες?» Μπορούσα να διακρίνω την ανασφάλεια στην φωνή της.
«Όχι. Αλλά αργότερα οκ?» Ας συμφωνούσε και ας κλείναμε το τηλέφωνο. Ο Ντέιμιεν είχε μπει στο δωμάτιο τώρα και είχε καθίσει απέναντί μου με χαμηλωμένο το κεφάλι.
«Οκ.» μου είπε η Στέφανι και πάτησα το πλήκτρο τερματισμού. Σιωπή έπεσε στο δωμάτιο με το μόνο που ακουγόταν να είναι οι ασυγχρόνιστες ανάσες μας. Στεκόμουν όρθια μερικά μέτρα μακριά του φοβούμενη μην προκαλέσει καμία αντίδραση σαν την χθεσινοβραδινή.
«Εγώ φταίω γι’ αυτό σωστά?» είπε τελικά ενώ σήκωνε το κεφάλι του να με κοιτάξει.
«Όχι.» του είπα ειλικρινά κουνώντας το κεφάλι μου. Πήγα να κάνω ένα βήμα προς το μέρος του αλλά το μετάνιωσα. «Ντέιμιεν, πληρώνουμε τις συνέπειες των επιλογών μας. Επέλεξα να μην της πω τίποτα. Το ίδιο και οι γονείς μου.» του είπα όσο πιο απλά και ειλικρινά μπορούσα. Δεν χρησιμοποιούσα τον γλυκό μου τόνο μαζί του. Δεν λειτουργούσε εξάλλου.
«Για μένα?» με ρώτησε κοιτώντας με καχύποπτα.
«Όχι. Δηλαδή όχι μόνο. Μπορεί να μην την καταλαβαίνω αλλά σέβομαι την επιλογή σου να μην θες να την δεις.» Ωχ! Τον είδα να σηκώνεται και να έρχεται προς το μέρος μου απειλητικά. Αλλά τώρα δεν θα του την χάριζα. Έμεινα στην θέση μου, ανταποδίδοντας του το σκληρό βλέμμα.
«Δεν καταλαβαίνεις?» με ρώτησε με έναν τόνο λες και μιλούσε σε ένα 8χρονο παιδί που δεν καταλάβαινε.
«Όχι.» του είπα αποφασισμένη να φτάσω μέχρι τα άκρα. Τον είδα να ρουθουνίζει και να έρχεται να σταθεί ακριβώς απέναντί μου. Όπως ήμασταν και πριν. Με λιγότερο από 10 εκατοστά απόσταση να μας χωρίζουν.
«Φυσικά. Πώς να καταλάβεις? Εσένα δεν σε παράτησαν βρέφος. Εσύ μεγάλωσες με μια τεράστια οικογένεια.» Μπορούσα να δω ότι πονούσε. Και ότι ζήλευε. Μπορεί να τον ήξερα λιγότερο από 72 ώρες αλλά ήταν αρκετός να μου δώσουν μια εικόνα για εκείνον. Ένα στερημένο παιδί.
«Δεν σε εγκατέλειψε στο δρόμο. Στον πατέρα σου σε έδωσε!» Το να προσπαθώ να του βάλω μυαλό ήταν μάταιο. Αλλά δεν τα παρατούσα. Ποτέ. Ένα από τα μεγαλύτερα ελαττώματα μου.
«Για να είναι με τον γκόμενο της! Και έχεις ιδέα πως είναι να μεγαλώνεις με τον πατέρα μου? Όχι. Γιατί εσύ μεγάλωσες και με τους 2 γονείς σου και σου πρόσφεραν τα πάντα!»
«Μην μιλάς σαν να ξέρεις τα πάντα για μένα!» Τώρα με είχε θυμώσει. Ποιος νόμιζε ότι ήταν να μου μιλάει έτσι? Μπορούσα να νιώσω το τρέμουλο να ξεκινάει από τα δάχτυλα των χεριών μου και να εξαπλώνετε σε ολόκληρο το κορμί μου..
«Μα, ξέρω τα πάντα για σένα! Το κακομαθημένο πλουσιοκόριτσο που αποφάσισε να κάνει την επανάστασή του…» είπε ειρωνικά και το έχασα. Το χέρι μου κινήθηκε ανεξέλεγκτα χτυπώντας τον στο αριστερό μέρος του προσώπου του με μια δύναμη που ευτυχώς που δεν ήταν άνθρωπος. Εκείνος όμως δεν κουνήθηκε σπιθαμή. Μόνο το πρόσωπό του ακολούθησε την κατεύθυνση του χεριού μου.

«Δεν ξέρεις τίποτα για μένα!!» του ούρλιαξα και έτρεξα πάνω στο δωμάτιο μου κλειδώνοντας την πόρτα πίσω μου. Πάμε Λίλιθ, ξέρω ότι το θέλεις! Μην το αρνείσαι… Η οργή της και το ταμπεραμέντο της ήταν ασυγκράτητα αλλά έπρεπε να μείνω εκεί. Να το πολεμήσω και να μην κουνηθώ. Αν κουνιόμουν ήμουν χαμένη. Δεν ήθελα άλλον έναν φόνο να με στοιχειώνει τα βράδια. Άκουσα την εξώπορτα να κλείνει με δύναμη και έκλεισα τα χέρια μου σε γροθιές και έμπηξα τα νύχια μου στο δέρμα μου. Το καυτό αίμα δεν άργησε να τρέξει από τις παλάμες μου και επιτέλους επέτρεψα στον εαυτό μου να αναπνεύσει. Το να προκαλώ πόνο στον εαυτό μου ήταν ένα από τα πράγματα που αποδυνάμωνε την σκοτεινή μου πλευρά και όσο και αν μισούσα στο να καταφεύγω σε αυτήν λύση μερικές φορές δεν είχα επιλογή. Έπεσα στο κρύο πάτωμα με τα χέρια μου να στηρίζουν τον κορμό μου και έκλεισα τα μάτια μου προσευχόμενη στο ότι αυτή η αίσθηση κυριαρχίας της θα με εγκατέλειπε γρήγορα και ότι αυτό το εγωπαθές, επικριτικό και αλαζονικό καθίκι δεν θα επέστρεφε απόψε….


Nadia