Στην τρικυμία της μοίρας (Κεφάλαιο 21)

Από τη στιγμή που μου παραχωρούν ένα δωμάτιο στο παλάτι για το αποψινό βράδυ που θα περάσουμε στο Όρεστεν, κλείνομαι μέσα του. Δεν έχω όρεξη να τριγυρνάω στο βασίλειο ή στο παλάτι μέχρι το χορό, ούτε να δω κανέναν. Πραγματικά δεν ξέρω που θα βρω το κουράγιο να παραβρεθώ στον αναθεματισμένο χορό της Εστέλλα και μάλιστα να δείχνω χαρούμενη και ευγνώμων για την προσφορά της.

‘Γιατί; Γιατί να δεχτεί ο Γουίλ να μείνει;’, είναι η ερώτηση που τριβελίζει το μυαλό μου από την ώρα που βγήκα από την αίθουσα ακροάσεως.
Ο Γκαστόν και ο Χένρι έρχονται να μου κρατήσουν για λίγο συντροφιά κάποια στιγμή. Με δυσκολία καταφέρνω να συγκεντρωθώ σε αυτά που μου λένε και να συμμετάσχω στη συζήτηση. Λίγη ώρα μετά ισχυρίζομαι πως έχω πονοκέφαλο και πως θέλω να κοιμηθώ. Εκείνοι σηκώνονται για να με αφήσουν μόνη. Ο Γκαστόν βγαίνει πρώτος από το δωμάτιο. Ο Χένρι όμως κοντοστέκεται στην πόρτα και στρέφεται ξανά προς το μέρος μου.
«Λυπάμαι Λάιρα», μου λέει με ειλικρινή θλίψη στα μάτια του, «…για τον Γουίλ», συμπληρώνει. «Δεν του αξίζει να θυσιάσει τόσα πολλά για την αποστολή μας και ξέρω πως εσύ…», πάει να πει αλλά σταματά αναστενάζοντας. «Λυπάμαι απλά», ξαναλέει και αφού του γνέφω προς απάντηση και ψιθυρίζω ‘ευχαριστώ’, βγαίνει από το δωμάτιο κλείνοντας πίσω του την πόρτα.
Νιώθω την ανάγκη να κλάψω, αλλά τα δάκρυα δεν έρχονται. Δεν έχω κουράγιο ούτε αυτό να κάνω. Σκέφτομαι τον Γουίλ και όλα όσα έχουμε περάσει μαζί και προετοιμάζομαι να του πω αντίο για δεύτερη φορά, αυτή τη φορά οριστικά. Όμως δε μπορώ να το κάνω. Δεν μπορώ να το κάνω γιατί πολύ απλά ο Γουίλ είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μου. Από τότε που τον γνώρισα σε όλες μου τις δυσκολίες ήταν πάντα δίπλα μου, σε όλες τις χαρές ήταν πάντα ο πρώτος με τον οποίο ήθελα να τις μοιραστώ, δίπλα του ένιωθα χαρούμενη και ζωντανή. Δε μπορείς να πεις αντίο σε ένα μέρος του εαυτού σου, όχι χωρίς να τον αχρηστεύσεις ολόκληρο. Πόσο μάλλον τον τελευταίο καιρό που μια αλλαγή άρχισε να συντελείται μέσα μου σχετικά με το Γουίλ.
 Πλέον ένιωθα και κάτι άλλο όταν ήταν κοντά μου, κάτι πιο πρωτόγνωρο, πιο άγριο, πιο πηγαίο, κάτι που δεν είμαι σίγουρη πότε ξεκίνησε, αλλά ήταν κοντά στο διάστημα που με φίλησε. Τελευταία η καρδιά μου χτυπούσε πιο γρήγορα από ότι συνήθως κοντά του. Μια παράξενη αμηχανία με τύλιγε κάθε φορά που ήταν δίπλα μου και για κάποιο λόγο είχα πιάσει τον εαυτό μου να τον αναζητά με το βλέμμα του πολύ συχνά, να τον κοιτάζει περισσότερο και όσο και αν δε θέλω να το παραδεχτώ, είχα πιάσει τον εαυτό μου να κοιτά και τα χείλη του. Και όλα αυτά δε μπορεί να σημαίνουν παρά ένα πράγμα, ένα πράγμα που δεν είχα την πολυτέλεια με όλα αυτά να κάτσω να σκεφτώ προηγουμένως, ένα πράγμα που τώρα καταλαβαίνω πως φοβόμουν να σκεφτώ ή να παραδεχτώ, ένα πράγμα που φοβόμουν να ζήσω. Είμαι ερωτευμένη με τον Γουίλ. Και τώρα θα τον χάσω, για πάντα.
Ακούω ένα χτύπημα στην πόρτα. Δεν απαντώ. Προσποιούμαι ότι κοιμάμαι όταν η πόρτα ανοίγει. Κάποιος έρχεται και αφήνει ένα δίσκο στο κομοδίνο δίπλα στο κρεβάτι μου. Το καταλαβαίνω από τη σκιά  πίσω απ’ τα βλέφαρά μου. Ανοίγω κλεφτά τα μάτια, όταν ο επισκέπτης ακουμπά το δίσκο. Είναι η Σούζαν. Κλείνω και πάλι τα μάτια μου. Αφού απιθώνει το δίσκο με το μεσημεριανό που μου έφερε, χαϊδεύει απαλά το κεφάλι μου, με σκεπάζει και βγαίνει σιωπηλή από το δωμάτιο.

***

Το βράδυ φτάνει σύντομα. Μια καμαριέρα φέρνει ένα βυσσινί φόρεμα για να φορέσω στον χορό και αφού με βοηθά να κάνω μπάνιο και να ντυθώ, πλέκει τα μαλλιά μου σε έναν περίτεχνο κότσο. Επιθεωρώ ανόρεχτα τον εαυτό μου στον καθρέφτη. Δείχνω αρκετά όμορφη, συγχρόνως όμως και πολύ χλωμή και κουρασμένη, αλλά δε με νοιάζει.
Σύντομα κατεβαίνω στην αίθουσα χορού. Είναι μια τεράστια αίθουσα με μεγάλα παράθυρα, όμορφα διακοσμημένη για την περίσταση με βάζα με χρωματιστά λουλούδια και γυαλιστερό από την καθαριότητα πάτωμα, η οποία σφύζει από ανθρώπους. Με ευκολία καταφέρνω να παγώσω ένα ψεύτικο χαμόγελο στο πρόσωπό μου. Το να προσποιούμαστε τις χαρούμενες και τις ευδιάθετες ενόψει μελλοντικών κοινωνικών εκδηλώσεων, ήταν ένα μάθημα που είχαμε μάθει καλά στην Ακαδημία, ακόμη και όσες ήμασταν ανεπίδεκτες μαθήσεως σε κάποια πράγματα. Περιφέρομαι για λίγο μέσα στο πλήθος και μιλάω κατά καιρούς με κάποιον από τους συντρόφους μου στην αποστολή, μέχρι που διακρίνω τον Γουίλ μέσα στο πλήθος. Δείχνει πολύ όμορφος με τα ακριβά ρούχα που φοράει και είναι ξυρισμένος και καθαρός. Προσπαθεί με δυσκολία από όσο καταλαβαίνω να δείχνει χαρούμενος, αλλά είναι φανερό πως είναι έξω από τα νερά του και αρκετά αγχωμένος.
 «Γουίλ», λέω καθώς πηγαίνω κοντά του μια στιγμή που η βασίλισσα στέκεται πιο πέρα μιλώντας με κάποιους αριστοκράτες της Αυλής της. Εκείνος στρέφεται προς το μέρος μου. ««Δε μπορείς να μείνεις εδώ. Πρέπει…», του λέω βιαστικά με αγωνία, αλλά εκείνος με σταματά.
«Δεν γίνεται Λάιρα πρέπει να μείνω», μου λέει με σοβαρή, κάπως απόμακρη φωνή.
«Μα γιατί;», ρωτάω, με τη φωνή μου να αντηχεί πιο απελπισμένη από όσο θα ήθελα.
«Για να πετύχετε την αποστολή σας πρέπει να διασχίσετε τους βάλτους και αυτός είναι ο μόνος τρόπος να τα καταφέρετε: με τη βοήθεια της Εστέλλα. Η Εστέλλα μου είπε πως θα δεχόταν την προσφορά του βασιλιά Ρίτσαρντ μόνο αν έμενα. Δε μπορούμε να πάμε κόντρα στις επιθυμίες της. Δεν έχουμε αυτό το προνόμιο τώρα. Η σωτηρία των δύο κόσμων προέχει των δικών μου επιθυμιών και συμφερόντων», μου εξηγεί.
«Μα Γουίλ…».
«Φτάνει Λάιρα, δε θα το συζητήσω άλλο. Πήρα την απόφασή μου. Καλύτερα να φύγεις», μου λέει και η φωνή του αντηχεί παγερή και αμείλικτη. Το απόλυτα σοβαρό και ουδέτερο, σχεδόν άψυχο βλέμμα του μου δείχνει πως το εννοεί και έτσι κάνω μεταβολή και απομακρύνομαι από κοντά του με την καρδιά μου  να βουλιάζει.
«Καλή τύχη», μουρμουρίζει καθώς φεύγω, με τη φωνή του τώρα να ακούγεται πιο μαλακή μερικά μέτρα πίσω μου, αλλά δε γυρνώ να τον ξανακοιτάξω. Απλά χάνομαι μέσα στο πλήθος.

***

Αρνούμαι όλες τις προτάσεις να χορέψω όσο πιο ευγενικά μπορώ. Χαζεύω ανόρεχτα τα ζευγάρια και άθελά μου εντοπίζω συχνά με το βλέμμα μου την Εστέλλα να τραβολογάει δεξιά και αριστερά τον Γουίλ και να τον επιδεικνύει στα μέλη της Αυλής της σα να ήταν το καινούριο της παιχνίδι. Κάθε φορά που τους βλέπω  αποστρέφω το βλέμμα μου με ένα μίγμα πόνου και οργής, -εξαιτίας της το δεύτερο- να με κυριεύουν. Κάποια στιγμή η Εστέλλα τραβά τον Γουίλ προς μια πόρτα στη μια πλευρά της αίθουσας, την ανοίγει και μπαίνουν μέσα σε μια άλλη, σκοτεινή, όπως έδειχνε, αίθουσα. Η πόρτα πίσω τους κλείνει. Ανήσυχη και περίεργη για τον λόγο της απόσυρσής τους στην άδεια αίθουσα προσχωρώ προς ένα από τα μπαλκόνια της αίθουσας χορού, όπου θυμόμουν πως προηγουμένως που βγήκα για να πάρω λίγο αέρα, είδα ένα παράθυρο της διπλανής αίθουσας στον τοίχο πάνω από το μπαλκόνι ανοιχτό.
Πράγματι έχω δίκαιο. Το παράθυρο της διπλανής αίθουσας είναι ανοιχτό και δεν έχω παρά να σταθώ στο πλάι του  για να τους ακούσω. Παρ’ όλα αυτά για να επιβεβαιώσω πως είναι μέσα επιτρέπω στον εαυτό μου να ρίξει μια κλεφτή ματιά από το παράθυρο. Είναι όντως μέσα και στέκονται μάλιστα αρκετά κοντά στο παράθυρο, με την Εστέλλα να βρίσκεται σχεδόν με την πλάτη της προς την πλευρά του παραθύρου και τον Γουίλ να στέκεται απέναντί της. Το δωμάτιο φωτίζεται μόνο από τα αναμμένα κεριά ενός κηροστάτη. Προσπαθώ να συγκεντρωθώ στη συζήτησή τους.
Εκείνη του λέει κάτι για το χορό και το πόσο βαριέται όλους αυτούς τους ανόητους αριστοκράτες, όταν μετά από λίγο κάνει μια παύση.
«Την αγαπάς;», τον ρωτά ξαφνικά. Η φωνή της αντηχεί ψυχρή και παραδόξως κάπως ανήσυχη στο μισοσκότεινο δωμάτιο.
«Δεν καταλαβαίνω», απαντά αμήχανα ο Γουίλ.
 « Ω, έλα τώρα που δεν καταλαβαίνεις. Μιλάω για εκείνη την… Λάιρα. Είδα πως την κοίταζες και στην αίθουσα ακροάσεως το μεσημέρι  και πριν λίγο όταν μπήκε στην αίθουσα του χορού. Δε σου είναι σίγουρα αδιάφορη. Απάντησε μου λοιπόν Γουίλιαμ», επιμένει εκείνη με μια παγερή χροιά στη φωνή της που δεν αφήνει άλλα περιθώρια για υπεκφυγές.
«Πιο πολύ και από τη ζωή μου», μουρμουρίζει τελικά εκείνος  κοιτάζοντας το πάτωμα μπροστά του.
Νιώθω αυτόματα την καρδιά μου να χτυπάει σαν τρελή από πόνο και χαρά μαζί. Δεν ήξερα πως αυτά τα δύο συναισθήματα μπορούν να συνυπάρξουν, αλλά είμαι σίγουρη πως καρδιά μου δε θα αντέξει να λειτουργήσει για πολύ ακόμα σε αυτόν τον ανεξέλεγκτο ρυθμό.
«Μάλιστα», απαντά εκείνη μετά από μια παύση, κρύβοντας αρκετά καλά την απογοήτευση στη φωνή της. «Παρ’ όλα αυτά πήρες την απόφασή σου Γουίλιαμ. Θα μείνεις εδώ και θα μου κρατάς συντροφιά. Κι εγώ θα βοηθήσω τους φίλους σου, όπως συμφωνήσαμε οι δυο μας», του απαντά εκείνη με τη φωνή της παραδόξως απαλή, σα βελούδο.
«Ναι, βασίλισσα μου, σας το υποσχέθηκα άλλωστε», λέει εκείνος χωρίς χρώμα στη φωνή του, σα να ήταν μια άψυχη μηχανή.
«Έτσι μπράβο. Και να την βγάλεις από το μυαλό σου. Δε θα την ξαναδείς εξάλλου. Πάντως σου υπόσχομαι πως θα φροντίσω να περάσουμε πολύ καλά οι δυο μας αν είσαι υπάκουος», του λέει εκείνη καθώς στέκεται πλέον  από πίσω του και απλώνει τα χέρια της στους ώμους του, αφήνοντας έπειτα το ένα από αυτά να ταξιδέψει με το εξωτερικό μέρος των δακτύλων από το ύψος του κροτάφου του μέχρι το λαιμό του σε ένα χάιδι. Ο Γουίλ κλείνει τα μάτια του σφιχτά, σα να πονά από το άγγιγμά της, που του είναι τόσο απεχθές. Εκείνη φυσικά δεν μπορεί να το δει όντας πίσω του. Εγώ όμως από το σημείο που στέκομαι μπορώ να δω τα τρία τέταρτα του προσώπου του. Είναι φανερό πως νιώθει σαν πουλί παγιδευμένο σε χρυσό κλουβί. Όλα αυτά είναι ένα βασανιστήριο γι’ αυτόν, ένα βασανιστήριο που αναγκάζεται να υπομείνει για να σώσει εμάς από τις αναμφίβολα φρικτές απειλές της. Δεν αντέχω να τον βλέπω άλλο να υποφέρει.
Τώρα καταλαβαίνω πως είναι να νιώθεις την καρδιά σου σπάει και σκορπίζεται σε μικροσκοπικά θρύψαλα που ανέφεραν τόσο συχνά τα βιβλία που μας ανάγκαζε να διαβάζουμε για το μάθημα της λογοτεχνίας η καθηγήτρια Μπέιλις και πάντοτε εγώ κορόιδευα.  Δεν αντέχω να σταθώ άλλο εδώ και να υποβάλλω τον εαυτό μου σε αυτό το βασανιστήριο, καθώς το να βλέπω τον Γουίλ να υποφέρει και να μη μπορώ να τρέξω κοντά του και να τον καθησυχάσω είναι ότι πιο άσχημο έχω αισθανθεί ποτέ μου.
Φεύγω τρέχοντας μακριά από εκείνους και τα θρύψαλα της καρδιάς μου. Καυτά δάκρυα κυλούν ανεξέλεγκτα ξαφνικά από τα μάτια μου, αλλά δε μου προκαλούν καμία ανακούφιση, απλά τα νιώθω σαν ποτάμια από λάβα να τρέχουν στα μάγουλά μου.  Δε με νοιάζει που στη διαδρομή μέσα από την αίθουσα χορού σκουντάω τους μισούς ανθρώπους που παραμερίζουν με επιφωνήματα και παράπονα, δυσανασχετώντας για τη συμπεριφορά μου. Βγαίνω στο απέναντι μπαλκόνι που οδηγεί στον κήπο του παλατιού και ακουμπώ σε ένα μαρμάρινο κίονα. Η κρύα του επιφάνεια και η υγρασία της ατμόσφαιρα μου κάνουν καλό. Ανασαίνω με δυσκολία αχόρταγα το πολύτιμο οξυγόνο συνειδητοποιώντας πως τόση ώρα κρατούσα την ανάσα μου, καθώς ένας κόμπος έφραζε το λαιμό μου. Η καρδιά μου χτυπά δυνατά, αλλά δεν είναι η καρδιά μου. Είναι ένα φάντασμα που την αντικατέστησε υποτυπωδώς όταν αυτή διαλύθηκε, καλύπτοντας το παγερό κενό που άφησε αυτή πίσω της.
«Λάιρα», Ακούω κάποιον να με φωνάζει από μακριά καθώς προσπαθεί να με ακολουθήσει έξω. Δε θέλω όμως κανέναν μαζί μου τώρα. Έτσι κατεβαίνω τα σκαλιά της στριφογυριστής μαρμάρινης σκάλας και μπαίνω στον κήπο. Στρίβω σε μερικά σημεία και βρίσκω ένα πέτρινο παγκάκι, κρυμμένο ανάμεσα στα δέντρα. Εδώ μπορώ να  μείνω μόνη.
Τα λεπτά περνούν και οι λυγμοί μου σύντομα καταλαγιάζουν. Το μυαλό μου είναι τώρα πιο καθαρό κι έτσι σκέφτομαι πώς να πορευτώ από εδώ και πέρα. ‘Θα τον πάρω από εδώ’, αποφασίζω τελικά. ‘Θα τον πάρω ότι και αν γίνει. Δε φεύγω χωρίς τον Γουιλ’, ακούω μια εσωτερική  φωνή να λέει αποφασιστικά.
Μερικά λεπτά μετά έχω ένα πρόχειρο σχέδιο στο μυαλό μου που ελπίζω πως θα δουλέψει. Μπαίνω ξανά στην αίθουσα χορού, αφού σκουπίζω το πρόσωπό μου και αναζητώ τον Χέντρι. Λίγο αργότερα τον βρίσκω.
«Θέλω τη βοήθειά σου», λέω και τον τραβάω προς τα έξω, στο μπαλκόνι. Εκείνος με ακολουθεί αναντίρρητα.
«Τι συμβαίνει Λάιρα. Δε φαίνεσαι καλά. Πως νιώθεις;», με ρωτά με ανησυχία.
«Σωματικά είμαι καλά, μην ανησυχείς, τον διαβεβαιώνω, με ένα τρυφερό χαμόγελο, καθώς το ενδιαφέρον του κάνει μια ζεστή αίσθηση να απλωθεί στην νέα, υποτυπωδώς λειτουργούσα καρδιά μου.
«Αυτό θα έπρεπε να με καθησυχάσει τώρα;», με ρωτά. « Άσε με να μαντέψω, έχει να κάνει με τον Γουίλ και με αυτήν την πανέμορφη, μοχθηρή κακιά μάγισσα την Εστέλλα;», ρωτά.
Γνέφω προς απάντηση. Υπό άλλες συνθήκες θα μπορούσα να γελάσω με το ύφος που είχε λέγοντάς  όλα αυτά τα εύστοχα επίθετα για την Εστέλλα, αλλά τώρα δεν έχω καμία διάθεση για γέλια.
«Θέλω να με βοηθήσεις να μπω στο βασιλικό γραφείο που είναι συγχρόνως και δωμάτιο συσκέψεων των συμβούλων και στρατηγών με τη βασίλισσα. Τα δύο τμήματα του δωματίου χωρίζονται από μια δίφυλλη εσωτερική συρόμενη πόρτα. Ξέρω περίπου που βρίσκεται το δωμάτιο. Εκεί έχει όλους τους χάρτες και τα σοβαρά έγγραφα…».
«Μισό λεπτό μισό λεπτό», με διακόπτει ο Χένρι. «Πως στο καλό τα έμαθες όλα αυτά;», με ρωτά εντυπωσιασμένος και περίεργος συνάμα.
«Ε… ας πούμε πως,.. έπιασα την κουβέντα σε έναν φρουρό. Έκλαψα λίγο στον ώμο του, τον άφησα να με παρηγορήσει, γελούσα με τα ανόητα αστεία του, του έκανα μερικά κομπλιμέντα και μετά από  μερικές αθώες ερωτησούλες για το παλάτι, των οποίων οι απαντήσεις πραγματικά με εντυπωσίαζαν, ενώ τον κοίταζα γοητευμένη όσο μου απαντούσε, είχα μάθει αυτά που ήθελα…Αυτά πάνω κάτω, ξέρεις τώρα…», απάντησα και ένιωσα να κοκκινίζω κάπως από αμηχανία.
«Όχι δεν ξέρω», απαντά ο Χένρι και μου χαμογελά στραβά με θυμηδία. «Αλλά ακούγεται πολύ ενδιαφέρον», συμπληρώνει δείχνοντας να το διασκεδάζει.
«Ωχ σταμάτα», του απαντώ επιτρέποντας στον εαυτό μου να χαμογελάσει λίγο. «Θέλω να βρω έναν χάρτη των βάλτων που να δείχνει τα μονοπάτια που τους διασχίζουν. Σίγουρα η Εστέλλα θα έχει έναν τέτοιο χάρτη στο γραφείο της. Έτσι δε θα χρειαζόμαστε τη βοήθειά της. Θα απαγάγουμε τον Γουίλ και θα φύγουμε κρυφά το ξημέρωμα», του λέω συνοπτικά το σχέδιο μου. Εκείνος με κοιτάζει για λίγο αποσβολωμένος. Η σιγουριά μου αρχίζει να χάνεται όσο περιμένω κάποια απάντηση. Ο Χένρι  δείχνει να το προσέχει και σπεύδει να μιλήσει.
«Ακούγεται αρκετά παράτολμο και τρελό σχέδιο…».
«Θα με βοηθήσεις όμως;», τον ρωτώ γεμάτη ελπίδα, κρεμάμενη από τα χείλη του.
«Ναι», απαντά τελικά, «Αν και νομίζω πως θα σκοτωθούμε», συμπληρώνει μετά από λίγο, αλλά εγώ έχω κρεμαστεί ήδη από τον λαιμό του ενθουσιασμένη.
«Ευχαριστώ, ευχαριστώ ευχαριστώ», αναφωνώ. Μετά ενθυμούμενη πως πρέπει να βιαστώ για να εφαρμόσω το σχέδιό μου, τον αφήνω από την αγκαλιά μου και του λέω τραβώντας τον προς το παλάτι:
«Δε θα σκοτωθούμε. Δεν έχουμε καθόλου το προνόμιο για κάτι τέτοιο τώρα».
«Γιατί ούτε αυτό δε με κάνει να νιώσω καλύτερα;» ρωτά καθώς τον σέρνω σχεδόν από πίσω μου.

 Όλγα Σ.