Στην τρικυμία της μοίρας (Κεφάλαιο 23)

Ξέρω μόνο στο περίπου που βρίσκεται το δωμάτιο που παραχωρήθηκε στον Γουίλ και έτσι μετά από μερικές αποτυχημένες προσπάθειες βρίσκω την πόρτα του δωματίου του. Όταν την ανοίγω πετυχαίνω τον Γουίλ να βγάζει το πουκάμισό του, προφανώς για να ετοιμαστεί για ύπνο. Τον βλέπω να με κοιτάζει με τα μάτια του να γουρλώνουν από την έκπληξη. Επιτρέπω στον εαυτό μου να ρίξει μια γρήγορη ματιά στο γυμνό του στήθος. Είναι πιο δυνατό και μυώδες από όσο το θυμόμουν από την τελευταία φορά που τον είχα δει χωρίς πουκάμισο όταν είχαμε βουτήξει σε μια λίμνη πάνω από έναν χρόνο πριν στην πατρίδα. Δείχνει πολύ όμορφος με το δυνατό του στέρνο και χέρια και τα ανακατεμένα καστανά μαλλιά του.
«Λάιρα;», λέει παραξενεμένος, καθώς ξαναφορά το πουκάμισό του. Τραβώ το βλέμμα μου από το σώμα του αμήχανα και επιστρατεύοντας όλη μου τη σοβαρότητα τον κοιτάζω στα μάτια. «Τι κάνεις εδώ;», με ρωτά.
« Ήρθα να σε σώσω φυλακισμένη μου πριγκίπισσα», του απαντώ με θυμηδία.
Ο Γουίλ δε φαίνεται να συμμερίζεται την εύθυμη διάθεσή μου, καθώς μου ρίχνει ένα απελπισμένο βλέμμα.
«Λάιρα νομίζω πως σου ξαναείπα πως δεν πρόκειται να πάω πουθενά. Δεν έχω άλλη επιλογή», μου λέει κρατώντας τη φωνή του σταθερή.
«Η Εστέλλα θα μας πρόδιδε Γουίλ. Δε σκόπευε να τηρήσει την υπόσχεσή της. Θα άφηνε τους άλλους να χαθούν στους βάλτους και εμένα θα με παρέδιδε στην Αδελφότητα», του εξηγώ βιαστικά.
«Τι;»
«Αλήθεια σου λέω. Το παραδέχτηκε η ίδια», του λέω.
«Μα πότε, πώς;», ρωτά.
«Δεν έχουμε χρόνο να σου εξηγήσω τώρα. Πρέπει να φύγουμε από εδώ. Οι άλλοι θα μας περιμένουν.
«Μα…».
«Γουίλ, θέλεις στα αλήθεια να μείνεις εδώ;», τον κόβω αγανακτισμένη.
«Όχι. Φυσικά και όχι. Αλλά…», αρχίζει, όμως εγώ έχω ακούσει όλα όσα χρειαζόταν να ακούσω. Δεν έχει νόημα να τον αφήσω να πει άλλα. Δεν έχουμε χρόνο.
 «Να πάρει Γουίλ», λέω αγανακτισμένη και κάνω το μόνο πράγμα που ελπίζω να τον κάνει να σταματήσει να προσπαθεί να σκεφτεί άλλα επιχειρήματα και να έρθει μαζί μου. Εκμηδενίζω την απόσταση που μας χωρίζει και αρπάζοντας τον από το σβέρκο πιέζω δυνατά τα χείλη μου πάνω στα δικά του. Για μια στιγμή ακόμη προσπαθεί να μιλήσει, αλλά εγώ δεν απομακρύνομαι. Οι λέξεις του σβήνουν μέσα στα χείλη μου, καθώς εγκαταλείπει την προσπάθεια να μιλήσει και δέχεται το φιλί μου. Μια παράξενη αίσθηση ξεκινά μέσα μου και με κατακλύζει ολόκληρη. Νιώθω κάθε ίνα του κορμιού μου να φλέγεται.  Η επιλογή μου να αφήσω ελεύθερα τα συναισθήματα που νιώθω για τον Γουίλ είναι η σωστή. Πως θα μπορούσε ένα λάθος να με κάνει να νιώθω έτσι;
 Απομακρύνομαι παρ’ όλα αυτά σχεδόν αμέσως, γιατί όσο τον φιλάω νιώθω να ξεχνάω όλο και περισσότερο το λόγο που ήρθα εδώ και η απόφαση να σταματήσω γίνεται όλο και πιο δύσκολη. 
«Πρέπει να φύγουμε. Θα μας κυνηγήσουν σύντομα», λέω ξέπνοα. «Θα με εμπιστευτείς;», τον ρωτώ. Εκείνος μου γνέφει χωρίς να μπορεί ακόμη να μιλήσει από την έκπληξη  και με αφήνει να τον τραβήξω από το χέρι έξω από το δωμάτιο.

***

Δύο λεπτά μετά είμαστε στο δωμάτιό μου. Βρίσκουμε τους υπόλοιπους να μας περιμένουν εκεί σιωπηλοί έτοιμοι για αναχώρηση με τα σπαθιά τους στα χέρια τους. Νιώθω ανακουφισμένη που οι φρουροί της Εστέλλα δεν ανακάλυψαν ούτε εκείνη ούτε εμάς. Αλλά είμαι σίγουρη πως πολύ σύντομα θα την βρουν και θα τους στείλει ξοπίσω μας. Από ότι μαθαίνω ο Χένρι έχει πει στους Ιππότες ήδη όσα ανακαλύψαμε και εκείνοι συμφώνησαν πώς να περάσουμε από το Δάσος των Νεραϊδών είναι πλέον η μόνη, αλλά και πολύ επικίνδυνη λύση. Γρήγορα βγαίνουμε όσο πιο αθόρυβα μπορούμε από το δωμάτιο και κατευθυνόμαστε έξω από το παλάτι. Οι Ιππότες αποφάσισαν πως ο καλύτερος τρόπος να φύγουμε είναι από τους έρημους, υπόγειους διαδρόμους κάτω από τα τείχη που οδηγούν στην μικρότερη πλαϊνή πύλη του κάστρου, δηλαδή από το μέρος που μας έβαλαν οι φρουροί στο παλάτι το προηγούμενο μεσημέρι. Έχουμε δει το μεγαλύτερο μέρος από αυτούς τους διαδρόμους όταν ήρθαμε στο Όρεστεν, οπότε ελπίζουμε να καταφέρουμε να βγούμε σώοι.
Στο δρόμο μας μέσα στο παλάτι εξουδετερώνουμε μερικούς φρουρούς που συναντάμε, μέχρι να φτάσουμε στους διαδρόμους των τειχών. Βλέπω κάποιους Ιππότες να ανάβουν μερικούς πυρσούς και έπειτα αρχίζουμε να τρέχουμε στους σκοτεινούς και υγρούς διαδρόμους υπό το φως τους. Μερικές στιγμές μετά ακούγονται φωνές και ποδοβολητά στο βάθος πίσω μας,
‘Άρα την βρήκαν και τώρα μας κυνηγούν’, σκέφτομαι και πιέζω τον εαυτό μου να τρέξει πιο γρήγορα.
«Λάιρα πήγαινε πιο μπροστά, στη μέση της ομάδας μας. Δεν πρέπει να ‘σαι τόσο πίσω», μου λέει ο Γουίλ σπρώχνοντάς με. Δε φέρνω αντίρρηση και κάνω ότι μου λέει, Αφήνω το πίσω μέρος της ομάδας μας με εκείνον και κάποιους άλλους να τρέχουν σκόπιμα πιο αργά για να είναι τελευταίοι, ώστε να αποκρούσουν  με τα ξίφη τους τους φρουρούς αν μας προλάβουν.
Μερικές στιγμές μετά βγαίνουμε από τους διαδρόμους και βρισκόμαστε μπροστά στην πύλη, αλλά εκεί μας περιμένουν ήδη μια ντουζίνα φρουροί. Τα ξίφη των Ιπποτών συγκρούονται με εκείνα των φρουρών. Κάποιοι Ιππότες ανοίγουν την πύλη εξουδετερώνοντας τους φρουρούς που βρίσκονταν μπροστά της. Ξεχυνόμαστε γρήγορα έξω και τρέχουμε στο γεμάτο χώμα και χαλίκια δρόμο που οδηγεί από το κάστρο στο δάσος των νεράιδων. Οι πατούσες μου πονούν από το ανώμαλο έδαφος, αλλά δε μειώνω την ταχύτητά μου, εξακολουθώντας να τρέχω προς το δάσος με τους άλλους γύρω μου. Το σκοτάδι γύρω μας είναι αρκετά πυκνό αφού φυσικά είναι περασμένα μεσάνυχτα, αλλά το ολόγιομο χλωμό  φεγγάρι είναι οδηγός  μας. Μια ασημένια φωτεινή σφαίρα στον ουρανό. Ακούω τα βέλη που εκτοξεύονται από τα τείχη πριν τα δω. Σφυρίζουν ταξιδεύοντας προς το μέρος μας και μερικά από αυτά διαπερνούν κάποιους Ιππότες δίπλα μου.  Σφίγγω τα δόντια και συνεχίζω να τρέχω.
Πλησιάζουμε πλέον προς το δάσος. Είμαστε πια πολύ κοντά του. Πιέζω τον εαυτό μου να συνεχίσει παρ’ όλο που τα πόδια μου ουρλιάζουν για ξεκούραση και τα καλάμια και τα πέλματά μου πονούν φριχτά. Όταν φτάνουμε στα πρώτα δέντρα οι φρουροί παύουν να μας κυνηγούν, Φαίνεται πως δεν είχαν εντολή να μπουν στο δάσος.
‘Μόνο εμείς ήμασταν τόσο ανόητοι για να το κάνουμε’, λέει μια φωνούλα από τα βάθη του μυαλού μου, αλλά τη διώχνω. Πάντως πρέπει πραγματικά να φοβούνται πολύ τις νεράιδες του δάσους αυτού για να μας αφήνουν να ξεφύγουμε.
Ακουμπώ με την πλάτη στον κορμό ενός δέντρου, προσπαθώντας να σταθεροποιήσω την αναπνοή μου και να ηρεμήσω τον σφυγμό μου που χτυπά ξέφρενα. Ο Ρότζερ αρχίζει να μετρά πόσοι είμαστε. Εγώ ψάχνω με το βλέμμα μου για να δω αν όλα τα αγαπημένα μου πρόσωπα είναι καλά.
«Πόσους χάσαμε;», ρωτάω όντας ακόμα λίγο λαχανιασμένη, όταν μου προσφέρει ένα παγούρι με νερό.
«Επτά άντρες», μου απαντά όσο πίνω. Γνέφω θλιμμένα και εκείνος με αφήνει καθώς τον φωνάζουν. Όταν φεύγει ο Γουίλ έρχεται προς το μέρος μου.
«Είσαι καλά;», με ρωτά.
«Ναι. Εσύ;», τον ρωτώ ανήσυχα, βλέποντας πως το πουκάμισό του είναι βαμμένο κόκκινο στο αριστερό μπράτσο. Εκείνος ακολουθεί το βλέμμα μου στο μπράτσο του.
«Είμαι εντάξει. Αυτό δεν είναι παρά μια επιφανειακή γρατζουνιά», μου λέει καθησυχαστικά. Έπειτα κοιτάζει μια στιγμή γύρω του.
«Μπορώ να σου πω λίγο ιδιαιτέρως;», με ρωτά.
«Ναι», απαντώ και πηγαίνω μερικά μέτρα πιο πέρα, ανάμεσα στα δέντρα με εκείνον να έρχεται πίσω μου. Σταματώ μπροστά στον κορμό ενός τεράστιου δέντρου που μας κρύβει ολόκληρους από τους υπόλοιπους και ακουμπώ την πλάτη μου πάνω του καθώς περιμένω να μιλήσει. Εκείνος έρχεται και στέκεται απέναντί μου.
« Τι ήταν αυτό, στο δωμάτιο;» με ρωτά με φωνή που διατηρείται με δυσκολία σταθερή, καθώς δείχνει ταραγμένος. Καταλαβαίνω φυσικά πως αναφέρεται στο φιλί.
«Αυτό ήταν…», αρχίζω. Παίρνω μια βαθειά ανάσα πριν συνεχίσω και στρέφω το βλέμμα μου προς το έδαφος αμήχανα πριν συνεχίσω. «Συνειδητοποίησα πως είμαι κι εγώ ερωτευμένη μαζί σου. Απλά ήμουν πολύ χαζή και φοβισμένη για να το παραδεχτώ στον εαυτό μου. Φέρθηκα ανόητα και σε έκανα να νομίζεις πως δεν ήθελα να είμαι μαζί σου, αλλά αυτό δεν είναι αλήθεια. Υποθέτω πως απλά φοβόμουν να το παραδεχτώ στον εαυτό μου γιατί δεν ήθελα να χαλάσω τη φιλία μας και να ρισκάρω να σε χάσω και…». Σταματώ για να πάρω ανάσα, καθώς τα είπα όλα μαζί μονορούφι χωρίς να κάνω παύση, από την αμηχανία και την ταραχή μου. Διακινδυνεύω ένα βλέμμα προς το πρόσωπό του, πριν αποφασίσω αν θα συνεχίσω τον μονόλογό μου, ελπίζοντας να μη γελάσει μαζί μου.
Το πρόσωπό δείχνει φωτεινό και ανακουφισμένο. Επιτρέπω στον εαυτό μου να ελπίζει πως όλα θα πάνε καλά.
«Καλά όλα αυτά, αλλά κάνεις ένα λάθος κάπου», μου λέει χαμογελώντας στραβά με θυμηδία.
«Που;», τον ρωτώ παραξενεμένη, με την ανησυχία έκδηλη στη φωνή μου. Ο Γουίλ γελά σιγανά, αλλά όχι εις βάρος μου.
« Ποτέ δεν είπα πως είμαι ερωτευμένος μαζί σου. Δεν είμαι ερωτευμένος ούτε τόσο δα», μου λέει δείχνοντας μου με τον αντίχειρα και το δείκτη του σχεδόν να ακουμπούν πόσο δα εννοεί.
« Α, ναι;», τον ρωτώ χαμογελώντας πονηρά, καταλαβαίνοντας ότι μου κάνει πλάκα. «Ε, τότε να φύγω», του λέω δήθεν αθώα και  ξεκολλώ την πλάτη μου από το δέντρο προσποιούμενη πως φεύγω.
«Δεν έχεις να πας πουθενά», μου λέει κολλώντας με δύναμη πάνω στο δέντρο και το πρόσωπό του σοβαρεύει, ενώ μια φλόγα επιθυμίας ανάβει στα μάτια του, κάνοντάς με σχεδόν να τρομάξω. Χωρίς καθυστέρηση ενώνει τα χείλη του με τα δικά μου, με πάθος που ξεχύνεται από μέσα του σα λάβα απειλούμενη να με καταπιεί στη φλογισμένη αγκαλιά της. Τα χείλη του εξερευνούν τα δικά μου αχόρταγα,  τα χέρια του τυλίγονται σφικτά γύρω από τη μέση μου και με κολλούν πάνω του. Τα δικά μου χέρια τυλίγονται γύρω από το λαιμό του. Νιώθω τα πάντα μέσα μου να εκρήγνυνται. Έχει την επίδραση το οξυγόνου στη φωτιά επάνω μου. Είμαι φλόγα που φουντώνει στο οξυγόνο του και το ζητά απεγνωσμένα για να επιβιώσει. Δε θέλω να απομακρυνθώ από κοντά του ποτέ. Και γιατί να το κάνω; Εδώ ανήκω μέσα στην αγκαλιά του.
«Λάιρα;», ακούω κάποιον να με φωνάζει από την πλευρά που βρίσκονται οι άλλοι λίγα μέτρα μακριά μας. Και ο Γουίλ ακούει τη φωνή και απομακρύνει τα χείλη του από τα δικά μου. Ένας παραπονιάρικος ήχος ξεφεύγει άθελά μου από τα χείλη μου καθώς τραβιέται.  Έχω λαχανιάσει. Ο Γουίλ σκύβει στο αυτί μου και μου ψιθυρίζει την αληθινή του απάντηση αυτή τη φορά.
 «Σε αγαπώ με όλη τη δύναμη της ψυχής μου», λέει με την ανάσα του να χαϊδεύει καυτή το λαιμό μου και μετά αφήνει  απαλά ένα φιλί στη γέφυρα της μύτης μου. Βγαίνει πίσω από το δέντρο τραβώντας με από το χέρι πίσω του και αντικρίζουμε τον Σαντιάγκο. Κοιτά για μια στιγμή τα πλεγμένα μας χέρια, με μια αδιόρατη θλίψη να περνά από το βλέμμα του πριν με κοιτάξει.
 «Ο Ρότζερ λέει να πας αμέσως σε αυτόν», μου λέει με σοβαρή φωνή και γυρίζει προς τους άλλους με εμένα και τον Γουίλ να τον ακολουθούμε.

Όλγα Σ.