Γιατί? ΓΙΑΤΙ στο καλό έπρεπε κάθε λεπτό που περνούσα με αυτήν την ανεκδιήγητη γυναίκα να ήταν πιο βασανιστικό από το προηγούμενο? ΓΙΑΤΙ έπρεπε να πονάει όλο μου το κορμί από την ένταση όταν ήμουν λιγότερο από ένα μέτρο κοντά της και από την έλλειψή της όταν ήμουν πιο μακριά? Γαμώ το κωλοφεγγάρι κάτω στο οποίο είχε γεννηθεί! Τι μου είχε κάνει? Και πως είχε τολμήσει να σηκώσει το χέρι της πάνω μου? Ποια νόμιζε ότι ήταν?
Βέβαια κα εγώ είχα σηκώσει το χέρι μου το προηγούμενο βράδυ και την είχα χτυπήσει αλλά εκείνη έφταιγε! Μισούσα το να με λυπούνται και ο οίκτος ήταν χαραγμένος στο πρόσωπό της εχθές! Όμως τίποτα από αυτά δεν είχε σημασία σήμερα το πρωί. Όταν είχα κατέβει τις σκάλες και την είχα δει μέσα σε αυτό το κολλητό γαλάζιο φόρεμα. Και ο τρόπος που με κοίταζε… Μπορούσα να ξεχάσω τις πληγές που είχαν κλείσει από την τιμωρία που μου είχε επιβάλει ο πατέρας μου για τον τρόπο που της φέρθηκα, μπορούσα να ξεχάσω ποια είναι, ποιος είμαι και είχε καταφέρει να με έχει έτοιμο να προσκυνήσω στα πόδια της. Όμως όχι! Αυτά τα μεγάλα γαλάζια μάτια δεν θα με έλεγχαν! Δεν θα το άφηνα! Ήμουν δυνατότερος απ’ αυτό. Όμως όταν είδα τον πατέρα μου να της μιλάει μαγεμένος και να απλώνει τα χέρια του πάνω της… Μπορούσε να την έχει αν ήθελε. Και το ήξερα. Αλλά δεν ζήλευα! Δεν με ένοιαζε… Ήταν μια ακόμα γυναίκα. Έφερα τα χέρια στο πρόσωπό μου και έριξα το κεφάλι μου πάνω στην μπάρα. Ναι καλά! Μια γυναίκα που δεν μπορούσα να βάλω στην θέση της. Μια γυναίκα που για χάρη της είχα καταλήξει στο κοντινότερο μπαρ αδειάζοντας τη μισή τους προμήθεια εδώ και δυόμιση ώρες. Μια γυναίκα που δεν μπορούσα να την βγάλω από το μυαλό μου. Την μισούσα! Και την ήθελα το ίδιο απελπισμένα. Το απαλό της δέρμα κάτω από τα δάχτυλά μου. Την ανάσα της να μου χαϊδεύει το δέρμα και αυτά τα κολασμένα χείλη πάνω στα δικά μου… Ω, γαμώτο! Η απελπισία μου είχε χτυπήσει κόκκινο. Θα την ξόρκιζα απόψε. Γύρισα το κεφάλι μου αριστερά για να δω μια κοκκινομάλλα κοπέλα να μου χαμογελάει πονηρά. Να λοιπόν πως θα έβγαζα αυτή την καστανή απειλή από το μυαλό μου. Της επέστρεψα το χαμόγελο και την είδα να ψιθυρίζει κάτι στην παρέα της και να έρχεται προς το μέρος μου. Τόσο εύκολη. Δεν θα χρειαζόταν καν να την κυνηγήσω. Κρίμα. Ήμουν γεννημένος κυνηγός. Η κοκκινομάλλα ήρθε και κάθισε δίπλα μου τραβώντας τα μαλλιά της στην αριστερή μεριά του κεφαλιού της δίνοντάς μου μια καθαρή εικόνα του λαιμού και της παλλόμενης φλέβας της εκεί. Χαμογέλασα κρυφά και ήπια μια γουλιά από την μπύρα μου.
«Λοιπόν, θα με κεράσεις κάτι?» μου είπε με μια βαθιά, αισθησιακή φωνή.
«Τι τραβάει η όρεξή σου?» Η μικρή έπαιζε παιχνίδια και παρόλο που δεν ήμουν σε διάθεση είπα να δω που το πήγαινε.
«Μμμ…» μουρμούρισε και έτριψε το τακούνι της στην γάμπα μου κάτω από το μπαρ. «Τι προσφέρεις?» Ο αποπλανητικός τόνος της έστελνε το μήνυμα καθαρά και δυνατά. Χτυπώντας το χέρι μου στο μπαρ και κάνοντας τον ψυχαναγκασμένο μπάρμαν να γυρίσει προς το μέρος μου, του άφησα τα λεφτά στον πάγκο και έκανα νόημα στην κοκκινομάλλα να με ακολουθήσει. Με το που βγήκαμε έξω την οδήγησα στο πίσω μέρος ανάμεσα στο μαγαζί και ένα διπλανό κτίριο αφήνοντας τις σκιές της νύχτας να είναι η αποψινή μου κάλυψη.
«Δεν θα με ρωτήσεις καν το όνομά μου?» με ρώτησε όταν την είχα πλέον ακινητοποιημένη στον τοίχο με τα χέρια της πάνω από το κεφάλι της και εμένα να την κοιτάω από την κορυφή ως τα νύχια λεπτομερώς. Ήταν όμορφη αλλά αυτό δεν με ένοιαζε απόψε. Το μόνο που μετρούσε ήταν ότι 1. Ήταν γυναίκα και μπορούσα να εκτονώσω την ένταση και 2. Ήταν άνθρωπος που σήμαινε ότι αυτή η φλέβα που χτυπούσε προκλητικά στον λαιμό της θα μου πρόσφερε ένα αίσθημα ικανοποίησης. Όσο μπορούσε τουλάχιστον.
«Έχει σημασία?» Κάτι πήγε να πει αλλά έφερα τα χέρια μου στο πρόσωπό της και την κοίταξα στα μάτια. Το βλέμμα της χάθηκε στο δικό μου και γέλασα. Ηλίθιοι άνθρωποι. «Μην φωνάξεις.» της είπα αργά και καθαρά και είδα τα μάτια της να λάμπουν από την δύναμη του ψυχαναγκασμού. Τώρα όλα θα ήταν εύκολα…
Μιάμιση ώρα αργότερα βρισκόμουν ήδη στο κρεβάτι μου σε αυτή την γελοία έπαυλη. Χορτασμένος και ήσυχος είχα μπει και χωρίς να ρίξω ούτε μια ματιά στην πόρτα της είχα κατευθυνθεί στο δωμάτιό μου και στο πολλά υποσχόμενο κρεβάτι μου που, από την ώρα που είχαμε φτάσει εδώ, λαχταρούσα να ξαπλώσω. Βέβαια δεν είχα την ευκαιρία να το κάνω για πολύ καθώς ουρλιαχτά με έβγαλαν από τον όχι και τόσο ήσυχο ύπνο μου. Πετάχτηκα αμέσως όρθιος και κατευθύνθηκα προς το δωμάτιο της. Άσχετα με την απέχθειά μου σε εκείνη ήμουν εδώ για να την φυλάω και από τα ανατριχιαστικά ουρλιαχτά, μάλλον είχα ήδη αποτύχει. Όμως όταν άνοιξα την πόρτα του δωματίου της, με περίμενε μια μεγάλη έκπληξη. Η Λίλιθ ήταν σκυμμένη πάνω από ένα άψυχο λυκίσιο σώμα. Καθώς σηκωνόταν μπορούσα να διακρίνω το σώμα της να γίνεται ανθρώπινο και το κεφάλι στα χέρια της Λίλιθ να παίρνει μια πολύ οικεία μορφή. Γυρνώντας το κεφάλι μου από την άλλη μεριά, είδα την άλλη γειτόνισσά να κείτεται γυμνή στο χαλί με το κεφάλι της πεταμένο πάνω στο κρεβάτι. Γύρισα προς το μέρος της Λίλιθ με τρόμο και την είδα να κάνει μια αργή μεταβολή και να σηκώνει το βλέμμα της σε εμένα. Μόνο που αυτή δεν ήταν η κοπέλα που είχα γνωρίσει. Τα δόντια της ήταν εκτεθειμένα σε όλο τους το μήκος, μεγαλύτερα και από αυτά του πατέρα μου, το στόμα της καλυμμένο με αίμα και τα μάτια της… Ω, Θεέ μου!
Έκανα ένα βήμα τρομαγμένος προς τα πίσω πέφτοντας πάνω στον τοίχο. Τα μάτια της… το βαθύ κόκκινο του αίματος ήταν απλωμένο σαν μια πηχτή μπογιά σε όλο το μήκος του ματιού της. Το πλάγιο χαμόγελο σε συνδυασμό με το βλέμμα της κάνανε το αίμα στις φλέβες μου να παγώσει. Είχα δει πολύ, πολύ τρομαχτικά πράγματα αλλά με διαφορά αυτό κατακτούσε την κορυφή.
«Λίλιθ…» ψιθύρισα, προσπαθώντας να πάω προς το μέρος της αλλά με μια κίνηση του χεριού της βρισκόμουν πάλι κολλημένος στον τοίχο και ένα αόρατο χέρι να πιέζει τις αναπνευστικές μου οδούς. Προσπάθησα να το παλέψω, πάλεψα με όλες μου τις δυνάμεις να απελευθερωθώ αλλά ήταν μάταιο. Δεν μπορούσα να την νικήσω…
«Λάθος όνομα.» είπε μια βαθιά, ανατριχιαστική φωνή που σε καμία περίπτωση δεν μπορούσε να ανήκει στον κάτοχο αυτού του σώματος. « Δεν σε κατηγορώ όμως.» Την είδα να προχωράει αργά προς το μέρος μου και να έρχεται να σταθεί ακριβώς μπροστά μου. Τότε ήταν που μπόρεσα να δω καθαρά την εικόνα που προσπαθούσε ο εγκέφαλός μου να μου περάσει εδώ και ώρα. «Μαινάδα…» ψιθύρισα με δυσκολία και την είδα να χαμογελάει πλατύτερα. «Είμαι γνωστή και με αυτό το όνομα. Και εσύ είσαι το μικρό αλαζονικό καθίκι, όπως προτιμάει να σε λέει η Λίλιθ. Δεν θα έλεγα ότι χαίρομαι ιδιαίτερα για την γνωριμία. Βλέπεις, όποιος τολμάει να σηκώσει χέρι στην γλυκιά Σαλβατόρε αυτομάτως μπαίνει σε μαύρη λίστα για μένα.» Το χέρι της ήρθε να κλείσει γύρω από το λαιμό μου και μπορούσα να νιώσω τα δόντια της να μπήγονται ελαφρά στο αριστερό μου αυτί. «Κανείς δεν αγγίζει την Λίλιθ. Το κατάλαβες αυτό μικρέ άχρηστε φύλακα?» Κατάπια με δυσκολία αλλά δεν γύρισα να την κοιτάξω. Τραβώντας με δυνατά και ρίχνοντάς με στα γόνατα μου σήκωσε το κεφάλι έτσι ώστε να έχω μια καθαρή εικόνα των 2 πτωμάτων που κείτονταν στην κρεβατοκάμαρα. «Αυτό ήταν δική σου δουλειά.» γρύλισε στο αυτί μου. «Ευτυχώς που δεν βασίζομαι σε ηλίθια υβρίδια.» Ήθελα να την αντικρούσω. Να της πω να πάει στον διάολο από όπου και προέρχονταν και ότι ήμουν ο καλύτερος για αυτή την δουλειά. Αλλά δεν μπορούσα. Γιατί είχε δίκιο. Παρασυρμένος από τα νεύρα μου είχα αφήσει την Λίλιθ μόνη της και χωρίς καμία προστασία. Αυτό ήταν δικό μου λάθος. Έσκυψα το κεφάλι, νιώθοντας τα νύχια
της να μπήγονται στο πηγούνι μου αλλά δεν με ένοιαζε. Και να με σκότωνε εκείνη την στιγμή δίκιο θα είχε. «Το ότι σιωπάς σε τιμάει. Δέχεσαι την ενοχή σου.» Ένιωσα το κράτημά της να χαλαρώνει, σε καμία περίπτωση όμως δεν με άφηνε να κουνηθώ. Με σήκωσε όρθιο και κρατώντας με από τους ώμους με κοίταξε στα μάτια. «Φαίνεσαι άξιος εμπιστοσύνης. Θα το ρισκάρω. Θέλω κάτι από εσένα.» Την κοίταξα παραξενεμένος αλλά με αγνόησε επιδεικτικά. «Βλέπεις, η Λίλιθ δεν έχει ιδέα για το τι συνέβη εδώ απόψε. Ποτέ δεν έχει. Όταν εγώ παίρνω τον έλεγχο, ένα λευκό σεντόνι καλύπτει το δικό της μυαλό και δεν θυμάται τίποτα. Θέλω να πάρεις εσύ την ευθύνη για αυτό.» είπε και έδειξε τον χαμό γύρω της. «Δεν με νοιάζει τι θα πεις ή πως θα το πεις, με νοιάζει να πιστέψει ότι το έκανες εσύ και όχι εκείνη. Δεν θα αντέξει να μάθει ότι σκότωσε ξανά έστω και αν αυτοί είναι 2 ποταποί λύκοι που πήγαν να την βλάψουν. Ποτέ δεν θα μπορέσει να αποδεχτεί ότι είναι στην φύση της να σκοτώνει. Δεν είναι τέρας.» Σαν και εμένα. Δεν το είπε αλλά ήξερα ότι το σκεφτόταν. Ξανά? Είχε ξανά σκοτώσει? Η Μαινάδα είχε σκοτώσει στο παρελθόν και η Λίλιθ δεν μπόρεσε να το αντέξει? Ακουγόταν… λογικό. Ήξερα ότι η μικρή είχε μια σκοτεινή πλευρά αλλά δεν ήταν κακιά. Ήταν πολλά πράγματα αλλά σίγουρα όχι κακιά. Ήταν… αθώα κατά μια διεστραμμένη έννοια. Όμως αν ήθελε βοήθεια… Δεν ήμουν ο κατάλληλος. Ήμουν αρκετά κατεστραμμένος για να μπορέσω να βοηθήσω τον οποιοδήποτε. Και ειδικά εκείνη. Θα το προσπαθούσα όμως. Της το χρώσταγα μετά την απαίσια συμπεριφορά μου. «Μπράβο το αγόρι μου.» ψιθύρισε η Μαινάδα και την κοίταξα καχύποπτος. Μπορούσε να διαβάσει το μυαλό μου? Και η Λίλιθ μπορούσε? «Εγώ μπορώ. Εκείνη όχι.» είπε απαντώντας στο ανείπωτο ερώτημά μου. «Πρέπει να με αποδεχτεί πρώτα για να ‘ξεκλειδώσει’ τις δυνάμεις μου.» Όλα αυτά με είχαν μπερδέψει πολύ απόψε. Ήθελα απλά να πέσω στο κρεβάτι μου ξανά και να ξεχάσω την σημερινή μέρα. «Σε λίγο.» μου υποσχέθηκε και με άφησε με δύναμη με αποτέλεσμα να παραπατήσω προς τα πίσω. Έτριψα το λαιμό μου μηχανικά και ψάχνοντας για τις πληγές από τα νύχια της που είχαν ήδη κλείσει. «Α! Και κάτι ακόμα.» Γύρισα και την κοίταξα με προσοχή. «Η μικρή νοιάζεται για σένα. Γι’ αυτό και είσαι ακόμα ζωντανός. Αλλά άμα ξαναπλώσεις χέρι απάνω της…» σήκωσε τους ώμους της ανάλαφρα. «Μπορείς να θεωρείς τον εαυτό σου νεκρό από τώρα.» μου είπε χαρίζοντάς μου ένα τελευταίο χαμόγελο πριν κλείσει τα μάτια της και πέσει στο έδαφος. Ευτυχώς ήμουν αρκετά γρήγορος και την πρόλαβα πριν το σώμα της χτυπήσει στο ξύλινο πάτωμα. Ήταν περίεργο. Μετά από ότι είχε γίνει, απλά… δεν μπορούσα να την αφήσω. Το κεφάλι της ήταν ακουμπισμένο στα γόνατά μου και σήκωσα δισταχτικά το χέρι μου και της χάιδεψα τα μαλλιά. Δεν ήταν η σκύλα που είχα πείσει τον εαυτό μου να πιστέψει ότι ήταν. Όχι. Ήταν μια κοπέλα που ήταν το ίδιο χαμένη με εμένα. Έκλεισα τα μάτια και την κράτησα πιο σφιχτά στα χέρια μου. Αν αυτή ήταν η μόνη επαφή που μπορούσα να έχω μαζί της… ας ήταν. Απομάκρυνα το αίμα από το στόμα της αφήνοντας τον αντίχειρά μου να μείνει λίγο παραπάνω στο κάτω χείλος της. Τι θα της έλεγα? Δεν θα την άφηνα να κατηγορεί τον εαυτό της για ότι έγινε απόψε. Μπορεί να μην καταλάβαινα την όλη κατάσταση με εκείνη και την Μαινάδα όμως ήξερα ότι δεν μπορούσα να της πω την αλήθεια. Την ένιωσα να κουνιέται στην αγκαλιά μου και να ανοίγει τα μάτια της.
«Ντέιμιεν?» με ρώτησε αβέβαιη προσπαθώντας να σταθεί όρθια.
«Εδώ είμαι.» της είπα χαμηλόφωνα βοηθώντας την να σταθεί στα γόνατά της. Έτριψε το πλάι του κεφαλιού της με το χέρι της.
«Τι έγινε?» με ρώτησε ενώ έριχνε μια ματιά γύρω της. Βλέποντας τα 2 άψυχα κορμιά των κοριτσιών να κείτονται στην κρεβατοκάμαρά της περισσότερο ένιωσα παρά είδα τον τρόμο που ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό της. Γύρισε προς το μέρος μου και παρόλο που δεν είπε τίποτα ήξερα ότι με ικέτευε να της πω ότι δεν το είχε προκαλέσει εκείνη. Έφερα τις παλάμες μου στο πρόσωπό της και την κοίταξα βαθιά στα μάτια.
«Λυπάμαι. Για πριν. Δεν ήθελα να τις σκοτώσω. Μπήκα στο δωμάτιό σου όταν γύρισα για να σε ελέγξω όμως κοιμόσουν. Και τις είδα να στέκονται από πάνω σου. Κατάλαβα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά και τους επιτέθηκα…»
«Περίμενε.» με διέκοψε πάνω που είχα πάρει φόρα. Ήταν ένα αρκετά πιστευτό ψέμα. Τα είχα καταφέρει καλά. Δεν με πίστευε όμως? «Γιατί δεν θυμάμαι τίποτα?» Και… κενό! Να ένας παράγοντας που δεν είχα υπολογίσει. Και πως θα της εξηγούσα ότι ξύπνησε στα χέρια μου? Σκέψου!
« Σε χτύπησα. Ξανά.» είπα γρήγορα και την είδα να με κοιτάει με απορία. «Ενώ κανόνιζα την μια από τις 2, εσύ ξύπνησες και μην ξέροντας τι έκανα ήρθες να με σταματήσεις. Πάνω στην φρενίτιδα της στιγμής σε πέταξα μακριά και λιποθύμησες.» Εξηγούσε την αμνησία της και τα ματωμένα της ρούχα και ακουγόταν σαν κάτι που θα έκανα. Έτριψε τα μάτια της και σηκώθηκε όρθια με εμένα να την στηρίζω.
«Ακούγεται σαν και εμένα.» μου είπε κουνώντας το κεφάλι της. «Ευχαριστώ.» ύψωσε το βλέμμα της σε εμένα και μου χαμογέλασε. Της χαμογέλασα πίσω. Έφερα το χέρι μου στο μάγουλό της και την χάιδεψα. Κάτι είχε αυτή η γυναίκα που μου καθιστούσε αδιανόητο το γεγονός να κρατήσω τα χέρια μου για μένα.
«Μην το σκέφτεσαι. Γι’ αυτό είμαι εδώ.» Κούνησε το κεφάλι της και έφερε το χέρι της πάνω από το δικό μου. Το αίσθημα ζεστασιάς που με διαπέρασε από το κατά τα άλλα αθώο άγγιγμά της ήταν για μένα καινούργιο και χτύπησε καμπανάκι συναγερμού σε όλο το σύστημά μου. «Και τώρα πρέπει να βρούμε που θα κοιμηθείς.» Προσπάθησα να ελαφρύνω το κλίμα και μάλλον λειτούργησε γιατί η κοπέλα απέναντί μου άρχισε να γελάει.
«Μην ανησυχείς. Θα ξεφορτωθώ τα… κορίτσια, θα καθαρίσω και όλα θα είναι καλύτερα από πριν.» Την κοίταξα καχύποπτα.
«Είσαι σίγουρη?» την ρώτησα και έγνεψε καταφατικά ενώ έκανε μεταβολή και έσκυβε πάνω από το ακέφαλο πτώμα. Παίρνοντας λοιπόν μια βαθιά ανάσα βγήκα από το δωμάτιο της και μπήκα στο δικό μου. Έπεσα ξεθεωμένος στα μαξιλάρια και έτριψα το πρόσωπό μου. Είχα πολλά να σκεφτώ για απόψε. Τελικά, δεν θα ήταν τόσο εύκολο όσο νόμιζα η συμβίωση με τον καστανό βρικόλακα που στοίχειωνε την σκέψη μου…
Nadia
«Λοιπόν, θα με κεράσεις κάτι?» μου είπε με μια βαθιά, αισθησιακή φωνή.
«Τι τραβάει η όρεξή σου?» Η μικρή έπαιζε παιχνίδια και παρόλο που δεν ήμουν σε διάθεση είπα να δω που το πήγαινε.
«Μμμ…» μουρμούρισε και έτριψε το τακούνι της στην γάμπα μου κάτω από το μπαρ. «Τι προσφέρεις?» Ο αποπλανητικός τόνος της έστελνε το μήνυμα καθαρά και δυνατά. Χτυπώντας το χέρι μου στο μπαρ και κάνοντας τον ψυχαναγκασμένο μπάρμαν να γυρίσει προς το μέρος μου, του άφησα τα λεφτά στον πάγκο και έκανα νόημα στην κοκκινομάλλα να με ακολουθήσει. Με το που βγήκαμε έξω την οδήγησα στο πίσω μέρος ανάμεσα στο μαγαζί και ένα διπλανό κτίριο αφήνοντας τις σκιές της νύχτας να είναι η αποψινή μου κάλυψη.
«Δεν θα με ρωτήσεις καν το όνομά μου?» με ρώτησε όταν την είχα πλέον ακινητοποιημένη στον τοίχο με τα χέρια της πάνω από το κεφάλι της και εμένα να την κοιτάω από την κορυφή ως τα νύχια λεπτομερώς. Ήταν όμορφη αλλά αυτό δεν με ένοιαζε απόψε. Το μόνο που μετρούσε ήταν ότι 1. Ήταν γυναίκα και μπορούσα να εκτονώσω την ένταση και 2. Ήταν άνθρωπος που σήμαινε ότι αυτή η φλέβα που χτυπούσε προκλητικά στον λαιμό της θα μου πρόσφερε ένα αίσθημα ικανοποίησης. Όσο μπορούσε τουλάχιστον.
«Έχει σημασία?» Κάτι πήγε να πει αλλά έφερα τα χέρια μου στο πρόσωπό της και την κοίταξα στα μάτια. Το βλέμμα της χάθηκε στο δικό μου και γέλασα. Ηλίθιοι άνθρωποι. «Μην φωνάξεις.» της είπα αργά και καθαρά και είδα τα μάτια της να λάμπουν από την δύναμη του ψυχαναγκασμού. Τώρα όλα θα ήταν εύκολα…
Μιάμιση ώρα αργότερα βρισκόμουν ήδη στο κρεβάτι μου σε αυτή την γελοία έπαυλη. Χορτασμένος και ήσυχος είχα μπει και χωρίς να ρίξω ούτε μια ματιά στην πόρτα της είχα κατευθυνθεί στο δωμάτιό μου και στο πολλά υποσχόμενο κρεβάτι μου που, από την ώρα που είχαμε φτάσει εδώ, λαχταρούσα να ξαπλώσω. Βέβαια δεν είχα την ευκαιρία να το κάνω για πολύ καθώς ουρλιαχτά με έβγαλαν από τον όχι και τόσο ήσυχο ύπνο μου. Πετάχτηκα αμέσως όρθιος και κατευθύνθηκα προς το δωμάτιο της. Άσχετα με την απέχθειά μου σε εκείνη ήμουν εδώ για να την φυλάω και από τα ανατριχιαστικά ουρλιαχτά, μάλλον είχα ήδη αποτύχει. Όμως όταν άνοιξα την πόρτα του δωματίου της, με περίμενε μια μεγάλη έκπληξη. Η Λίλιθ ήταν σκυμμένη πάνω από ένα άψυχο λυκίσιο σώμα. Καθώς σηκωνόταν μπορούσα να διακρίνω το σώμα της να γίνεται ανθρώπινο και το κεφάλι στα χέρια της Λίλιθ να παίρνει μια πολύ οικεία μορφή. Γυρνώντας το κεφάλι μου από την άλλη μεριά, είδα την άλλη γειτόνισσά να κείτεται γυμνή στο χαλί με το κεφάλι της πεταμένο πάνω στο κρεβάτι. Γύρισα προς το μέρος της Λίλιθ με τρόμο και την είδα να κάνει μια αργή μεταβολή και να σηκώνει το βλέμμα της σε εμένα. Μόνο που αυτή δεν ήταν η κοπέλα που είχα γνωρίσει. Τα δόντια της ήταν εκτεθειμένα σε όλο τους το μήκος, μεγαλύτερα και από αυτά του πατέρα μου, το στόμα της καλυμμένο με αίμα και τα μάτια της… Ω, Θεέ μου!
Έκανα ένα βήμα τρομαγμένος προς τα πίσω πέφτοντας πάνω στον τοίχο. Τα μάτια της… το βαθύ κόκκινο του αίματος ήταν απλωμένο σαν μια πηχτή μπογιά σε όλο το μήκος του ματιού της. Το πλάγιο χαμόγελο σε συνδυασμό με το βλέμμα της κάνανε το αίμα στις φλέβες μου να παγώσει. Είχα δει πολύ, πολύ τρομαχτικά πράγματα αλλά με διαφορά αυτό κατακτούσε την κορυφή.
«Λίλιθ…» ψιθύρισα, προσπαθώντας να πάω προς το μέρος της αλλά με μια κίνηση του χεριού της βρισκόμουν πάλι κολλημένος στον τοίχο και ένα αόρατο χέρι να πιέζει τις αναπνευστικές μου οδούς. Προσπάθησα να το παλέψω, πάλεψα με όλες μου τις δυνάμεις να απελευθερωθώ αλλά ήταν μάταιο. Δεν μπορούσα να την νικήσω…
«Λάθος όνομα.» είπε μια βαθιά, ανατριχιαστική φωνή που σε καμία περίπτωση δεν μπορούσε να ανήκει στον κάτοχο αυτού του σώματος. « Δεν σε κατηγορώ όμως.» Την είδα να προχωράει αργά προς το μέρος μου και να έρχεται να σταθεί ακριβώς μπροστά μου. Τότε ήταν που μπόρεσα να δω καθαρά την εικόνα που προσπαθούσε ο εγκέφαλός μου να μου περάσει εδώ και ώρα. «Μαινάδα…» ψιθύρισα με δυσκολία και την είδα να χαμογελάει πλατύτερα. «Είμαι γνωστή και με αυτό το όνομα. Και εσύ είσαι το μικρό αλαζονικό καθίκι, όπως προτιμάει να σε λέει η Λίλιθ. Δεν θα έλεγα ότι χαίρομαι ιδιαίτερα για την γνωριμία. Βλέπεις, όποιος τολμάει να σηκώσει χέρι στην γλυκιά Σαλβατόρε αυτομάτως μπαίνει σε μαύρη λίστα για μένα.» Το χέρι της ήρθε να κλείσει γύρω από το λαιμό μου και μπορούσα να νιώσω τα δόντια της να μπήγονται ελαφρά στο αριστερό μου αυτί. «Κανείς δεν αγγίζει την Λίλιθ. Το κατάλαβες αυτό μικρέ άχρηστε φύλακα?» Κατάπια με δυσκολία αλλά δεν γύρισα να την κοιτάξω. Τραβώντας με δυνατά και ρίχνοντάς με στα γόνατα μου σήκωσε το κεφάλι έτσι ώστε να έχω μια καθαρή εικόνα των 2 πτωμάτων που κείτονταν στην κρεβατοκάμαρα. «Αυτό ήταν δική σου δουλειά.» γρύλισε στο αυτί μου. «Ευτυχώς που δεν βασίζομαι σε ηλίθια υβρίδια.» Ήθελα να την αντικρούσω. Να της πω να πάει στον διάολο από όπου και προέρχονταν και ότι ήμουν ο καλύτερος για αυτή την δουλειά. Αλλά δεν μπορούσα. Γιατί είχε δίκιο. Παρασυρμένος από τα νεύρα μου είχα αφήσει την Λίλιθ μόνη της και χωρίς καμία προστασία. Αυτό ήταν δικό μου λάθος. Έσκυψα το κεφάλι, νιώθοντας τα νύχια
της να μπήγονται στο πηγούνι μου αλλά δεν με ένοιαζε. Και να με σκότωνε εκείνη την στιγμή δίκιο θα είχε. «Το ότι σιωπάς σε τιμάει. Δέχεσαι την ενοχή σου.» Ένιωσα το κράτημά της να χαλαρώνει, σε καμία περίπτωση όμως δεν με άφηνε να κουνηθώ. Με σήκωσε όρθιο και κρατώντας με από τους ώμους με κοίταξε στα μάτια. «Φαίνεσαι άξιος εμπιστοσύνης. Θα το ρισκάρω. Θέλω κάτι από εσένα.» Την κοίταξα παραξενεμένος αλλά με αγνόησε επιδεικτικά. «Βλέπεις, η Λίλιθ δεν έχει ιδέα για το τι συνέβη εδώ απόψε. Ποτέ δεν έχει. Όταν εγώ παίρνω τον έλεγχο, ένα λευκό σεντόνι καλύπτει το δικό της μυαλό και δεν θυμάται τίποτα. Θέλω να πάρεις εσύ την ευθύνη για αυτό.» είπε και έδειξε τον χαμό γύρω της. «Δεν με νοιάζει τι θα πεις ή πως θα το πεις, με νοιάζει να πιστέψει ότι το έκανες εσύ και όχι εκείνη. Δεν θα αντέξει να μάθει ότι σκότωσε ξανά έστω και αν αυτοί είναι 2 ποταποί λύκοι που πήγαν να την βλάψουν. Ποτέ δεν θα μπορέσει να αποδεχτεί ότι είναι στην φύση της να σκοτώνει. Δεν είναι τέρας.» Σαν και εμένα. Δεν το είπε αλλά ήξερα ότι το σκεφτόταν. Ξανά? Είχε ξανά σκοτώσει? Η Μαινάδα είχε σκοτώσει στο παρελθόν και η Λίλιθ δεν μπόρεσε να το αντέξει? Ακουγόταν… λογικό. Ήξερα ότι η μικρή είχε μια σκοτεινή πλευρά αλλά δεν ήταν κακιά. Ήταν πολλά πράγματα αλλά σίγουρα όχι κακιά. Ήταν… αθώα κατά μια διεστραμμένη έννοια. Όμως αν ήθελε βοήθεια… Δεν ήμουν ο κατάλληλος. Ήμουν αρκετά κατεστραμμένος για να μπορέσω να βοηθήσω τον οποιοδήποτε. Και ειδικά εκείνη. Θα το προσπαθούσα όμως. Της το χρώσταγα μετά την απαίσια συμπεριφορά μου. «Μπράβο το αγόρι μου.» ψιθύρισε η Μαινάδα και την κοίταξα καχύποπτος. Μπορούσε να διαβάσει το μυαλό μου? Και η Λίλιθ μπορούσε? «Εγώ μπορώ. Εκείνη όχι.» είπε απαντώντας στο ανείπωτο ερώτημά μου. «Πρέπει να με αποδεχτεί πρώτα για να ‘ξεκλειδώσει’ τις δυνάμεις μου.» Όλα αυτά με είχαν μπερδέψει πολύ απόψε. Ήθελα απλά να πέσω στο κρεβάτι μου ξανά και να ξεχάσω την σημερινή μέρα. «Σε λίγο.» μου υποσχέθηκε και με άφησε με δύναμη με αποτέλεσμα να παραπατήσω προς τα πίσω. Έτριψα το λαιμό μου μηχανικά και ψάχνοντας για τις πληγές από τα νύχια της που είχαν ήδη κλείσει. «Α! Και κάτι ακόμα.» Γύρισα και την κοίταξα με προσοχή. «Η μικρή νοιάζεται για σένα. Γι’ αυτό και είσαι ακόμα ζωντανός. Αλλά άμα ξαναπλώσεις χέρι απάνω της…» σήκωσε τους ώμους της ανάλαφρα. «Μπορείς να θεωρείς τον εαυτό σου νεκρό από τώρα.» μου είπε χαρίζοντάς μου ένα τελευταίο χαμόγελο πριν κλείσει τα μάτια της και πέσει στο έδαφος. Ευτυχώς ήμουν αρκετά γρήγορος και την πρόλαβα πριν το σώμα της χτυπήσει στο ξύλινο πάτωμα. Ήταν περίεργο. Μετά από ότι είχε γίνει, απλά… δεν μπορούσα να την αφήσω. Το κεφάλι της ήταν ακουμπισμένο στα γόνατά μου και σήκωσα δισταχτικά το χέρι μου και της χάιδεψα τα μαλλιά. Δεν ήταν η σκύλα που είχα πείσει τον εαυτό μου να πιστέψει ότι ήταν. Όχι. Ήταν μια κοπέλα που ήταν το ίδιο χαμένη με εμένα. Έκλεισα τα μάτια και την κράτησα πιο σφιχτά στα χέρια μου. Αν αυτή ήταν η μόνη επαφή που μπορούσα να έχω μαζί της… ας ήταν. Απομάκρυνα το αίμα από το στόμα της αφήνοντας τον αντίχειρά μου να μείνει λίγο παραπάνω στο κάτω χείλος της. Τι θα της έλεγα? Δεν θα την άφηνα να κατηγορεί τον εαυτό της για ότι έγινε απόψε. Μπορεί να μην καταλάβαινα την όλη κατάσταση με εκείνη και την Μαινάδα όμως ήξερα ότι δεν μπορούσα να της πω την αλήθεια. Την ένιωσα να κουνιέται στην αγκαλιά μου και να ανοίγει τα μάτια της.
«Ντέιμιεν?» με ρώτησε αβέβαιη προσπαθώντας να σταθεί όρθια.
«Εδώ είμαι.» της είπα χαμηλόφωνα βοηθώντας την να σταθεί στα γόνατά της. Έτριψε το πλάι του κεφαλιού της με το χέρι της.
«Τι έγινε?» με ρώτησε ενώ έριχνε μια ματιά γύρω της. Βλέποντας τα 2 άψυχα κορμιά των κοριτσιών να κείτονται στην κρεβατοκάμαρά της περισσότερο ένιωσα παρά είδα τον τρόμο που ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό της. Γύρισε προς το μέρος μου και παρόλο που δεν είπε τίποτα ήξερα ότι με ικέτευε να της πω ότι δεν το είχε προκαλέσει εκείνη. Έφερα τις παλάμες μου στο πρόσωπό της και την κοίταξα βαθιά στα μάτια.
«Λυπάμαι. Για πριν. Δεν ήθελα να τις σκοτώσω. Μπήκα στο δωμάτιό σου όταν γύρισα για να σε ελέγξω όμως κοιμόσουν. Και τις είδα να στέκονται από πάνω σου. Κατάλαβα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά και τους επιτέθηκα…»
«Περίμενε.» με διέκοψε πάνω που είχα πάρει φόρα. Ήταν ένα αρκετά πιστευτό ψέμα. Τα είχα καταφέρει καλά. Δεν με πίστευε όμως? «Γιατί δεν θυμάμαι τίποτα?» Και… κενό! Να ένας παράγοντας που δεν είχα υπολογίσει. Και πως θα της εξηγούσα ότι ξύπνησε στα χέρια μου? Σκέψου!
« Σε χτύπησα. Ξανά.» είπα γρήγορα και την είδα να με κοιτάει με απορία. «Ενώ κανόνιζα την μια από τις 2, εσύ ξύπνησες και μην ξέροντας τι έκανα ήρθες να με σταματήσεις. Πάνω στην φρενίτιδα της στιγμής σε πέταξα μακριά και λιποθύμησες.» Εξηγούσε την αμνησία της και τα ματωμένα της ρούχα και ακουγόταν σαν κάτι που θα έκανα. Έτριψε τα μάτια της και σηκώθηκε όρθια με εμένα να την στηρίζω.
«Ακούγεται σαν και εμένα.» μου είπε κουνώντας το κεφάλι της. «Ευχαριστώ.» ύψωσε το βλέμμα της σε εμένα και μου χαμογέλασε. Της χαμογέλασα πίσω. Έφερα το χέρι μου στο μάγουλό της και την χάιδεψα. Κάτι είχε αυτή η γυναίκα που μου καθιστούσε αδιανόητο το γεγονός να κρατήσω τα χέρια μου για μένα.
«Μην το σκέφτεσαι. Γι’ αυτό είμαι εδώ.» Κούνησε το κεφάλι της και έφερε το χέρι της πάνω από το δικό μου. Το αίσθημα ζεστασιάς που με διαπέρασε από το κατά τα άλλα αθώο άγγιγμά της ήταν για μένα καινούργιο και χτύπησε καμπανάκι συναγερμού σε όλο το σύστημά μου. «Και τώρα πρέπει να βρούμε που θα κοιμηθείς.» Προσπάθησα να ελαφρύνω το κλίμα και μάλλον λειτούργησε γιατί η κοπέλα απέναντί μου άρχισε να γελάει.
«Μην ανησυχείς. Θα ξεφορτωθώ τα… κορίτσια, θα καθαρίσω και όλα θα είναι καλύτερα από πριν.» Την κοίταξα καχύποπτα.
«Είσαι σίγουρη?» την ρώτησα και έγνεψε καταφατικά ενώ έκανε μεταβολή και έσκυβε πάνω από το ακέφαλο πτώμα. Παίρνοντας λοιπόν μια βαθιά ανάσα βγήκα από το δωμάτιο της και μπήκα στο δικό μου. Έπεσα ξεθεωμένος στα μαξιλάρια και έτριψα το πρόσωπό μου. Είχα πολλά να σκεφτώ για απόψε. Τελικά, δεν θα ήταν τόσο εύκολο όσο νόμιζα η συμβίωση με τον καστανό βρικόλακα που στοίχειωνε την σκέψη μου…
Nadia