Στην τρικυμία της μοίρας (Κεφάλαιο 27)

«Τι εννοείς λέγοντας πως τον εκπαίδευες τα τελευταία τέσσερα χρόνια;», ρωτώ τον Μπραντον, ενώ ένα κακό προαίσθημα πως η απάντηση δε θα μου αρέσει καθόλου με τυλίγει. ‘Τέσσερα χρόνια’, επεξεργάζομαι την πληροφορία στο μυαλό μου. Τόσα χρόνια είμαστε φίλοι με τον Γουίλ. Εδώ και τέσσερα χρόνια γνωρίζει και τον Μπράντον; Δεν ακούγεται καθόλου τυχαίο.
«Λάιρα, όταν άρχισες…», ξεκινάει ο Μπράντον, αλλά ο Γουίλ τον διακόπτει.
«Όχι…», λέει ικετευτικά. Είναι φανερό πως δε θέλει με τίποτε να μάθω την αλήθεια και αυτό με νευριάζει ακόμα περισσότερο, παρ’ όλο που δε μου αρέσει η πονεμένη έκφραση που έχει χαραχθεί στα χαρακτηριστικά του. Προσπαθώντας να μην τον κοιτάω, ώστε να διατηρήσω την αποφασιστικότητά μου, μιλάω στον Μπράντον.
«Μπράντον συνέχισε σε παρακαλώ», τον παροτρύνω.
 «Όταν άρχισες να βγαίνεις από την Ακαδημία μόνη σου ντυμένη αγόρι και να τριγυρνάς στα σοκάκια της πόλης εγώ και η αδελφή σου… η Σούζαν, τέλος πάντων, ανησυχήσαμε για την ασφάλειά σου. Δε μπορούσαμε όμως να σε ακολουθούμε κρυφά  ή να σου ζητήσουμε να ερχόμαστε μαζί σου, γιατί κάτι τέτοιο ίσως σε έβαζε σε υποψίες σχετικά με το λόγω της υπερπροστατευτικότητάς μας. Φυσικά δε μπορούσαμε να σου πούμε την αλήθεια για το ποια ήσουν και από ποιους έπρεπε να φυλάγεσαι, καθώς δεν είχαμε τέτοιες εντολές από τους επικεφαλείς Ιππότες. Οπότε έπρεπε να βρούμε έναν τρόπο να σε προσέχουμε, χωρίς να το καταλάβεις . Έπρεπε να βρούμε κάποιον που θα ήταν δίπλα σου σε όλες σου τις εξορμήσεις, θα σε προστάτευε και θα μας έδινε αναφορά αν κάτι του φαινόταν ύποπτο», μου εξηγεί με δυσκολία ο Μπράντον. Είναι φανερό πως δεν του είναι ευχάριστο να μου λέει κάτι τέτοιο που ξέρει πως δε θα το δω με καλό μάτι. Παρ’ όλα αυτά με κορόιδεψαν άλλη μια φορά. Προσπαθώ να το θυμάμαι για να σταματήσω να τον δικαιολογώ και να εξακολουθήσω να είμαι θυμωμένη.
«Έτσι βρήκατε τον Γουίλ;», ρωτάω με την καρδιά μου να καλπάζει σαν ένα άγριο άλογο από την ταραχή και την ένταση.
«Ναι», μου απαντά.
«Και ποιο ήταν το αντάλλαγμα για τις ‘υπηρεσίες’ σου;», ρωτώ τον Γουίλ με κομμένη την ανάσα και έναν βουβό πόνο να γεννιέται στο στήθος μου. Το κακό μου προαίσθημα φουντώνει. ‘Σε παρακαλώ Γουίλ. Αρνήσου πως είναι αυτό που νομίζω. Σε παρακαλώ’, του λέω νοερά καθώς περιμένω την απάντησή του. Η έκφρασή στο πρόσωπό του γίνεται ακόμη πιο συντετριμμένη  και θλιμμένη, από όταν ο Μπράντον άρχισε να μου λέει την αλήθεια. Μοιάζει σα να διαισθάνεται πως η απάντησή του θα υψώσει ένα αδιαπέραστο τείχος ανάμεσά μας και δε δείχνει να το θέλει αυτό.
«Ήταν…» αρχίζει ο Μπράντον αλλά τον σταματάω.
«Όχι. Θέλω να το πει εκείνος», λέω ψυχρά, χωρίς να ξεκολλήσω το οργισμένο  πλέον βλέμμα μου από τον Γουίλ. «Πες το Γουίλ. Τι στο διάολο πήρες για τις υπηρεσίες σου;»
«Χρήματα», ψελλίζει εκείνος και η φωνή του σπάει.
«Σε πλήρωναν για να μου κάνεις παρέα. Για να προστατεύεις ένα ανόητο ανίδεο κορίτσι παριστάνοντας το φίλο του; Και όλα όσα μοιραστήκαμε ήταν για σένα απλώς μια δουλειά, ένα ανώδυνο μέσο να γεμίσεις την τσέπη σου;», φωνάζω φτύνοντας σχεδόν τις λέξεις, με την πίκρα και το παράπονο να με πνίγουν, κρατώντας με δυσκολία τη φωνή μου σταθερή.
«Λάιρα…»
«Έκανα τη δουλειά σου πολύ εύκολη. Σε εμπιστεύτηκα αμέσως. Σου είπα τα πάντα για μένα», τον κόβω. «Ήσουν πολύ καλός ηθοποιός πάντως, αυτό οφείλω να στο αναγνωρίσω. Πέρα από την αργυρώνητη φιλία σου, έχαψα αμέσως και το παραμυθάκι σου για έρωτες και αηδίες. Για πες μου ήταν κι αυτό άλλη μια εντολή ώστε να καταφέρεις να είσαι περισσότερο κοντά μου, τώρα που τα πράγματα έχουν γίνει πιο δύσκολα, για να με προσέχεις υποτίθεται, ως προσωπική μου κουβερνάντα, ή ήταν δική σου πρωτοβουλία; Και τα φιλιά; Χρεώνονταν παραπάνω, ή…»
«Αρκετά Λάιρα», φωνάζει ο Μπράντον. Είναι η πρώτη φορά που μου φωνάζει και αυτό μου κάνει μεγάλη εντύπωση. Σταματώ να μιλώ απότομα, όχι τόσο επειδή συμμορφώνομαι στα λεγόμενά του, όσο από το σάστισμά μου.
«Λάιρα καταλαβαίνω πως όλο αυτό φαίνεται απαίσιο, αλλά…», αρχίζει ο Γουίλ.
«Φαίνεται; Είναι απαίσιο. Ήσουν το μόνο άτομο που νόμιζα πως δε μου είχε πει ψέματα, το μόνο άτομο που εξακολουθούσα να εμπιστεύομαι απόλυτα και δε με είχε πληγώσει», λέω και η φωνή μου σπάει. Νιώθω τα μάτια μου να υγραίνονται και την όρασή μου να θολώνει από δάκρυα που απειλούν να ξεχυθούν σαν ορμητικός χείμαρρος παρασύροντας τα πάντα στο πέρασμά τους. Δε θέλω όμως να τους κάνω τη χάρη να κλάψω μπροστά τους και να συμπεράνουν πως είμαι αδύναμη, ή χρειάζομαι προστασία, αν και αυτά ήδη τα πιστεύουν από ότι συμπεραίνω από όλα αυτά. Οπότε αποφασίζω να φύγω μακριά τους όσο πιο γρήγορα μπορώ. Κάνω μεταβολή, αλλά το χέρι του Γουίλ με πιάνει από τον καρπό.
«Λάιρα, περίμενε», με παρακαλάει με έναν ικετευτικό τόνο στη φωνή του, αλλά δε μπορώ να μείνω άλλο εκεί γιατί η καρδιά μου είναι ήδη χίλια κομμάτια και θέλω να μείνω μόνη μου.
«Μη με αγγίζεις», λέω σιγανά, σε χαμηλότερο κατά πολύ τόνο από τον προηγούμενό μου, αλλά ψυχρά και αμείλικτα. Εκείνος με αφήνει απρόθυμα και τρέχω μακριά τους, σα να προσπαθώ να ξεφύγω συγχρόνως από την ίδια την αλήθεια και τον πόνο που σέρνει πίσω της, ενώ δάκρυα κυλούν πια στα μάγουλά μου.

Όλα φαντάζουν λάθος, ένα αμείλικτο, σκληρό λάθος. Ίσως όμως τα λάθη δεν είναι  τίποτε παραπάνω από το τίμημα που πληρώνουμε για την αλήθεια.
Καθώς τρέχω περνάω μπροστά από τον Σαντιάγκο.
«Λάιρα τι συμβαίνει;», με ρωτά καθώς τον προσπερνώ, αλλά εγώ δε σταματάω. Εκείνος τρέχει πίσω μου και με προλαβαίνει. Με πιάνει από το μπράτσο και έτσι αναγκάζομαι να σταματήσω και να τον κοιτάξω. Δε θέλω να με δει πάλι να κλαίω, αλλά δεν υπάρχει τρόπος να το αποφύγω τώρα και δεν έχω την ψυχική δύναμη να φορέσω πάλι το προσωπείο της αδιαφορίας και της αυτοπεποίθησης. «Τι συμβαίνει;», με ρωτάει πάλι με την ανησυχία να σκιάζει το γαλανό βλέμμα του, όπως τα σύννεφα τον ουρανό. Δεν ξέρω τι με ωθεί σε αυτό, αλλά ξαφνικά του τα ξεφουρνίζω όλα, πριν καν προλάβω να σκεφτώ αν θα ήθελα να τα ξέρει.  «Εγώ δε θα σου το έκανα ποτέ αυτό Λάιρα. Ποτέ», μου λέει με απαλή φωνή και δείχνει πραγματικά να λυπάται για μένα. Αμέσως νιώθω την παρόρμηση να υπερασπιστώ τον Γουίλ, να ισχυριστώ πως ούτε αυτός θα έκανε κάτι τέτοιο κανονικά, αλλά δεν το κάνω. Δεν το κάνω γιατί δεν είμαι πια σίγουρη πως γνωρίζω πραγματικά τον Γουίλ, ούτε τις αληθινές του προθέσεις. Οπότε αρκούμαι στο να χαμογελάσω θλιμμένα στον Σαντιάγκο και να τον ευχαριστήσω που με άκουσε και έδειξε ενδιαφέρον.
«Ξέρεις θα μπορούσες…», αρχίζει να λέει μετά από μια στιγμή σιωπής και των δυο μας, φανερά για να αλλάξει θέμα, αλλά ποτέ δεν ολοκληρώνει, γιατί μας πλησιάζει ο Γουίλ.
«Λάιρα. Σε παρακαλώ πρέπει να σου μιλήσω», λέει με σοβαρότητα ο Γουίλ. Δείχνει κουρασμένος και τσακισμένος, ενώ τα μάτια του με κοιτάζουν παρακλητικά.
Εγώ αναστενάζω μεγαλόφωνα και κρύβω για μια στιγμή το πρόσωπό μου μες στις παλάμες μου. Από τη μια θέλω μια εξήγηση για όλα αυτά, αλλά από την άλλη δε νιώθω ακόμα έτοιμη να μιλήσω μαζί του, γιατί εξακολουθώ να είμαι πολύ θυμωμένη και επιπλέον φοβάμαι μην ακούσω φτηνές δικαιολογίες, φοβάμαι μήπως οι σκέψεις που έκανα προηγουμένως επιβεβαιωθούν.
«Δε βλέπεις πως δε θέλει να σου μιλήσει», λέει ο Σαντιάγκο ερμηνεύοντας τον αναστεναγμό και τη σιωπή μου ως άρνηση. «Φύγε από εδώ», συμπληρώνει ψυχρά προτού προλάβω να απαντήσω οτιδήποτε.
«Δεν απευθύνθηκα σε εσένα», μουγκρίζει κοφτά ο Γουίλ, με βλέμμα που εκτοξεύει σπίθες προς το μέρος του Σαντιάγκο. Βλέπω της παλάμες του Σαντιάγκο να σφίγγονται σε γροθιές δίπλα στους μηρούς του  και το μήλο του Εδάμ στο λαιμό του να μετατοπίζεται καθώς καταπίνει έντονα. Για μια στιγμή κοιτάζονται σαν δύο γάτες που η μια ετοιμάζεται να ορμήσει στην άλλη και δεν το θέλω αυτό.
«Εντάξει Γουίλ. Ας μιλήσουμε», κατανεύω. «Σαντιάγκο, μπορείς να μας αφήσεις για λίγο μόνους», λέω γυρνώντας προς το μέρος του.
«Είσαι σίγουρη;», με ρωτά δύσπιστα.
«Ναι», του απαντώ. Εκείνος δε φαίνεται να συμφωνεί και πολύ, αλλά σέβεται την απόφασή μου και φεύγει.
«Σε ακούω», λέω κοφτά στον Γουίλ.
«Θέλω να ξέρει πως η στάση μου απέναντί σου δεν επηρεάστηκε ούτε στιγμή από τα χρήματα», αρχίζει εκείνος. Θέλω να τον πιστέψω, αλλά η πικρία και ο θυμός μου με ωθούν να μιλήσω πριν σκεφτώ.
«Δύσκολο να το φανταστεί κανείς, αν σκεφτείς πως αυτός ακριβώς ήταν ο σκοπός των χρημάτων που πήρες, να επηρεάσουν τη στάση σου προς εμένα, να μου παριστάνεις τον φίλο και έπειτα, ενδεχομένως με μεγαλύτερη αμοιβή, να παριστάνεις και τον ερωτευμένο μαζί μου», του απαντώ.
«Σε παρακαλώ, μη λες κάτι τέτοιο. Δε θα σου το έκανα ποτέ αυτό. Δε θα σε πλήγωνα με αυτόν τον τρόπο ούτε και για ένα τσουβάλι χρυσά νομίσματα», μου λέει εκείνος και δείχνει να πονάει αληθινά που πιστεύω όσα του είπα, αν και για να είμαι ειλικρινής δεν είμαι σίγουρη πως τα πιστεύω. Απλά μια σκοτεινή πλευρά του εαυτού μου προσπαθεί να τον πληγώσει όσο πλήγωσε αυτός εμένα.
«Γουίλ, δεν ξέρεις πόσο πολύ θέλω να σε πιστέψω, πόσο πολύ θα ήθελα όλα αυτά να είναι απλά ένα κακό όνειρο και να ξυπνήσω και να είμαι σίγουρη πως όλα όσα έχουν συμβεί ανάμεσά μας ήταν αληθινά, αλλά δυστυχώς αυτή είναι η πραγματικότητα. Η πραγματικότητα είναι πως δε σε ξέρω καθόλου στ’ αλήθεια, πως θα μπορούσες και να με μισείς ακόμα», του λέω σε ήρεμο τόνο. Η αλήθεια είναι πως έχω κουραστεί να μην ξέρω πραγματικά ποιους έχω απέναντί μου και ο πόνος που αγκαλιάζει την καρδιά μου φοβάμαι πως θα τη συνθλίψει.
«Τώρα γίνεσαι άδικη μαζί μου και το ξέρεις», μου λέει εκείνος. «Αγάπη μου σε παρακαλώ…». ‘Άουτς. Δεν καταλαβαίνει πως λέγοντάς με έτσι το κάνει πιο δύσκολο να εξακολουθώ να είμαι θυμωμένη μαζί του;’, σκέφτομαι. Επίσης είναι η πρώτη φορά που με λέει έτσι και παρ’  όλα όσα έχουν συμβεί δε μπορώ να μη σκεφτώ πόσο όμορφη ακούγεται αυτή η λέξη από τα χείλη του. «… άκουσε όλη την ιστορία από την αρχή και μετά αν δε θες να μου ξαναμιλήσεις θα σε αφήσω ήσυχη», συμπληρώνει. Εγώ του νεύω να συνεχίσει.
«Ξέρεις πως ο πατέρας μου πέθανε όταν ήμουν δεκατριών, λίγους μήνες πριν γνωριστούμε. Με το θάνατό του οι δουλειές μας  σχεδόν εξαλείφθηκαν. Λίγοι παραγωγοί εξακολουθούσαν να συνεργάζονται μαζί μας. Με δυσκολία κατάφερα να τους πείσω να ξανά αλέσουν σε εμάς και αυτό πήρε πολύ καιρό. Η οικογένειά μου με δυσκολία τα έβγαζε πέρα, χρειαζόμασταν χρήματα. Θα έκανα οτιδήποτε, οτιδήποτε για να μη βλέπω τη μητέρα μου να πεθαίνει λίγο λίγο κάθε μέρα συναισθηματικά με το να βλέπει τα παιδιά της να λιμοκτονούν και τα μικρά μάλιστα να κλαίνε, χωρίς εκείνη να έχει αρκετό φαγητό να τους δώσει. Ξέρεις πολύ καλά πόσο δύσκολα περνούσαμε στην αρχή και πως είχα θυσιάσει κάθε προσωπικό μου όνειρο και κάθε στιγμή από το χρόνο μου για να κάνω το μύλο να δουλέψει όπως πρώτα, αλλά έπρεπε να κάνω και κάτι άλλο. Και τότε έπεσα πάνω στον Μπράντον, μου είπε πως θα μου έδινε κάποια χρήματα κάθε εβδομάδα για να κάνω παρέα και να προσέχω ένα αγόρι, χωρίς εκείνο να το γνωρίζει πως ο Μπράντον με έστειλε. Δε μου έδωσε περισσότερες πληροφορίες ούτε για το τι ήταν αυτό το αγόρι, που τελικά δεν αποδείχθηκε και πολύ αγόρι, ούτε γιατί ή από τι έπρεπε να το προστατεύσω. Απλά μου είπε πως θα έπρεπε να σε υπερασπίζομαι με τη ζωή μου έναντι οποιουδήποτε ήθελε το κακό σου και να τον ειδοποιώ αν έβλεπα τίποτε ύποπτο γύρω μου. Για να είμαι πιο έτοιμος και αποτελεσματικός, άρχισε να με εκπαιδεύει στην ξιφασκία, τη μάχη σώμα με σώμα και την ιππασία, στην αρχή όχι πολύ σοβαρά, ή συστηματικά, αλλά όλο και περισσότερο με αποκορύφωμα τον τελευταίο χρόνο.
» Η πρόταση λοιπόν του Μπράντον θα με έβγαζε από το αδιέξοδο και θα με βοηθούσε να βάλω λίγο περισσότερο ψωμί στο σπίτι μου, οπότε, παρ’ όλο που δε μου άρεσε αυτό που έπρεπε να κάνω, δέχτηκα. Όμως εσύ δεν έκανες τα πράγματα πιο εύκολα για μένα. Σε συμπάθησα πολύ από την πρώτη στιγμή και οι τύψεις μου που σε εξαπατούσα και πρόδιδα την εμπιστοσύνη σου μεγάλωναν μέρα με την μέρα. Ένιωθα απαίσια κάθε φορά που έπαιρνα τα χρήματα από τον Μπράντον, σα να κάρφωνα ξανά και ξανά ένα μαχαίρι στην πλάτη σου. Οπότε τρεις μήνες μετά τη γνωριμία μας του είπα πως δεν ήθελα πια να με πληρώνει, πως θα συνέχιζα να κάνω αυτό που μου είχε ζητήσει και θα συνέχιζα να εκπαιδεύομαι, αλλά χωρίς κανένα αντάλλαγμα γι’ αυτό. Ήθελα να είμαι φίλος σου κανονικά, καθώς ώρες που περνάγαμε μαζί ήταν οι πιο ευχάριστες στιγμές της μέρας μου. Και τα αισθήματά μου για σένα είναι πέρα για πέρα αληθινά. Είσαι ότι πιο όμορφο έχει συμβεί στη ζωή μου», μου εξηγεί εκείνος.
Κάτι μέσα μου μαλακώνει και είμαι πολύ κοντά στο να τον πιστέψω. Βασικά τον πιστεύω ήδη, αλλά νιώθω πληγωμένη που δεν μου το αποκάλυψε όλο αυτό μόνος του και έπρεπε να το μάθω έτσι, οπότε του το λέω.
«Σε πιστεύω», μουρμουρίζω χωρίς να τον κοιτάξω στα μάτια.
«Αλήθεια;», η φωνή του φανερώνει ανακούφιση και χαρά, δε δείχνει να περίμενε να πω κάτι τέτοιο.
«Ναι, αλλά έπρεπε να μου το έχεις πει Γουίλ. Ίσως να μπορούσα να το καταλάβω καλύτερα τώρα, να ένιωθα λιγότερο προδομένη», συμπληρώνω.
«Δε σου είπα τίποτα γι’ αυτό γιατί δεν ήθελα να χαλάσω αυτό που έχουμε για κάτι που έκανα παλιά και μόνο από ανάγκη και το σταμάτησα πολύ νωρίς. Δεν ήθελα να σε πληγώσω, αλλά απ’ ότι φαίνεται έκανα τα πράγματα χειρότερα. Έπρεπε πράγματι να στο πω, αλλά δε βρήκα το θάρρος. Συγγνώμη», λέει χαμηλώνοντας το βλέμμα του μετανιωμένος. «Νομίζεις πως θα μπορέσεις να με συγχωρήσεις;», με ρωτά μια στιγμή μετά με την ελπίδα να τρεμοπαίζει στη φωνή του.
«Δεν ξέρω Γουίλ. Όλο αυτό είναι πολύ φρέσκο. Χρειάζομαι λίγο χρόνο», απαντώ.
«Εντάξει», κατανεύει.

«Έλα πάμε στους άλλους. Νομίζω πως είμαστε έτοιμοι να ξεκινήσουμε για τη  Λίμνη των Δακρύων», του λέω κοιτάζοντας τους άλλους να μαζεύουν και τα τελευταία μας πράγματα και να είναι έτοιμοι να ανέβουν στα άλογά τους. Έτσι τους πλησιάζουμε σιωπηλοί.

Όλγα Σ.