Στην τρικυμία της μοίρας (Κεφάλαιο 28)

Όσο ιππεύουμε αφήνουμε πίσω μας τις ορεινές εκτάσεις και το τοπίο αρχίζει να γίνεται πεδινό. Είναι νωρίς το μεσημέρι, αλλά νιώθω απίστευτα κουρασμένη. Ο βασικός λόγος είναι ότι τα δύο προηγούμενα βράδια ουσιαστικά δεν κοιμήθηκα, το πρώτο εξαιτίας της κατάστρωσης και υλοποίησης του σχεδίου μου για τη φυγή από το κάστρο της Εστέλλα με τον Γουίλ και το δεύτερο, γιατί φυλούσα σκοπιά με τις υπόλοιπες γυναίκες για την προστασία των ανδρών από τις νεράιδες, Εκτός αυτού την κούρασα μου επέτεινε σημαντικά η αποκάλυψη του Γουίλ και η συναισθηματική κατάσταση στην οποία βρέθηκα εξαιτίας της. Έτσι με την εξάντλησή μου, το να κρατηθώ πάνω στο άλογό μου απαιτεί τη διπλάσια προσπάθεια  και συγκέντρωση από ότι υπό άλλες συνθήκες. Εκτός αυτού τα μάτια μου πονούν και τσούζουν πολύ, καθώς τα κρατώ με δυσκολία ανοιχτά, ενώ το σώμα μου και το κεφάλι μου είναι βαριά και πονούν επίσης. Το ότι έχω και να ιππεύω με ένα μόνο χέρι, επειδή το άλλο μου είναι δεμένο, φυσικά κάνει τα πράγματα ακόμη πιο δύσκολα. Δύο ώρες μετά από όταν που ξεκινήσαμε, νομίζω πως θα καταρρεύσω από λεπτό σε λεπτό, ενώ με τυλίγει μια έντονη ζαλάδα.

«Μπορούμε να σταματήσουμε παρακαλώ; Δε νιώθω καλά», φωνάζω με δυσκολία στους άλλους. Εκείνοι με ακούνε και σταματούν σιγά σιγά να καλπάζουν γυρνώντας προς το μέρος μου. Παρατηρώ πως ο Χένρι, στο μπροστινό μου άλογο, με την Φέιλιν να κάθεται πίσω του αγκαλιάζοντας τη μέση του, με κοιτάζει ανήσυχος. Ο Ρότζερ κατεβαίνει από το άλογό του και προχωρά προς το μέρος μου. Προσπαθώ να κατέβω κι εγώ από το δικό μου, αλλά τελικά περισσότερο γλιστράω απότομα κάτω, παρά ξεπεζεύω. Πριν προλάβω καλά καλά να μιλήσω ή να πατήσω στο έδαφος, τα πόδια μου δε με κρατούν και νιώθω να χάνω τις αισθήσεις μου, καθώς σωριάζομαι στο έδαφος. Τα μόνα που καταφέρνω να ακούσω πριν τα πάντα σβήσουν είναι ανήσυχες φωνές, μια εκ των οποίων ανήκει στον Γουίλ και φράσεις όπως «έχει να κοιμηθεί δύο μέρες» και «όλες οι γυναίκες πρέπει να ξεκουραστούν γιατί δεν κοιμήθηκαν το βράδυ».


***

Δεν ξέρω πόσες ώρες έχω κοιμηθεί, όταν η Σούζαν με ξυπνάει. Μου είναι δύσκολο να ανοίξω τα μάτια μου και να σηκωθώ καθώς δεν έχω αναπληρώσει πλήρως το χαμένο μου ύπνο, αλλά νιώθω σαφώς καλύτερα από όταν λιποθύμησα. Ανοίγω τα μάτια μου και βλέπω τη Σούζαν να κάθεται από πάνω μου μιλώντας μου ήσυχα και τρυφερά. Συνειδητοποιώ ότι είμαστε μέσα στη σκηνή που μοιραζόμαστε όλες αυτές τις μέρες.
«Πως νιώθεις;», με ρωτά όταν καταλαβαίνει πως αποκτώ συναίσθηση της πραγματικότητας.
«Ακόμα νιώθω κάπως κουρασμένη, αλλά είμαι πολύ καλύτερα», της απαντώ με ειλικρίνεια.
«Χαίρομαι. Δυστυχώς όμως δε μπορούμε να σε αφήσουμε να κοιμηθείς περισσότερο. Πρέπει να συνεχίσουμε το ταξίδι μας. Χθες αφού λιποθύμησες το μεσημέρι, αναγκαστήκαμε να σταματήσουμε. Όλες οι γυναίκες πήγαμε για ύπνο για να αναπληρώσουμε τις χαμένες μας δυνάμεις. Τώρα είναι νωρίς το πρωί και πρέπει να φύγουμε και πάλι σε λίγα λεπτά», μου εξηγεί. « Έλα, φάε αυτό», λέει τείνοντας ένα μεγάλο κομμάτι ψωμί. Το παίρνω και την ευχαριστώ. Το στομάχι μου σα να κατάλαβε πως υπάρχει στο χώρο φαγητό γουργουρίζει δυνατά. Αρχίζω να μασουλάω το ψωμί σιωπηλή.
«Έμαθα το περιστατικό με τον Μπράντον και τον Γουίλ», λέει μετά από μερικές στιγμές σιωπής η Σούζαν. Καθώς βλέπει πως δεν απαντώ τίποτε συνεχίζει. «Κοίτα αποφασίσαμε να μη σου το πούμε για το καλό σου. Δεν υπήρχε λόγος να πληγωθείς για κάτι τέτοιο που ξεκίνησε τόσο παλιά και κράτησε ελάχιστα», υποστηρίζει με σοβαρότητα που υποκρύπτει μια ανησυχία και αμηχανία στη φωνή της. Μισώ όταν μου λένε πως μου λένε ψέματα για το καλό μου. Θα μπορούσα να κρίνω και η ίδια το καλό μου και να αποφασίσω γι’ αυτό. Παρ’ όλα αυτά δεν απαντώ κάτι κι έτσι συνεχίζει.
«Ο Γουίλ είχε ανάγκη τα χρήματα γι’ αυτό το έκανε».
«Το ξέρω», την κόβω.
«Τότε πρέπει να τον συγχωρήσεις. Είναι ερωτευμένος μαζί σου ξέρεις. Μόνο να πρόσεχες πως σε κοιτάζει. Ειδικά σε άσχετες στιγμές που δε θα χρειαζόταν να «προσποιηθεί», όπως είπες μπροστά στον Μπράντον όταν τους τσάκωσες. Και αυτές οι στιγμές αρκούν για να καταλάβεις πόσο του αρέσεις», μου λέει με ένα παιχνιδιάρικο χαμόγελο που θυμίζει την πιο ανέμελη Σούζαν που ήταν καμαριέρα στην Ακαδημία.  Η αλήθεια είναι πως έχει δίκαιο. Αν ο Γουίλ προσποιούταν θα έπρεπε να το κάνει μόνο όταν ήμουν μπροστά εγώ και θα έπρεπε να με πείσει, αλλά δε θα χρειαζόταν να πει ας πούμε στην Εστέλλα πως με αγαπά, όταν υποτίθεται πως ήταν μόνοι. Βέβαια το πρόβλημα δεν είναι αν πιστεύω τον Γουίλ και τα αισθήματά του. Γι’ αυτά πείστηκα και όταν μου μίλησε ο ίδιος. Το ζήτημα είναι πως δεν είμαι σίγουρη αν θα μπορέσω να τον εμπιστευτώ ξανά με τον ίδιο τρόπο και να τα αφήσω όλα αυτά πίσω μου.
«Το ξέρω Σούζαν», της απαντώ τελικά, «αλλά χρειάζομαι λίγο χρόνο μετά από όλα αυτά. Όσο για τα βλέμματα, κάτι έχω καταλάβει. Ειδικά αν συγκρίνω τα βλέμματα του Γουίλ με αυτά που σου ρίχνει ο Μπράντον. Δε χρειάζομαι κάτι άλλο για να πειστώ», της λέω αφενός για να μεταβάλλω το θέμα και αφετέρου για να την πειράξω. Εκείνη κοκκινίζει ελαφρά και χαμογελά δειλά. Μου φαίνεται πολύ περίεργο να βλέπω την δυναμική αδελφή μου να δείχνει ντροπαλή και ευάλωτη. Πολύ γρήγορα όμως  συνέρχεται και με κοιτάζει με προσποιητά σοβαρό ύφος.
«Δε θα συζητήσω τη σχέση μου με τον Μπράντον μαζί σου μικρή», με επιπλήττει χαμογελώντας .
«Καλά, καλά. Θα αφήσω εσένα και τον γοητευτικό και γυμνασμένο καθηγητή σου στην ησυχία σας», απαντώ χαμογελώντας για να αποσπάσω μια σκουντιά.
«Τσακίσου όρθια τεμπέλα», μου λέει πριν βγει από τη σκηνή μας.


***

Λίγη ώρα μετά είμαστε πάλι στα άλογά μας. Καλπάζουμε για μερικές ώρες, ώσπου φτάνουμε μπροστά στη Λίμνη των Δακρύων. Είναι μια τεράστια λίμνη που φτάνει μέχρι τον ορίζοντα που απλώνεται μπροστά μας. Το νερό της λαμπυρίζει σα να ‘ναι κεντημένο με ζαφείρια που βάφονται πορτοκαλί από το φως του ήλιου, ο οποίος βαίνει πια προς τη δύση του. Η επιφάνειά της ρυτιδώνεται ανεπαίσθητα από απαλό απογευματινό αεράκι, ενώ μεγαλόσωμα υδρόβια πουλιά πετούν γύρω της. Τίποτε στην εικόνα της δε δικαιολογεί το όνομά της, αλλά εγώ γνωρίζω πλέον το λόγο που έχει ονομαστεί έτσι. Θυμάμαι που μου το είχε εξηγήσει ο Έντουαρτ ένα πρωινό:
«Η λίμνη κανονικά λεγόταν Λούρια πριν κάποιους αιώνες. Έπειτα  ξαφνικά ο Προύτον και ο Άριτον συνδέθηκαν με τη δημιουργία των Πυλών. Ο δεσμός έφερε τις διαμάχες και την δυστυχία. Μετά την γένεση των Φυλάκων δημιουργήθηκε η Προφητεία, για το πώς οι κόσμοι μπορούν να απαλλαγούν από το δεσμό μια για πάντα. Ένα από τα απαραίτητα όπλα για να σπάσει για πάντα ο εκλεκτός Φύλακας τον δεσμό ήταν η Πέτρα των Δακρύων.  Ο θρύλος λέει πως τα δάκρυα των ανθρώπων των δύο πλανητών, με την ένωση και τη γέννηση των Φυλάκων για τη σωτηρία των δύο κόσμων, ενώθηκαν και ο πόνος και η δυστυχία που τα προκάλεσαν σαρκώθηκαν σε έναν λίθο, γέννημα και των δύο κόσμων, για να αποτελέσουν το όπλο κατά του δεσμού. Η πέτρα έπρεπε όμως να προστατευθεί μέχρι να έρθει η ώρα να την βρει ο εκλεκτός Φύλακας. Ρίχτηκε στον πάτο αυτής της Λίμνης, ακριβώς στο κέντρο της, ώστε κανένας να μη μπορέσει να τη βρει  πέρα από τον εκλεκτό, τον μόνο ικανό να την επαναφέρει από τα βάθη της λίμνης. Έκτοτε η λίμνη ονομάζεται Λίμνη των Δακρύων εξαιτίας της Πέτρας που φυλά στα σωθικά της». Τα λόγια αυτά του Έντουαρτ με είχαν μαγέψει όταν τα άκουσα και τώρα που ήμουν πράγματι στη λίμνη δε μπορούσα να μην κοιτάζω γύρω μου με δέος.
«Κοιτάξτε εκεί», λέει κάποιος Ιππότης βγάζοντάς με από τις σκέψεις μου. Το βλέμμα μου ταξιδεύει στο σημείο που υποδεικνύει. Σε μεγάλη απόσταση από εμάς, σχεδόν διαγωνίως απέναντί μας αναφαίνεται δραστηριότητα στην όχθη της λίμνης. Μισοκλείνοντας τα μάτια μου καταφέρνω να ξεχωρίσω μαυροφορεμένες φιγούρες, σίγουρα ανθρώπινες. Κάποιες από αυτές σπρώχνουν μικρά ξύλινα σκαριά προς το εσωτερικό της λίμνης. Μερικά από αυτά έχουν ήδη μπει στο νερό, ενώ κάποιες από τις φιγούρες κάθονται μέσα τους. Περνούν μερικές στιγμές μέχρι να συνειδητοποιήσω ποιους παρατηρούμε.
«Είναι…», ξεκινάω.
«Ναι, η Αδελφότητα της κυανής Φλόγας», συμπληρώνει τη σκέψη μου ο Έντουαρτ και έρχεται να σταθεί πλάι μου κοιτάζοντάς τους. Τελικά κατάφεραν να φτάσουν στη Λίμνη αρκετές ώρες νωρίτερα από εμάς και είναι έτοιμοι να πλεύσουν προς το κέντρο της για να βρουν και να καταστρέψουν την Πέτρα των Δακρύων, το μόνο μέσο για να σφραγισθεί για πάντα η Τελική Πύλη των δύο κόσμων.
«Πως θα βρούμε την πέτρα πριν από αυτούς», ρωτάω τον Έντουαρτ με αγωνία.
«Πρέπει να πλεύσουμε ως εκεί πριν από αυτούς και να βουτήξεις στη Λίμνη για να πάρεις την Πέτρα. Μόνο εσύ μπορείς να την ακουμπήσεις, που είσαι η εκλεκτή. Όποιος άλλος πάει να την πιάσει θα του καίει τα χέρια», μου εξηγεί ο Έντουαρτ κάτι που ήδη έχω μάθει.
«Ναι αλλά δεν έχουμε βάρκες», αντιτείνω.
«Έχουμε βάρκες. Άντρες του βασιλιά Ρίτζαρντ έφεραν δύο εδώ, ανάμεσα στα πρώτα δέντρα αυτού του δασυλλίου», μου λέει δείχνοντας μου ένα μικρό δάσος που φτάνει σχεδόν ως τη λίμνη λίγα μέτρα μακριά μας. «Αλλάζουν τις βάρκες 2 φορές το χρόνο εδώ και αρκετά χρόνια, για να ναι έτοιμες γι’ αυτή τη στιγμή. Αλλά δεν πρόκειται να προλάβουμε να τις ρίξουμε στο νερό και να φτάσουμε στο κέντρο της λίμνης πριν από την Αδελφότητα», λέει ανήσυχος. Η φωνή του ακούγεται σα να πιστεύει πως όλα έχουν χαθεί. Το βλέμμα του είναι ακόμη καρφωμένο στις δραστηριότητες των μελών της Αδελφότητας. «Ακόμα δε μπορώ να σκεφτώ ποιόν τρόπο νομίζουν πως βρήκαν για να καταστρέψουν την πέτρα χωρίς να την πιάσουν…», λέει περισσότερο στον εαυτό του παρά σε κάποιον από εμάς τους υπόλοιπους. Μετά, σα να συνέρχεται από τις δυσοίωνες σκέψεις του γυρνάει προς τους υπόλοιπους και λέει. «Φέρτε τις βάρκες. Δεν υπάρχει τρόπος να φτάσουμε στο κέντρο πριν από εκείνους, αλλά είμαστε οι μόνοι που μπορούμε να πάρουμε την πέτρα».
Πριν οι υπόλοιποι προλάβουν να κάνουν πάνω από πέντε βήματα, η ιδέα με χτυπά σα χαστούκι.

«Κι όμως ,νομίζω πως υπάρχει τρόπος», λέω, καθώς ένα χαμόγελο γεννιέται στα χείλη μου.


Όλγα Σ.