Τα Τέσσερα Στοιχεία 2: Έμιλυ (Κεφάλαιο 22)

Ω, έλα τώρα! Πόσο χειρότερη θα μπορούσε να γίνει η ζωή μου; Πόσο ποιο στραβά θα μπορούσαν να πάνε τα πράγματα; Γλιτώσαμε από την τρελή Μέτοικο, παρά τον ψευδή πόνο που μας δημιουργούσαν οι δυνάμεις της, και πάνω που ήμασταν έτοιμη να ειδοποιήσουμε τους γονείς μου και να σωθούμε, συναντάμε ένα μάτσο επικίνδυνους άντρες που έχουν βάλει στόχο να με πάρουν μαζί τους ακόμα κι αν είναι αναγκασμένοι να σκοτώσουν τον Ναθάνιελ. Σοβαρά τώρα…σε τι έχω φταίξει;
Έχω μείνει στη θέση μου, περιμένοντας την πρώτη κίνηση του Ναθάνιελ. Δεν θέλω να βάλω σε εφαρμογή το σχέδιο που έχω στο μυαλό μου, οπότε πρέπει να περιμένω και να δω τι σκοπεύει να κάνει εκείνος. Και ναι, κάτι κάνει: Πιάνει το χέρι μου. Ενώ ήμουν σίγουρη πως θα πεταχτεί μπροστά και θα ορμήσει, ηλίθια κίνηση –το ξέρω-, εκείνος απλά πλέκει τα δάκτυλά μας μεταξύ τους.
Του ρίχνω μια λοξή ματιά, αλλά δεν γυρίζει να με κοιτάξει. Τα μάτια του μετακινούνται αργά-αργά πάνω σε κάθε άντρα, λες και ψάχνει κάτι. Θέλω να του φωνάξω «τι στο καλό κάνεις», αλλά φυσικά συγκρατώ τον εαυτό μου. Ευτυχώς, έπειτα από μερικά δευτερόλεπτα μιλάει…αν και στην πραγματικότητα αυτό που λέει δεν ευνοεί την κατάσταση.
«Η κοπέλα ήρθε εδώ μαζί μου. Είναι η κόρη των Θεώ Ηγετών».
Δεν χρειάζεται να αναφέρει ποιανού στοιχείου, όλοι ξέρουν, ή τουλάχιστον όλοι καταλαβαίνουν που ανήκω. Τα μάτια του άντρα, ανοίγουν διάπλατα για μια στιγμή, αλλά η έκπληξή του δεν κρατάει πολύ. Οι άντρες που μας περικύκλωσαν αρχίζουν να ψιθυρίζουν μεταξύ τους, ορισμένοι μάλιστα δεν διστάζουν να με δείξουν με τα όπλα τους, οπότε ο αρχηγός τους ξεπερνάει γρήγορα το σοκ και τους φωνάζει να κάνουν ησυχία.
«Άκουσα καλά; Είπες πως είναι η κόρη των Θεών Ηγετών;» ρωτάει, καρφώνοντας τα γουρλωμένα μάτια του πάνω μου. Οι χτύποι της καρδιάς μου επιταχύνονται, αλλά καταφέρνω να κρύψω τον φόβο που μου προκαλεί η ματιά του.
«Ακριβώς» λέει ο Ναθάνιελ με έκφραση που δεν φανερώνει τίποτα, «οι γονείς της, την έστειλαν εδώ για ασφάλεια. Αν κάτι της συμβεί, όλοι εσείς θα καταλήξετε στην φυλακή ή ακόμα χειρότερα νεκροί».
Περίμενα πως οι έντονες συζητήσεις θα άρχιζαν για άλλη μια φορά, αλλά όπως διαπιστώνω το μόνο που ακούγεται είναι το πικρό γέλιο του άντρα.
«Νεαρέ, νόμιζα πως ήσουν πιο έξυπνος» λέει, «Ειλικρινά, πιστεύεις πως μας νοιάζει αν θα μπούμε φυλακή; Το μέρος που ζούμε, δεν έχει μεγάλη διαφορά απ’ τα μπουντρούμια και αν νομίζεις πως ο θάνατος είναι κάτι που μας τρομάζει, τότε μάθε πως αυτή θα ήταν η σωτηρία μας από αυτή την κόλαση που μας έχουν ρίξει».
Για μια στιγμή νομίζω πως η φωνή του σπάει και συνειδητοποιώ πως η ζωή αυτών των ανθρώπων καταστράφηκε τη στιγμή που τους έστειλαν στο Μαύρο Δάσος. Επίσης, παρατηρώ κάτι που δεν είχα προσέξει πριν. Ναι μεν, όλοι οι άντρες έχουν προτεταμένα τα χέρια, αλλά πως στο καλό ξέρουν να συγκρατούν τις δυνάμεις τους εφόσον δεν το διδάχθηκαν ποτέ;
Η φωνή του Ναθάνιελ με βγάζει απ’ τις σκέψεις μου.
«Πρέπει να ειδοποιήσεις τους γονείς σου» μου ψιθυρίζει.
Δεν λέω, ούτε κάνω τίποτα, μη θέλοντας να αποσπάσω περισσότερο την προσοχή των ανθρώπων. Ωστόσο, δεν σκοπεύω να κάνω αυτό που μου είπε. Είμαι έτοιμη να βάλω σε εφαρμογή το δικό μου σχέδιο, που σίγουρα θα είναι πολύ πιο αποτελεσματικό απ’ την ανόητη ιδέα του Ναθάνιελ να πούμε την αλήθεια, όταν ξαφνικά αρχίζω να καταλαβαίνω.
Ο κόσμος θεωρεί αυτούς τους άντρες επικίνδυνους, όπως ακριβώς κι εμένα. Κοιτάζοντας τώρα τα πρόσωπα τους, αντιλαμβάνομαι πως κάτι έχει αλλάξει. Νομίζω πως διακρίνω την ελπίδα. Ίσως ελπίδα πως εγώ μπορώ να τους βοηθήσω. Και ξαφνικά…θέλω να τους βοηθήσω.
«Αφήστε μας να φύγουμε και σας υπόσχομαι πως θα σας στείλω πίσω στο στοιχείο σας. Θα φροντίσω να γίνεται αποδεχτοί και να ζήσετε μια φυσιολογική ζωή, χωρίς ανθρώπους να σας φωνάζουν επικίνδυνους. Μπορώ να δω πως ξέρετε να χρησιμοποιείτε τις δυνάμεις σας. Δεν ξέρω πως, ούτε γιατί σας έστειλαν εδώ και ελπίζω να μου μιλήσετε ώστε να σας βοηθήσω».
Τους κοιτάζω όλους στα μάτια. Δεν ξέρω πως ακριβώς φαίνομαι εγώ, αλλά εκείνοι παρά την κούραση, μοιάζουν κάπως…χαρούμενοι. Για κάποιο παράξενο λόγο, στο πρόσωπό μου ζωγραφίζεται ένα μικρό, ελπιδοφόρο χαμόγελο που θέλω να τους μεταδώσω.
«Σας παρακαλώ».
Το μέλος του Αέρα πλησιάζει προς το μέρος μου, σταματάει μπροστά μου και τότε χωρίς καμία προειδοποίηση, πέφτει στα γόνατα σαν να υποκλίνεται.
«Το ξέρουμε πως θα μας σώσεις, χρόνια περιμέναμε να έρθεις».
Απομένω να τον κοιτάζω σύξυλη και εντελώς ανήμπορη να αρθρώσω λέξη. Το μυαλό μου επαναλαμβάνει την πρότασή του, ενώ τα μάτια μου είναι καρφωμένα πάνω του γεμάτα έκπληξη. Κάνω μερικά βήματα πίσω, ώσπου η πλάτη μου πέφτει στο γυμνασμένο στέρνο του Ναθάνιελ.
«Δεν καταλαβαίνω» ψελλίζω. Η καρδιά μου χτυπάει πολύ δυνατά και για μια στιγμή οι χτύποι της, είναι το μόνο που μπορώ να ακούσω.
Ο Ναθάνιελ τυλίγει τα χέρια του γύρω μου δίχως να πει λέξη, αν και κατά κάποιο τρόπο νομίζω πως δεν έχει εκπλαγεί με την ξαφνική φιλικότητα του άντρα και ειδικά με τα λόγια του.
«Θα σου τα εξηγήσουμε όλα. Θα σου μιλήσουμε για τους θρύλους» λέει ο άντρας σηκώνοντας επιτέλους το κορμί του και ρίχνοντάς μου μια ικετευτική ματιά. Ο πόνος και η απόγνωση που κρύβει το βλέμμα του, με κάνουν να ριγήσω. Ο Ναθάνιελ με σφίγγει πάνω του προστατευτικά.
«Είσαι η Θεά μας!» φωνάζουν ομόφωνα μερικοί άντρες. Η έκπληξη που νιώθω γίνεται ακόμα μεγαλύτερη και σύντομα κοιτάζω τους άντρες με στόμα ορθάνοιχτο και μάτια γουρλωμένα.
Τα χείλη μου σχηματίζουν τη λέξη «τι», όταν ξαφνικά τα πάντα γύρω μου μαυρίζουν και μεταφέρομαι σε κάτι που μοιάζει με το μέλλον.


«Όπως σας εξήγησα και πριν, είμαι η Θεά Ηγέτης. Ανήκω…ή μάλλον άνηκα στο στοιχείο του Νερού. Οι γονείς μου ήταν
Θεοί Ηγέτες, ήμουν και είμαι το μοναδική παιδί Θεών Ηγετών. Όπως λέει ο θρύλος: παιδί γεννημένο απ’ τη δύναμη δυο Ηγετών είναι μόνο ικανό να φέρει την ειρήνη στους τέσσερις κόσμους και να καθορίσει τη μοίρα των κοινών θνητών». Παίρνω μια βαθιά ανάσα και έπειτα κοιτάζω αποφασιστικά στα μάτια όλους τους παρευρισκόμενους, «Είμαι αθάνατη…και όπως λέει ο θρύλος, η μοναδική κληρονόμος της θέσης που άφησαν οι πρώην Θεοί Ηγέτες. Ο πόλεμος μας στοίχησε, γι’ αυτό καλώ τώρα όλους εσάς, εκείνους που έζησαν για χρόνια στο Μαύρο Δάσος, να με βοηθήσετε να φέρουμε πάλι την ειρήνη στο ζωντανό κομμάτι της Γης».


Ανοίγω τα μάτια μου αργά και διστακτικά. Ξέρω πως λιποθύμησα και πως σίγουρα από πάνω μου θα στέκονται καμία δεκαριά άντρες, ανάμεσα τους και ο Ναθάνιελ. Φοβάμαι να αντικρίσω όλους εκείνους τους ανθρώπους, γιατί ξέρω πως ένα κομμάτι τους εαυτού μου ευθύνεται για την κατάσταση τους.
«Έμιλυ; Είσαι καλά;» ρωτάει ανήσυχα ο Ναθάνιελ μόλις τα μάτια μου συναντούν τα δικά του.
Γνέφω, δίχως να πω τίποτα. Ανακάθομαι μορφάζοντας απ’ τον πόνο που διατρέχει την σπονδυλική μου στήλη και ρίχνω μια ματιά τριγύρω, σε όλους εκείνους τους άντρες που κοιτούν με ένα βλέμμα ενοχής προς το μέρος μου.
«Δεν χρειάζεται να μου πείτε για τους θρύλους» λέω, κοιτώντας έναν-έναν μέσα στα μάτια, «μόλις έμαθα τα πάντα».
«Έμιλυ, καλύτερα να φύγουμε. Η Μέτοικος πλησιάζει» λέει ο Ναθάνιελ και η ανησυχία διαγράφεται στο πρόσωπό του. Κουνάω το κεφάλι θετικά. Ναι, πρέπει να φύγουμε οπωσδήποτε. Δεν μπορώ να μείνω εδώ, ούτε να σώσω όλους αυτούς τους άντρες…τουλάχιστον όχι τώρα.
Με τη βοήθεια του Ναθάνιελ, σηκώνομαι όρθια και κατευθύνομαι προς το δρόμο.
«Δεν μπορώ να σας σώσω σήμερα, αλλά σας υπόσχομαι πως δεν αργεί η μέρα που όλοι εσείς θα αποτελείται το φωτεινό κομμάτι της γης και μαζί θα χαράξουμε μια νέα πορεία» λέω.
Τους χαρίζω ένα μικρό χαμόγελο, πριν στραφώ προς το δρόμο και μαζί με τον Ναθάνιελ αρχίσουμε να απομακρυνόμαστε.


***
Σταματάμε να τρέχουμε, μόνο όταν έχουμε πια πλησιάσει αρκετά στο στρατόπεδο των Μετοίκων. Μπορώ να διακρίνω τα σπίτια τους πίσω από τα ψιλά δέντρα που ορθώνονται μπροστά μας. Για κάποιο λόγο, έχω άγχος και η ησυχία που επικρατεί ανάμεσα σε μένα και τον Ναθάνιελ επιδεινώνει το βάρος στο στήθος μου. Η σκέψη των οραμάτων επικρατεί μες στο μυαλό μου. Προσπαθώ να συνδέσω όλα τα οράματα που έχω δει τον τελευταίο καιρό μαζί, ώστε να σχηματίσω μια σαφή εικόνα του τι επρόκειτο να συμβεί σύντομα, πολύ σύντομα.
Θυμάμαι το πρώτο όραμα πριν φύγω απ’ το στρατόπεδο του Νερού. Με κυνηγούσε ο Έλιοτ μέσα στο δάσος, κι εγώ ήθελα να επιστρέψω στον Ναθάνιελ. Αυτό το όραμα όμως δεν συνέβη ποτέ…Η καρδιά μου αυξάνει ρυθμούς με τη συνειδητοποίηση αυτή.
Σταματάω απότομα, αναγκάζοντας τον Ναθάνιελ να κάνει το ίδιο.
«Τι έγινε;» με ρωτάει, κοιτάζοντας τριγύρω σε περίπτωση που αντιλήφθηκα κάποια παρουσία.
«Ναθάνιελ» λέω, ενώ στο πρόσωπό μου απλώνεται σταδιακά ένα πλατύ χαμόγελο, «μπορεί όλα να πάνε καλά».
«Τι εννοείς, δεν καταλαβαίνω;».
«Δεν θα γίνει πόλεμος!» αναφωνώ και πέφτω πάνω του, δίχως να το σκεφτώ περεταίρω. Η σκέψη και μόνο ότι τα οράματα δεν θα βγουν πραγματικότητα, με χαροποιεί υπερβολικά πολύ για να αρκεστώ σε ένα απλό χαμόγελο.
«Καταλαβαίνεις; Τα οράματα δεν είναι αληθινά! Μπορούμε να είμαστε μαζί!» συνεχίζω.
Ο Ναθάνιελ τυλίγει αργά τα χέρια του γύρω μου, αλλά δεν χαμογελά. Αντιθέτως, στο πρόσωπό του κυριαρχεί η λύπη και ο πόνος, ίσως και η αμφιβολία.
«Έμιλυ, τι είναι αυτά που λες; Ποιος πόλεμος; Ποια οράματα; Τι εννοείς;».
Η χαρά μου κλονίζεται για λίγο. Δεν του μίλησα για τα οράματα με τον πόλεμο, δηλαδή δεν πρόλαβα να του εξηγήσω.
Αναστενάζω και μαζεύω τα χέρια μου απ’ το λαιμό του. Αρχίζω πάλι να περπατάω και με ακολουθεί περιμένοντας εξηγήσεις, τις οποίες, επιτέλους, είμαι έτοιμη να του δώσω.
«Θυμάσαι που μου μίλησες για τον πρόγονό σου;» ρωτάω διστακτικά. Κατανεύει.
«Ωραία, θυμάσαι τι σου είχα πει μετά από αυτό;».
Μοιάζε να το σκέφτεται για λίγό. Η έκφραση του προσώπου του είναι απαθής στην αρχή, αλλά έπειτα σκοτεινιάζει και ξέρω ότι θυμήθηκε.
«Πόλεμος» λέει σιγανά και πριν το καταλάβω μπαίνει μπροστά μου και με παγιδεύει, τοποθετώντας τα χέρια του στους ώμους μου. Τα μάτια του γίνονται απίστευτα απειλητικά. «Μου είχες πει ότι θα γίνει πόλεμος…ξανά».
Γνέφω ασυναίσθητα. Φαίνεται θυμωμένος.
«Έμιλυ Αζόρ» λέει καρφώνοντας τα μάτια του πάνω στα δικά μου, «πες μου ότι δεν είδες όραμα και ότι έβγαλες από μόνο σου αυτό το φρικτό συμπέρασμα».
Η καρδιά μου πάλλεται μέσα στο στήθος μου. Η χαρά μου με διακατείχε πριν λίγο, έχει αντικατασταθεί από ένα ισχυρό αίσθημα φόβου.
«Συγγνώμη» καταφέρνω να ψελλίσω, κάτω απ’ το αυστηρό και οργισμένο βλέμμα του.
Τραβάει τα χέρια του και γυρίζει, έτσι που να βλέπω μονάχα την λαξευτή του πλάτη. Η συμπεριφορά του σε συνδυασμό με τον γερό κόμπο στο στομάχι μου, με εξωθούν στο να βάλω τα κλάματα. Ωστόσο, δεν το κάνω. Πηγαίνω κοντά του και γλιστράω το χέρι μου γύρω απ’ το σβέρκο του.
«Συγγνώμη που δεν στο είπα τόσο καιρό, αλλά φοβόμουν να μιλήσω για αυτά που έβλεπα…φοβόμουν μήπως με απωθήσεις».
Κρατάει το βλέμμα το στυλωμένο στο έδαφος. Απλώνω διστακτικά το χέρι μου και τον αναγκάζω να με κοιτάξει.
«Σε παρακαλώ, πες κάτι» τον εκλιπαρώ.
«Τι θες να πω;» λέει αποκαρδιωμένος, «Ότι τόσα χρόνια ζούσα με τον φόβο ότι θα γίνω η αιτία να προκληθεί πόλεμος και τώρα ξαφνικά συνειδητοποιώ ότι πράγματι αυτό θα συμβεί; Ότι όλος αυτός ο κόσμος είχε δίκιο που μας μισούσε; Δεν θέλω να γίνω η αιτία να καταστραφούν όλα αυτά» λέει και με το χέρι του δείχνει τα δέντρα και γενικότερα την ομορφιά αυτού του δάσους.
Δάκρυα πλημμυρίζουν τα μάτια μου, ακούγοντας τα λόγια του και τον τρόπο που αυτά ειπώθηκαν…με πόνο.
«Ξέρεις…» αρχίζει πάλι να μιλάει, «τόσο καιρό, από τότε δηλαδή που άρχισα να έχω αισθήματα για εσένα, πίστευα ότι οι συνθήκες είναι διαφορετικές από τότε. Πίστευα σαν ηλίθιος ότι ο κόσμος έχει αλλάξει και ότι δεν πρόκειται κανείς να κηρύξει πόλεμο. Ήλπιζα ότι οι γονείς σου θα μας συμπαραστέκονταν και ότι θα εμπόδιζαν να συμβεί κάτι τόσο άσχημο και φρικαλέο. Πόσο ηλίθιος ήμουν».
Η καρδιά μου ματώνει και τα δάκρυα είναι έτοιμα να απελευθερωθούν από τα μάτια μου. Ωστόσο τα σκουπίζω βιαστικά και αποφασίζω να φανώ για μια φορά στη ζωή μου δυνατή και όχι ευαίσθητη.
«Ο λόγος για τον οποίο χάρηκα πριν, Ναθάνιελ, ήταν…».
«Σταμάτα» λέει και αποτραβιέται μακριά μου, «δεν με νοιάζει, θέλω να μείνεις μακριά μου».
Ξεροκαταπίνω. Τον κοιτάζω με στόμα ορθάνοιχτο, γνωρίζοντας ότι όλοι μου οι φόβοι μόλις επιβεβαιώθηκαν.
«Σε παρακαλώ, μη το λες αυτό» λέω και κάνω να τον πλησιάσω, αλλά εκείνος απομακρύνεται ακόμα περισσότερο.
«Πρέπει να προστατέψω την οικογένειά μου, τις οικογένειες που ζουν ανυποψίαστες εκεί έξω, εσένα, όλους» λέει. Τα μάτια του μοιάζουν βουρκωμένα και η καρδιά μου γίνεται χίλια κομμάτια.
Κουνάω το κεφάλι θετικά, δεν ξέρω τι άλλο να κάνω.
Τον παρακολουθώ να σωριάζεται κάτω από ένα δέντρο και να κρύβει το πρόσωπό του μέσα στα χέρια του. Αποφασίζω να κάνω το ίδιο, έτσι βολεύω το σώμα μου στο δέντρο που βρίσκεται απέναντί του και αρχίζω να τον παρατηρώ. Προσπαθώ να αποδιώξω κάθε σκέψη και απλά να επικεντρωθώ πάνω του. Ωστόσο, δεν καταφέρνω να σβήσω τις ενοχές που αισθάνομαι για τον πόνο που του προκάλεσα.
«Έμιλυ!».
Παγώνω στο άκουσμα του ονόματός μου. Τα μάτια μου ανοίγουν διάπλατα και η αναπνοή μου αρχίζει να βγαίνει ακανόνιστη. Ήταν ο πατέρας μου. Αυτή ήταν δίχως αμφιβολία η φωνή του πατέρα μου.
Πετάγομαι πάνω την ίδια στιγμή με τον Ναθάνιελ. Κοιταζόμαστε για μια στιγμή όλο νόημα κι έπειτα εκείνος αρχίζει να τρέχει προς το Μαύρο Δάσος. Όχι, όχι, όχι! Τρέχει προς τον κίνδυνο!
Δεν το σκέφτομαι πολύ, τρέχω ξοπίσω του. Ωστόσο, δεν έχω αντιληφθεί πόσο κοντά βρίσκεται ο πατέρας μου και σύντομα με έχει παγιδεύσει μέσα στην αγκαλιά του.
«Σταμάτα! Σταμάτα, ο Ναθάνιελ πηγαίνει προς τη Μέτοικο!» ουρλιάζω δίχως καν να το σκεφτώ. Τεράστιο λάθος.
Τα μάτια του πατέρα μου γουρλώνουν και πριν καν προλάβω να καταλάβω τι γίνεται, έχει ορμίσει προς το δάσος. Παίρνω μια βαθιά ανάσα για να ηρεμίσω τους χτύπους της καρδιάς μου κι έπειτα τον ακολουθώ.
Ένας δυνατός κεραυνός διαταράσσει την ηρεμία του δάσους. Το χώμα κάτω απ’ τα πόδια μου έχει μετατραπεί σε λάσπη. Σηκώνω το βλέμμα μου προς τον ουρανό και αμέσως οι δυνατές σταγόνες τις βροχής μαστιγώνουν το πρόσωπό μου. Αυτό μας έλειπε.
«Μπαμπά!» φωνάζω σε μια ύστατη προσπάθεια να τον κάνω να επιβραδύνει για να τον φτάσω.
Δεν έχω ιδέα τι σκέφτεται και αν ο λόγος που τρέχει πίσω απ’ τον Ναθάνιελ είναι καλοπροαίρετος ή μόνο και μόνο για να του ζητήσει εξηγήσεις και να φροντίσει να τιμωρηθεί. Βλέποντας ότι δεν αποκρίνεται πάντως, αποφασίζω να απευθυνθώ στον Ναθάνιελ, φωνάζοντας το όνομά του αυτή τη φορά. Έπειτα από λίγο, βλέπω τον πατέρα μου να μειώνει ταχύτητα.
Προσπαθώ να δω καθαρά τι συμβαίνει, αλλά η πλέον καταρρακτώδης βροχή δεν φαίνεται να συμμερίζεται την προσπάθειά μου. Ελαττώνω ταχύτητα, όταν μια κραυγή με αναγκάζει να ξανά επιταχύνω.
Φτάνοντας αρκετά κοντά, τα πόδια μου μουδιάζουν και ο κόμπος επανέρχεται στο στήθος μου. Πέφτω στα γόνατα και τα μάτια μου γεμίζουν δάκρυα, που σχεδόν αμέσως απελευθερώνονται και κατρακυλούν στα ήδη μουσκεμένα μάγουλά μου.
«Μπαμπά!» ουρλιάζω με όλη μου τη δύναμη, «Μπαμπά, σταμάτα θα τον σκοτώσεις!!».
Η φωνή μου κοντεύει να κλείσει από τις τσιρίδες και τα ουρλιαχτά μου. Είμαι πεσμένη στη λάσπη, με τη βροχή να πέφτει καταρρακτωδώς και τις εχθρικές της ψιχάλες να επιτίθενται στο πρόσωπό μου. Η σκηνή που εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια μου, κάθε άλλο παρά ψεύτικη είναι. Ο πατέρας μου γρονθοκοπεί τον Ναθάνιελ στο πρόσωπο, τον κλοτσάει στο στομάχι και όταν πια τον έχει ρίξει σχεδόν αναίσθητο στο έδαφος, του κατασπαράζει τα πλευρά.
Κάθε μέλος του κορμιού μου αδυνατεί να ανταποκριθεί, έχει παραλύσει. Απλώς κοιτάζω τον πατέρα μου να χτυπάει αλύπητα το αγόρι μου. Κοιτάζω μέσα απ’ τα βουρκωμένα μάτια μου και εκλιπαρώ να σταματήσει.
«Σε ικετεύω, σταμάτα» ψελλίζω και το τελευταίο ψήγμα ελπίδας με εγκαταλείπει.
Ρίχνω μια τελευταία ματιά προς το μέρος τους. Ο Ναθάνιελ δεν κουνιέται…Ο Ναθάνιελ δεν κουνιέται! Η εικόνα του μου δίνει όσο κουράγιο χρειάζομαι για αν σηκωθώ. Παραπαίοντας τρέχω κατά πάνω στον πατέρα μου.
«Σταμάταααα!» ουρλιάζω ξανά και πέφτω πάνω του. Δεν κουνιέται σπιθαμή, δεν αντιλαμβάνεται καν τις προσπάθειές μου να τον εμποδίσω απ’ το να τον σκοτώσει. Δεν μου αφήνει άλλα περιθώρια.
Κάνω μερικά βήματα προς τα πίσω και επικαλούμενη τη δύναμη του αέρα, σηκώνω το χέρι ψηλά. Σχεδόν αμέσως, τα μάτια μου αρχίζουν να τσούζουν και να καίνε. Παίρνω μια βαθιά εισπνοή και αφήνω τον άνεμο να τον παρασύρει μακριά.




Δέσποινα Χρ.