Lilith:The dark side of the moon (Κεφάλαιο 29) "Show me your true self"

Damien’s POV

Στεκόταν με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος της και με κοιτούσε με ένα βλέμμα που δεν μπορούσα να αποκρυπτογραφήσω. Ήξερα ότι, οτιδήποτε και να μου έλεγε εκείνη την στιγμή θα ήταν η καταστροφή μου.
«Θέλω να με ακούσεις χωρίς να με διακόψεις, χωρίς να τσαντιστείς και χωρίς να περάσεις στην άμυνα.» Ωχ. Για να άρχιζε έτσι δεν είχα καμία ελπίδα. Έμεινα να την κοιτάω έντονα και την είδα να σκύβει το κεφάλι. Άρα ήταν σοβαρό και δεν μπορούσα να το αποφύγω. Μάλιστα.
«Δεν σου υπόσχομαι τίποτα» της πέταξα ξερά.
«Μου φτάνει.» απάντησε γρήγορα. «Τουλάχιστον θα έχω την προσοχή σου?» κούνησα καταφατικά το κεφάλι μου και συνέχισα να την κοιτάζω. «Ότι έγινε με εσένα την Ρεμπέκα δεν είναι δική μου δουλειά. Αφορά εσάς. Αυτό όμως που είναι όντως δική μου δουλειά είναι η συμπεριφορά σου. Λόγω αυτής έχουμε κινδυνέψει και οι 2 αρκετές φορές. Σε όλους τους τομείς.» Τώρα με κοιτούσε. Δεν έπαιρνα το βλέμμα μου από τα μάτια της αλλά ούτε εκείνη τράβηξε το δικό της τώρα. «Καταλαβαίνω, χωρίς να ξέρω λεπτομέρειες, ότι δεν είχες καλή ζωή μέχρι τώρα όπως επίσης και ότι με τον πατέρα σου δεν έχετε τις καλύτερες σχέσεις. Δεν πήρες αγάπη για αυτό δεν έχεις μάθει να δίνεις. Δεν έχεις βιώσει στοργή, φροντίδα, ενδιαφέρον. Τουλάχιστον όχι στον βαθμό που θα έπρεπε ώστε να καλύψεις τα κενά σου. Μπορείς να δείχνεις όσο σκληρός και άγριος θες αλλά ξέρεις καλά όπως και εγώ, ότι δεν είναι παρά μια κάλυψη ώστε ο κόσμος να μην βλέπει πόσο πραγματικά πληγωμένος είσαι λόγω της αδιαφορίας των δικών σου. Κατηγορείς εμένα για όσα μου πρόσφεραν γιατί ζηλεύεις. Δεν περιμένω να το παραδεχτείς και δεν χρειάζεται. Επειδή όμως εγώ έχω μάθει να δίνω χωρίς ανταλλάγματα θα σου κάνω μια προσφορά. Δεν δέχομαι όχι για αυτό θα κάτσεις και θα το υποστείς αλλιώς θα αφήσω την μαινάδα να παίξει μαζί σου. Και δεν αστειεύομαι. Θα μου δώσεις μια μέρα από τον χρόνο σου και εγώ θα σου δώσω όση φροντίδα και στοργή έχω πάρει 18 χρόνια από τους δικούς μου. Μια ολόκληρη μέρα θα κάνουμε ότι θες εσύ και εγώ θα φροντίσω να την κάνω όσο πιο υπέροχη γίνεται. Σε έχω δει να χαμογελάς στο ‘πάρτι’ σου και σου πήγαινε τόσο πολύ. Ήσουν τόσο γαλήνιος και ήρεμος. Έτσι πρέπει να είσαι και όχι στα όπλα και να προσβάλεις όποιον σε πλησιάζει.» Είχα μείνει άφωνος από όλα αυτά που είχα ακούσει και πρέπει να παραδεχτώ ότι τα λόγια της είχαν αντίκτυπο μέσα μου. Με πονούσαν και όχι για τον λόγο που φανταζόμουν. Δεν με ενοχλούσαν που για μια ακόμη φορά ήθελε να επέμβει στην ζωή μου αλλά γιατί μου έφεραν άσχημες αναμνήσεις από το παρελθόν. Παρόλα αυτά δεν θα την άφηνα να δει ότι με επηρέαζε. Θα το έχανα το παιχνίδι έτσι. Αναστέναξα χαμηλόφωνα. Δεν το κατάλαβε.
«Τελείωσες?» ρώτησα όταν την είδα να αναστενάξει βαθιά και να κάθεται στην άκρη του κρεβατιού μου. Μου έγνεψε ναι. «Συμφωνώ στο ότι δεν ξέρεις τι έζησα.» μπορούσα να καταλάβω την απελπισία που την κυρίευε. Σηκώθηκα και πήγα κοντά της. Γονάτισα μπροστά της και έφερα τον δείκτη μου στο σαγόνι της και σήκωσα το κεφάλι της ώστε να με κοιτάζει στα μάτια. «Αν αυτό σε κάνει χαρούμενη και πιστεύεις ότι θα βοηθήσει ώστε να ηρεμήσουμε τότε κάντο.» Δεν ήμουν καθόλου σίγουρος για αυτό και αισθανόμουν πιο άβολα από ποτέ. Αλλά την είδα να χαμογελάει τόσο όμορφα και γλυκά που όλοι μου οι φόβοι φάνταζαν ένα τίποτα μπροστά σε αυτό το χαμόγελο. Δεν συμφωνούσα γιατί δεν καταλάβαινε τι είχα περάσει. Θα της έδινα την ευκαιρία μόνο για να σταματήσει να με πιέζει. Και ίσως γιατί ένα κομμάτι μου ήλπιζε ότι αυτό θα μας έφερνε πιο κοντά και σταματούσα ίσως να ξεσπάω τα νεύρα μου πάνω της. Και επειδή της το χρωστούσα. Είχα ενδιαφερθεί περισσότερο από τον καθένα για μένα μέχρι τώρα και σε ένα μικρό κομμάτι του εαυτού μου άρεσε αυτή η προσοχή.
«Δεν θα το μετανιώσεις.» είπε χαρούμενα και με αγκάλιασε. Δεν ήμουν τόσο σίγουρος για αυτό. Είχα ένα κακό προαίσθημα αλλά δεν μίλησα. Τύλιξα τα χέρια μου γύρω της και την αγκάλιασα και εγώ…
Εκείνο το βράδυ αν είναι ποτέ δυνατόν με κοίμισε με παραμύθι παρά τις αντιδράσεις μου και οφείλω να ομολογήσω ότι με πήρε ο ύπνος με χαμόγελο καθώς κορόιδευα κάθε λέξη που διάβαζε. Ξύπνησα με ένα μεγάλο βάρος στο στήθος για ότι θα ακολουθούσε όλη την μέρα που διαγραφόταν ατελείωτη. Κατέβηκα αργά χωρίς να μπω καν στον κόπο να ντυθώ και την άκουσα να βρίζει χαμηλόφωνα ενώ προσπαθούσε να βγάλει κάτι από τον φούρνο. Έτρεξα γρήγορα δίπλα της προσπαθώντας να εξετάσω τα καμένα της δάχτυλα αλλά δεν με άφησε.
«Ε! Τι κάνεις εσύ εδώ? Έπρεπε να είσαι πάνω και να σου φέρω πρωινό στο κρεβάτι. Πάνω γρήγορα!» την αγνόησα προσπαθώντας να δω το χέρι της ξανά. Για κάποιον λόγο η ίαση της έπαιρνε παραπάνω χρόνο από αυτόν των βρικολάκων και αυτό με ανησυχούσε. «Το εννοώ Ντέιμιεν. Πήγαινε επάνω.» μου είπε ξανά τραβώντας το χέρι της.
«Είπες ότι θα κάνουμε ότι θέλω. Ε, λοιπόν θέλω να μου δείξεις το χέρι σου.» Το έφερε απρόθυμα μπροστά μου.
«Δεν είχα υπόψη μου να ασχοληθούμε σήμερα με εμένα.» μουρμούρισε αλλά την άκουσα. Κοίταξα προσεχτικά τις φουσκάλες στο χέρι της, τις φίλησα μια-μια και την κοίταξα. Χαμογελούσε τώρα και κάτι μου έλεγε ότι δεν ήταν πια θυμωμένη που είχα κατέβει.
«Θα το πω μια φορά. Σου αρέσει ή όχι, ακόμα είμαι εδώ για να σε προσέχω. Είτε αυτό περιλαμβάνει μαζική επίθεση από όλο τον κόσμο του υπερφυσικού είτε απλό κάψιμο από τον φούρνο.» Γέλασε απαλά. Ευτυχώς δεν είχε τρομάξει. Κοιτώντας τώρα ένιωσα την ακίνητη καρδιά μου να φουσκώνει. Είχε αλεύρι στο μάγουλο της, φορούσε μια ποδιά με φράουλες και τα μαλλιά της κάτω σε μπούκλες. Είχε ξυπνήσει μόνο και μόνο για να μου δείξει πως είναι να σε φροντίζουν. Ξεστόμισα τις πρώτες λέξεις προτού καν τις σκεφτώ παρασυρμένος από την στιγμή. «Θα κάνεις ότι θέλω?» Με κοίταξε με φόβο ο οποίος εξαφανίστηκε στην στιγμή όταν είδε την έκφραση στο πρόσωπό μου.
«Ναι.» μου απάντησε βέβαιη. Υπό νορμάλ συνθήκες δεν θα το ζήταγα, θα το έκανα. Αλλά εκείνη την στιγμή ήθελα να το κάνει αυτή.
«Φίλα με.» της είπα και χαμογέλασε. Έκλεισε την απόσταση ανάμεσα μας, ένιωσα την ανάσα μου να κόβεται και τα χείλη της κάλυψαν τα δικά μου. Έφερε τα χέρια της και αγκάλιασε τον λαιμό μου κολλώντας το σώμα της πάνω μου. Την άρπαξα, την γύρισα και την κόλλησα στον τοίχο. Τύλιξε τα πόδια της γύρω από την μέση μου και κόλλησα περισσότερο πάνω της. Βάθυνε το φιλί σπρώχνοντας τα χείλη μου με την γλώσσα της να ανοίξουν. Τραβήχτηκα απότομα για να την κοιτάξω. Έγλειψε τα χείλη της και αναστέναξε. Χάιδεψα το μάγουλο της ενώ ταυτόχρονα πάταγε πάλι τα πόδια της στην γη.
«Δεν θα σε ανάγκαζα να κάνεις κάτι. Μην φοβάσαι.» της ψιθύρισα ενώ έπαιρνα απρόθυμα τα χέρια της από πάνω μου. Μπορεί τα φιλιά αυτής της γυναίκας να ήταν σκέτη κόλαση αλλά είχα ένα προαίσθημα ότι μέχρι εκεί είχε φτάσει.
«Δεν σε φοβάμαι.» μου απάντησε χαμογελώντας ενώ επέστρεφε στον φούρνο. Τον έκλεισε με το ένα της πόδι και άρχισε να ψιλοκόβει φρούτα πάνω στον πάγκο. Είχα 2 απορίες μέχρι στιγμής.
«Να σου κάνω 2 ερωτήσεις?» είπα καθώς καθόμουν στον πάγκο δίπλα της. Σήκωσε τα μάτια και με κοίταξε για μια στιγμή πριν συνεχίσει να κόβει.
«Αν δεν είναι πρόστυχες.» Γέλασα δυνατά με την απάντηση της.
«Αυτές τις κρατάω για πιο αργά το βράδυ.» Την είδα να χαμογελά και συνέχισα. «Τι φτιάχνεις?»
«Τώρα Παρφέ. Έχω φτιάξει κέικ σοκολάτας με πορτοκάλι, αυγά με μπέικον, σαλάτα με κοτόπουλο, βάφλες, ψωμί και σπιτική μαρμελάδα. Θα φτιάξω επίσης κρέπες και τηγανίτες. Δεν ξέρω τι τρως για πρωινό οπότε ήθελα να έχεις επιλογές. Ξέρω εξάλλου ότι τρως πολύ.» Την κοίταζα με γουρλωμένα μάτια.
«Πότε πρόλαβες?»
«Αυτή είναι η δεύτερη ερώτηση σου?» με ξάφνιασε.
«Όχι. Αυτή είναι συμπλήρωμα της πρώτης.»
«Δεν έχω κοιμηθεί.» είπα απλά και άνοιξα το στόμα μου να την επιπλήξω αλλά με σταμάτησε «Δεν χρειάζομαι κήρυγμα. Όπως δεν χρειάζομαι πολύ ύπνο. Μπορώ να αντέξω μέρες με μια ώρα ύπνου.»
«Γιατί δεν γιατρεύεσαι αμέσως? Αυτή είναι η δεύτερη ερώτηση μου.» Μπορούσε να αντέξει χωρίς ύπνο αλλά όχι να θεραπεύσει ένα κάψιμο. Κουλός οργανισμός. Έβαλε τα φρούτα σε ένα μπολ και άρχισε να ανακατεύει.
«Είμαι μισή άνθρωπος Ντέιμιεν. Η ανθρώπινη φύση μου εμποδίζει τον βρικόλακα να λειτουργήσει 100%. Εσύ για παράδειγμα τρέχεις γρήγορα από πάντα, γιατρεύεσαι και έχεις απεριόριστη δύναμη. Για την ίαση δεν μπορώ να κάνω κάτι αλλά τα άλλα 2 έπρεπε να τα εξελίξω. Έχω περάσει χιλιάδες ώρες από την ζωή μου κάνοντας προπόνηση από νήπιο σχεδόν. Δεν ήρθαν φυσικά σε εμένα.»
«Αυτό δεν σε κάνει πιο ευάλωτη?» Είχα μπερδευτεί και ταυτόχρονα ανησυχήσει. Αν δεν μπορούσε να βασιστεί στον βρικόλακα μέσα της ίσως να είχαμε μεγάλο πρόβλημα.
«Μόνο σε αυτή την μορφή. Η μαινάδα είναι ασταμάτητη. Αν και δεν μπορώ να βασίζομαι πάνω της.» Αυτό το ήξερα καλά.
«Δηλαδή… Έχεις 2 φύσεις και 2 ψυχές που κατοικούν στο σώμα σου.»
«Λίγο- πολύ. Δεν έχω σωτηρία.» είπε χαριτολογώντας αλλά εμένα με τρόμαξε. Ήταν πιο ευάλωτη από ότι φανταζόμουν. Αν δεν μάθαινε να χειρίζεται την δύναμη της καθώς και την δύναμη της μαινάδας κινδύνευε πολύ.
«Ξέρεις πολεμικές τέχνες?» χαμογέλασε πλάγια.
«Ξέρω judo, πάλη, μποξ, καράτε και muai tai. Ξέρω επίσης ξιφομαχία & σκοποβολή. Γιατί? Ψάχνεις για σωματοφύλακα?» με κορόιδευε αλλά εγώ είχα άλλο θέμα τώρα. Μπορούσε να τα βγάλει πέρα σε μια μάχη σώμα με σώμα και σε περιπτώσεις που απαιτούσαν όπλα. Αλλά τι γινόταν αμα χρειαζόταν κάτι πιο πρωτόγονο?
«Τοξοβολία?» Έβαλε τα γέλια.
«Είσαι καλά? Που να μου χρειαστεί το τόξο τον 21ο αιώνα?»
«Μην το γελάς. Τόξο μπορείς να φτιάξεις με τα πιο απλά υλικά και είναι ένας τρόπος να εξοντώσεις τους αντιπάλους σου από μακριά. Θα σου δείξω. Και δεν θέλω αντίρρηση.» συμπλήρωσα όταν την είδα να πάει να μιλήσει.
«Καλά. Μετά το πρωινό όμως.» είπε και έβαλε ένα πιάτο τηγανίτες μπροστά μου. Την κοίταξα με απορία. «Όσο εσύ μίλαγες εγώ έφτιαχνα. Φάε τώρα.»
«Θα φας και εσύ μαζί μου.» είπα καθώς έσπρωχνα την μαρμελάδα προς το μέρος της. «Αρκεί να μην μου πάρεις το κέικ.» Βάλαμε και οι 2 τα γέλια και ξεκινήσαμε να τρώμε. Ορκίζομαι ότι ήμουν ένα στάδιο πριν αρχίσω να γλύφω τα πιάτα ένα τέταρτο αργότερα αφού είχα τελειώσει με το φαγητό μου.
«Η όρεξη σου δεν σταματά να με εκπλήσσει κάθε φορά.» Το χαμόγελο έσβησε γρήγορα από το πρόσωπο μου καθώς κοίταξα το ρολόι μου. 6 μέρες απέμεναν πριν αυτό το ταξίδι τελειώσει. Πριν αυτή η κοπέλα και η καλοσύνη της γίνουν ανάμνηση και επιστρέψω στην χρυσή φυλακή μου. «Είσαι καλά?» με ρώτησε ανήσυχη βλέποντας την απότομη αλλαγή στην διάθεση μου. Δεν ήθελα να τελειώσει. Είχα νιώσει τόσο ελεύθερος εδώ. Ότι για πρώτη φορά δεν ερχόμουν δεύτερος μετά τον πατέρα μου και ότι επιτέλους κάποιος είχε ενδιαφερθεί για μένα. Αλλά αυτό ήταν ψέμα. Την πρόσεχα για τον πατέρα μου. Αν και κάτι μου έλεγε ότι δεν θα γινόταν τόσο εύκολα σκυλάκι του. Σηκώθηκα και της έκανα νόημα.
«Τρέχα πάνω και ντύσου. Φεύγουμε σε 5’.»
«Έχω να πλύνω τα πιάτα. Και που στο καλό θα πάμε?» με ρώτησε ενώ μάζευε τα πιάτα.
«Μετά πριγκίπισσα. Τώρα θα μάθεις τοξοβολία. Θα πάμε σε έναν όμιλο δικό μου. Έφυγες.»
Μούτρωσε για λίγο αλλά ήξερε ότι δεν θα έπαιρνα όχι για απάντηση. Σε δευτερόλεπτα ήταν ντυμένη και στην είσοδο πριν ακόμα προλάβω να στρίψω το κεφάλι μου.
«Τι θα γίνει αγόρι? Θα φύγουμε?» Με ρώτησε έχοντας γείρει στην εξώπορτα με τα κλειδιά στο χέρι. Τελείως διαφορετική. Αλογοουρά, ψηλές μπότες, δερμάτινο παντελόνι και τζάκετ. Πιο επικίνδυνη και σέξι από ποτέ. Αναστέναξα ενοχλημένος παίρνοντας τα κλειδιά του αυτοκινήτου από τον πάγκο. «Γιατί αναστενάζεις?» Την κοίταξα από πάνω μέχρι κάτω καθώς προχωρούσαμε προς το αυτοκίνητο.
«Επίτηδες το φόρεσες?» γρύλισα. Έτριψε τον ώμο της πάνω μου και χαμογέλασε σαρδόνια.
«Γιατί? Σε εξιτάρει?» Η μικρή κακομαθημένη ήταν καλή σε αυτό το παιχνίδι.
«Έχε χάρη που δεν βολεύει το αυτοκίνητο να σε πάρω εδώ μέσα.» της είπα ειλικρινέστατα ενώ έβαζα μπροστά. Την κοίταξα να δω την αντίδραση της αλλά το μόνο που έκανε ήταν να σηκώσει το φρύδι της και να σουφρώσει τα χείλη της.
«Ναι, αλλιώς θα το έκανες.» με ειρωνεύτηκε.
«Μην με προκαλείς μπέμπα.»
«Μην με λες έτσι!» γρύλισε. Πρώτη φορά την είχα ακούσει να κάνει έτσι. Ήταν λίγο τρομακτική. Γύρισε μπροστά και έστρεψε το κεφάλι της από την άλλη. Την κοίταξα για μια στιγμή πριν γυρίσω στον δρόμο.
«Ποιος?» την ρώτησα απλά.
«Ο πρώην μου.» είπε ξερά χωρίς να κουνηθεί.
«Τι έκανε?» Χτυπούσα ευαίσθητο νεύρο και φαινόταν. Δεν αισθανόταν άνετα και με το να της κάνω τέτοιες ερωτήσεις και θα είχε κάθε δίκιο αν δεν μου απαντούσε.
«Με απάτησε με μια φίλη μου.» Φρενάρισα απότομα κινδυνεύοντας να τρακάρω με τον πίσω.
«Τι έκανε?» Γύρισα να την κοιτάξω σοκαρισμένος αγνοώντας τον πίσω που είχε κολλήσει το χέρι του στην κόρνα. Γύρισε και εκείνη σε μένα.
«Τι δεν κατάλαβες?» Τα μάτια μου κόντευαν να πεταχτούν από την θέση τους και το στόμα μου είχε ανοίξει ορθάνοιχτα.
«Γιατί?» Μετάνιωσα πριν καν τελειώσω την λέξη.
«Αρνήθηκα να κάνω σεξ μαζί του και εκείνος έπρεπε οπωσδήποτε να πάει με κάποια.» Χτύπησα το χέρι μου στο λεβιέ και πάτησα με δύναμη το γκάζι. Το αυτοκίνητο μούγκρισε από την κακή μεταχείριση.
«Τι μαλάκας…» μούγκρισα. «Δεν θα γυρίσουμε? Θα δεις…» Ένιωθα το βλέμμα της πάνω μου.
«Γιατί ταράζεσαι τόσο? Εσύ δεν το έχεις κάνει?» Πάρκαρα απότομα στο κέντρο τοξοβολίας και έσβησα την μηχανή.
«Το έχω κάνει. Αλλά όχι σε εσένα.» είπα βγαίνοντας άγρια από το αμάξι. Με ακολούθησε.
«Δεν διαφέρω από τις υπόλ..» Την σταμάτησα καθώς στάθηκα μπροστά της και έφερα τα χέρια μου στο πρόσωπο της.
«Διαφέρεις. Και μην αφήσεις κανέναν να σε κάνει να πιστέψεις το αντίθετο. Είσαι ξεχωριστή. Και αν κάποιος δεν μπορεί να το δει δεν του αξίζει να σε έχει.» Με κοιτούσε με τα μάτια της καρφωμένα στα δικά μου και ήξερα πως δεν πίστευε τα λόγια που έβγαιναν από το στόμα μου όπως ούτε και εγώ. Απομακρύνθηκα γρήγορα. «Πάμε μέσα τώρα.» είπα ενώ έφερνα το χέρι μου στην μέση της και περνούσαμε την πόρτα.
«Μάικλσον , πως και από τα μέρη μας?» άκουσα μια γνωστή φωνή να με φωνάζει. Σκατά. Γύρισα να δω κάποιους φίλους να κάθονται στο εσωτερικό μπαρ με επικεφαλή τον Άαρον. Έναν φίλο από τα παλιά. Τι στο διάολο έκαναν αυτοί εδώ. Το κράτημα μου στην μέση της Λίλιθ έγινε πιο σφιχτό πράγμα που δεν πέρασε απαρατήρητο από εκείνη. Ήρθε πιο κοντά μου καθώς προχωρούσαμε προς το μέρος τους.
«Άαρον!» φώναξα με ψεύτικο ενθουσιασμό καθώς χαιρετιόμασταν. «Πως και από δω?»
«Δουλειές.» απάντησε ξερά ενώ δεν έπαιρνε το βλέμμα του από την Λίλιθ. «Εσύ?»
«Είπα να αδράξω την ευκαιρία και να μάθω στην κοπέλα από εδώ τις αρετές της τοξοβολίας.» Ο ψεύτικος ενθουσιασμός μου μόνο από την Λίλιθ δεν περνούσε απαρατήρητος. Προσπάθησα να φερθώ φυσικά σαν να μην συνέβαινε τίποτε και η Λίλιθ ήταν ακόμα μια από τις φιλενάδες μου.
«Και ποιά είσαι εσύ μικρό όμορφο πλάσμα?» ρώτησε ο Άαρον απευθύνοντας τον λόγο σε εκείνη και κάνοντας ένα βήμα προς το μέρος του. Η Λίλιθ σήκωσε το βλέμμα και τον κοίταξε. Ο Άαρον προσπαθούσε να χρησιμοποιήσει όλα του τα κόλπα για να την σαγηνεύσει αλλά δυστυχώς για αυτόν κανένα από αυτά δεν θα έπιαναν σε εκείνον.
«Είμαι η Έλενα.» του απάντησε γλυκά. «Και είμαι δική του.» συμπλήρωσε κολλώντας το σώμα της πάνω μου και κατάπια το περιττό σάλιο στον λαιμό μου προσπαθώντας να ελέγξω το σώμα μου. Ο Άαρον γύρισε να με κοιτάξει.
«Είναι δική μου.» του επιβεβαίωσα και είδα την απογοήτευση να διαγράφεται στο πρόσωπό του.
«Φυσικά και είναι.» αναστέναξε δυσαρεστημένος και όταν έστρεψε το βλέμμα του ξανά στην παρέα βρήκα την ευκαιρία να απομακρυνθούμε.
«Γιατί είπες ότι είσαι δική μου?» ζήτησα να μάθω όταν είχαμε πια πάρει τον εξοπλισμό μας και κατευθυνόμασταν στο πεδίο βολής.
«Γιατί είναι ένας ξαναμμένος βρικόλακας και δεν έχω καμία όρεξη να του ξεριζώσω την καρδιά.» Κούνησα το κεφάλι αντιλαμβανόμενος τον τρόπο σκέψης της. Είχε δίκιο. Τι θα του έλεγε? Είμαι η Λίλιθ, το παιδί της προφητείας? Ή που θα γελούσαν μαζί της ή που θα επιτίθονταν. Οι βρικόλακες φοβόντουσαν την πιθανότητα η προφητεία να βγεί αληθινή. Φοβόντουσαν μήπως προσπαθήσει να τους επιβληθεί, ξεφύγει ο έλεγχος από τα χέρια του και χάσουν όλα τα προνόμια που είχαν αποκτήσει μέχρι τώρα. Δεν τους αδικούσε κανείς. Αλλά περνώντας χρόνο με την Λίλιθ ήξερα ότι κάτι τέτοιο δεν ήταν του χαρακτήρα της. Την είδα να τεντώνει το τόξο της άτσαλα και γέλασα. Μου πέταξε ένα άγριο βλέμμα και πήγα να σταθώ από πίσω της.
«Το κρατάς πολύ σφιχτά. Δεν είναι σπαθί. Χαλάρωσε το κράτημα σου και πιάσε με τον αντίχειρα και τον μέσο απαλά εδώ. Κλείσε το ένα μάτι και επικεντρώσου στον στόχο. Τέντωσε την χορδή και τότε θα περιμένεις.»
«Να περιμένω τι?»
«Να σου ‘μιλήσει’. Μάθε να ακούς. Όταν έρθει η κατάλληλη στιγμή να απελευθερώσεις το βέλος θα ακούσεις το τόξο να στο λέει το ίδιο. Θα το νιώσεις.» Εγώ προς το παρόν ένιωθα έτοιμος να εκραγώ. Η μυρωδιά της όση ώρα ήμουν πίσω της με είχε φέρει σε τέτοιο σημείο που δεν μπορούσα πλέον να συγκεντρωθώ. Άκουσα γελάκια την ίδια στιγμή που η Λίλιθ άφηνε το βέλος να καρφωθεί στο κέντρο του στόχου.
«Κρίμα. Δεν φαντάζεσαι τι προοπτικές στο κρεβάτι θα είχε.» Γύρισα να δω τον Άαρον να κοιτάει την Λίλιθ και απλά τα έχασα.
«Τι είπες?» μούγκρισα ενώ τον είχα πιάσει από τον λαιμό αδιαφορώντας για τους υπόλοιπους που μας παρακολουθούσαν.
«Επειδή είναι δική σου δεν σημαίνει ότι δεν μπορούμε να μιλάμε για εκείνη, Ντέιμιεν!» Είχε και θράσος το καθίκι ενώ πάλευε να ξεφύγει από το κράτημά μου
«Ξανά πες κάτι τέτοιο και θα σου ξεριζώσω τον λαιμό.» του ούρλιαξα ενώ την ίδια στιγμή ένιωθα το άγγιγμα της στον ώμο μου.
«Ντέιμιεν…» την άκουσα να ψιθυρίζει και έκλεισα τα μάτια μου. Είχε δίκιο. Έπρεπε να ηρεμήσω. Δεν έπρεπε να του ξεριζώσω το κεφάλι. Έπρεπε να ηρεμήσω.
«Ω, πραγματικά σε έχει ρίξει ε? Μάλλον εσύ είσαι δικός της.» Ένιωσα τις φλέβες να πετάγονται στα μάτια μου και τον είδα να ασπρίζει ενώ έσφιγγα κι άλλο.
«Ντέιμιεν, όχι. Δεν το αξίζει.» Η φωνή της δεν βοηθούσε.
«Πολύ ανώτερη μας το παίζεις κοπελίτσα. Να δούμε τι θα κάνεις όταν αρχίσει ο πόλεμος.» είπε ξέπνοα και χαλάρωσα την λαβή μου. Τι σκατά έλεγε?
«Ορίστε?» Τον ρώτησε μπερδεμένη.
«Θα αναγκαστείς να διαλέξεις ανάμεσα στο είδος σου και στο υβρίδιο εδώ. Τώρα που η εκλεκτή έκλεισε τα 18 δεν θα αργήσει ο πόλεμος. Και μπορεί να την φυλάνε καλά αλλά όταν έρθει η ώρα θα πρέπει να βγει μπροστά. Και δεν νομίζω ότι θα σε αφήσει να πάρεις το μέρος του αγαπημένου σου εδώ.» Είδα τα μάτια της να κοκκινίζουν και ήξερα ότι πάλευε με τον έλεγχο καθώς έφευγε τρέχοντας προς τα έξω. Άφησα τον Άαρον να πέσει βήχοντας στο χαλί και την ακολούθησα γρήγορα. Δεν βρισκόταν πουθενά στο παρκινγκ έτσι κατευθύνθηκα προς το αυτοκίνητο. Καθόταν με τα χέρια σταυρωμένα και τα μάτια κλειστά. Μπήκα και κάθισα αμίλητος στην θέση του οδηγού. Έβαλα τα κλειδιά στην μίζα έτοιμος να γυρίσω σπίτι. Άλλη μια βόλτα που είχε πάει κατά διαόλου.
«Σιχαίνομαι όταν συμβαίνει αυτό.» μίλησε επιτέλους ενώ κοντεύαμε. «Όλοι να περιμένουν από μένα να κάνω το σωστό. Να τους σώσω και να ηγηθώ.» Συνέχισα να οδηγώ.
«Πιστεύεις τόσο στην προφητεία?» την ρώτησα τελικά.
«Καθοδηγεί την ζωή μου. Εσύ τι λες?»
«Ότι είναι νωρίς. Μπορεί να είναι μια μεγάλη φούσκα.» Το πίστευα. Εν μέρει. Αλλά δεν φάνηκε να πείθεται.
«Υπάρχω. Ζω και αναπνέω. Το ίδιο και εσύ. Δεν θα έπρεπε να αμφιβάλλεις.» Σωστό επιχείρημα.
«Και δηλαδή είσαι έτοιμη να πεθάνεις στην μάχη?» της αντιγύρισα έχοντας ακούσει αυτή την βλαμμένη προφητεία χιλιάδες φορές. Μόνο τατουάζ δεν την είχα κάνει ακόμα. Και αυτή και εκείνη που ήταν υπεύθυνη για την δική μου γέννηση.
«Δεν θα πεθάνω στον πόλεμο Ντέιμιεν. Η αδερφή ψυχή μου θα με σκοτώσει.»
«Ορίστε?» Τι βλακείες έλεγε τώρα?
«Ο πατέρας σου δεν σου το έχει πει?» Αναστέναξα κουρασμένα. Αυτό ήταν το τελευταίο κομμάτι που δεν έλεγε ποτέ και σε κανέναν? Αυτή η βλακεία ήταν η συνέχεια της προφητείας? Και γιατί δεν μου το είχε πει?
«Φυσικά και όχι.» συνέχισε χωρίς να περιμένει απάντηση. «Δεν θα πάθω τίποτα στην μάχη. Από τα αισθήματά μου κινδυνεύω.» Ακουγόταν ακόμα πιο γελοίο.
«Και τα πιστεύεις όλα αυτά ?» την κοίταξα ειρωνικά.
«Μην αμφιβάλλεις για το πεπρωμένο. Ποτέ. Είναι πολύ πιο επικίνδυνο από το να το αποδεχτείς.»
«Βλακείες.»
«Είσαι τόσο ξεροκέφαλος. Δεν καταλαβαίνεις?» με χτύπησε στον ώμο την ώρα που άνοιγα την εξώπορτα.
«Φυσικά και καταλαβαίνω.» την είδα να με κοιτάει καχύποπτα. «Αλλά δεν υπάρχει περίπτωση να σε αφήσω να πεθάνεις, το έπιασες?» Χαμογέλασε. «Τώρα άντε να φτιάξεις μεσημεριανό γιατί η μέρα δεν έχει τελειώσει ακόμα.» Προσπάθησα να της αποσπάσω την προσοχή και να της φτιάξω την διάθεση καθώς η δική μου είχε ήδη χαλάσει. Ανησυχούσα για εκείνη. Για όλες τις πιθανότητες και τα ενδεχόμενα που μπορούσαν να την καταλήξουν νεκρή. Η νέα πληροφορία της προφητείας δεν με τρόμαζε τόσο. Ήταν έξυπνη. Μπορούσε να κρατηθεί μακριά από πιθανούς εραστές. Αυτό που με τρόμαζε περισσότερο ήταν τα ‘παραθυράκια’ της κάθε προφητείας. Αυτές οι μικρές τρύπες που νομίζεις ότι έχεις βρει για να ξεφύγεις αλλά στο τέλος καταλήγεις ακόμα πιο μπλεγμένος από ότι άρχισες.
«Συγνώμη.» η φωνή της με έβγαλε από τις σκέψεις μου. Δεν είχε αλλάξει αλλά τώρα μύριζε όπως το πρωί.
«Για ποιο πράγμα?» ρώτησα αβέβαιος.
«Η σημερινή μέρα υποτίθεται θα ήταν δική σου.» Γύρισα τα μάτια μου.
«Δεν πειράζει.» είπα κουρασμένα.
«Ξέρω!» αναφώνησε χαρούμενη. «Θα σου φτιάξω μεσημεριανό, θα σου ετοιμάσω το τζακούζι και θα σου κάνω μασάζ. Μετά θα σε αφήσω να νικήσεις στο mortal combat και θα φτιάξω popcorn!» Την κοιτούσα άφωνος. «Τι? Δεν θες popcorn?»
«Σιγά μην με αφήσεις να νικήσω. Θα σε κάνω σκόνη μικρή!» Είχα προσβληθεί. Αν σε κάτι ήμουν τέλειος ήταν στα ηλεκτρονικά.
«Α μπα? Είσαι για ένα στα γρήγορα?» Μόρφασα ενώ σηκωνόμουν.
«Πριγκίπισσα, τίποτα δεν είναι γρήγορο μαζί μου.» Γύρισε τα μάτια της ενώ έβαζα το παιχνίδι. Μαύρη η ώρα και η στιγμή. 5-2 με διέλυσε. Θα ήμουν μουτρωμένος για όλη την υπόλοιπη μέρα.
«Έλα τώρα. Μην το παίρνεις τόσο κατάκαρδα.» μου είπε τρυφερά.
«Με έκανες ρόμπα.» γκρίνιαξα.
«Κανείς δεν θα το μάθει.» προσπάθησε να μου αλλάξει διάθεση.
«Εγώ θα το ξέρω.» έριξα το κεφάλι μου πίσω μπουχτισμένος. Ένιωσα τα δάχτυλά της στα μηνίγγια μου να διαγράφουν αργούς κύκλους και το μόνο που μπορούσα να κάνω είναι να αφεθώ στην αίσθηση.
«Άφησε με να σου αλλάξω γνώμη.» Τα δάχτυλά της τρίβανε τώρα το μέτωπο μου και ορκίζομαι για μια στιγμή ξέχασα και το όνομα μου. Μισή ώρα την άφησα να μου μαλάσει το κεφάλι πριν επεκταθεί στους ώμους και την πλάτη μου.
«Τα χέρια σου είναι μαγικά. Μαγειρεύουν, κάνουν μασάζ… Μπορώ να τα αγοράσω?» ψιθύρισα αλλά ακούστηκε περισσότερο σαν γουργουρητό.
«Δεν νομίζω. Αλλά μπορείς να μην γκρινιάξεις την επόμενη φορά που θα θελήσω να κάνω κάτι για σένα.» Σηκώθηκα απότομα. Ένιωθα το κορμί μου πιο ανάλαφρο από ποτέ αλλά δεν μπορούσα να δώσω σημασία.
«Θα συνεχίσεις να κάνεις πράγματα για μένα?» ρώτησα καχύποπτα. Όταν φεύγαμε από δω δεν θα την ξανά έβλεπα. Ο πατέρας μου το πιο πιθανό να με έστελνε κάπου πολύ μακριά από το Μίστικ Φολς και αυτό πονούσε. Μου άρεσε η προσοχή που μου έδειχνε, η περιποίηση και το ενδιαφέρον της. Δεν ήθελα να τελειώσει. Εκείνη όμως δεν ήξερα αν ήταν διατεθειμένη να κρατήσει αυτές τις επαφές μαζί μου.
«Εσύ τι λες? Ότι όταν φύγουμε από εδώ δεν θα σε ξαναδώ?» Προσπάθησε να ακουστεί ευδιάθετη αλλά διέκρινα και μια πίκρα στην φωνή της. «Θα φύγεις όταν γυρίσουμε?»
«Δεν ξέρω.» της απάντησα ειλικρινά και είδα μια θλίψη να σκεπάζει το όμορφο πρόσωπό της. Μου γύρισε την πλάτη και μπήκε στην κουζίνα. Γιατί αντιδρούσε έτσι? Μήπως θα της στοίχιζε αν έφευγα και δεν με ξανάβλεπε? Δεν είχε σημασία. Δεν είχα σημασία για κανέναν. Πως λοιπόν μπορούσε να την τυλίγει τέτοια θλίψη στο ενδεχόμενο να μην ξανασυναντιόμασταν. Είχαμε πει στα γενέθλια μου να μην αφήσουμε τα συναισθήματα μας να φανούν αλλά πλέον εκείνη δεν έκανε καμία προσπάθεια να κρύψει τα δικά της. Τουλάχιστον τα αρνητικά. Ξέρω ότι η μαινάδα δεν την βοηθάει αλλά περίμενα μια αντίσταση από μεριά της. Γιατί το έπαιρνε τόσο κατάκαρδα?






Lilith’s POV


Δεν μπορούσα να κρατήσω τα δάκρυά μου όταν είχα ακούσει ότι θα έφευγε αφού γυρνούσαμε σπίτι. Δεν είχα κανένα δικαίωμα να επεμβαίνω, δεν είχα λοιπόν και λόγο να είμαι τόσο θλιμμένη. Δεν είμασταν ούτε καν φίλοι οπότε δεν θα έπρεπε κανονικά να με πειράζει. Αλλα με πείραζε. Με στεναχωρούσε και μου δημιουργούσε ένα πλάκωμα στο στήθος. Αναστέναξα και σκούπισα τα δάκρυα μου. Είναι ακόμη πιο σοβαρό από όσο νόμιζα. Την αγνόησα. Αγνόησε εμένα όσο θες αλλά έχεις φτάσει σε ένα σημείο μικρή που δεν μπορείς να αγνοήσεις τα αισθήματα σου. Μπορείς να συνεχίσεις να υποκρίνεσαι ότι δεν αισθάνεσαι τίποτα αλλά δεν θα βοηθήσει. Σου αρέσει ή όχι, το μικρό υβρίδιο έχει καταφέρει να συγκινήσει ένα κομμάτι σου. Και αυτό δεν πρόκειται να φύγει ακόμα και αν το αγνοήσεις για την υπόλοιπη ζωή σου. Δεν ήθελα να ακούσω άλλο και το σεβάστηκε καθώς σώπασε. Είχε δίκιο όμως. Δεν μπορούσα να συνεχίσω το κρυφτό με τον εαυτό μου.
«Είσαι εντάξει?» άκουσα τον Ντέιμιεν να ψιθυρίζει από την πόρτα. Γύρισα να τον κοιτάξω και του χαμογέλασα.
«Ναι. Απλά κουρασμένη. Συγνώμη για το ξέσπασμα.» Ήξερα ότι δεν μπορούσα να κρύψω τα πρησμένα μάτια μου όπως και το γεγονός ότι με είχε δει να δακρύζω μπροστά του.
«Καταλαβαίνω. Θες να πας να ξαπλώσεις?» Κοίταξα από το παράθυρο. Κάπου ανάμεσα στα γεγονότα της ημέρας ο ήλιος είχε δύσει. Αισθανόμουν κουρασμένη αλλά όχι σωματικά. Εξάλλου η μέρα του δεν είχε τελειώσει. Πάντως είχε πιστέψει το ψέμα μου ή όχι δεν σχολίασε.
«Δεν έχουμε τελειώσει με την μέρα σου.» προσπάθησα να διαμαρτυρηθώ αλλά με έκοψε.
«Πίστεψε με, έχεις κάνει ήδη πιο πολλά από όσα έχει κάνει κανένας ποτέ. Ξεκουράσου.» Τον κοίταξα σοβαρά. Δεν θα παρέδιδα τα όπλα έτσι εύκολα αλλά δεν θα είχε και νόημα να του πάω κόντρα.
«Θα πάω να διαβάσω στο κρεβάτι μου. Ότι χρειαστείς…»
«Ξέρω.» ολοκλήρωσε την φράση μου. «Το ίδιο ισχύει και για σένα.» είπε και κίνησε προς το δωμάτιο του…


Damien’s POV


Στεκόμουν καθισμένος πάνω στα κρύα πλακάκια αφήνοντας το νερό να τρέχει εδώ και ώρα πάνω μου, αναλογιζόμενος όλη την μέρα. Είχα τόσες αντιρρήσεις για όλο αυτό αλλά είχε καταφέρει να μου τις καταρρίψει όλες. Τόσο γλυκιά, τόσο περιποιητική, τόσο ανθρώπινη. Πως θα μπορούσα να τα εγκαταλείψω όλα αυτά φεύγοντας. Με έκανε μαλθακό και το σιχαινόμουν. Είχα υποσχεθεί να μην την βλάψω ξανά όμως και δεν το ήθελα εξάλλου. Κανείς δεν μπορούσε να με δει τώρα πως είχε καταφέρει να με μαλακώσει. Έβλεπε μια πλευρά που δεν έπρεπε να δει κανένας άλλος. Είχα περάσει μια μέρα σαν ευάλωτο κοριτσάκι αλλά τέρμα. Μόλις γυρνούσαμε θα χωρίζανε οι δρόμοι μας και τότε θα χρειαζόταν κανείς να μάθει για αυτή μου την πλευρά. Το υπόλοιπο της διαμονής μου εδώ βέβαια παρέμενε ανοιχτό προς συζήτηση αλλά ήθελε πολύ δουλειά που δεν ήμουν διατεθειμένος να κάνω τώρα. Ήμουν ακόμα υπό την επήρεια της φροντίδας της και δεν ήθελα να την αφήσω ακόμα. Ήταν ένα ζεστό συναίσθημα που απλωνόταν σε όλο μου το κορμί και με ζέσταινε. Ενδιαφέρον? Αγάπη? Δεν ξέρω, πάντως μου άρεσε για απόψε. Την είχε κουράσει όμως και αυτό που είχε συμβεί στο κέντρο. Με ανησυχούσε η πίεση που ασκούσαν όλοι πάνω της. Δεν έπρεπε να την πιέζουν αν ήθελαν να την κρατήσουν σταθερή. Άρπαξα την πετσέτα μου και βγήκα από το μπάνιο. Ξάπλωσα σκεφτικός στο κρεβάτι και σταύρωσα τα χέρια μου. Κάτι έπρεπε να κάνω. Άρωμα σοκολάτας με τύλιξε. Τι στο..? Γύρισα στο κομοδίνο για να βρω μια κούπα να αχνίζει. Πότε είχε μπει εδώ μέσα και δεν την άκουσα? Χαμογέλασα ασυναίσθητα. Αυτά θα μου έλειπαν. Έπεσα πίσω στα μαξιλάρια. Την είχα πατήσει άσχημα ρε γαμώτο!


Lilith’s POV


Δεν άφησα καμία σκέψη να με απασχολήσει. Είχα αναγκάσει τον εαυτό μου να αφοσιωθεί στο βιβλίο που κρατούσα στα χέρια μου. Ήμουν σκεπασμένη μέχρι την μέση με το σεντόνι μου, ντυμένη με το νυχτικό μου και κόντευα να τελειώσω το βιβλίο που είχα αρχίσει μόλις εκείνο το βράδυ. Τόσες ώρες ήμουν εδώ, αρνούμενη να κουνηθώ έστω και ένα εκατοστό ενώ προσπαθούσα να μην σκέφτομαι. Είχα μερικές αναλαμπές που ξεγλίστρησαν από τα τείχη που είχα υψώσει αλλά σε γενικές γραμμές τα είχα καταφέρει. Αυτά βέβαια ένα σιγανό χτύπημα ακουστεί έξω από την πόρτα μου. Γύρισα να δω το ρολόι στο κομοδίνο μου. 23:58.
«Ναι?» ρώτησα κλείνοντας το βιβλίο μου αλλά συνεχίζοντας να το κρατάω στα χέρια μου. Η πόρτα μου άνοιξε για να δω έναν διστακτικό Ντέιμιεν να εμφανίζεται στο κατώφλι μου.
«Να μπω?» με ρώτησε αβέβαιος. Τον κοίταξα και του έκανα νόημα να περάσει. Έκλεισε την πόρτα πίσω του και έμεινε εκεί να με κοιτάει. «Ενοχλώ?» Τον κοίταξα με περιέργεια.
«Σου φαίνομαι να ενοχλούμαι?» Μου χαμογέλασε διστακτικά και πλησίασε.
«Θέλω να ζητήσω κάτι χωρίς να με παρεξηγήσεις. Έχω ακόμα 2 λεπτά πριν τελειώσει η μέρα.» Έμεινα να τον κοιτάζω περιμένοντας να συνεχίσει. Πρώτη φορά τον έβλεπα τόσο συνεσταλμένο και λιγομίλητο. Τα βλέμματα μας συναντήθηκαν και πριν καλά καλά το καταλάβω βρισκόταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι μου με το κεφάλι του στην κοιλιά μου. «Άσε με να μείνω εδώ τα 2 λεπτά που απομένουν.» Έφερα το χέρι μου στα μαλλιά του χαϊδεύοντας τον. Ήταν ένα πληγωμένο παιδί που το μόνο που χρειαζόταν ήταν φροντίδα και προσοχή. Γιατί κανένας δεν ήταν διατεθειμένος να του την δώσει? Έμεινα να τον χαϊδεύω ώσπου ένιωσα το βάρος του να ελαττώνεται και την ανάσα του να γίνεται πιο ρυθμική. Είχε αποκοιμηθεί στην αγκαλιά μου. Έμεινα εκεί, με το χέρι μου περασμένο στα μαλλιά του για όλο το βράδυ. Αν αυτό είχε ανάγκη αυτό θα του έδινα. Είμαστε καταδικασμένες. Κούνησα το κεφάλι μου μην μπορώντας να την αντικρούσω. Αν είμασταν καταδικασμένες, ας το κάναμε τουλάχιστον σωστά…




Nadia