Lilith:The dark side of the moon (Κεφάλαιο 31) "I can hear them coming"

Lilith’s POV

Ξύπνησα ενώ ο ήλιος έδυε με ένα βάρος στην κοιλιά μου. Το χέρι του Ντέιμιεν ήταν τυλιγμένο γύρω από την μέση μου κρατώντας με εκεί. Όταν είχα ορμήσει πάνω του εχθές το βράδυ δεν είχε τραβηχτεί από πάνω μου, αντίθετα με είχε σηκώσει στα χέρια του, ανεβήκαμε την σκάλα με εμένα γαντζωμένη πάνω του και τα χέρια του γύρω μου και είχαμε μπει στην κρεβατοκάμαρα του. Δεν είχε σκοπό κανένας από τους δυο μας να το πάει πολύ μακριά. Όπως και δεν το είχαμε κάνει.
Πέσαμε στο κρεβάτι με δύναμη και φιλιόμασταν με πάθος ώρες ατελείωτες. Είχα ανάγκη να του δείξω ότι ήμουν εδώ για εκείνον. Στην αρχή είχα σκοπό να βασιστώ στα λόγια, όμως όταν μπήκα στο σπίτι και τον είδα να με κοιτάζει με αυτά τα μεγάλα πράσινα μάτια γεμάτα ανησυχία είχα χάσει κάθε αυτοκυριαρχία μου. Εξάλλου δεν φημιζόμουν για αυτό. Δεν ξέρω σε ποιο σημείο μας είχε πάρει ο ύπνος. Το τελευταίο που θυμάμαι είναι ότι κάπου ανάμεσα στα φιλιά μας είχα φέρει τα χέρια μου στο πρόσωπο του και τον είχα αναγκάσει να σταματήσει το φιλί και να με κοιτάξει. Τα μάτια του καρφώθηκαν στα δικά μου και η φωτιά τους με έκαιγε πιο καυτή από λάβα. Η φωτιά δεν ήταν το ατού μου καθώς δεν μπορούσα να την ελέγξω πλήρως όπως το νερό αλλά στην φωτιά αυτού του άντρα ευχαρίστως θα καιγόμουν ξανά και ξανά και ξανά. Απομάκρυνα αργά το χέρι του από πάνω απολαμβάνοντας τα τελευταία κύματα ζεστασιάς που έπαιρνα ακόμα και με αυτό το απλό άγγιγμα. Σηκώθηκα αργά από το κρεβάτι και έκανα να τεντωθώ. Τα κόκκαλα μου πονούσαν φριχτά και τα τεντωμένα νεύρα μου δεν βοηθούσαν την κατάσταση. Δεν είχα άλλο ένα κακό προαίσθημα όχι. Αυτή τη φορά ήταν ακόμα χειρότερο. Ένιωθα μουδιασμένη, εξαντλημένη, φοβισμένη. Και μια Σαλβατόρε δεν φοβόταν ποτέ. Ανάγκασα τα πόδια μου να προχωρήσουν προς το μπάνιο. Άνοιξα την πόρτα σιγά και μπήκα μέσα αργά. Στάθηκα πάνω από τον νεροχύτη στηριζόμενη σε αυτόν και κοίταξα τον εαυτό μου. Τα χείλη μου ήταν πρησμένα από τα φιλιά του Ντέιμιεν χθες βράδυ, είχα μεγάλα μωβ σημάδια να καλύπτουν τον λαιμό και τους ώμους μου και τα μαλλιά μου ένα κουβάρι από τα χέρια του που μπλέκονταν ανάμεσα τους. Άγγιξα τα χείλη μου με τα δάχτυλα μου και χαμογέλασα. Αλλά κάπου εκεί σταματούσε κάθε τι που με έκανε να χαμογελάω. Το δέρμα μου ήταν πιο ωχρό από κάθε άλλη φορά, τα μάτια μου μπηγμένα στις κόγχες τους, ο λαιμός μου σφιγμένος και οι φλέβες μου έντονες και φουσκωμένες έδιναν μια μπλε και πράσινη απόχρωση στο πρόσωπο μου. Ένιωσα ζαλάδα και πριν προλάβω να το καταλάβω άδειαζα το περιεχόμενο του στομαχιού μου στον λευκό, πορσελάνινο νιπτήρα. Άνοιξα το νερό και πιτσίλισα το πρόσωπο μου ανακουφισμένη κάπως. Ένιωθα λες και κάποιος με είχε χτυπήσει άσχημα και ο βρικόλακας μέσα μου αρνιόταν να με θεραπεύσει. Έπεσα στο μαρμάρινο πάτωμα ακουμπώντας το κεφάλι μου στον τοίχο προσπαθώντας να δροσιστώ. Αποζητούσα οποιοδήποτε ρεύμα δροσιάς χάριζε στο κορμί μου λίγη ηρεμία. Ένιωθα να καίω ολόκληρη. Έφερα το χέρι μου στο κούτελο μου. Ψηνόμουν στον πυρετό. Εγω όμως δεν αρρώσταινα. Τι στο καλό μου συνέβαινε? Σύρθηκα μέχρι την μπανιέρα και μπήκα μέσα με δυσκολία. Άνοιξα την βρύση στο παγωμένο και άφησα το νερό να τρέξει πάνω μου, μουσκεύοντας τα ρούχα μου και το κεφάλι μου. Άρχισα να αναπνέω βαριά καθώς ο αέρας αρνιόταν να μπει στα πνευμόνια μου. Σαν να ήταν δηλητηριώδης και εγώ δεν το ήξερα αλλά ο οργανισμός μου το ήξερε. Τι μου συνέβαινε? Γιατί ο οργανισμός μου με πολεμούσε. Τι μου συμβαίνει? Ψέλλισα ρίχνοντας το κεφάλι μου πίσω στην άκρη της μπανιέρας. Ηρέμησε, όλα θα πάνε καλά. Απλά χαλάρωσε, μουρμούρισε η άλλη ψυχή μέσα μου. Δεν προσπαθούσε τίποτα από τα κόλπα της απλά να με ηρεμήσει. Όλο εκπλήξεις είσαι, της είπα ανάλαφρα προσπαθώντας να συνέλθω. Ότι μπορώ κάνω, είπε και τεντώθηκε. Ήταν τρομακτικό να ξέρω τι κάνει κάθε λεπτό, σαν να την έβλεπα μπροστά μου με σάρκα και οστά. Ένιωσα τα βλέφαρα μου να βαραίνουν και δεν μπορούσα να τα κρατήσω κλειστά. Λίλιθ! Λίλιθ, σου μιλάω! Μην κοιμηθείς! Μην τολμήσεις και κοιμηθείς! Ούρλιαζε στο κεφάλι μου αλλά ήταν πλέον αργά…


Damien’s POV


Ο ήχος του νερού με ανάγκασε να ανοίξω βαριεστημένα τα μάτια μου. Κοίταξα το τσαλακωμένο σεντόνι και η χθεσινή νύχτα εισέβαλε βίαια στο κεφάλι μου. Έφερα τα χέρια μου στα μαλλιά μου αμήχανα. Τι στο καλό είχα κάνει? Δεν την είχα αγγίξει, αυτό το θυμόμουν αλλά πρέπει να είχαμε ξοδέψει τουλάχιστον ένα τρίωρο σε αυτό το κρεβάτι. Αναστέναξα απογοητευμένος. Αυτό ήταν που δεν θα της έδινα ξανά σημασία? Μπράβο μου! Ωραία τα κατάφερα! Αλλά και εγώ πόσο να αντέξω ο κακομοίρης όταν η άλλη εμφανίζεται με μάτια να γυαλίζουν από δάκρυα και ορμάει πάνω μου. Άντρας είμαι. Και με πολύ λίγη αυτοσυγκράτηση όσον αφορά αυτή την γυναίκα. Αυτό που με εντυπωσίαζε ωστόσο ήταν το πόσο εύκολα με είχε βγάλει εκτός. Εννοώ, με μόνο λίγα της φιλιά με είχε κάνει να νιώθω σαν να είχα κάνει ατελείωτους γύρους σεξ. Πως θα ήταν άραγε να προχωρούσα μαζί της? Θεά μου, ούτε να το σκέφτομαι δεν θέλω. Για πολλούς λόγους. Πρώτον. Δεν ήταν σωστό ήταν η προστατευόμενη μου. Δεύτερον. Ο πατέρας μου θα με σκότωνε. Τρίτον. Ο πατέρας της θα με σκότωνε. Τέταρτον. Ούτε 5 λεπτά δεν θα μπορούσα να κρατηθώ χωρίς να την δαγκώσω και ρουφήξω ξανά το αίμα της και πέμπτον και σημαντικότερον με μόνο στην σκέψη, συγκεκριμένα σημεία της ανατομίας μου αντιδρούσαν όπως δεν θα έπρεπε να αντιδρούν. Μικρέ προδότη, ψιθύρισα ενώ κοιτούσα το κάτω μέρος της φόρμας μου. Την είχα γαμήσει άσχημα. Κοίταξα το ρολόι δίπλα μου - τέσσερις και είκοσι - και ύστερα την πόρτα του μπάνιου μου. Δεν ήταν κλειστή αλλά ούτε και ανοιχτή διάπλατα. Και δεν είμαι σίγουρος αλλά νομίζω ότι το νερό έτρεχε εδώ και ώρα. Δεν μου έκανε εντύπωση, ήξερα ότι η Λίλιθ λάτρευε το τρεχούμενο νερό, αλλά θα ορκιζόμουν ότι την είχα ακούσει να μουρμουρίζει κάτι. Σηκώθηκα παραξενεμένος αλλά μένοντας πάντα σε επιφυλακή. Χτύπησα ελαφρά την πόρτα του μπάνιου για να μην την τρομάξω.
«Λίλιθ?» ρώτησα σιγανά αλλά ήξερα ότι θα με άκουγε. Καμία απάντηση. «Λίλιθ, είσαι καλά?» ρώτησα πιο ανήσυχος. Πάλι δεν μου απάντησε κανείς. Κάνοντας ένα ακόμα βήμα μπροστά πάτησα σε μια λίμνη νερού. Τότε ήταν που άνοιξα την πόρτα αποφασισμένος αλλά πάγωσα στο θέαμα. Μέσα στην μπανιέρα, καλυμμένη με νερό, βρισκόταν η Λίλιθ με κλειστά τα μάτια. Σαν ένας υγρός τάφος, ήταν το πρώτο πράγμα που μου ήρθε στο μυαλό και τρομάζοντας και μόνο στην σκέψη όρμησα μέσα να την βγάλω. Αλλά δεν ήταν τόσο εύκολο όσο νόμιζα. Το νερό αντέδρασε καθώς προσπαθούσα να το απομακρύνω από πάνω της δημιουργώντας μια σκληρή ασπίδα γύρω της. Τα νεύρα μου χτύπησαν κόκκινο και ένιωσα τα μάτια μου να αλλάζουν και τα δόντια μου να έρχονται στην θέση τους. Πήρα μια βαθιά ανάσα και έπεσα με όλη μου την δύναμη πάνω στον πάγο. Έσπασε σε χιλιάδες κομμάτια και την τράβηξα γρήγορα ώστε να μην προλάβει η υγρή φυλακή της να αντιδράσει ξανά. Την κράτησα σφιχτά πάνω μου καθώς της ξάπλωνα στο πάτωμα. Ήταν παγωμένη. Άρχισα να την ταρακουνάω με δύναμη. «Λίλιθ!» ούρλιαξα το όνομα της ενώ το άγχος και ο φόβος μου δεν είχαν προηγούμενο πλέον. Και εκεί, μέσα στην τόση απόκοσμη ηρεμία και με τα νεύρα μου σπασμένα, προσευχήθηκα για πρώτη φορά. Έσφιξα το κορμί της με δύναμη πάνω μου καθώς κουνιόμουν νευρικά μπρος-πίσω. Την άκουσα να παίρνει μια βαθιά ανάσα καθώς συνερχόταν και πάσχιζε να αναπνεύσει. Έφερα τα χέρια μου στο τρομαγμένο πρόσωπο της. «Ησύχασε, ησύχασε. Εγώ είμαι εδώ.» Χώθηκε στην αγκαλιά μου και άρχισα να της χαϊδεύω τα μαλλιά σε μια προσπάθεια να ηρεμήσω το τρέμουλο που την κατέβαλε.
«1,2,3,4….» την άκουσα να ψιθυρίζει αργά. Μετρούσε αλλά τι? Προσπάθησα να συγκεντρωθώ ώστε να βγάλω ένα νόημα. Τι στο καλό είχε μόλις συμβεί? Τι ήταν όλα αυτά? Που είχα μπλέξει? Αναστέναξα, σταμάτησε να μετρά και απόρησα. Το ξαναέκανα και πάλι τα ίδια. «Τις ανάσες σου μετράω. Με ηρεμεί.» είπε με σπασμένη φωνή και σφίχτηκε πιο πολύ πάνω μου. Συνέχισα να την κρατάω χωρίς να μιλάμε. Είχε πλέον ηρεμήσει όταν απομακρύνθηκε από κοντά μου. «Συγνώμη.» μου είπε χαμογελώντας δειλά.
«Τι ήταν αυτό?» ρώτησα δείχνοντας της τα νερά και τα κομμάτια πάγου γύρω μας. Άνοιξε το στόμα της να μου απαντήσει αλλά το κινητό της μας σταμάτησε. Μου έκανε σήμα να περιμένω και έπιασε την συσκευή στα χέρια της. Κοίταξε την οθόνη παραξενεμένη πριν το σηκώσει.
«Ποιος είσαι και γιατί το νούμερο σου είναι μπλοκαρισμένο?» ρώτησε καχύποπτα. Άκουσα παράσιτα και φασαρία. Κάποιον να ανασαίνει από την άλλη γραμμή αλλά να μην μιλάει. Της άρπαξα το ακουστικό και το έβαλα στο αυτί μου.
«Να σου πω, δεν έχω όρεξη για φάρσες. Ή λες τι θες ή κλείσε το.» γαύγισα αγριεμένος
«Το τέλος πλησιάζει. Τους ακούς που έρχονται? Έρχονται.» μια παραμορφωμένη φωνή απάντησε. Γύρισα τα μάτια μου.
«Το δικό σου τέλος σίγουρα αν δεν σταματήσεις τις βλακείες, βλαμμένε.» Τερμάτισα την κλήση και έκλεισα και το τηλέφωνο. «Μην το ξανασηκώσεις αν πάρει ξανά. »Η Λίλιθ με κοίταξε χωρίς να μιλάει. «Πες μου από τι στο καλό ήταν αυτό που μόλις σε έσωσα?» Αναστέναξε.
«Δεν ξέρω.» είπε μονάχα και έκανε να φύγει από το δωμάτιο. Την σταμάτησα αρπάζοντας την από το μπράτσο.
«Κόψε τα ψέματα. Δικαιούμαι να ξέρω.» της απάντησα αγριεμένος.
«Αλήθεια λέω. Ένιωσα σαν κάτι να με παρασέρνει μέσα στο νερό και ήταν πολύ δυνατό για να αντισταθώ. Πάντα είχα μια ιδιαίτερη αγάπη στο νερό. Δεν αντιστέκομαι. Άκουσα την μαινάδα να ουρλιάζει να σταματήσω και να μην ενδώσω αλλά ήταν πολύ αργά. Σου ορκίζομαι δεν ξέρω τι συνέβη. Ξέρω μόνο ότι δεν είχε σκοπό να με βλάψει.»
«Πως στο καλό το ξέρεις?» Δεν είχα τίποτα άλλο να πω. Αν και όλο αυτό φάνταζε τρελό όταν αφορούσε την Λίλιθ, τίποτα δεν ήταν αδύνατο.
«Αν ήθελε, θα ήμουν ήδη νεκρή.» Σε αυτό είχε δίκιο. Αν ήθελε ότι και αν ήταν αυτό θα είχε εκμεταλλευτεί τον χρόνο που είχα μείνει αδρανής για να αποτελειώσει την δουλειά του.
«Λίλιθ, ανησυχώ.» της είπα μονάχα. Γύρισε το κεφάλι της αλλού.
«Εγώ φοβάμαι περισσότερο για το τηλεφώνημα που πήρα.»
«Αυτό ήταν απλά μια φάρσα. Αυτό το πράγμα που σε φυλάκισε ήταν αληθινό.» Συνέχισε να μην με κοιτά και ήμουν σίγουρος ότι κάτι μου έκρυβε για την υδάτινη παγίδα της.
«Δεν με πείραξε σου λέω.» είπε τσαντισμένη χτυπώντας το χέρι μου και έφυγε γρήγορα. Την κοίταξα που έφευγε αλλά είχα παραλύσει για να κάνω το οτιδήποτε. Πήρα μια βαθειά ανάσα και έριξα το κεφάλι μου πίσω. Δεν το παραδέχτηκα μπροστά της αλλά και εγώ είχα θορυβηθεί από το τηλεφώνημα. Περισσότερο με τρόμαζε ο συνδυασμός και το ότι συνέπεσαν και τα 2 με μικρή διαφορά ώρας και θα ήμουν βλάκας αν δεν παραδεχόμουν ότι τελευταία είχα και εγώ αυτήν την απαίσια διαίσθηση ότι κάτι δεν πήγαινε καθόλου καλά. Είχα μάθει να τα ξεπερνάω όμως αυτά. Ήμουν αρκετά ισχυρός και εγώ και εκείνη ώστε να αντιμετωπίσουμε οποιαδήποτε απειλή. Τότε γιατί και μόνο η σκέψη αυτού του τηλεφωνήματος έκανε τα γόνατα μου να λυγίζουν?


Lilith’s POV


Βρισκόμουν για ώρες κλειδωμένη στο δωμάτιο μου. Ο Ντέιμιεν δεν θα καταλάβαινε και να του εξηγούσα. Το όραμα που είχα ενώ βρισκόμουν βυθισμένη στο νερό δεν ήταν τόσο συγκεχυμένο όσο τα υπόλοιπο. Περπατούσα σε έναν άδειο διάδρομο για πολλή ώρα. Αριστερά και δεξιά μου δεν υπήρχε τίποτα παρά μόνο στενοί τοίχοι και μια μυρωδιά σαπίλας. Μπορούσα καθαρά να δω ένα φως στο τέλος του διαδρόμου και κατευθύνθηκα προς τα εκεί. Βρέθηκα σε ένα παγωμένο, βρώμικο και σκοτεινό υπόγειο και μπορούσα να μυρίσω το αίμα και τον ιδρώτα σαν να ήμουν εκεί. Ένας άντρας βρισκόταν αλυσοδεμένος στον έναν τοίχο αλλά καθώς έκανα να τον πλησιάσω μια δυνατή κραυγή με έβγαζε από το όραμα και με επανέφερε ξανά στο νερό. Και ξανά. Και ξανά. Και ξανά. Καθόμουν σε αναμμένα κάρβουνα. Δεν είχα ξανά ένα τόσο καθαρό όραμα και με τρόμαζε. Δεν ήξερα το γιατί το είχα λάβει, ούτε πως στο καλό είχε συμβεί αλλά δεν έπαυε να με ανησυχεί. Ένας χτύπος στην πόρτα και η είσοδος του Ντέιμιεν σκόρπισε τις σκέψεις μου. Τον κοίταξα περιμένοντας. Φαινόταν ανήσυχος και ήταν η πρώτη φορά που τον έβλεπα έτσι. Σηκώθηκα θορυβημένη πηγαίνοντας προς το μέρος του.
«Είσαι καλά?» τον ρώτησα γλυκά. Τα πράσινα μάτια του στράφηκαν προς το μέρος μου και με πλησίασε γρήγορα. «Συγνώμη για τα νεύρα μου πριν απλά…»
«Όσο ζω εγώ, δεν θα αφήσω κανέναν να σε αγγίξει. Κανείς δεν θα σε πειράξει, θα τον κάνω να μετανιώσει την ώρα και την στιγμή που το σκέφτηκε.» Κρατούσε το πρόσωπο μου στα χέρια του καθώς πρόφερε την κάθε του λέξη. Προφανώς το τηλεφώνημα τον είχα ταράξει περισσότερο από όσο είχα συνειδητοποιήσει και από όσο έπρεπε.
«Ντέιμιεν, ηρέμησε. Δεν θα μου συμβεί τίποτα. Κανείς δεν είναι αρκετά δυνατός να με βλάψει.» του απάντησα ανάλαφρα προσπαθώντας να τον ηρεμήσω.
«Κανένας εκτός από τον ίδιο σου τον εαυτό.» Έστρεψα το βλέμμα μου αλλού ζυγίζοντας τα λόγια του. Είχε δίκιο. Μόνο εγώ μπορούσα να με καταστρέψω. Αλλά δεν θα του φόρτωνα τις δικές μου ανασφάλειες. Είχε ήδη αρκετές δικές του. Του χαμογέλασα και οι μύες του προσώπου του χαλάρωσαν.
« Δεν έχω σκοπό να πάω πουθενά σύντομα εντάξει? Το ελέγχω.» Με κοίταξε αβέβαιος και έβαλα τα δυνατά μου ώστε η έκφραση μου να μην με προδώσει. Αναστέναξε ανακουφισμένος και απομακρύνθηκε.
«Συγνώμη…» είπε απλά. «Εγώ…»
«Σε ανησύχησε η φάρσα. Κατανοητό. Έχεις ζήσει τόσα όσο με ξέρεις. Λογικό να ταραχτείς.» Γέλασε μην μπορώντας να κρατηθεί και ήξερα ότι είχε χαλαρώσει.

«Και πάλι… θέλω να είμαι βέβαιος. Ξεκουράσου αύριο έχουμε δουλειά.» τον κοίταξα απορημένη με κοίταξε όμως με εκείνο το βλέμμα που δεν σήκωνε πολλά-πολλά. «Κουβέντα. Αύριο. Καληνύχτα.» και έτσι απλά εξαφανίστηκε από το δωμάτιο μου αφήνοντας με να τον κοιτάω σαν χαζή καθώς απομακρυνόταν…




Nadia