Damien’s POV
Η ώρα δέκα το πρωί και εγώ ήμουν στο τρίτο μπουκάλι ουίσκι. Μια αναθεματισμένη ατελείωτη εβδομάδα που δεν έλεγε να φτιάξει με τίποτα. Δεν ήξερα τι μου έφταιγε, ξεσπούσα συνέχεια νευρικά χωρίς κανέναν λόγο. Ήμουν εκνευρισμένος και θλιμμένος και δεν είχα ιδέα γιατί. Κατέβασα άλλο ένα ποτήρι και αναστέναξα.
«Ντέιμιεν, τι συμβαίνει? Γιατί είσαι έτσι?» Ο πατέρας μου βρισκόταν και αυτός στο σαλόνι και ζωγράφιζε. Όπως κάθε πρωινό. Δεν του απάντησα. Γρύλισα ενοχλημένος και άδειασα το ποτήρι μου γεμίζοντας το ξανά. «Κάτι σε ρώτησα Ντέιμιεν.» Δεν με επέπληττε, όχι. Σχεδόν μπορούσα να πάρω το ενδιαφέρον του για ανησυχία. Σχεδόν.
«Μπορείς να με αγνοήσεις όπως κάνεις πάντα? Δεν σε ενοχλώ.» του γρύλισα. Γύρισε προς το μέρος μου έτοιμος να μου απαντήσει αλλά τον διέκοψε το τηλέφωνο. «Σου αρέσει τώρα?» του είπα επιδεικτικά παίρνοντας το αίμα μου πίσω. Το σήκωσα χωρίς να κοιτάξω την αναγνώριση. «Παρακαλώ.»
« Ντέιμιεν? Ελπίζω να μην ενοχλώ.» Η φωνή της με πάγωσε. Αλήθεια μου τηλεφωνούσε ή κάποιος μου έκανε πλάκα? Κοίταξα την οθόνη του κινητού μου και όντως ήταν ο αριθμός της. Προσποιήσου τον ψύχραιμο.
«Λίλιθ. Σε τι μπορώ να σου φανώ χρήσιμος?» της είπα κάπως σαρκαστικά. Εκείνη γέλασε.
«Ούτε ένα γεια? Ακόμα και για σένα αυτό είναι αγενές.» με κορόιδευε. Και μου είχε λείψει αυτό...
«Εσύ πήρες αλλά προκειμένου να μην γκρινιάζεις… Γεια σου Λίλιθ. Τι κάνεις?» Γέλασε δυνατά. Αυτή η μικρή...
«Ω, είμαι μια χαρά ευχαριστώ που ρώτησες.» Γύρισα τα μάτια μου.
«Λέγε.» γρύλισα
«Κακέ!»
«Λιλ!» της φώναξα αλλά ήξερε ότι δεν το εννοούσα. Μια μικρή παύση ακολούθησε πριν το ξεφουρνίσει.
«Θα ήθελα να καλέσω εσένα και τον πατέρα σου απόψε το βράδυ στην γιορτή που διοργανώνουν οι δικοί μου για την επέτειο τους. Ξέρω είναι κάπως αργά αλλά ήλπιζα να τα καταφέρετε.» Κοίταξα τον πατέρα μου που κουνούσε το κεφάλι του καταφατικά. Φυσικά και άκουγε. Γύρισα την προσοχή μου στην συζήτηση.
«Είσαι σίγουρη ότι οι δικοί σου είναι σύμφωνοι με αυτό? Δεν μας έχουν και ιδιαίτερη αγάπη.» είπα θέλοντας να προλάβω τυχόν αντιδράσεις. Δεν θα ήταν ωραία να έχω τον πατέρα μου να πατάει τον λαιμό του Ντέιμον και την Λίλιθ να βγάζει την μαινάδα από μέσα της. Άσχημη εικόνα. Ειδικά αν έπρεπε να την ηρεμήσω εγώ που θα προδίδαμε ότι κάτι έτρεξε μεταξύ μας στην Νέα Υόρκη. Αν και, ούτε εγώ ήξερα τι έτρεχε μεταξύ μας εκεί.
«Δεν με νοιάζει. Εγώ σε θέλω. Τον πατέρα σου επίσης. Αν ο πατέρας μου δεν μπορεί να το δεχτεί πρόβλημα του.» Περιττό να πω ότι το μόνο που άκουσα είναι το πρώτο μέρος. Μέχρι δηλαδή το ‘σε θέλω’. Δεν ήμουν καλά. Και φαινόταν στο σώμα μου. Βγήκα από το σαλόνι ενοχλημένος. Να δω πως θα τα εξηγούσα αυτό αν το είχε πάρει χαμπάρι ο πατέρας μου.
«Μμ… Διακρίνω ένα επαναστατικό πνεύμα.» είπα τραγουδώντας.
«Ναι...» Μπορούσα να καταλάβω την διστακτικότητα στην φωνή της. «Το θέμα είναι ότι και η Κάρολαιν θα είναι εδώ. Αν πιστεύεις ότι δεν μπορείς…» Ξεφύσησα ενοχλημένος. Είχα πάρει απόφαση ότι κάποια στιγμή έπρεπε να έρθω αντιμέτωπος με αυτό. Μια εβδομάδα τώρα δεν έκανα και άλλη δουλειά. Απλά σκεφτόμουν τι είχα ανάγκη να κάνω και αποφάσισα να μην τρέχω άλλο από το παρελθόν. Ακόμα και αν δεν ήμουν εγώ ο υπαίτιος για αυτό το παρελθόν.
«Δεν με νοιάζει. Είμαι ακόμα ο φύλακας σου και πρέπει να βεβαιωθώ ότι είσαι καλά.» Ειρωνικό γελάκι ήταν αυτό που άκουσα?
«Μπα? Το θυμήθηκες? Γιατί μια βδομάδα τώρα φαίνεται να το έχεις ξεχάσει. Μάλλον ισχύουν άλλοι κανόνες εδώ. Και στην τελική νόμιζα ότι το σιχαινόσουν αυτό. »
«Άκουσε με. Ποτέ δεν θα πάψω να είμαι ο φύλακας σου.» Τόνισα κάθε λέξη και την άκουσα να αναστενάζει. Δεν είχα σκοπό να την ταράξω αλλά το εννοούσα. Και το ήξερε. Σιωπή έπεσε στο ακουστικό.
«Ντέιμιεν?» Το όνομα μου, τόσο διστακτικά να προφέρεται από τα χείλη της, ήταν ο πιο γλυκός ήχος που είχα ακούσει εδώ και μια βδομάδα.
«Ναι?»
«Φύλαξε μου έναν χορό.» Γέλασα απαλά. Έκλεισε το τηλέφωνο και έμεινα να κοιτάζω την οθόνη.
«Το ξέρεις ότι είναι απαγορευμένη έτσι?» Ώρες-ώρες ευχόμουν να ήμουν μέλισσα. Να είχα γεννηθεί με παρθενογένεση. Αλλά και πάλι, ήμουν αγόρι άρα με κηφήνα θα έπρεπε να ζευγαρώσει η μάνα μου. Άτιμη μοίρα.
«Είμαι ενήμερος.» απάντησα προσπαθώντας να ακουστώ χαλαρός βάζοντας το τηλέφωνο πίσω στην τσέπη μου.
«Δεν φαίνεται.» Πόσο έπρεπε να μου σπάσει τα νεύρα? Μην χαρούμε λίγο! Γύρισα να τον κοιτάξω.
«Ούτε φίλους δεν μπορούμε να κάνουμε τώρα?» τον ρώτησα τσαντισμένος.
«Από πότε έχεις γυναίκες φίλες?» Τι σκατά ανάκριση ήταν αυτή?
«Δεν με παρατάς?» απάντησα ενοχλημένος.
«Είναι σύμμαχος Ντέιμιεν. Δεν θέλω να διακινδυνέψουμε την συμμαχία.» Αλήθεια? Γιατί όποτε την έβλεπε του έτρεχαν τα σάλια τότε? Τόσα χειροφιλήματα και κρυφά νοήματα πίσω από τις λέξεις του δεν ήταν τίποτα έτσι? Την ήθελε και φαινόταν. Δεν θα περνούσε το δικό του όμως εδώ.
«Αυτό να το πεις στον εαυτό σου.» του γύρισα χαμογελώντας ειρωνικά ανεβαίνοντας την σκάλα. Τον άκουσα να φωνάζει το όνομα μου αλλά τον αγνόησα. Μπήκα στο δωμάτιο μου και έπεσα στο κρεβάτι. Ούτε δεκαεξάχρονος δεν είχα τόση έξαψη για ραντεβού. Δεν ήταν ακριβώς ραντεβού αλλά και πάλι. Τι στο καλό μου έκανε αυτή η θηλυκή ύπαρξη. Αυτό που έπρεπε να παραδεχτώ όμως ήταν ότι αυτό το πεντάλεπτο τηλεφώνημα είχε καταφέρει να φτιάξει μια καταθλιπτική εβδομάδα.
«Ντέιμιεν?» άκουσα ένα απαλό χτύπημα στην πόρτα και έβρισα από μέσα μου. Γιατί κανείς σε αυτό το σπίτι δεν μπορούσε να μου δώσει πέντε λεπτά ηρεμίας?
«Τι θες Σάρα?» Άνοιξε την πόρτα μπαίνοντας μέσα με αυτό το βλαμμένο χαμόγελο καρφιτσωμένο στα χείλη της και... μισό λεπτό. Τι κρατούσε? Κάρφωσα το βλέμμα μου εκεί. Εκείνη έσπευσε να μου εξηγήσει.
«Σου αγόρασα αυτό για τα γενέθλια σου. Αν σου αρέσει μπορείς να το φορέσεις απόψε.» είπε και άφησε την θήκη με το κοστούμι στην καρέκλα μπροστά μου. Την κοίταξα ενώ έφευγε. Αυτή η γυναίκα ώρες-ώρες μου άλλαζε γνώμη για το πρόσωπο της.
«Περίμενε.» της φώναξα και κοντοστάθηκε στην πόρτα μου. Γύρισε να με κοιτάξει. «Δεν σε ενοχλεί? Που δεν σε παίρνει πουθενά?» Τόσα χρόνια δεν την είχα δει να συνοδεύει τον πατέρα μου πουθενά. Δεν φαινόταν να την πειράζει βέβαια. Ήξερε την θέση της και φαινόταν να είναι και οι δυο σύμφωνοι με αυτή την, ας την πούμε σχέση. Κάθισε στην άκρη του κρεβατιού μου σταυρώνοντας τα χέρια της στα πόδια της.
«Λίγο. Αλλά δεν έχουμε τέτοια σχέση. Μου το έχει ξεκαθαρίσει.»
«Και δεν σε ενοχλεί?» Κούνησε αρνητικά το κεφάλι.
«Μου προσφέρει προστασία, στέγη, φαγητό...» σταμάτησε την πρόταση στην μέση. Ξέραμε και οι δυο την συνέχεια, την άκουγα συχνά πυκνά. «Εξάλλου η μόνη γυναίκα που τον συγκίνησε ποτέ είναι η μητέρα σου.» Χαμήλωσα το βλέμμα. «Μην ανησυχείς. Θα είμαι καλά.»
«Δεν ανησυχώ.» είπα γρήγορα . Γέλασε. Ήξερε ότι δεν ήθελα να νομίζει ξαφνικά ότι γίναμε φιλαράκια.
«Αν χρειαστείς το οτιδήποτε είμαι εδώ.» Σηκώθηκε αναστενάζοντας. Εγώ όμως είχα μπερδευτεί. Πότε την είχα χρειαστεί όλα αυτά τα χρόνια για να την χρειαστώ τώρα? Και γιατί τώρα?
«Σαν τι?» Γύρισε να με κοιτάξει και χαμογέλασε.
«Δεν είμαι χαζή Ντέιμιεν. Ξέρω ότι ξέρεις ότι ξέρω.» Οι γνωστοί γλωσσοδέτες της. Αυτός όμως έμοιαζε να έχει κρυφό νόημα. Ήξερε? Ήξερε για μένα και την Λίλιθ? Ήξερε ότι συνέβη στην Νέα Υόρκη? Μα πως? Την κοίταξα με τον τρόμο ζωγραφισμένο στα μάτια μου. «Μην ανησυχείς.» ψιθύρισε φέρνοντας τον δείκτη στα χείλη της. «Το μυστικό σου είναι ασφαλές μαζί μου.» Και έτσι απλά έφυγε αφήνοντας με τρομαγμένο. Αν ήξερε θα το έλεγε στον πατέρα μου. Δεν μπορούσα να βασιστώ πάνω της να κρατήσει κάτι μυστικό. Το θυμόμουν καλά από το οικοτροφείο. Αυτή ήταν ο ρουφιάνος του. Τώρα ξαφνικά θα μου έκανε την χάρη να κρατήσει το στόμα της κλειστό? Όχι βέβαια. Έπρεπε να βρω έναν τρόπο να την ξεφορτωθώ. Ή αν χρειαστεί να μπορέσω να την αντικρούσω. Μόνο η Λίλιθ μπορούσε να με βοηθήσει σε αυτό. Το βράδυ έπρεπε να βρω έναν τρόπο να της μιλήσω ιδιαιτέρως. Δεν θα ήταν βέβαια τόσο εύκολο όσο να το λέω. Θα υπήρχε χιλιάδες κόσμος που θα επιζητούσε την προσοχή της. Η ελπίδα μου όμως δεν πέθαινε. Αν κάτι είχα μάθει από εκείνη ήταν η ελπίδα. Και πόσο μεγάλη είναι η φλόγα της. Μπορούσε να οργανώσει στρατούς και να κερδίσει μάχες μόνο με την ελπίδα που την διακατείχε άσχετα με τις δυνάμεις της. Άνοιξα την θήκη και κοίταξα το περιεχόμενο. Είχε γούστο τουλάχιστον. Γδύθηκα και μπήκα στο ντουζ. Έπρεπε να βάλω τις σκέψεις μου σε μια τάξη και να βγάλω από το μυαλό μου τα λόγια της Σάρα. Δεν μπορούσα να τα διαχειριστώ όλα τώρα. Τώρα το μόνο που με ένοιαζε ήταν να πάω στο σπίτι των Σαλβατόρε και να περάσω καλά. Η Λίλιθ είχε εντελώς καταστρέψει τις προτεραιότητες και τα θέλω μου. Το μόνο που μπορούσα να σκεφτώ ήταν αυτή και το πόσο πολύ μου έλειπαν τα χείλη της. Δεν μου άρεσε που με είχε κάνει υποχείριο της και ήξερα ότι αργά ή γρήγορα η σαδιστική μου τάση θα την έβλαπτε πάλι και μαζί με αυτήν, ότι ήταν αυτό που είχαμε. Όμως δεν μπορούσα να αντέξω άλλο. Η ανάγκη μου για εκείνη είχε χτυπήσει κόκκινο και ένας Θεός ξέρει τι θα μπορούσα να κάνω σε αυτήν την κατάσταση. Και τι κακό μπορούσα να κάνω σε όποιον έμπαινε στον δρόμο μου...
Nadia
Η ώρα δέκα το πρωί και εγώ ήμουν στο τρίτο μπουκάλι ουίσκι. Μια αναθεματισμένη ατελείωτη εβδομάδα που δεν έλεγε να φτιάξει με τίποτα. Δεν ήξερα τι μου έφταιγε, ξεσπούσα συνέχεια νευρικά χωρίς κανέναν λόγο. Ήμουν εκνευρισμένος και θλιμμένος και δεν είχα ιδέα γιατί. Κατέβασα άλλο ένα ποτήρι και αναστέναξα.
«Ντέιμιεν, τι συμβαίνει? Γιατί είσαι έτσι?» Ο πατέρας μου βρισκόταν και αυτός στο σαλόνι και ζωγράφιζε. Όπως κάθε πρωινό. Δεν του απάντησα. Γρύλισα ενοχλημένος και άδειασα το ποτήρι μου γεμίζοντας το ξανά. «Κάτι σε ρώτησα Ντέιμιεν.» Δεν με επέπληττε, όχι. Σχεδόν μπορούσα να πάρω το ενδιαφέρον του για ανησυχία. Σχεδόν.
«Μπορείς να με αγνοήσεις όπως κάνεις πάντα? Δεν σε ενοχλώ.» του γρύλισα. Γύρισε προς το μέρος μου έτοιμος να μου απαντήσει αλλά τον διέκοψε το τηλέφωνο. «Σου αρέσει τώρα?» του είπα επιδεικτικά παίρνοντας το αίμα μου πίσω. Το σήκωσα χωρίς να κοιτάξω την αναγνώριση. «Παρακαλώ.»
« Ντέιμιεν? Ελπίζω να μην ενοχλώ.» Η φωνή της με πάγωσε. Αλήθεια μου τηλεφωνούσε ή κάποιος μου έκανε πλάκα? Κοίταξα την οθόνη του κινητού μου και όντως ήταν ο αριθμός της. Προσποιήσου τον ψύχραιμο.
«Λίλιθ. Σε τι μπορώ να σου φανώ χρήσιμος?» της είπα κάπως σαρκαστικά. Εκείνη γέλασε.
«Ούτε ένα γεια? Ακόμα και για σένα αυτό είναι αγενές.» με κορόιδευε. Και μου είχε λείψει αυτό...
«Εσύ πήρες αλλά προκειμένου να μην γκρινιάζεις… Γεια σου Λίλιθ. Τι κάνεις?» Γέλασε δυνατά. Αυτή η μικρή...
«Ω, είμαι μια χαρά ευχαριστώ που ρώτησες.» Γύρισα τα μάτια μου.
«Λέγε.» γρύλισα
«Κακέ!»
«Λιλ!» της φώναξα αλλά ήξερε ότι δεν το εννοούσα. Μια μικρή παύση ακολούθησε πριν το ξεφουρνίσει.
«Θα ήθελα να καλέσω εσένα και τον πατέρα σου απόψε το βράδυ στην γιορτή που διοργανώνουν οι δικοί μου για την επέτειο τους. Ξέρω είναι κάπως αργά αλλά ήλπιζα να τα καταφέρετε.» Κοίταξα τον πατέρα μου που κουνούσε το κεφάλι του καταφατικά. Φυσικά και άκουγε. Γύρισα την προσοχή μου στην συζήτηση.
«Είσαι σίγουρη ότι οι δικοί σου είναι σύμφωνοι με αυτό? Δεν μας έχουν και ιδιαίτερη αγάπη.» είπα θέλοντας να προλάβω τυχόν αντιδράσεις. Δεν θα ήταν ωραία να έχω τον πατέρα μου να πατάει τον λαιμό του Ντέιμον και την Λίλιθ να βγάζει την μαινάδα από μέσα της. Άσχημη εικόνα. Ειδικά αν έπρεπε να την ηρεμήσω εγώ που θα προδίδαμε ότι κάτι έτρεξε μεταξύ μας στην Νέα Υόρκη. Αν και, ούτε εγώ ήξερα τι έτρεχε μεταξύ μας εκεί.
«Δεν με νοιάζει. Εγώ σε θέλω. Τον πατέρα σου επίσης. Αν ο πατέρας μου δεν μπορεί να το δεχτεί πρόβλημα του.» Περιττό να πω ότι το μόνο που άκουσα είναι το πρώτο μέρος. Μέχρι δηλαδή το ‘σε θέλω’. Δεν ήμουν καλά. Και φαινόταν στο σώμα μου. Βγήκα από το σαλόνι ενοχλημένος. Να δω πως θα τα εξηγούσα αυτό αν το είχε πάρει χαμπάρι ο πατέρας μου.
«Μμ… Διακρίνω ένα επαναστατικό πνεύμα.» είπα τραγουδώντας.
«Ναι...» Μπορούσα να καταλάβω την διστακτικότητα στην φωνή της. «Το θέμα είναι ότι και η Κάρολαιν θα είναι εδώ. Αν πιστεύεις ότι δεν μπορείς…» Ξεφύσησα ενοχλημένος. Είχα πάρει απόφαση ότι κάποια στιγμή έπρεπε να έρθω αντιμέτωπος με αυτό. Μια εβδομάδα τώρα δεν έκανα και άλλη δουλειά. Απλά σκεφτόμουν τι είχα ανάγκη να κάνω και αποφάσισα να μην τρέχω άλλο από το παρελθόν. Ακόμα και αν δεν ήμουν εγώ ο υπαίτιος για αυτό το παρελθόν.
«Δεν με νοιάζει. Είμαι ακόμα ο φύλακας σου και πρέπει να βεβαιωθώ ότι είσαι καλά.» Ειρωνικό γελάκι ήταν αυτό που άκουσα?
«Μπα? Το θυμήθηκες? Γιατί μια βδομάδα τώρα φαίνεται να το έχεις ξεχάσει. Μάλλον ισχύουν άλλοι κανόνες εδώ. Και στην τελική νόμιζα ότι το σιχαινόσουν αυτό. »
«Άκουσε με. Ποτέ δεν θα πάψω να είμαι ο φύλακας σου.» Τόνισα κάθε λέξη και την άκουσα να αναστενάζει. Δεν είχα σκοπό να την ταράξω αλλά το εννοούσα. Και το ήξερε. Σιωπή έπεσε στο ακουστικό.
«Ντέιμιεν?» Το όνομα μου, τόσο διστακτικά να προφέρεται από τα χείλη της, ήταν ο πιο γλυκός ήχος που είχα ακούσει εδώ και μια βδομάδα.
«Ναι?»
«Φύλαξε μου έναν χορό.» Γέλασα απαλά. Έκλεισε το τηλέφωνο και έμεινα να κοιτάζω την οθόνη.
«Το ξέρεις ότι είναι απαγορευμένη έτσι?» Ώρες-ώρες ευχόμουν να ήμουν μέλισσα. Να είχα γεννηθεί με παρθενογένεση. Αλλά και πάλι, ήμουν αγόρι άρα με κηφήνα θα έπρεπε να ζευγαρώσει η μάνα μου. Άτιμη μοίρα.
«Είμαι ενήμερος.» απάντησα προσπαθώντας να ακουστώ χαλαρός βάζοντας το τηλέφωνο πίσω στην τσέπη μου.
«Δεν φαίνεται.» Πόσο έπρεπε να μου σπάσει τα νεύρα? Μην χαρούμε λίγο! Γύρισα να τον κοιτάξω.
«Ούτε φίλους δεν μπορούμε να κάνουμε τώρα?» τον ρώτησα τσαντισμένος.
«Από πότε έχεις γυναίκες φίλες?» Τι σκατά ανάκριση ήταν αυτή?
«Δεν με παρατάς?» απάντησα ενοχλημένος.
«Είναι σύμμαχος Ντέιμιεν. Δεν θέλω να διακινδυνέψουμε την συμμαχία.» Αλήθεια? Γιατί όποτε την έβλεπε του έτρεχαν τα σάλια τότε? Τόσα χειροφιλήματα και κρυφά νοήματα πίσω από τις λέξεις του δεν ήταν τίποτα έτσι? Την ήθελε και φαινόταν. Δεν θα περνούσε το δικό του όμως εδώ.
«Αυτό να το πεις στον εαυτό σου.» του γύρισα χαμογελώντας ειρωνικά ανεβαίνοντας την σκάλα. Τον άκουσα να φωνάζει το όνομα μου αλλά τον αγνόησα. Μπήκα στο δωμάτιο μου και έπεσα στο κρεβάτι. Ούτε δεκαεξάχρονος δεν είχα τόση έξαψη για ραντεβού. Δεν ήταν ακριβώς ραντεβού αλλά και πάλι. Τι στο καλό μου έκανε αυτή η θηλυκή ύπαρξη. Αυτό που έπρεπε να παραδεχτώ όμως ήταν ότι αυτό το πεντάλεπτο τηλεφώνημα είχε καταφέρει να φτιάξει μια καταθλιπτική εβδομάδα.
«Ντέιμιεν?» άκουσα ένα απαλό χτύπημα στην πόρτα και έβρισα από μέσα μου. Γιατί κανείς σε αυτό το σπίτι δεν μπορούσε να μου δώσει πέντε λεπτά ηρεμίας?
«Τι θες Σάρα?» Άνοιξε την πόρτα μπαίνοντας μέσα με αυτό το βλαμμένο χαμόγελο καρφιτσωμένο στα χείλη της και... μισό λεπτό. Τι κρατούσε? Κάρφωσα το βλέμμα μου εκεί. Εκείνη έσπευσε να μου εξηγήσει.
«Σου αγόρασα αυτό για τα γενέθλια σου. Αν σου αρέσει μπορείς να το φορέσεις απόψε.» είπε και άφησε την θήκη με το κοστούμι στην καρέκλα μπροστά μου. Την κοίταξα ενώ έφευγε. Αυτή η γυναίκα ώρες-ώρες μου άλλαζε γνώμη για το πρόσωπο της.
«Περίμενε.» της φώναξα και κοντοστάθηκε στην πόρτα μου. Γύρισε να με κοιτάξει. «Δεν σε ενοχλεί? Που δεν σε παίρνει πουθενά?» Τόσα χρόνια δεν την είχα δει να συνοδεύει τον πατέρα μου πουθενά. Δεν φαινόταν να την πειράζει βέβαια. Ήξερε την θέση της και φαινόταν να είναι και οι δυο σύμφωνοι με αυτή την, ας την πούμε σχέση. Κάθισε στην άκρη του κρεβατιού μου σταυρώνοντας τα χέρια της στα πόδια της.
«Λίγο. Αλλά δεν έχουμε τέτοια σχέση. Μου το έχει ξεκαθαρίσει.»
«Και δεν σε ενοχλεί?» Κούνησε αρνητικά το κεφάλι.
«Μου προσφέρει προστασία, στέγη, φαγητό...» σταμάτησε την πρόταση στην μέση. Ξέραμε και οι δυο την συνέχεια, την άκουγα συχνά πυκνά. «Εξάλλου η μόνη γυναίκα που τον συγκίνησε ποτέ είναι η μητέρα σου.» Χαμήλωσα το βλέμμα. «Μην ανησυχείς. Θα είμαι καλά.»
«Δεν ανησυχώ.» είπα γρήγορα . Γέλασε. Ήξερε ότι δεν ήθελα να νομίζει ξαφνικά ότι γίναμε φιλαράκια.
«Αν χρειαστείς το οτιδήποτε είμαι εδώ.» Σηκώθηκε αναστενάζοντας. Εγώ όμως είχα μπερδευτεί. Πότε την είχα χρειαστεί όλα αυτά τα χρόνια για να την χρειαστώ τώρα? Και γιατί τώρα?
«Σαν τι?» Γύρισε να με κοιτάξει και χαμογέλασε.
«Δεν είμαι χαζή Ντέιμιεν. Ξέρω ότι ξέρεις ότι ξέρω.» Οι γνωστοί γλωσσοδέτες της. Αυτός όμως έμοιαζε να έχει κρυφό νόημα. Ήξερε? Ήξερε για μένα και την Λίλιθ? Ήξερε ότι συνέβη στην Νέα Υόρκη? Μα πως? Την κοίταξα με τον τρόμο ζωγραφισμένο στα μάτια μου. «Μην ανησυχείς.» ψιθύρισε φέρνοντας τον δείκτη στα χείλη της. «Το μυστικό σου είναι ασφαλές μαζί μου.» Και έτσι απλά έφυγε αφήνοντας με τρομαγμένο. Αν ήξερε θα το έλεγε στον πατέρα μου. Δεν μπορούσα να βασιστώ πάνω της να κρατήσει κάτι μυστικό. Το θυμόμουν καλά από το οικοτροφείο. Αυτή ήταν ο ρουφιάνος του. Τώρα ξαφνικά θα μου έκανε την χάρη να κρατήσει το στόμα της κλειστό? Όχι βέβαια. Έπρεπε να βρω έναν τρόπο να την ξεφορτωθώ. Ή αν χρειαστεί να μπορέσω να την αντικρούσω. Μόνο η Λίλιθ μπορούσε να με βοηθήσει σε αυτό. Το βράδυ έπρεπε να βρω έναν τρόπο να της μιλήσω ιδιαιτέρως. Δεν θα ήταν βέβαια τόσο εύκολο όσο να το λέω. Θα υπήρχε χιλιάδες κόσμος που θα επιζητούσε την προσοχή της. Η ελπίδα μου όμως δεν πέθαινε. Αν κάτι είχα μάθει από εκείνη ήταν η ελπίδα. Και πόσο μεγάλη είναι η φλόγα της. Μπορούσε να οργανώσει στρατούς και να κερδίσει μάχες μόνο με την ελπίδα που την διακατείχε άσχετα με τις δυνάμεις της. Άνοιξα την θήκη και κοίταξα το περιεχόμενο. Είχε γούστο τουλάχιστον. Γδύθηκα και μπήκα στο ντουζ. Έπρεπε να βάλω τις σκέψεις μου σε μια τάξη και να βγάλω από το μυαλό μου τα λόγια της Σάρα. Δεν μπορούσα να τα διαχειριστώ όλα τώρα. Τώρα το μόνο που με ένοιαζε ήταν να πάω στο σπίτι των Σαλβατόρε και να περάσω καλά. Η Λίλιθ είχε εντελώς καταστρέψει τις προτεραιότητες και τα θέλω μου. Το μόνο που μπορούσα να σκεφτώ ήταν αυτή και το πόσο πολύ μου έλειπαν τα χείλη της. Δεν μου άρεσε που με είχε κάνει υποχείριο της και ήξερα ότι αργά ή γρήγορα η σαδιστική μου τάση θα την έβλαπτε πάλι και μαζί με αυτήν, ότι ήταν αυτό που είχαμε. Όμως δεν μπορούσα να αντέξω άλλο. Η ανάγκη μου για εκείνη είχε χτυπήσει κόκκινο και ένας Θεός ξέρει τι θα μπορούσα να κάνω σε αυτήν την κατάσταση. Και τι κακό μπορούσα να κάνω σε όποιον έμπαινε στον δρόμο μου...
Nadia