Στην τρικυμία της μοίρας (Κεφάλαιο 32)

«Έλα Λάιρα, μην είσαι έτσι, θα τα καταφέρουμε», λέει ο Χένρι χαμογελώντας. Πλέον είμαστε πολύ κοντά στο λιβάδι που βρίσκεται η Πύλη και όσο και αν προσπαθώ να σκέφτομαι θετικά η αγωνία με καταβάλλει και η καρδιά μου χτυπάει σαν τρελή. Ο Χένρι καλπάζει δίπλα μου με την Φέιλιν να έχει τα χέρια της τυλιγμένα γερά γύρω από τη μέση του.
«Πως είμαι δηλαδή;» κάνω την ανήξερη.
«Σαν να ‘σαι έτοιμη να λιποθυμήσεις από την αγωνία», δηλώνει ο Χένρι χαμογελώντας μου στραβά. Εγώ του χαρίζω μια γκριμάτσα, αλλά δεν τον διαψεύδω.
«Ξέρω τι θα σε κάνει να νιώσεις καλύτερα. Ας μιλήσουμε για τα σχέδια σου αφού γυρίσουμε στον Προύτον», λέει.
«Αφού τα ξέρεις. Θα γυρίσω στην Ακαδημία και θα προσπαθήσω ανεπιτυχώς να συμπεριφέρομαι σαν αξιοπρεπής δεσποινίδα με τις καθηγήτριες και τις συμμαθήτριές μου να μου τονίζουν συνεχώς πόσο αδέξια και απαράδεκτη είμαι», λέω αδιάφορα, αν και κατά βάθος μου λείπει λίγο αυτή η ήρεμη καθημερινότητα της Ακαδημίας, η ασφάλεια, η θαλπωρή …και η Αλέγκρα. «Του χρόνου που θα αποφοιτήσω θέλω να φύγω μακριά από όλα αυτά. Δεν ξέρω για πού, ίσως γυρίσω στο πατρικό μας», συμπληρώνω. «Σειρά σου», του λέω.
«Εγώ με τον Γκαστόν και την Φέιλιν θα έρθουμε να μείνουμε κι εμείς στην πρωτεύουσα. Με τον Γκαστόν θα ψάξουμε να βρούμε δουλειά μαζί και η Φέιλιν θα φροντίζει το σπιτικό μας, αφού φυσικά παντρευτούμε πρώτα. Έτσι αγάπη μου;», λέει ο Χένρι στρίβοντας το κεφάλι του προς τα πίσω για να συναντήσει το βλέμμα της Φέιλιν. Εκείνη γνέφει και του δίνει ένα φιλί στο μάγουλο.
«Υπέροχα νέα! Χαίρομαι πολύ για εσάς τους δύο», δηλώνω στον Χένρι και πραγματικά χαίρομαι πολύ που είναι ευτυχισμένος. Δε θα μπορούσα να ζητήσω τίποτε περισσότερο από να τον δω χαρούμενο.
«Μη χαίρεσαι τόσο. Θα σε επισκεπτόμαστε και οι τρεις συχνά στην Ακαδημία και θα σου κάνουμε τη ζωή δύσκολη», αστειεύεται ο Χένρι.
«Τίποτε δε θα με έκανε πιο χαρούμενη. Θα σας ξεναγήσω στο Λοντρίνο και θα πηγαίνουμε βόλτες στα πάρκα και για πικνίκ στη λίμνη» απαντώ εγώ και αυτά τα σχέδια πραγματικά με κάνουν να χαλαρώσω. «Ευχαριστώ Χένρι. Πραγματικά βοήθησες», του λέω χαρίζοντάς του ένα χαμόγελο. Εκείνος ανταποδίδει το χαμόγελο και ετοιμάζεται να μιλήσει, όταν η φωνή του Έντουαρτ ακούγεται.
«Αλτ! Σταματήστε όλοι. Οι ανιχνευτές του βασιλιά Ρίτσαρντ μας ειδοποίησαν πως τα στρατεύματα της Αδελφότητας της Κυανής Φλόγας έχουν ήδη παραταχθεί για μάχη στο λιβάδι. Οπότε ετοιμαστείτε όλοι για μάχη. Με το που θα βγούμε από το δάσος θα ξεκινήσουμε επίθεση. Οι Φύλακες όπως είπαμε θα παραμείνετε κρυμμένοι στις παρυφές με μερικούς από τους στρατιώτες του βασιλιά για φρουρούς», λέει στρεφόμενος προς το μέρος μας.
Το σχέδιο που μας είχε εξηγήσει προηγουμένως ήταν το εξής: Οι Ιππότες μαζί με τα στρατεύματα του βασιλιά Ρίτσαρντ θα μάχονταν, αλλά εμείς, οι Φύλακες θα απείχαμε από τη μάχη, γιατί για να σφραγίσω την Πύλη έπρεπε να αφήσουμε πρώτα την Πέτρα των Δακρύων να απορροφήσει τις δυνάμεις καθενός από εμάς τους τέσσερεις, ώστε αυτή να μπορέσει να επιδράσει πάνω στην Πύλη, σύμφωνα με την Προφητεία. Οπότε έπρεπε να μείνουμε στο δάσος ασφαλείς ως τότε. Η Κλαρίσσα δεν είχε χαρεί ιδιαίτερα όταν το έμαθε. Είχε πολύ όρεξη να πετσοκόψει, όπως είπε μερικούς Φλογανούς, αλλά φυσικά η απόφαση του Έντουαρτ δεν άλλαξε. Δεν επρόκειτο να ρισκάρει το σκοπό μας για τα καπρίτσια της, όπως της είπε, κάνοντάς τη να μαζευτεί νευριασμένη.
Καθώς όλοι ετοιμάζονται για μάχη ελέγχοντας τα ξίφη τους και φορώντας τις πανοπλίες τους βρίσκω την Σούζαν.
«Πρόσεχε πολύ», της λέω. Εκείνη μου χαμογελάει καθησυχαστικά.
«Μην ανησυχείς Λάιρα, θα είμαι εντάξει».
«Να την προσέχεις», λέω στον Μπράντον που στέκεται λίγο πιο πέρα.
«Φυσικά και θα το κάνω Λάιρα, μην ανησυχείς. Ούτως ή άλλως πάντως μπορεί να τα καταφέρει και μόνη της μια χαρά», με καθησυχάζει εκείνος.
«Το ξέρω. Απλά είναι γυναίκα. Εκείνοι είναι άντρες… Απλά γυρίστε πίσω», του λέω χαμηλώνοντας το βλέμμα μου, για να μην προδώσει την ανησυχία και την ταραχή μου. Ο Μπράντον ακουμπά το χέρι του στον ώμο μου.
«Όλα θα πάνε καλά», μου λέει και με προσπερνάει. Λίγα λεπτά μετά με το σύνθημα του Έντουαρτ τα στρατεύματά μας ξεχύνονται από το δάσος. Εγώ και οι υπόλοιποι Φύλακες τρέχουμε ξοπίσω τους ως τα πρώτα δέντρα του λιβαδιού και παρακολουθούμε πίσω από αυτά την επίθεση.
Σύντομα ξίφη συγκρούονται, πολεμικές ιαχές αντηχούν, άντρες σωριάζονται στο έδαφος και η μεταλλική μυρωδιά του αίματος αρχίζει να ποτίζει αμυδρά την ατμόσφαιρα. Η καρδιά μου χτυπά δυνατά από την αγωνία και την αδρεναλίνη. Κάποια στιγμή ένα χέρι ακουμπά στον ώμο μου κάνοντάς με να τιναχτώ.
«Ηρέμισε Λάιρα, εγώ είμαι», ακούω τη φωνή του Χένρι δίπλα μου. « Όλα θα πάνε καλά. Προς το παρόν επικρατούμε», μου λέει. Πράγματι με μια πιο προσεκτική ματιά συνειδητοποιώ πως τα γκρίζα και κόκκινα χρώματα των αντρών μας επικρατούν των μαύρων χρωμάτων των ενδυμάτων της Αδελφότητας της Κυανής Φλόγας. Επιτρέπω στους ώμους μου να χαλαρώσουν.
«Ναι Χένρι. Όλα θα πάνε καλά», λέω με τη σειρά μου, χωρίς να πάρω το βλέμμα μου από τη μάχη.


***


Το απαλό σφύριγμα φτάνει στα αφτιά μου μια στιγμή πριν συνειδητοποιήσω την πηγή του. Ένα βέλος ταξιδεύει προς το μέρος μας και λαμπυρίζει για μια στιγμή στο απογευματινό φως πριν βρει το στόχο του. Βλέπω τον Χένρι πλάι μου να παραπατάει προς τα πίσω με το βέλος να φωλιάζει στο στήθος του και κόκκινο αίμα να βάφει το λευκό πουκάμισό του.
«Χένρι!» βγαίνει ασυναίσθητα η κραυγή από τα χείλη μου τη στιγμή που ένας από τους φρουρούς του βασιλιά Ρίτσαρντ με τραβά πιο βαθιά στο δάσος ρίχνοντας ανήσυχα βλέμματα προς το πεδίο της μάχης. Κανένας δε φαίνεται να κρατά τόξο ή να έχει στραμμένη την προσοχή του προς το μέρος μας, καθώς οι δύο δυνάμεις αναμετρόνται. Οι υπόλοιποι φρουροί τραβούν τα ξίφη τους από τις θήκες τους και κοιτάζουν γύρω τους νευρικά, ενώ δύο από αυτούς κουβαλούν και τον Χένρι πιο βαθιά ανάμεσα στα δέντρα.
Με το που τον ακουμπούν στο έδαφος εγώ και η Φέιλιν τρέχουμε πλάι του. Εκείνη πιάνει το χέρι του με βλέμμα απόλυτης αγωνίας, ρίχνοντας τρομαγμένες ματιές προς τον λεκέ στο πουκάμισό του που μεγαλώνει με τρομακτικούς ρυθμούς γύρω από το σημείο που η μύτη του βέλους τρύπησε τη σάρκα.
Εγώ κοιτάζω για μια στιγμή που μου φαίνεται αιώνας, λες και ο χρόνος πάγωσε το βέλος που είναι πηγμένο στο στήθος του, αρκετά κοντά στην καρδιά του μη μπορώντας να συνειδητοποιήσω αυτό που συνέβη στα καλά καθούμενα. Έπειτα το χέρι του με ακουμπά στο μπράτσο και είναι ασυνήθιστα κρύο, βγάζοντάς με από το λήθαργο του σοκ.
«Μην ανησυχείς Χένρι θα σε κάνω καλά. Δεν έχεις τίποτε», ξεκινάω να λέω και αναλαμβάνω αμέσως δράση. Με γρήγορες κινήσεις και αποφεύγοντας να κοιτάξω το πρόσωπό του σκίζω το πουκάμισό του με τα χέρια μου να τρέμουν και ελέγχω το τραύμα. Το βέλος είναι βαθιά χωμένο στη σάρκα του και η απόστασή του από την καρδιά μικρή. Πραγματικά δεν έχω ιδέα τι να κάνω, αλλά τα χέρια μου κινούνται άσκοπα λες και αν σταματήσουν τα πάντα θα χαθούν.
«Λάιρα», λέει εκείνος με φωνή βραχνή και πιάνει τα χέρια μου σταματώντας τα. «Δεν υπάρχει τίποτε που να μπορείς να κάνεις πια».
«Όχι, όχι δεν…», αρχίζω αποφεύγοντας ακόμα το βλέμμα του και προσπαθώντας μάταια να ελευθερώσω τα χέρια μου.
«Λάιρα κοίταξε με», επιμένει εκείνος. Αφήνω το βλέμμα μου να συναντήσει αργά το δικό του. Το πρόσωπό του είναι ωχρό και κουρασμένο. Καυτά δάκρυα σκαρφαλώνουν στα μάτια μου και αφήνω τα χέρια μου να κρεμάσουν άχρηστα στα πλευρά μου.
«Είναι ανώφελο», μου λέει. «Εύχομαι μόνο να μπορούσαμε να περάσουμε κι άλλο χρόνο μαζί, τώρα που σε βρήκα», δηλώνει με τη φωνή του τρεμάμενη και χαμηλή να φανερώνει παράπονο και θλίψη.
«Θα έχουμε Χένρι! Θα το δεις. Όταν γίνεις καλά», λέω ξεψυχισμένα, μόνο που δε θα γίνει καλά και αυτό είναι προφανές. Δεν ξέρω αν προσπαθώ να καθησυχάσω και να κοροϊδέψω περισσότερο εκείνον ή εμένα.
«Γλυκιά μου αδελφή! Πάντα τόσο αισιόδοξη», λέει καθώς υψώνει με δυσκολία το χέρι του για να ακουμπήσει το μάγουλό μου. Σηκώνω το χέρι μου και παγιδεύω το δικό του ανάμεσα στην παλάμη μου και το μάγουλό μου κρατώντας το σταθερό πάνω στο δέρμα μου. Ένας μορφασμός πόνου συσπά το πρόσωπό του πριν ξαναμιλήσει. Προσπαθώ να αγνοήσω μια σταγόνα αίμα που αρχίζει να κυλά από τη μύτη του, καθώς και τα καυτά δάκρυα που πλημυρίζουν τα μάτια μου απειλώντας να ξεχυθούν.
Εκείνος στρέφεται προς τη Φέιλιν που δεν έχει αφήσει το χέρι του στιγμή και το σφίγγει στη λεπτεπίλεπτη παλάμη της σα να φοβάται πως αν το αφήσει εκείνος θα εξαφανιστεί.
«Μην ανησυχείς αγάπη μου, δεν πονάω και τόσο. Ο Ρότζερ, ο Γκαστόν και η Λάιρα θα σε πάρουν μαζί τους και θα σε φροντίζουν, όλα θα πάνε καλά σου το υπόσχομαι… Να ξέρεις πως σε αγαπώ πιο πολύ από όσο νόμιζα πως μπορούσε ένας άνθρωπος να αγαπήσει και νιώθω τυχερός που βρέθηκες στη ζωή μου», της λέει, ενώ το στήθος του ανεβοκατεβαίνει έντονα και κοφτά, καθώς πασχίζει να πάρει ανάσα σαν ένα ψάρι που βρίσκεται έξω από το νερό. Δάκρυα υγραίνουν τα μάτια του καθώς της χαμογελά πικρά.
Εκείνη με τα μάτια της πλημμυρισμένα με βουβά δάκρυα που αυλακώνουν τα μάγουλά της τον κοιτάζει με τον πόνο και την τρυφερότητα να παλεύουν μέσα τους. Η σιωπή της αφωνίας της είναι πιο σπαρακτική από οποιαδήποτε κραυγή που θα μπορούσε να βγει από ανθρώπινα χείλη. Σκύβει και τα χείλη της πιέζουν για μια στιγμή τα δικά του. Τα δάκρυά τους ενώνονται σε δύο ρυάκια στα δικά του μάγουλα, καθώς εκείνη σηκώνεται και πάλι.
«Λάιρα», ακούω τη φωνή της Κλαρίσσα στο πλάι μου χωρίς να καταλάβω πότε με πλησίασε. Το βλέμμα μου συναντά το δικό της. Εκπλήσσομαι όταν βλέπω πως η ματιά της δεν έχει τίποτε το υπεροπτικό, υποτιμητικό ή προκλητικό ως συνήθως. Το μόνο που μπορώ να διαβάσω στα σκούρα μάτια της είναι η θλίψη. Μου τείνει ένα μικρό σεντούκι. Μέσα του είναι η Πέτρα των Δακρύων, όμοια με ένα πολύτιμο κρυστάλλινο δάκρυ στο μέγεθος της παλάμης, αναδίδοντας τη συνηθισμένης απαλή ροζ λάμψη της. Καταλαβαίνω τι μου υποδεικνύει. Να δώσω την Πέτρα στον Χένρι για να απορροφήσει τη δύναμή του. Το βλέμμα της μου λέει ‘πρέπει να το κάνεις τώρα. Δε θα έχουμε άλλη ευκαιρία’. Νεύω και παίρνω την Πέτρα. Ο Χένρι την βλέπει και αυτός και σηκώνει με δυσκολία το χέρι του από πάνω της και το αφήνει να αιωρηθεί για λίγο μερικά εκατοστά μακριά της με την παλάμη του να την κοιτάζει. Μια πράσινη λάμψη φωτίζει για μια στιγμή την Πέτρα πριν εκείνη ξαναγίνει ροζ. Έπειτα το χέρι του πέφτει πάλι στα πλευρά του. Βάζω και πάλι την Πέτρα πίσω στο κουτί της και τον κοιτάζω. Το στήθος του ανεβοκατεβαίνει τώρα πια τόσο ανεπαίσθητα που ίσα που φαίνεται πως κινείται. Το βλέμμα μου συναντά το δικό του μέσα από τη θολούρα των δακρύων.
«Πες στον Γκαστόν πως ήταν ο καλύτερος αδελφός που θα μπορούσα να ζητήσω και στον Ρότζερ πως μου στάθηκε καλύτερα από πατέρας και τον ευγνωμονώ από τα βάθη της ψυχής μου γι’ αυτό… Να προσέχεις τη Φέιλιν», ψιθυρίζει, με τη φωνή του να σβήνει στην τελευταία του ανάσα και τα μάτια του να κλείνουν παραδομένα.
Μετά τα πάντα μένουν τρομακτικά σιωπηλά. Οι ήχοι της μάχης φαίνονται τόσο μακρινοί και απόκοσμοι που σχεδόν νιώθω πως δεν ακούγονται στ’ αλήθεια. Δεν ξέρω για πόση ώρα εγώ και η Φέιλιν στεκόμαστε εκεί κρατώντας από ένα παγωμένο του χέρι στα δικά μας και κοιτάζοντας το γαλήνιο, αποστραγγισμένο από ζωή πρόσωπό του, όταν ακούω βήματα από το λιβάδι να πλησιάζουν προς το μέρος μας. Αμέσως πετάγομαι όρθια και στρέφομαι προς τα εκεί.
Ο Γκαστόν εμφανίζεται ανάμεσα στα δέντρα, με το πρόσωπό του γδαρμένο και βρώμικο σε ένα μίγμα από αίμα, χώμα και ιδρώτα.
«Σχεδόν τους νικήσαμε. Είναι πλέον ζήτημα μερικών λεπτών να παραδοθούν όσοι είναι ακόμη ζωντανοί», μας λέει με μια χαρούμενη έκφραση στο πρόσωπό του. «Που είναι ο Χένρι θέλω να του πω…», η φράση του κόβεται στη μέση όταν το βλέμμα μου υψώνεται στο δικό του. Μάλλον επειδή τα μάτια μου είναι μουσκεμένα από τα δάκρυα. Το βλέμμα του γίνεται για μια στιγμή μπερδεμένο και μετά ανήσυχο.
«Που είναι ο…» αρχίζει να λέει με φωνή που φανερώνει αγωνία, καθώς η ματιά του με προσπερνάει και κινείται ανήσυχα πίσω μου, μέχρι που τον εντοπίζει στο έδαφος. Μετά το πρόσωπό του παίρνει μια έκφραση που ποτέ μου δεν πρόκειται να ξεχάσω όσο ζω. Η λάμψη στο πρόσωπό του θαρρείς και σβήνει σαν ένα αστέρι που πεθαίνει, που ποτέ δε θα ξαναλάμψει γιατί ακριβώς αυτό το κομμάτι του εαυτού του έσβησε για πάντα παραδόθηκε στην ανυπαρξία. Τα χαρακτηριστικά του δείχνουν να γερνούν απότομα, σαν ενός παιδιού που χάνει την αθωότητά του και ξέρεις πως ποτέ πια δε θα είναι το ίδιο.
Το ξίφος γλιστρά από το χέρι του στο έδαφος, καθώς εκείνος δεν έχει πια τη δύναμη να το κρατά.
«Όχι!», κραυγάζει σαν πληγωμένο ζώο. Παραπατάει προς το μέρος του Χένρι για να βρεθεί δίπλα του, αλλά τον συγκρατώ. Προσπαθεί αδύναμα να ξεφύγει από τη λαβή μου, αλλά δεν τον αφήνω. Μπορεί οι δυο τους να μην ήταν πραγματικά αδέλφια, αλλά μεγάλωσαν μαζί και ήταν πιο δεμένοι από πολλά αληθινά αδέλφια.
«Όχι. Όχι. Άσε με! Χένρι! Σήκω πάνω αδελφέ!», φωνάζει, αλλά φυσικά είναι ανώφελο. Τον αγκαλιάζω πιο σφιχτά, μέχρι που σταματά να αντιστέκεται.
«Σσσς…», του ψιθυρίζω χαϊδεύοντας την πλάτη του μαλακά.
«Σήκω πάνω Χένρι…» ψιθυρίζει για τελευταία φορά και η φωνή του σβήνει, καθώς το κορμί του αρχίζουν να συνταράσσουν λυγμοί και τα δάκρυά του κυλούν πια στα μάγουλα του. Τα χέρια του που κρέμονταν άπραγα στα πλευρά του τυλίγονται γερά γύρω μου και κρύβει το πρόσωπό του στον ώμο μου.
Για μερικές στιγμές μένουμε έτσι, κλαίγοντας και οι δύο αγκαλιασμένοι. Όταν ο Γκαστόν πια ηρεμεί και καταφέρνει να ξαναμιλήσει.
«Θέλω να πάω κοντά του», λέει με τη φωνή του άχρωμη. Δεν υπάρχει νόημα να τον αποτρέπω άλλο, οπότε τον αφήνω να πάει κοντά στο άψυχο κορμί του Χένρι. Όταν γονατίζει δίπλα του η Φέιλιν σηκώνεται για να τους αφήσει μόνους. Έρχεται να σταθεί δίπλα μου, λίγα βήματα πίσω από τον Γκαστόν κι εγώ την αγκαλιάζω από τους ώμους. Εκείνη γέρνει το κεφάλι της πάνω στον ώμο μου και κλαίει βουβά, καθώς κοιτάζουμε τον Γκαστόν.
Για μερικές στιγμές κοιτάζει σιωπηλός τον Χένρι. Έπειτα απλώνει το τρεμάμενο χέρι του και τραβά από το στήθος του Χένρι το θανατηφόρο βέλος, πετώντας το στο πλάι.
«Τι θα κάνω χωρίς εσένα αδελφέ; Τι νόημα θα έχουν όλα τα σχέδιά μας, αν είναι να τα υλοποιήσω μόνος μου; Δε θέλω να μείνω εδώ χωρίς εσένα», λέει και αρχίζει πάλι να κλαίει βουβά. Αφήνω την Φέιλιν και πηγαίνω πίσω από τον Γκαστόν ακουμπώντας τον ώμο του.
«Μη το λες αυτό Γκαστόν. Ο Χένρι δε θα ήθελε κάτι τέτοιο για σένα. Θα ήθελε όσο τίποτε στον κόσμο να εκπληρώσεις και για τους δυο σας τα σχέδιά σας. Ήθελε να είσαι ευτυχισμένος», του λέω μαλακά. Όσο του μιλάω μένει σιωπηλός, αλλά η σιωπή του φανερώνει πως κρέμεται από τα χείλη μου, προσπαθεί να αγκιστρωθεί από κάθε μου λέξη. Προσπαθεί να βρει ένα πάτημα για να συνεχίσει να ζει.
«Το ξέρω», ψιθυρίζει ο Γκαστόν. Η φωνή του είναι βραχνή και αδύναμη.
«Μου είπε να σου πω πως ήσουν ο καλύτερος αδελφός που θα μπορούσε να ζητήσει», του λέω και πονάω ενθυμούμενη τα τελευταία λόγια του αδελφού μου.
«Κι αυτός το ίδιο», λέει ο Γκαστόν και απλώνει το χέρι του χαϊδεύοντας το μέτωπο του Χένρι. «Και αγαπούσε πολύ κι εσένα. Ήταν περήφανος για όσα κατάφερες», συνεχίζει. Μπορεί να είναι ακόμα γονατισμένος με την πλάτη του γυρισμένη σε εμένα, αλλά μπορώ να καταλάβω πως δάκρυα κυλούν πάλι από τα μάτια του.
«Το ξέρω», απαντώ. «Νομίζω πως η μάχη τελείωσε πια», λέω έπειτα κοιτάζοντας προς το πεδίο όπου εκτυλισσόταν. Όλα πια είναι ήρεμα. Οι Ιππότες τριγυρνούν ελέγχοντας τα πτώματα μήπως κάποιος από τους σωριασμένους άντρες μας είναι ζωντανός ακόμα και μπορεί να σωθεί. «Ίσως πρέπει να πάμε να ειδοποιήσουμε τον Ρότζερ για τον Χένρι», συμπληρώνω.

«Ναι, … μάλλον.», απαντά ο Γκαστόν. Σκύβει και ψιθυρίζει κάτι στο αφτί του Χένρι. Κάτι που από τα λίγα που μπορώ να πιάσω μου ακούγεται σαν ‘Θα τις προσέχω’ και αφού δίνει ένα φιλί στο μέτωπο του Χένρι σηκώνεται και με ακολουθεί μακριά από τα δέντρα του δάσους.


Όλγα Σ.