Damien’s POV
«Φλος Ρουαγιάλ. Δείτε και κλάψτε.» η φωνή της Λίλιθ με την γαλλική προφορά της ξεσήκωσε φωνές απογοήτευσης και αναστεναγμούς. Ήταν η έκτη παρτίδα πόκερ που κέρδιζε στην σειρά. Αλλά πως μπορούσες να της θυμώσεις όταν σου έσκαγε ένα από αυτά τα μεγάλα γλυκά χαμόγελα ενώ μάζευε τις μάρκες? Δεν μπορούσες.
«Χρειάζομαι ένα διάλλειμα.» είπα και έσπρωξα την καρέκλα μου. Έκανα νόημα στον πατέρα μου να έρθει να πάρει την θέση μου, καθώς εκείνος δεν συμμετείχε απλά καθόταν και παρακολουθούσε. Είχα δώσει σκληρή μάχη για να μπορέσουμε να έρθουμε απόψε. Ο πατέρας μου ήθελε και εκείνος να παρευρεθούμε εδώ όμως έπρεπε πρώτα να τον πείσω για δυο πράγματα. 1ον Δεν θα είχα πρόβλημα με την Κάρολαιν. Του είχα πει για την συνάντηση μας στο πάρτι των Σαλβατόρε και είχε δείξει ίσως για πρώτη φορά πραγματικό ενδιαφέρον. Του είχα πει ότι ήθελα να ακούσω και την δική της πλευρά, γιατί έκανε κάτι τόσο αποτρόπαιο όσο το να με αφήσει έτσι και άμα ήταν περήφανη για αυτή της την πράξη. Ο πατέρας μου είχε θορυβηθεί. Περισσότερο για την δική μου ψυχική ηρεμία και για να μην απογοητευτώ ακούγοντας κάτι που μπορούσε να με πληγώσει. Η Σάρα πάλι είχε ξινίσει την μούρη της όταν είχε ακούσει ότι θα ήταν και η Κάρολάιν εκεί. Τελευταία την είχε πιάσει η ζηλιάρικη πλευρά της και του έσπαγε τα νεύρα του πατέρα μου ο οποίος σκεφτόταν πολύ σοβαρά να την ξεφορτωθεί. Είχαμε μιλήσει σοβαρά για αυτό το θέμα. Δεν λέω την λυπόμουν αλλά εκείνος δεν είχε τέτοια συναισθήματα για εκείνη. Το έβλεπε καθαρά σαν μια επαγγελματική συμφωνία. Είχα μεγαλώσει πλέον, στο ίδρυμα δεν υπήρχε περίπτωση να γυρίσω καθώς όχι μόνο ήμουν ενήλικος πλέον αλλά και η παρουσία μου εδώ είχε καταστεί αναγκαία τώρα με την Λίλιθ εδώ γύρω. Το είχε παραδεχτεί πλέον και είχα ακούσει και πολλά μπράβο για την αμεσότητα και τον χειρισμό μου σε περίπτωση ανάγκης. Η θεία Ρεμπέκα τον είχε ενημερώσει για το ότι είχε γίνει στην Νέα Υόρκη και, μην μπορώντας να το αποφύγω, αναγκάστηκα να του αποκαλύψω και εγώ μερικά γεγονότα. Είχα επιβραβευτεί με ένα περήφανο χαμόγελο, μια σφιχτή αγκαλιά και ένα καινούργιο τζιπ. Όχι και άσχημα. Για να μην αναφέρω την νεκρή καρδιά μου που φούσκωνε από περηφάνια βλέποντας τον να είναι τόσο ευχαριστημένος από εμένα.
«Γιατί φεύγεις?» με ρώτησε παραπονιάρικα.
«Μην ανησυχείς. Θα τα πάρεις από τον άλλον Μάικλσον.» της απάντησα γελώντας τρίβοντας της το κεφάλι παιχνιδιάρικα και γέλασε. Κατευθύνθηκα προς το μπαρ να ξαναγεμίσω το άδειο μου ποτήρι. Καθώς γύρισα να κοιτάξω το τραπέζι πίσω μου ένιωσα δυο πράγματα. Αρχικά μια σουβλιά ζήλιας βλέποντας τους όλους χαρούμενους και γελαστούς, πράγμα που εμείς σαν οικογένεια δεν είχαμε κάνει ποτέ. Θα μου πεις τώρα, εμείς δεν είχαμε και νορμάλ οικογένεια. Όμως βλέποντας την Λίλιθ να χαμογελάει έτσι, τον πατέρα μου να την κοιτάει καχύποπτα μεν αλλά με χαμόγελο δε, τον πατέρα της και τους θείους της, τον Τζέρεμι και τον Στέφαν, να προσπαθούν να αποκρυπτογραφήσουν την έκφραση της, την μαμά και τις θείες της, την Μπόνι και την Κάθριν, να χαζογελάνε τσιμπολογώντας τα μεζεδάκια που έφτιαξαν μαζί με τις ξαδέρφες και τους φίλους τους ένιωθα ένα πολύ παράξενο συναίσθημα. Σαν να ανήκω εδώ. Σαν να μπορώ να μπορούσα να απορροφηθώ και εγώ από αυτήν την μεγάλη και χαρούμενη ομάδα.
«Διακρίνω μια ζήλια στο βλέμμα σου?» Η Κάρολαιν βρέθηκε στο πλάι μου χωρίς να την πάρω είδηση. Είχε την τάση αυτή η γυναίκα να εμφανίζεται από το πουθενά δίπλα μου. Αλλά πλέον είχα συνηθίσει την παρουσία της.
«Λίγο μόνο. Εγώ δεν το είχα ποτέ.» της απάντησα χαμογελώντας. Είδα την θλίψη στο βλέμμα της και κατάλαβα ότι οι λέξεις μου είχαν αγγίξει μια ευαίσθητη χορδή μέσα της.
«Εγώ φταίω για αυτό.» δεν με ρωτούσε. Απλά το δήλωνε.
«Μπα. Μάλλον το ίδρυμα φταίει.» Το ξεστόμισα πριν να το σκεφτώ.
«Ίδρυμα? Ποιο ίδρυμα?» Χαμογέλασα και συνέχισα να κοιτάω το τραπέζι μέχρι που πήρε το μήνυμα ότι δεν θα απαντούσα.
«Βαρέθηκα!» φώναξε η Λίλιθ δυσαρεστημένα και πέταξε τα χαρτιά της στο τραπέζι.
«Αυτό έπρεπε να το πούμε εμείς που χάνουμε!» της απάντησε ο θείος της ο Τζέρεμι.
«Θέλω άλλο παιχνίδι.» είπε και μούτρωσε σουφρώνοντας τα χείλη της. Οι συμπαίκτες της ακούμπησαν και αυτοί τα χαρτιά τους στο τραπέζι.
«Καλά. Ας βρούμε άλλο παιχνίδι.» Εκείνη χαμογέλασε και σηκώθηκε από την θέση της. Τέντωσε τα χέρια της και με κοίταξε. Κινήθηκε ανάλαφρα προς το μέρος μου και σταμάτησε ακριβώς μπροστά μου.
«Σε νίκησα.» μου είπε γλυκά. Γέλασα.
«Πολλές φορές.» της απάντησα ειρωνικά. Μου έβγαλε την γλώσσα της και για μια στιγμή δεν μπορούσα να πιστέψω πόσο χαριτωμένη ήταν. «Αλλά ήταν διασκεδαστικά.» Μου χαμογέλασε.
«Μπορούμε να μιλήσουμε λίγο ιδιαιτέρως?» πρόφερα άηχα για να μην με ακούσουν οι παρευρισκόμενοι παρά να καταλάβει μόνο εκείνη. Κοίταξε μια αριστερά και μια δεξιά και φώναξε:
«Ανεβαίνω στο γραφείο για λίγο. Εσείς βρείτε κάποιο παιχνίδι, Ντέιμιεν έλα να σου δείξω τα τρόπαια που σου έλεγα.» Και πριν καλά-καλά το καταλάβω βρισκόμασταν στον πάνω όροφο και στο γραφείο της.
«Όταν έλεγες τρόπαια δεν αστειευόσουν!» αναφώνησα βλέποντας την χρυσή πλημμύρα που κοσμούσα τα ράφια. Μικρά, μεγάλα, με διαφορετικές αναπαραστάσεις στην κορυφή και διαφορετικές επιγραφές. Χορός, διαγωνισμός ταλέντων, κολύμπι, ποίηση, τζούντο, ρυθμική και η λίστα ατελείωτη.
«Είμαι πολυπράγμων.» είπε απλά και κάθισα στην γωνία του γραφείου. «Σου είπα ότι έπρεπε να με εξοντώνουν ως την τελευταία σταγόνα αντοχής μου για να μην αποτελώ απειλή.» Έσκυψε το κεφάλι θλιμμένη. Πήγα κοντά της και βάζοντας τον δείκτη μου στο πιγούνι της την ανάγκασα να με κοιτάξει.
«Δεν θα με ρωτήσεις γιατί σε ήθελα?» Με κοίταξε με άδειο βλέμμα ανοιγοκλείνοντας τα βλέφαρα της κουρασμένα.
«Για να μου τα ψάλλεις που δεν σε άφησα να κερδίσεις?» είπε με ένα αχνό χαμόγελο. Κούνησα αδιάφορα τους ώμους.
« Έχει πανσέληνο σε τρεις μέρες. Οι δυνάμεις σου είναι σε έξαρση. Ήξερες τα φύλλα μας.»
Με κοίταξε μην μπορώντας να πιστέψει τι είχα μόλις ξεστομίσει. «Έκανα την έρευνα μου αλλά δεν σε ήθελα για αυτό.» Έχωσα το χέρι μου στην μπροστινή τσέπη του τζιν μου και έβγαλα το μικρό βελούδινο κουτάκι. Δεν ήξερα πως θα αντιδρούσε σε αυτή μου την κίνηση αλλά ήλπιζα η αντίδραση της να μην ήταν αρνητική. Κοίταξε με γουρλωμένα μάτια του κουτάκι στα χέρια μου και μετά αφού συνήλθε έστρεψε το βλέμμα της σε μένα με προφανή έκπληξη στο πρόσωπο της. «Δεν σου κάνω πρόταση γάμου.» της είπα ειρωνικά αλλά ήξερε ότι ήταν αστείο.
«Ναι, γιατί θα σου κακόπεφτα.» την κοίταξα μορφάζοντας και γέλασε.
«Δεν σου πήρα δώρο γενεθλίων ενώ εσύ μου πήρες. Αυτό λοιπόν για να πατσίσουμε.» είπα και της έτεινα το κουτί. Το πήρε με έναν αναστεναγμό από το χέρι μου αλλά δίστασε να το ανοίξει.
«Δεν σου πήρα δώρο για να μου κάνεις και εσύ.» είπε μαλακά. Προφανώς για να μην με τσαντίσει.
«Το ξέρω. Και γι’ αυτό σου αξίζει περισσότερο.» χαμογέλασε και άνοιξε αργά το κουτάκι. Το στόμα της άνοιξε από έκπληξη και έμεινε να κοιτάζει το περιεχόμενο παγωμένη.
«Ελπίζω αυτή η αντίδραση να είναι καλή γιατί το διάλεξα μόνος μου.» Με κοίταξε και προσπάθησε να αντιδράσει κάνοντας σπασμωδικές κινήσεις με τα χέρια της. Ήταν αρκετά γελοίο θέαμα. «Πες κάτι!» απαίτησα αρχίζοντας να χάνω την υπομονή μου.
«Είναι πανέμορφο.» είπε αναπνέοντας βαθιά και με κοίταξε κλείνοντας το κουτί. «Αλλά δεν μπορώ να το δεχτώ.»
«Μπορείς. Δέχτηκες το δώρο του πατέρα μου, θα δεχτείς και το δικό μου.»
«Δεν είναι...» Κάτι πήγε να πει αλλά την έκοψα προχωρώντας προς το μέρος της. Στάθηκα ακριβώς μπροστά της, πήρα στα χέρια μου το κουτί, το άνοιξα, έβγαλα το κόσμημα από την θέση του και, πιάνοντας το χέρι της, έσπρωξα το δαχτυλίδι στον παράμεσό της και το φίλησα.
«Μου θυμίζει εσένα. Καθαρό, μικρό, μοναδικό. Υπέροχο.» Την πλησίασα και άλλο και είδα να δαγκώνει το χείλος της, άκουσα την καρδιά της να τρέχει σαν τρελή και την ανάσα της να κόβεται. Το βλέμμα μου καρφώθηκε στα χείλη της και εκείνης στα δικά μου για λίγο. Ύστερα ε κοίταξε στα μάτια και απλώνοντας το χέρι της στο πίσω μέρος του κεφαλιού μου με άρπαξε και με φίλησε. Την πήρα στην αγκαλιά μου και αφέθηκα στην αίσθηση των χειλιών της. Ήταν τόσο τρυφερή, απαλή, πολύτιμη. Μπορούσα να έχω κολλημένα τα χείλη μου στα δικά της για ώρα. Και όχι μόνο τα χείλη μου αλλά αυτό ήταν άλλη ιστορία που μου προκαλούσε εκνευρισμό. Πολύ εκνευρισμό. Την έσπρωξα προς τα πίσω και την κόλλησα στην βιβλιοθήκη. Την σήκωσα και τύλιξε τα πόδια της γύρω από την μέση μου. Άρχισα να σκορπάω φιλιά σε όλο το πρόσωπο, τον λαιμό και τους ώμους της κερδίζοντας χαμηλούς αναστεναγμούς από εκείνη. Είμασταν και οι 2 τόσο απορροφημένοι που δεν ακούσαμε τα βήματα στην σκάλα...
Lilith’s POV
«Λίλιθ?» η θεία μου μπήκε στο γραφείο δίχως να χτυπήσει τν πόρτα μην μπορώντας να φανταστεί το θέαμα με το οποίο θα ερχόταν αντιμέτωπη. «Ω, συγνώμη.» είπε φέρνοντας τα χέρια στο στόμα τα και γύρισε τν πλάτη της ενώ ο Ντέιμιεν με άφηνε και ισιώναμε τα ρούχα μας.
«Θεία, μήπως θα μπορούσες...?»
«Ω μα δεν είδα τίποτα γλυκιά μου.» Συνέχισε να έχει γυρισμένη την πλάτη της σε εμάς. Ο Ντέιμιεν σοβάρεψε ξαφνικά. Προφανώς φοβόταν τον κίνδυνο της αποκάλυψης όπως και εγώ. Αν μάθαιναν οι δικοί μας ότι κάτι τρέχει μεταξύ μας θα ήταν και το τέλος μας. Βγήκαμε αθόρυβα από το δωμάτιο με την θεία Κάρολαιν να προπορεύεται. Αρχίσαμε να κατεβαίνουμε τις σκάλες όμως πριν προλάβουμε να φτάσουμε στο τελευταίο σκαλί σταματήσαμε καθώς μια συζήτηση που μας αφορούσε εξελισσόταν στο σαλόνι.
«Δεν πιστεύω να τρέχει κάτι μεταξύ τους? Από τότε που γυρίσανε από την Νέα Υόρκη είναι πολύ περίεργη η Λίλιθ.» η φωνή του πατέρα μου, σιγανή αλλά σοβαρή, ήταν αυτή που έφτασε πρώτη στα αυτιά μου. Γύρισα να κοιτάξω τον Ντέιμιεν που και αυτός έδειχνε να έχει στρέψει την προσοχή του στην συζήτηση.
«Και ο Ντέιμιεν φέρεται αλλόκοτα. Αλλά δεν πιστεύω ότι τρέχει κάτι. Η Λίλιθ επικοινώνησε μαζί του μόνο την ημέρα πριν την μικρή σας γιορτή για να μας προσκαλέσει. Αν έτρεχε κάτι θα είχαν συνεχή επικοινωνία. Τα παιδιά κάνουν τέτοια λάθη.» η φωνή του Κλάους τώρα απαντούσε στον πατέρα μου.» Είδα τον Ντέιμιεν δίπλα μου να σφίγγει τις γροθιές του, την ίδια στιγμή που ένιωθα τον δικό μου θυμό να φουντώνει και την μαινάδα να αρχίζει να ανασαίνει βαριά.
«Και αν τρέχει κάτι? Δεν θα αφήσω να συμβεί κάτι τέτοιο!» Ο πατέρας μου χτύπησε την γροθιά του σε μια ξύλινη επιφάνεια, λογικά το τραπέζι. Ποιος νομίζει ότι είναι που θα κάνει σε εμάς κουμάντο? Ένιωσα την οργή να φουντώνει και να αρχίζει να κοκκινίζει η όραση μου. Όχι, μην το επιτρέψεις Λίλιθ! Μην τσαντίζεσαι! Ηρέμησε!
«Μην ανησυχείς Ντέιμον. Ο γιος μου γνωρίζει ότι δεν πρέπει να μπλεχτεί σε κάτι τέτοιο. Θα είναι ήδη πολύ μακριά πριν προλάβει να το σκεφτεί. Τα έχουμε ξεκαθαρίσει.» Ένιωσα τον Ντέιμιεν να τρέμει δίπλα μου και, καθώς σήκωνε το βλέμμα του, είδα τις κόρες των ματιών του να πρασινίζουν έντονα και το υπόλοιπο να παίρνει ένα βαθύ κίτρινο χρώμα. Η Κάρολαιν έσπευσε στο πλάι του προσπαθώντας να τον ηρεμήσει. Ήθελα να τον βοηθήσω και εγώ αλλά καλύτερα να μην πλησίαζα τώρα έτσι όπως ήμουν.
«Το έχουμε ξεκαθαρίσει στην Λίλιθ. Μακριά από Υβρίδια.»
«Μην ανακατεύεις και εμένα σε αυτό, Ντέιμον.» Η μαμά μου, πάντα η φωνή της λογικής σε αυτό το σπίτι. Αλλά πλέον αυτό δεν ηρεμούσε ούτε εμένα, ούτε τον Ντέιμιεν που είχε αρχίσει να παίρνει την μορφή ενός λύκου. Κατέβηκα το τελευταίο σκαλί και μπήκα στο σαλόνι. Γύρισαν όλοι να με κοιτάξουν την στιγμή που έβαζα την παλάμη μου στην κάσα της πόρτας και με το άλλο χέρι άρπαξα στην αγκαλιά μου τον ήδη μεταμορφωμένο σε λύκο Ντέιμιεν. Δεν ήθελε να επιτεθεί γιατί αν ήταν έτσι θα έπαιρνε την μεσαία μορφή μεταξύ ανθρώπου και λύκου που ήταν πιο ισχυρή. Όχι. Ένιωθα την ένταση του και την ανάγκη του για φυγή. Με κοιτούσαν τώρα με πανικό ενώ άφηνα την δύναμη να ρεύσει ασταμάτητα. Το έδαφος άρχισε να σείεται δυνατά. Αλλά μόνο το έδαφος. Είχα στόχο να τους τιμωρήσω για τα λόγια τους, όχι να γκρεμίσω το σπίτι. Χάσανε την ισορροπία τους και πέσανε στο δάπεδο μαζί με έπιπλα που δεν γλίτωσαν από την μανία μου όπως το τραπέζι του πόκερ, το τραπεζάκι του καφέ ενώ έπιπλα όπως ο καναπές και οι πολυθρόνες μετακινιούνταν ασταμάτητα.
«Λίλιθ! Σταμάτα!» η μαμά μου ούρλιαζε καθώς δεν μπορούσε να σηκωθεί στα πόδια της. Και έτσι απλά πήρα το χέρι μου από την κάσα. Ζαλισμένοι ακόμα από το τράνταγμα προσπαθούσαν να σταθούν μάταια στα πόδια τους. Γέλασα σαρδόνια.
«Κανείς δεν θα μου πει τι θα κάνω. Τα έχουμε ξαναπεί. Αυτό θα σας μάθει ότι δεν θέλω να επαναλαμβάνομαι.» Άφησα το Ντέιμιεν κάτω, και γύρισε να με κοιτάξει με τα μεγάλα λυκίσια μάτια του. «Απόψε, θα μείνω στην Στέφανι.» είπα απλά και βγήκα αργά από την πόρτα. Δεν ήμουν περήφανη για ότι έκανα αλλά ίσως αυτό τους μάθαινε ότι δεν μπορούν να κουμαντάρουν την ζωή μου όπως τους αρέσει πια. Έφτασα στην Στέφανι τρέχοντας μέσα σε λίγα δεύτερα. Ακόμα και τα τακούνια δεν με δυσκόλευαν.
«Να κοιμηθώ εδώ απόψε?» ρώτησα όταν μου άνοιξε την πόρτα ο Ρίκι. Έτριψε τα κουρασμένα μάτια του και έκανε στην άκρη να περάσω.
«Στεφ! Η Λίλιθ θα μείνει απόψε εδώ!» της φώναξε και κατέβηκε βολίδα από πάνω να με αγκαλιάσει.
«Τσακώθηκες με τους δικούς σου αστεράκι?» με ρώτησε γλυκά.
«Μην μου το θυμίζεις.» της είπα ξαπλώνοντας στον καναπέ και καλύπτοντας τα μάτια μου με ένα μαξιλάρι. Ο φωτισμός του σπιτιού τους παρα ήταν έντονος για τα ευαίσθητα μάτια μου.
«Σοκολάτα ή αλκοόλ?» με ρώτησε πηγαίνοντας στην κουζίνα.
«Αίμα.» της απάντησα και γύρισε να καθίσει δίπλα μου μαζί με τον Ρίκι.
«Τόσο σοβαρά?» Κρυφοκοίταξα από το μαξιλάρι και κούνησα το κεφάλι μου καταφατικά. «Πες τα μου όλα.» Έβγαλα το κινητό μου από την τσέπη μου. Θα της τα έλεγα αλλά έπρεπε πρώτα να τηλεφωνήσω στον Ντέιμιεν να βεβαιωθώ ότι ήταν καλά. Πληκτρολόγησα τον αριθμό και το άφησα να χτυπήσει. Πριν προλάβει να τελειώσει το πρώτο κουδούνισμα το σήκωσε.
«Είσαι εντάξει?» με ρώτησε αμέσως. Φύλακας για πάντα.
«Ναι. Εσύ? Γύρισες σπίτι?»
«Είμαι σε έναν φίλο. Δεν γουστάρω να γυρίσω σπίτι. Ευχαριστώ που με συγκράτησες πριν. Δεν θα τα κατάφερνα χωρίς εσένα. Και συγνώμη που δεν μπόρεσα εγώ να σε συγκρατήσω.»
«Μην το συζητάς. Όλα καλά. Και εσένα σε ενόχλησαν τόσο τα λόγια τους?» ρώτησα κάπως αμφίβολα περιμένοντας την απάντηση του.
«Πολύ. Αλλά δεν ξέρουν για τι μιλάνε.» Χαμογέλασα. Ακόμα και τώρα προσπαθούσε να με ηρεμήσει. Το καταλάβαινα από την καθησυχαστική φωνή και τον απαλό τόνο.
«Τα λέμε αύριο?» ήμουν κουρασμένη και άκουγα στην φωνή του ότι και αυτός ήταν. Αναστέναξε από την άλλη άκρη της γραμμής.
«Ναι. Α και Λίλ, τέλειος ο σεισμός.» Γέλασα απαλά. Ένιωσα τα βλέμματα της Στέφανι και του Ρίκι να καρφώνονται πάνω μου.
«Ευχαριστώ. Καληνύχτα.» είπα απαλά.
«Καληνύχτα.» μου απάντησε και εκείνος και τερμάτισα την κλήση.
«Είσαι ερωτευμένη!» Η Στέφανι με έπιασε προ εκπλήξεως αναφωνώντας.
«Όχι!» είπα κάπως πιο φωναχτά από ότι ήθελα.
«Δαγκώνεις το χείλος σου. Χριστέ μου είσαι ερωτευμένη με τον Ντέιμιεν!» ούρλιαζε χαρούμενη χοροπηδώντας πάνω-κάτω.
«Δεν είμαι!» Είμαι?
«Καλά, πες τα όλα και θα δούμε αν είσαι.» Κούνησα το κεφάλι μου πεισματικά αλλά ξεκίνησα να λέω τι είχε συμβεί απόψε και απαντούσα στις εκάστοτε ερωτήσεις τους. Όταν τελείωσε το θέμα της αποψινής βραδιάς, σειρά είχε ο Ντέιμιεν ως θέμα συζήτησης. Αυτή η συζήτηση προβλεπόταν να κρατούσε πολύ. Ξεκίνησα να διηγούμαι λοιπόν αλλά σταμάτησα απότομα. Σηκώθηκα και πήγα στο παράθυρο καθώς άκουσα ουρλιαχτά λύκων. Η πανσέληνος απείχε 3 μέρες αλλά δεν ήταν ασυνήθιστο να ουρλιάζουν νωρίτερα. Φτάνοντας στο παράθυρο όμως δεν είδα τίποτα παρα μόνο το πηχτό σκοτάδι του Μίστικ Φολς να καλύπτει τα πάντα. Καθώς απομακρυνόμουν όμως και ρίχνοντας μια τελευταία ματιά στο παράθυρο θα ορκιζόμουν ότι είδα ένα ζευγάρι πράσινα μάτια να με κοιτάνε... Θεά μου, μπορεί όντως να ήμουν ερωτευμένη...
Nadia
«Φλος Ρουαγιάλ. Δείτε και κλάψτε.» η φωνή της Λίλιθ με την γαλλική προφορά της ξεσήκωσε φωνές απογοήτευσης και αναστεναγμούς. Ήταν η έκτη παρτίδα πόκερ που κέρδιζε στην σειρά. Αλλά πως μπορούσες να της θυμώσεις όταν σου έσκαγε ένα από αυτά τα μεγάλα γλυκά χαμόγελα ενώ μάζευε τις μάρκες? Δεν μπορούσες.
«Χρειάζομαι ένα διάλλειμα.» είπα και έσπρωξα την καρέκλα μου. Έκανα νόημα στον πατέρα μου να έρθει να πάρει την θέση μου, καθώς εκείνος δεν συμμετείχε απλά καθόταν και παρακολουθούσε. Είχα δώσει σκληρή μάχη για να μπορέσουμε να έρθουμε απόψε. Ο πατέρας μου ήθελε και εκείνος να παρευρεθούμε εδώ όμως έπρεπε πρώτα να τον πείσω για δυο πράγματα. 1ον Δεν θα είχα πρόβλημα με την Κάρολαιν. Του είχα πει για την συνάντηση μας στο πάρτι των Σαλβατόρε και είχε δείξει ίσως για πρώτη φορά πραγματικό ενδιαφέρον. Του είχα πει ότι ήθελα να ακούσω και την δική της πλευρά, γιατί έκανε κάτι τόσο αποτρόπαιο όσο το να με αφήσει έτσι και άμα ήταν περήφανη για αυτή της την πράξη. Ο πατέρας μου είχε θορυβηθεί. Περισσότερο για την δική μου ψυχική ηρεμία και για να μην απογοητευτώ ακούγοντας κάτι που μπορούσε να με πληγώσει. Η Σάρα πάλι είχε ξινίσει την μούρη της όταν είχε ακούσει ότι θα ήταν και η Κάρολάιν εκεί. Τελευταία την είχε πιάσει η ζηλιάρικη πλευρά της και του έσπαγε τα νεύρα του πατέρα μου ο οποίος σκεφτόταν πολύ σοβαρά να την ξεφορτωθεί. Είχαμε μιλήσει σοβαρά για αυτό το θέμα. Δεν λέω την λυπόμουν αλλά εκείνος δεν είχε τέτοια συναισθήματα για εκείνη. Το έβλεπε καθαρά σαν μια επαγγελματική συμφωνία. Είχα μεγαλώσει πλέον, στο ίδρυμα δεν υπήρχε περίπτωση να γυρίσω καθώς όχι μόνο ήμουν ενήλικος πλέον αλλά και η παρουσία μου εδώ είχε καταστεί αναγκαία τώρα με την Λίλιθ εδώ γύρω. Το είχε παραδεχτεί πλέον και είχα ακούσει και πολλά μπράβο για την αμεσότητα και τον χειρισμό μου σε περίπτωση ανάγκης. Η θεία Ρεμπέκα τον είχε ενημερώσει για το ότι είχε γίνει στην Νέα Υόρκη και, μην μπορώντας να το αποφύγω, αναγκάστηκα να του αποκαλύψω και εγώ μερικά γεγονότα. Είχα επιβραβευτεί με ένα περήφανο χαμόγελο, μια σφιχτή αγκαλιά και ένα καινούργιο τζιπ. Όχι και άσχημα. Για να μην αναφέρω την νεκρή καρδιά μου που φούσκωνε από περηφάνια βλέποντας τον να είναι τόσο ευχαριστημένος από εμένα.
«Γιατί φεύγεις?» με ρώτησε παραπονιάρικα.
«Μην ανησυχείς. Θα τα πάρεις από τον άλλον Μάικλσον.» της απάντησα γελώντας τρίβοντας της το κεφάλι παιχνιδιάρικα και γέλασε. Κατευθύνθηκα προς το μπαρ να ξαναγεμίσω το άδειο μου ποτήρι. Καθώς γύρισα να κοιτάξω το τραπέζι πίσω μου ένιωσα δυο πράγματα. Αρχικά μια σουβλιά ζήλιας βλέποντας τους όλους χαρούμενους και γελαστούς, πράγμα που εμείς σαν οικογένεια δεν είχαμε κάνει ποτέ. Θα μου πεις τώρα, εμείς δεν είχαμε και νορμάλ οικογένεια. Όμως βλέποντας την Λίλιθ να χαμογελάει έτσι, τον πατέρα μου να την κοιτάει καχύποπτα μεν αλλά με χαμόγελο δε, τον πατέρα της και τους θείους της, τον Τζέρεμι και τον Στέφαν, να προσπαθούν να αποκρυπτογραφήσουν την έκφραση της, την μαμά και τις θείες της, την Μπόνι και την Κάθριν, να χαζογελάνε τσιμπολογώντας τα μεζεδάκια που έφτιαξαν μαζί με τις ξαδέρφες και τους φίλους τους ένιωθα ένα πολύ παράξενο συναίσθημα. Σαν να ανήκω εδώ. Σαν να μπορώ να μπορούσα να απορροφηθώ και εγώ από αυτήν την μεγάλη και χαρούμενη ομάδα.
«Διακρίνω μια ζήλια στο βλέμμα σου?» Η Κάρολαιν βρέθηκε στο πλάι μου χωρίς να την πάρω είδηση. Είχε την τάση αυτή η γυναίκα να εμφανίζεται από το πουθενά δίπλα μου. Αλλά πλέον είχα συνηθίσει την παρουσία της.
«Λίγο μόνο. Εγώ δεν το είχα ποτέ.» της απάντησα χαμογελώντας. Είδα την θλίψη στο βλέμμα της και κατάλαβα ότι οι λέξεις μου είχαν αγγίξει μια ευαίσθητη χορδή μέσα της.
«Εγώ φταίω για αυτό.» δεν με ρωτούσε. Απλά το δήλωνε.
«Μπα. Μάλλον το ίδρυμα φταίει.» Το ξεστόμισα πριν να το σκεφτώ.
«Ίδρυμα? Ποιο ίδρυμα?» Χαμογέλασα και συνέχισα να κοιτάω το τραπέζι μέχρι που πήρε το μήνυμα ότι δεν θα απαντούσα.
«Βαρέθηκα!» φώναξε η Λίλιθ δυσαρεστημένα και πέταξε τα χαρτιά της στο τραπέζι.
«Αυτό έπρεπε να το πούμε εμείς που χάνουμε!» της απάντησε ο θείος της ο Τζέρεμι.
«Θέλω άλλο παιχνίδι.» είπε και μούτρωσε σουφρώνοντας τα χείλη της. Οι συμπαίκτες της ακούμπησαν και αυτοί τα χαρτιά τους στο τραπέζι.
«Καλά. Ας βρούμε άλλο παιχνίδι.» Εκείνη χαμογέλασε και σηκώθηκε από την θέση της. Τέντωσε τα χέρια της και με κοίταξε. Κινήθηκε ανάλαφρα προς το μέρος μου και σταμάτησε ακριβώς μπροστά μου.
«Σε νίκησα.» μου είπε γλυκά. Γέλασα.
«Πολλές φορές.» της απάντησα ειρωνικά. Μου έβγαλε την γλώσσα της και για μια στιγμή δεν μπορούσα να πιστέψω πόσο χαριτωμένη ήταν. «Αλλά ήταν διασκεδαστικά.» Μου χαμογέλασε.
«Μπορούμε να μιλήσουμε λίγο ιδιαιτέρως?» πρόφερα άηχα για να μην με ακούσουν οι παρευρισκόμενοι παρά να καταλάβει μόνο εκείνη. Κοίταξε μια αριστερά και μια δεξιά και φώναξε:
«Ανεβαίνω στο γραφείο για λίγο. Εσείς βρείτε κάποιο παιχνίδι, Ντέιμιεν έλα να σου δείξω τα τρόπαια που σου έλεγα.» Και πριν καλά-καλά το καταλάβω βρισκόμασταν στον πάνω όροφο και στο γραφείο της.
«Όταν έλεγες τρόπαια δεν αστειευόσουν!» αναφώνησα βλέποντας την χρυσή πλημμύρα που κοσμούσα τα ράφια. Μικρά, μεγάλα, με διαφορετικές αναπαραστάσεις στην κορυφή και διαφορετικές επιγραφές. Χορός, διαγωνισμός ταλέντων, κολύμπι, ποίηση, τζούντο, ρυθμική και η λίστα ατελείωτη.
«Είμαι πολυπράγμων.» είπε απλά και κάθισα στην γωνία του γραφείου. «Σου είπα ότι έπρεπε να με εξοντώνουν ως την τελευταία σταγόνα αντοχής μου για να μην αποτελώ απειλή.» Έσκυψε το κεφάλι θλιμμένη. Πήγα κοντά της και βάζοντας τον δείκτη μου στο πιγούνι της την ανάγκασα να με κοιτάξει.
«Δεν θα με ρωτήσεις γιατί σε ήθελα?» Με κοίταξε με άδειο βλέμμα ανοιγοκλείνοντας τα βλέφαρα της κουρασμένα.
«Για να μου τα ψάλλεις που δεν σε άφησα να κερδίσεις?» είπε με ένα αχνό χαμόγελο. Κούνησα αδιάφορα τους ώμους.
« Έχει πανσέληνο σε τρεις μέρες. Οι δυνάμεις σου είναι σε έξαρση. Ήξερες τα φύλλα μας.»
Με κοίταξε μην μπορώντας να πιστέψει τι είχα μόλις ξεστομίσει. «Έκανα την έρευνα μου αλλά δεν σε ήθελα για αυτό.» Έχωσα το χέρι μου στην μπροστινή τσέπη του τζιν μου και έβγαλα το μικρό βελούδινο κουτάκι. Δεν ήξερα πως θα αντιδρούσε σε αυτή μου την κίνηση αλλά ήλπιζα η αντίδραση της να μην ήταν αρνητική. Κοίταξε με γουρλωμένα μάτια του κουτάκι στα χέρια μου και μετά αφού συνήλθε έστρεψε το βλέμμα της σε μένα με προφανή έκπληξη στο πρόσωπο της. «Δεν σου κάνω πρόταση γάμου.» της είπα ειρωνικά αλλά ήξερε ότι ήταν αστείο.
«Ναι, γιατί θα σου κακόπεφτα.» την κοίταξα μορφάζοντας και γέλασε.
«Δεν σου πήρα δώρο γενεθλίων ενώ εσύ μου πήρες. Αυτό λοιπόν για να πατσίσουμε.» είπα και της έτεινα το κουτί. Το πήρε με έναν αναστεναγμό από το χέρι μου αλλά δίστασε να το ανοίξει.
«Δεν σου πήρα δώρο για να μου κάνεις και εσύ.» είπε μαλακά. Προφανώς για να μην με τσαντίσει.
«Το ξέρω. Και γι’ αυτό σου αξίζει περισσότερο.» χαμογέλασε και άνοιξε αργά το κουτάκι. Το στόμα της άνοιξε από έκπληξη και έμεινε να κοιτάζει το περιεχόμενο παγωμένη.
«Ελπίζω αυτή η αντίδραση να είναι καλή γιατί το διάλεξα μόνος μου.» Με κοίταξε και προσπάθησε να αντιδράσει κάνοντας σπασμωδικές κινήσεις με τα χέρια της. Ήταν αρκετά γελοίο θέαμα. «Πες κάτι!» απαίτησα αρχίζοντας να χάνω την υπομονή μου.
«Είναι πανέμορφο.» είπε αναπνέοντας βαθιά και με κοίταξε κλείνοντας το κουτί. «Αλλά δεν μπορώ να το δεχτώ.»
«Μπορείς. Δέχτηκες το δώρο του πατέρα μου, θα δεχτείς και το δικό μου.»
«Δεν είναι...» Κάτι πήγε να πει αλλά την έκοψα προχωρώντας προς το μέρος της. Στάθηκα ακριβώς μπροστά της, πήρα στα χέρια μου το κουτί, το άνοιξα, έβγαλα το κόσμημα από την θέση του και, πιάνοντας το χέρι της, έσπρωξα το δαχτυλίδι στον παράμεσό της και το φίλησα.
«Μου θυμίζει εσένα. Καθαρό, μικρό, μοναδικό. Υπέροχο.» Την πλησίασα και άλλο και είδα να δαγκώνει το χείλος της, άκουσα την καρδιά της να τρέχει σαν τρελή και την ανάσα της να κόβεται. Το βλέμμα μου καρφώθηκε στα χείλη της και εκείνης στα δικά μου για λίγο. Ύστερα ε κοίταξε στα μάτια και απλώνοντας το χέρι της στο πίσω μέρος του κεφαλιού μου με άρπαξε και με φίλησε. Την πήρα στην αγκαλιά μου και αφέθηκα στην αίσθηση των χειλιών της. Ήταν τόσο τρυφερή, απαλή, πολύτιμη. Μπορούσα να έχω κολλημένα τα χείλη μου στα δικά της για ώρα. Και όχι μόνο τα χείλη μου αλλά αυτό ήταν άλλη ιστορία που μου προκαλούσε εκνευρισμό. Πολύ εκνευρισμό. Την έσπρωξα προς τα πίσω και την κόλλησα στην βιβλιοθήκη. Την σήκωσα και τύλιξε τα πόδια της γύρω από την μέση μου. Άρχισα να σκορπάω φιλιά σε όλο το πρόσωπο, τον λαιμό και τους ώμους της κερδίζοντας χαμηλούς αναστεναγμούς από εκείνη. Είμασταν και οι 2 τόσο απορροφημένοι που δεν ακούσαμε τα βήματα στην σκάλα...
Lilith’s POV
«Λίλιθ?» η θεία μου μπήκε στο γραφείο δίχως να χτυπήσει τν πόρτα μην μπορώντας να φανταστεί το θέαμα με το οποίο θα ερχόταν αντιμέτωπη. «Ω, συγνώμη.» είπε φέρνοντας τα χέρια στο στόμα τα και γύρισε τν πλάτη της ενώ ο Ντέιμιεν με άφηνε και ισιώναμε τα ρούχα μας.
«Θεία, μήπως θα μπορούσες...?»
«Ω μα δεν είδα τίποτα γλυκιά μου.» Συνέχισε να έχει γυρισμένη την πλάτη της σε εμάς. Ο Ντέιμιεν σοβάρεψε ξαφνικά. Προφανώς φοβόταν τον κίνδυνο της αποκάλυψης όπως και εγώ. Αν μάθαιναν οι δικοί μας ότι κάτι τρέχει μεταξύ μας θα ήταν και το τέλος μας. Βγήκαμε αθόρυβα από το δωμάτιο με την θεία Κάρολαιν να προπορεύεται. Αρχίσαμε να κατεβαίνουμε τις σκάλες όμως πριν προλάβουμε να φτάσουμε στο τελευταίο σκαλί σταματήσαμε καθώς μια συζήτηση που μας αφορούσε εξελισσόταν στο σαλόνι.
«Δεν πιστεύω να τρέχει κάτι μεταξύ τους? Από τότε που γυρίσανε από την Νέα Υόρκη είναι πολύ περίεργη η Λίλιθ.» η φωνή του πατέρα μου, σιγανή αλλά σοβαρή, ήταν αυτή που έφτασε πρώτη στα αυτιά μου. Γύρισα να κοιτάξω τον Ντέιμιεν που και αυτός έδειχνε να έχει στρέψει την προσοχή του στην συζήτηση.
«Και ο Ντέιμιεν φέρεται αλλόκοτα. Αλλά δεν πιστεύω ότι τρέχει κάτι. Η Λίλιθ επικοινώνησε μαζί του μόνο την ημέρα πριν την μικρή σας γιορτή για να μας προσκαλέσει. Αν έτρεχε κάτι θα είχαν συνεχή επικοινωνία. Τα παιδιά κάνουν τέτοια λάθη.» η φωνή του Κλάους τώρα απαντούσε στον πατέρα μου.» Είδα τον Ντέιμιεν δίπλα μου να σφίγγει τις γροθιές του, την ίδια στιγμή που ένιωθα τον δικό μου θυμό να φουντώνει και την μαινάδα να αρχίζει να ανασαίνει βαριά.
«Και αν τρέχει κάτι? Δεν θα αφήσω να συμβεί κάτι τέτοιο!» Ο πατέρας μου χτύπησε την γροθιά του σε μια ξύλινη επιφάνεια, λογικά το τραπέζι. Ποιος νομίζει ότι είναι που θα κάνει σε εμάς κουμάντο? Ένιωσα την οργή να φουντώνει και να αρχίζει να κοκκινίζει η όραση μου. Όχι, μην το επιτρέψεις Λίλιθ! Μην τσαντίζεσαι! Ηρέμησε!
«Μην ανησυχείς Ντέιμον. Ο γιος μου γνωρίζει ότι δεν πρέπει να μπλεχτεί σε κάτι τέτοιο. Θα είναι ήδη πολύ μακριά πριν προλάβει να το σκεφτεί. Τα έχουμε ξεκαθαρίσει.» Ένιωσα τον Ντέιμιεν να τρέμει δίπλα μου και, καθώς σήκωνε το βλέμμα του, είδα τις κόρες των ματιών του να πρασινίζουν έντονα και το υπόλοιπο να παίρνει ένα βαθύ κίτρινο χρώμα. Η Κάρολαιν έσπευσε στο πλάι του προσπαθώντας να τον ηρεμήσει. Ήθελα να τον βοηθήσω και εγώ αλλά καλύτερα να μην πλησίαζα τώρα έτσι όπως ήμουν.
«Το έχουμε ξεκαθαρίσει στην Λίλιθ. Μακριά από Υβρίδια.»
«Μην ανακατεύεις και εμένα σε αυτό, Ντέιμον.» Η μαμά μου, πάντα η φωνή της λογικής σε αυτό το σπίτι. Αλλά πλέον αυτό δεν ηρεμούσε ούτε εμένα, ούτε τον Ντέιμιεν που είχε αρχίσει να παίρνει την μορφή ενός λύκου. Κατέβηκα το τελευταίο σκαλί και μπήκα στο σαλόνι. Γύρισαν όλοι να με κοιτάξουν την στιγμή που έβαζα την παλάμη μου στην κάσα της πόρτας και με το άλλο χέρι άρπαξα στην αγκαλιά μου τον ήδη μεταμορφωμένο σε λύκο Ντέιμιεν. Δεν ήθελε να επιτεθεί γιατί αν ήταν έτσι θα έπαιρνε την μεσαία μορφή μεταξύ ανθρώπου και λύκου που ήταν πιο ισχυρή. Όχι. Ένιωθα την ένταση του και την ανάγκη του για φυγή. Με κοιτούσαν τώρα με πανικό ενώ άφηνα την δύναμη να ρεύσει ασταμάτητα. Το έδαφος άρχισε να σείεται δυνατά. Αλλά μόνο το έδαφος. Είχα στόχο να τους τιμωρήσω για τα λόγια τους, όχι να γκρεμίσω το σπίτι. Χάσανε την ισορροπία τους και πέσανε στο δάπεδο μαζί με έπιπλα που δεν γλίτωσαν από την μανία μου όπως το τραπέζι του πόκερ, το τραπεζάκι του καφέ ενώ έπιπλα όπως ο καναπές και οι πολυθρόνες μετακινιούνταν ασταμάτητα.
«Λίλιθ! Σταμάτα!» η μαμά μου ούρλιαζε καθώς δεν μπορούσε να σηκωθεί στα πόδια της. Και έτσι απλά πήρα το χέρι μου από την κάσα. Ζαλισμένοι ακόμα από το τράνταγμα προσπαθούσαν να σταθούν μάταια στα πόδια τους. Γέλασα σαρδόνια.
«Κανείς δεν θα μου πει τι θα κάνω. Τα έχουμε ξαναπεί. Αυτό θα σας μάθει ότι δεν θέλω να επαναλαμβάνομαι.» Άφησα το Ντέιμιεν κάτω, και γύρισε να με κοιτάξει με τα μεγάλα λυκίσια μάτια του. «Απόψε, θα μείνω στην Στέφανι.» είπα απλά και βγήκα αργά από την πόρτα. Δεν ήμουν περήφανη για ότι έκανα αλλά ίσως αυτό τους μάθαινε ότι δεν μπορούν να κουμαντάρουν την ζωή μου όπως τους αρέσει πια. Έφτασα στην Στέφανι τρέχοντας μέσα σε λίγα δεύτερα. Ακόμα και τα τακούνια δεν με δυσκόλευαν.
«Να κοιμηθώ εδώ απόψε?» ρώτησα όταν μου άνοιξε την πόρτα ο Ρίκι. Έτριψε τα κουρασμένα μάτια του και έκανε στην άκρη να περάσω.
«Στεφ! Η Λίλιθ θα μείνει απόψε εδώ!» της φώναξε και κατέβηκε βολίδα από πάνω να με αγκαλιάσει.
«Τσακώθηκες με τους δικούς σου αστεράκι?» με ρώτησε γλυκά.
«Μην μου το θυμίζεις.» της είπα ξαπλώνοντας στον καναπέ και καλύπτοντας τα μάτια μου με ένα μαξιλάρι. Ο φωτισμός του σπιτιού τους παρα ήταν έντονος για τα ευαίσθητα μάτια μου.
«Σοκολάτα ή αλκοόλ?» με ρώτησε πηγαίνοντας στην κουζίνα.
«Αίμα.» της απάντησα και γύρισε να καθίσει δίπλα μου μαζί με τον Ρίκι.
«Τόσο σοβαρά?» Κρυφοκοίταξα από το μαξιλάρι και κούνησα το κεφάλι μου καταφατικά. «Πες τα μου όλα.» Έβγαλα το κινητό μου από την τσέπη μου. Θα της τα έλεγα αλλά έπρεπε πρώτα να τηλεφωνήσω στον Ντέιμιεν να βεβαιωθώ ότι ήταν καλά. Πληκτρολόγησα τον αριθμό και το άφησα να χτυπήσει. Πριν προλάβει να τελειώσει το πρώτο κουδούνισμα το σήκωσε.
«Είσαι εντάξει?» με ρώτησε αμέσως. Φύλακας για πάντα.
«Ναι. Εσύ? Γύρισες σπίτι?»
«Είμαι σε έναν φίλο. Δεν γουστάρω να γυρίσω σπίτι. Ευχαριστώ που με συγκράτησες πριν. Δεν θα τα κατάφερνα χωρίς εσένα. Και συγνώμη που δεν μπόρεσα εγώ να σε συγκρατήσω.»
«Μην το συζητάς. Όλα καλά. Και εσένα σε ενόχλησαν τόσο τα λόγια τους?» ρώτησα κάπως αμφίβολα περιμένοντας την απάντηση του.
«Πολύ. Αλλά δεν ξέρουν για τι μιλάνε.» Χαμογέλασα. Ακόμα και τώρα προσπαθούσε να με ηρεμήσει. Το καταλάβαινα από την καθησυχαστική φωνή και τον απαλό τόνο.
«Τα λέμε αύριο?» ήμουν κουρασμένη και άκουγα στην φωνή του ότι και αυτός ήταν. Αναστέναξε από την άλλη άκρη της γραμμής.
«Ναι. Α και Λίλ, τέλειος ο σεισμός.» Γέλασα απαλά. Ένιωσα τα βλέμματα της Στέφανι και του Ρίκι να καρφώνονται πάνω μου.
«Ευχαριστώ. Καληνύχτα.» είπα απαλά.
«Καληνύχτα.» μου απάντησε και εκείνος και τερμάτισα την κλήση.
«Είσαι ερωτευμένη!» Η Στέφανι με έπιασε προ εκπλήξεως αναφωνώντας.
«Όχι!» είπα κάπως πιο φωναχτά από ότι ήθελα.
«Δαγκώνεις το χείλος σου. Χριστέ μου είσαι ερωτευμένη με τον Ντέιμιεν!» ούρλιαζε χαρούμενη χοροπηδώντας πάνω-κάτω.
«Δεν είμαι!» Είμαι?
«Καλά, πες τα όλα και θα δούμε αν είσαι.» Κούνησα το κεφάλι μου πεισματικά αλλά ξεκίνησα να λέω τι είχε συμβεί απόψε και απαντούσα στις εκάστοτε ερωτήσεις τους. Όταν τελείωσε το θέμα της αποψινής βραδιάς, σειρά είχε ο Ντέιμιεν ως θέμα συζήτησης. Αυτή η συζήτηση προβλεπόταν να κρατούσε πολύ. Ξεκίνησα να διηγούμαι λοιπόν αλλά σταμάτησα απότομα. Σηκώθηκα και πήγα στο παράθυρο καθώς άκουσα ουρλιαχτά λύκων. Η πανσέληνος απείχε 3 μέρες αλλά δεν ήταν ασυνήθιστο να ουρλιάζουν νωρίτερα. Φτάνοντας στο παράθυρο όμως δεν είδα τίποτα παρα μόνο το πηχτό σκοτάδι του Μίστικ Φολς να καλύπτει τα πάντα. Καθώς απομακρυνόμουν όμως και ρίχνοντας μια τελευταία ματιά στο παράθυρο θα ορκιζόμουν ότι είδα ένα ζευγάρι πράσινα μάτια να με κοιτάνε... Θεά μου, μπορεί όντως να ήμουν ερωτευμένη...
Nadia