Στην τρικυμία της μοίρας (Επίλογος)

Μερικούς μήνες μετά την επιστροϕή μας στον Προύτον, η ζωή είχε πάρει και πάλι τους ϕυσιολογικούς της ρυθμούς και οι περιπέτειες στον Άριτον ϕάνταζαν σαν μια ιστορία βγαλμένη από κάποιο μυθιστόρημα, ή σαν μια γλυκόπικρη ανάμνηση μιας άλλης ζωής. Όσο δύσκολο και αν ϕάνταζε στην αρχή, μετά την απώλεια αγαπημένων προσώπων όπως του Χένρι και του Σαντιάγκο, κατάλαβα πως η ζωή πράγματι συνεχίζεται, γιατί είναι πλανεύτρα, μια Σειρήνα που δε γίνεται να μη σε παρασύρει στο ρυθμό της. Σε κάνει να δεις πως τίποτε δεν έχει αλλάξει, ακόμα και αν άλλαξαν πολλά. Πάντοτε σου προσϕέρει νέες χαρές, νέα πράγματα να ανακαλύψεις, νέους καρπούς και ομορϕιές να γευτείς. Με έκπληξη σου καταλαβαίνεις πως ακόμα μπορείς να γελάς να χαίρεσαι να αγαπάς να ζεις, όταν πίστευες πως η καρδιά σου είχε ραγίσει ανεπανόρθωτα.

Μετά την κηδεία του Χένρι είχα επιστρέψει στην Ακαδημία, αϕήνοντας τη Φέιλιν όπως η ίδια επιθυμούσε, με τον Ρότζερ και τον Γκαστόν, καθώς ήθελε να βρίσκεται κοντά στον τόπο που ήταν θαμμένος ο αγαπημένος της. Λίγους μήνες μετά αποδείχτηκε πως η εύθραυστη και θλιμμένη αγαπημένη που αδελϕού μου, που τόσο άδικα είχε χάσει πέρα από τον τόπο και τη ϕωνή της, τον άνθρωπο που την έκανε να απαρνηθεί όσα γνώριζε στη ζωή της και να τον ακολουθήσει, ήταν έγκυος. Ένα κομμάτι του αδελϕού μου ήταν ακόμη κοντά της, σαν μήνυμα πως εκείνος ακόμη την πρόσεχε και πως ένα μέρος του θα τη συντρόϕευε για να την κάνει χαρούμενη. Πράγματι ο πόνος της ϕάνηκε να καταλαγιάζει κάπως όταν έϕερε στον κόσμο δύο πανέμορϕα δίδυμα. Το κορίτσι είχε να μάτια του πατέρα του, στο χρώμα του γκριζογάλανου ουρανού και την ομορϕιά και τα χάλκινα μαλλιά της μητέρας του, ενώ το αγόρι τα καστανοπράσινα μάτια της μητέρας του και τις μαύρες μπούκλες του Χένρι.
Στην επιστροϕή μου στην Ακαδημία με υποδέχτηκε μια ενθουσιώδης Αλέγκρα με χαρούμενες ϕωνές και γλυκές αγκαλιές, κάνοντάς με να συνειδητοποιήσω πόσο πολύ μου είχε λείψει η καλόκαρδη, γεμάτη χαρά και ενέργεια ϕίλη μου. Βέβαια με ανάγκασε να της πω τα πάντα για την περιπέτειά μου, παρά τη ρητή εντολή που είχα λάβει να μην πω σε κανέναν τίποτε για τα γεγονότα που συνόδεψαν την απουσία μου. Αλλά η Αλέγκρα ήταν ο μόνος άνθρωπος που θα με πίστευε όσο τρελά και αν ακούγονταν αυτά που της έλεγα και θα κρατούσε το μυστικό μου. Αϕού της διηγήθηκα τα πάντα βομβαρδιζόμενη από ερωτήσεις, εκείνη άρχισε να κάνει σαν ενθουσιασμένο παιδί που του προσέϕεραν γλύκισμα, όταν της ανέϕερα πως πράγματι εγώ και ο Γουίλ ήμασταν μαζί, όπως τόσο καιρό υποστήριζε εκείνη πως θα συμβεί. Σε αντίθεση με τις δικές μου περιπέτειες, τα πράγματα στην Ακαδημία δεν είχαν ξεϕύγει και πολύ από την καθημερινότητά τους, καθώς το μόνο «συναρπαστικό» νέο ήταν πως η δεσποινίς Άντριους, που δίδασκε ιστορία, είχε εγκαταλείψει την Ακαδημία για να παντρευτεί.
Λίγες μέρες μετά την επιστροϕή μου στην Ακαδημία, ο διευθυντής Κόλινγουντ με είχε καλέσει στο γραϕείο του για να με συγχαρεί για το επίτευγμα μου και να μου αναϕέρει πως η κοινότητα των Ιπποτών ήταν βαθιά ευγνώμων για όσα έκανα. Μου ανέϕερε επίσης πως μετά την αποϕοίτησή μου από την Ακαδημία θα μπορούσα να αναλάβω η ίδια τη διαχείριση της περιουσίας μου, η οποία δεν εξαντλούνταν στο αρχοντικό μου, αλλά συνοδευόταν από την επιχείρηση του πατέρα μου, κάποιες μετοχές και ένα σεβαστό ποσό στην τράπεζα.
Στον Μπράντον, την Σούζαν και τον Γουίλ η κοινότητα των Ιπποτών προσέϕερε χρηματική ανταμοιβή για τις υπηρεσίες τους. Οι δύο πρώτοι σύντομα κατάϕεραν να παντρευτούν, όπως σχεδίαζαν και μετακόμισαν σε ένα σπιτάκι στα περίχωρα του Λοντρίνου, ενώ μερικούς μήνες μετά έγινα θεία μιας πανέμορϕης μικρής που συναγωνιζόταν με τη μητέρα της για τη λατρεία του πατέρα της.
Ο Γουίλ γύρισε πίσω στην οικογένειά του και με τη βοήθεια του ξαδέλϕου του που είχε αναλάβει τον νερόμυλο όσο εκείνος έλειπε και με την οικονομική βοήθεια από την ανταμοιβή της κοινότητας των Ιπποτών κατάϕερε να αναπτύξει την επιχείρηση του πατέρα του. Ο μύλος μάλιστα πήγαινε πολύ καλύτερα από τις μέρες που ο πατέρας του ήταν στη ζωή και οι δουλειές με τους γεωργούς έκλειναν η μια πίσω από την άλλη χάρη στην εργατικότητα και την οξυδέρκειά του. Έτσι κατάϕερε να θρέϕει επαρκώς την οικογένειά του και να τους παρέχει όλα όσα χρειάζονταν. Εγώ άρχισα να πηγαίνω πιο συχνά επισκέψεις στο σπίτι του, όταν το επέτρεπαν οι υποχρεώσεις μου στην Ακαδημία, αυτή τη ϕορά ντυμένη ως κορίτσι και όλα τα αδέλϕια του Γουίλ έμαθαν την αληθινή μου ταυτότητα και πως είχα σχέση με τον αδελϕό τους. Βέβαια ήμασταν πολύ προσεχτικοί στις εκδηλώσεις μας ειδικά στον έξω κόσμο για να μη δώσουμε αϕορμές για κουτσομπολιά. Η αδελϕή του η Ίζαμπελ έπαψε να είναι εχθρική απέναντί μου και να με κοιτάζει καχύποπτα, αϕού έμαθε πως ήμουν κοπέλα, όπως υποψιαζόταν και πως δεν κορόιδευα τον αδελϕό της. Μάλιστα θα μπορούσα να πω πως γίναμε σχεδόν ϕίλες, ενώ η Αντελίν πάντα ολιγομίλητη κι ευγενική καμάρωνε την επαγγελματική επιτυχία του γιού της και το γεγονός πως είχε βρει «ένα τόσο καλό και αξιόλογο κορίτσι», όπως την άκουσα κατά λάθος να λέει κάποια μέρα.
Παρά την επιτυχία του στον οικογενειακό τους μύλο όμως, ο Γουίλ για κάποιον λόγο που δε μπορούσα να καταλάβω, συνέχισε να δουλεύει σκληρά και στο παλαιοβιβλιοπωλείο που δούλευε παλαιότερα συμπληρωματικά, όταν τα εισοδήματα από τον μύλο δεν επαρκούσαν για τις ανάγκες της οικογένειάς του. Διατήρησε λοιπόν και τις δύο του δουλειές για πολλούς ακόμη μήνες, ώσπου κατάλαβα το λόγο που πάσχιζε τόσο σκληρά να μαζέψει χρήματα ένα χρόνο μετά τις περιπέτειες μας στον Άριτον.
Ήταν ένα αυγουστιάτικο δειλινό, στην κορύϕωση του καλοκαιριού. Ο ήλιος είχε ήδη πάρει το δρόμο προς τη δύση του, βάϕοντας τον ουρανό στις αποχρώσεις του πορτοκαλί, του ροζ και του βιολετί. Τα μαθήματα στην Ακαδημία είχαν τελειώσει από νωρίς το μεσημέρι κι έτσι είχα όλο το απόγευμα ελεύθερο για να το περάσω με τον Γουίλ.
Κατόπιν προτάσεώς του πήγαμε για βαρκάδα στη μικρή λίμνη που ήταν κρυμμένη στην αγκαλιά του δάσους, στην άκρη του Λοντρίνου, εκεί όπου κολυμπούσαμε όταν ήμασταν παιδιά και όπου ο Γουίλ είχε ανακαλύψει την αληθινή μου ταυτότητα. Κρυμμένη ανάμεσα στα δέντρα υπήρχε ανέκαθεν η βάρκα ενός μοναχικού ψαρά, την οποία είχαμε δανειστεί πολλές ϕορές στο παρελθόν. Έτσι κι εκείνο το απόγευμα ξετρυπώσαμε τη βάρκα και τη ρίξαμε στα νερά της λίμνης ταράζοντας τη νωχελική της ηρεμία.
Το ϕόρεμά μου με ζέσταινε αρκετά. Πολύ περισσότερο από όσο θα έκανε ένα πουκάμισο και ένα παντελόνι, αλλά είχα αρχίσει να αποδέχομαι περισσότερο την γυναικεία μου ϕύση και να ϕοράω συχνότερα ϕορέματα στις εξορμήσεις μου από την Ακαδημία. Μερικές ϕορές περνώντας από τις ϕτωχογειτονιές του Λοντρίνου παρέες αγοριών που γνώριζαν τον Γουίλ τον ρωτούσαν ποια ήμουν και έκαναν σχόλια για μένα, αλλά ο Γουίλ πάντοτε υπερασπιζόταν την τιμή μου με ιπποτική ευγένεια και είχα την αμυδρή υποψία πως απολάμβανε να το κάνει.
Ξαϕνικά, αϕού κωπηλατήσαμε για λίγο με τη βάρκα μας να κλυδωνίζεται και να στριϕογυρνά ακανόνιστα, καθώς κανένας από τους δυο μας δεν υπήρξε ποτέ επίδοξος κωπηλάτης, ανάμεσα σε γέλια και απελπισμένα ανεβοκατεβάσματα των κουπιών, ο Γουίλ πήρε μια έκπληκτη, σχεδόν τρομαγμένη έκϕραση.
«Κοίταξε εκεί!» με προέτρεψε δείχνοντας προς ένα σημείο πίσω μου. Εγώ έστρεψα το κεϕάλι μου προς τα εκεί ανήσυχη, αλλά δεν κατάϕερα να δω τίποτε περισσότερο από την ήσυχη όχθη της λίμνης παραδομένη στην αγκαλιά των δέντρων.
«Τι; Τι είναι;», ρώτησα με τα μάτια μου να ερευνούν για άλλη μια ϕορά την περιοχή.
Όταν καμία απάντηση δεν ήρθε από τον Γουίλ στράϕηκα προς το μέρος του για να αντικρίσω ένα θέαμα που δεν περίμενα να δω. Ο Γουίλ ήταν γονατισμένος στο ένα γόνατο στο μέσο της βάρκας κρατώντας στα χέρια του ένα μικρό βελούδινο κουτί στο οποίο ήταν κουρνιασμένο ένα λεπτεπίλεπτο κομψό δαχτυλίδι. Κοίταξα για μια στιγμή το δαχτυλίδι παραξενεμένη και έπειτα εκείνον και πάλι από την αρχή, προσπαθώντας να αντιληϕθώ αυτό που παρακολουθούσα. Τη στιγμή που το μυαλό μου έκανε τη σύνδεση, συνειδητοποιώντας τι συνέβαινε και ξεπέρασε το σοκ ο Γουίλ είπε « Λάιρα Καρολίνα Ντε Λέισι, θα μου κάνεις την τιμή να γίνεις γυναίκα μου;» Χωρίς τη θέλησή μου μια κοϕτή ανάσα ξέϕυγε από τα χείλη μου και η καρδιά μου άρχισε να χτυπά ξέϕρενα σαν ένα θριαμβευτικό ταμπούρλο, ανυπομονώντας και γιορτάζοντας την προοπτική να γίνει και επίσημα κτήμα εκείνου που την έκλεψε.
«Φυσικά!», απάντησα αδυνατώντας να ελέγξω το χαμόγελο που απλώθηκε στα χείλη μου και την ανατριχίλα της έξαψης που απλώθηκε στο κορμί μου, καθώς άϕηνα τον Γουίλ να περάσει στο δάχτυλό μου το δαχτυλίδι. Με το που μου ϕόρεσε το δαχτυλίδι εκείνος σηκώθηκε όρθιος γελώντας από ανακούϕιση και ευτυχία και με έκλεισε στην αγκαλιά του σηκώνοντάς με στον αέρα από τη μέση. Εγώ έβγαλα μια χαρούμενη και συνάμα ανήσυχη κραυγή, καθώς η βάρκα ταλαντεύτηκε έντονα.
«Δεν το πιστεύω πως θα γίνεις επιτέλους δική μου!», είπε καθώς με άϕηνε κάτω χαμογελώντας και έκρυβε το πρόσωπό του στον χείμαρρο των μαλλιών μου, χωρίς να με ελευθερώσει από την αγκαλιά του.
«Είμαι δική σου εδώ και καιρό Γουίλιαμ», του απάντησα γελώντας με τη σειρά μου.
«Ναι, αλλά όχι επίσημα. Όχι... ολοκληρωτικά», ψιθύρισε μέσα από τα μαλλιά μου και απόθεσε ένα απαλό ϕιλί στο λαιμό μου, που με έκανε να ανατριχιάσω σύγκορμη, μ ε έναν τρόπο που μόνο τα ϕιλιά του μπορούσαν να καταϕέρουν κι έκλεισα τα μάτια μου παραδομένη στην ευτυχία της στιγμής. Έπειτα τα χείλη του ήρθαν να συναντήσουν τα δικά μου, αλλά όπως βηματίσαμε η βάρκα κλυδωνίστηκε και πάλι έντονα και τα βαριά μου ϕορέματα με έκαναν να βρεθώ στο νερό, χάνοντας την ισορροπία μου, με τον Γουίλ να πέϕτει επίσης στην προσπάθειά του να με συγκρατήσει. Ευτυχώς ήμασταν κοντά στην όχθη και η λίμνη ήταν ρηχή, έτσι όταν αναδυθήκαμε στην επιϕάνεια το νερό της λίμνης έϕτανε σχεδόν ως την μέση μας κι εμείς παραδοθήκαμε σε ξέϕρενα γέλια, κε το νερό να στάζει από τα ρούχα και τα μαλλιά μας. Μόλις τα γέλια μας καταλάγιασαν πλησίασα τον Γουίλ και πίεσα τα χείλη μου στα δικά του, αϕήνοντάς τα να εξερευνήσουν τα δικά του και τα κορμιά μας κόλλησαν το ένα πάνω στο άλλο σα να προσπαθούσαν να συνθλίψουν την ελάχιστη απόσταση που μας χώριζε και να γίνουν ένα. Χωρίς να το καταλάβω ο Γουίλ είχε απαλλαγεί από το πουκάμισό του, ενώ οι ώμοι του ϕορέματός μου είχαν τραβηχτεί προς τα κάτω, ως το ύψος του μπούστου μου και ο Γουίλ απίθωνε ϕιλιά στους γυμνούς μου ώμους, όσο εγώ έπαιζα με τα μαλλιά του ξέπνοη με το κορμί μου να πονά από την αγάπη μου γι' αυτόν και από την επιθυμία να γίνει ολοκληρωτικά δικός μου.
Ξαϕνικά μια ϕωνή ακούστηκε από την όχθη στην άλλη πλευρά της λίμνης, βγάζοντάς με από τον απολαυστικό λήθαργο και χωρίστηκα απρόθυμα από τον Γουίλ, καθώς τα βλέμματά μας ακολουθούσαν την πορεία προς τη ϕωνή, για να αντικρίσουμε μια γηραιή κυρία να μας ϕωνάζει νευριασμένη και να μας επιπλήττει για «την ξεδιάντροπη συμπεριϕορά μας, που δεν άρμοζε για δημόσιους χώρους παρά για ιδιωτικές κλίνες». Εγώ τράβηξα αμέσως το ϕόρεμα στους ώμους μου και ο Γουίλ άρπαξε το πουκάμισό του που επέπλεε στη λίμνη και αρχίσαμε να τραβούμε κακήν κακώς τη βάρκα προς την όχθη, καθώς μας έπιασαν τα γέλια. Αρχίσαμε να τρέχουμε πιασμένοι χέρι-χέρι μακριά από τη λίμνη γελώντας, με τις ϕωνές της γυναίκας να μας ακολουθούν θυμωμένες.
***
Μερικούς μήνες πριν αποϕοιτήσω από την Ακαδημία όμως συνέβη και ένα άλλο απρόσμενο περιστατικό. Μια μέρα, την ώρα του απογευματινού επισκεπτηρίου κατεβαίναμε με την Αλέγκρα τη μεγάλη κεντρική σκάλα της Ακαδημίας για να πάμε μια βόλτα στους κήπους της Ακαδημίας, όταν στον μικρό, τετράγωνο ημιώροϕο που δημιουργούσε η σκάλα, είδα τον Γκαστόν να ανεβαίνει. Για μια στιγμή τον κοιτούσα ασάλευτη δυσκολευόμενη να το πιστέψω πως ήταν εδώ, αλλά την άλλη στιγμή είχα πέσει στην αγκαλιά του με μια χαρούμενη κραυγή κι εκείνος με έσϕιξε από τη μέση και με σήκωσε μερικά εκατοστά από το έδαϕος.
Δύο μικρότερες από μένα οικότροϕοι που έτυχε να κατεβαίνουν τότε τη σκάλα και από όσο ήξερα έπαιρναν πολύ σοβαρά όσα μας μάθαιναν στην Ακαδημία μου έριξαν ένα αποδοκιμαστικό βλέμμα συνοδευόμενο και από έναν εξίσου αποδοκιμαστικό ήχο και μας προσπέρασαν.
Φυσικά εγώ δεν έδωσα καμία σημασία. Ήμουν τόσο χαρούμενη που έβλεπα και πάλι τον Γκαστόν μετά από τόσους μήνες! Όταν είχαμε επιστρέψει από τον Άριτον είχε μείνει ε τον Ρότζερ για να ταχτοποιήσουν διάϕορες εκκρεμότητες και να τον βοηθήσει λίγο στη δουλειά. Επίσης δεν το είπαν ποτέ, αλλά το να μείνουν μαζί τους βοηθούσε να διαχειριστούν καλύτερα την απώλεια του Χένρι. Ο Χένρι ήταν για τον Γκαστόν κάτι παραπάνω από αδελϕός και χρειάστηκε μερικούς μήνες για να βρει τη δύναμη να υλοποιήσει μόνος του τα σχέδιά που μαζί είχαν κάνει για το μέλλον τους. Αϕού τελείωσε λοιπόν με τις δουλειές που είχε αναλάβει για τον Ρότζερ, έθεσε σε εϕαρμογή τα σχέδιά τους: ήρθε στο Λοντρίνο, αϕήνοντας πίσω του την αγροτική ζωή, με σκοπό να βρει δουλειά και να ζήσει στην πρωτεύουσα. Του πήρε κάποιο διάστημα να ταχτοποιηθεί, να βρει ένα σπίτι και να πιάσει σταθερή δουλειά κι έτσι δεν είχαμε προλάβει να συναντηθούμε καθόλου τους τρεις μήνες που είχε ήδη περάσει στο Λοντρίνο, αλλά μιλούσαμε με γράμματα και να που τώρα ήταν εδώ για να με επισκεϕτεί.
Μερικές στιγμές μετά την ένθερμη αγκαλιά μας χωριστήκαμε.
«Κοίταξέ σε!», είπα καθώς τον περιεργαζόμουν. «Δείχνεις ένας σοβαρός νέος της πόλης τώρα». Τα ρούχα του ήταν καλοραμμένα και κομψά και τα σκούρα του μαλλιά του ήταν πιασμένα σε μια ϕροντισμένη αλογοουρά στο σβέρκο του.
«Κι εσύ δείχνεις πιο μεγάλη και αριστοκρατική. Αν δε σε ήξερα θα έλεγα πως είσαι μια κομψή δεσποινίδα της υψηλής κοινωνίας, χωρίς τα παντελόνια και τις μουτζούρες που σε κάλυπταν στον Άριτον», μου είπε αστειευόμενος, αλλά ήξερα πως του είχα κάνει μεγάλη εντύπωση ντυμένη σα ϕυσιολογική κοπέλα, γιατί δε με είχε συνηθίσει έτσι. Του χάρισα ένα χαμόγελο προς απάντηση, ενώ από πίσω μου ακούστηκε ένα χαμηλόϕωνο γελάκι. Η Αλέγκρα! Μέσα στον ενθουσιασμό μου είχα ξεχάσει να κάνω τις συστάσεις.
«Συγγνώμη», ψιθύρισε η ϕίλη μου μόλις στράϕηκα προς το μέρος της και κοκκίνισε ελαϕρά χαμηλώνοντας το βλέμμα της.
«Μην ανησυχείς, Αλέγκρα. Δεν έγινε τίποτα. Ευτυχώς που έκανες αισθητή την παρουσία σου, γιατί ξέχασα να σας συστήσω, από την έκπληξή μου», την καθησύχασα. Έπειτα έκανα ένα βήμα στο πλάι και βγήκα από ανάμεσα τους, έτσι ώστε να μπορούν να κοιταχτούν καθώς τους είπα: «Αλέγκρα από εδώ ο Γκαστόν, ένας πολύ καλός μου ϕίλος. Γκαστόν από δω η Αλέγκρα, η καλύτερή μου ϕίλη». Τότε τα βλέμματά τους συναντήθηκαν για πρώτη ϕορά και ήταν σα να πάγωσε ο χρόνος για μια στιγμή. Κοιτάζονταν ασάλευτοι, σχεδόν έκπληκτοι και σχεδόν μπορούσα να νιώσω τους χτύπους των καρδιών τους να σταματούν στιγμιαία. Κοίταξα την Αλέγκρα που στεκόταν μερικά σκαλιά πιο πάνω από τον ημιώροϕο που βρισκόμασταν ο Γκαστόν κι εγώ, με τις πανέμορϕες κόκκινες μπούκλες της να αγκαλιάζουν τους ώμους της πάνω από ένα βαθύ πράσινο ϕόρεμα που αναδείκνυε το ϕλογερό χρώμα των μαλλιών της και τη λευκή της επιδερμίδα και συνειδητοποίησα για άλλη μια ϕορά πόσο όμορϕη ήταν η ϕίλη μου, καθώς τα μάγουλά της αντλούσαν κάτι από το κοκκίνισμα των μαλλιών της, ενώ χαμογελούσε διστακτικά και ντροπαλά στον Γκαστόν.
Κοιτάζοντας εκείνον πρόσεξα τον θαυμασμό στο βλέμμα του και πως τα χαρακτηριστικά του ϕωτίζονταν με τον ίδιο γλυκό, παιδικό τρόπο που ϕωτιζόταν κάθε ϕορά και το δικό της πρόσωπο, καθώς της ανταπέδιδε το χαμόγελο. Όταν και οι δύο σκόνταψαν, η μια στο μακρύ της ϕόρεμα στην προσπάθειά της να κατέβει τα σκαλιά και να βρεθεί δίπλα μου και ο άλλος δεν έχω ιδέα πως, συνειδητοποίησα πλέον με σιγουριά πόσο ίδιοι ήταν και πόσο τέλειο ζευγάρι θα έκαναν. Ήταν τόσο οϕθαλμοϕανές πόσο ταίριαζαν, με την γεμάτη παιδική σχεδόν καλοσύνη ψυχή τους και τον ενθουσιασμό τους για τη ζωή, καθώς και τη γλυκιά αδεξιότητα που τους χαρακτήριζε, που μου ήρθε να χτυπήσω το μέτωπό μου που δεν το σκέϕτηκα νωρίτερα ,αλλά δεν το έκανα. Αϕού βρήκαν την ισορροπία τους κοκκινίζοντας και γελώντας αμήχανα, ο Γκαστόν πήρε το χέρι της απαλά στο δικό του και το έϕερε στα χείλη του λέγοντας «Γοητευμένος».
Η Αλέγκρα άϕησε ένα χαριτωμένο γελάκι και του είπε πως χαιρόταν πολύ που τον γνώριζε και πως είχε ακούσει πολλά γι' αυτόν. Έπειτα πρότεινα στον Γκαστόν να μας συνοδεύσει στη βόλτα μας στους κήπους της Ακαδημίας κι εκείνος μας ακολούθησε με χαρά.
Πολύ περίπατοι ακολούθησαν τον πρώτο εκείνο περίπατο της Αλέγκρας με τον Γκαστόν, άλλοτε με τη δική μου συνοδεία ή και του Γουίλ και άλλοτε χωρίς.
Μετά την αποϕοίτησή μας από την Ακαδημία, ενάμιση χρόνο μετά από τις περιπέτειες στον Άριτον, ο γάμος μου με τον Γουίλ ακολουθείται από τον γάμο της Αλέγκρα με τον Γκαστόν. Εγώ και ο Γουίλ μετακομίζουμε στο πατρικό μου αρχοντικό και ο σύζυγός μου αναλαμβάνει την επιχείρηση του πατέρα μου, αϕήνοντας τον μύλο στη μητέρα και τον ξάϕελϕό του, που είχε κάνει καλή δουλειά κατά την απουσία του Γουίλ στον Άριτον. Μας παίρνει αρκετό διάστημα να ανακαινίσουμε το νέο μας σπίτι, αλλά όταν τελειώνουμε είναι εξίσου όμορϕο, ή και περισσότερο, από το σπίτι των παιδικών μου αναμνήσεων. Σύντομα η Φέιλιν με τα πανέμορϕα δίδυμα παιδιά της έρχεται να ζήσει κοντά μας, μετακομίζοντας στο σπιτάκι που επιστάτη που προσαρμόσαμε και ϕτιάξαμε για τις ανάγκες της, καθώς είχε ερημώσει μετά την απόϕαση του Σαντιάγκο να μην επιστρέψει στον Προύτον.

Στις άσχημες αναμνήσεις που είχαν δημιουργηθεί στο πατρικό μου σπίτι ήρθαν να προστεθούν όμορϕες: η ολοκλήρωση του έρωτά μου με τον Γουίλ στο νυϕικό μας κρεβάτι, τα πρώτα κλάματα των παιδιών μας και τα παιχνίδια τους στον κήπο, τα πικνίκ και οι γιορτές που διοργανώναμε με καλεσμένους την οικογένεια του Γουίλ, τη Σούζαν, τον Μπράντον, την Φέιλιν, την Αλέγκρα και τον Γκαστόν με τα παιδιά τους, τα γέλια μας στο γιορτινό τραπέζι και τις ϕωνές των παιδιών μας που έπαιζαν στον κήπο με τον Ρότζερ.


Όλγα Σ.