Lilith:The dark side of the moon (Κεφάλαιο 35) "Still your guard"

Lilith’s POV

Σούφρωσα τα χείλη και άπλωσα μια απαλή στρώση από το lip-gloss μου. Κοιτάχτηκα στον καθρέφτη μου ευχαριστημένη από το αποτέλεσμα. Ήταν η βραδιά ταλέντων μου απόψε και έπρεπε πάση θυσία να λάμψω. Το νούμερο μου ήταν το πιο εντυπωσιακό από όσα είχα δει και αυτό ήταν ότι θα περίμενε κανείς από την αρχι-μαζορέτα του λυκείου του Μίστικ Φολς. Γύρισα να πάρω την τσάντα μου και χαμογέλασα αμυδρά στην θέα του αρκούδου μου. Την τελευταία φορά είχε βρεθεί στην αγκαλιά του Ντέιμιεν λίγες στιγμές πριν από εμένα. Αναστέναξα στην θύμηση. Είχε μπουκάρει με το έτσι θέλω στο δωμάτιο μου και με είχε αρπάξει στα χέρια του ξαπλώνοντας με σε αυτό εδώ το κρεβάτι. Δεν μπορούσα να πάω πουθενά πλέον χωρίς κάτι να μου τον θυμίζει. Ναι, αυτό φταίει. Σκάσε! Της φώναξα και μαζεύτηκε γυρνώντας μου την πλάτη. Ήταν τρομακτικό να μοιράζεται τις σκέψεις μου και τα συναισθήματα μου αλλά ταυτόχρονα να μπορώ να την δω στο κεφάλι μου σαν ξεχωριστή οντότητα. Αυτό είναι το λάθος σου! Τι είπαμε? Κλείδωσε τα χείλη της με τα δάχτυλα της και εξαφανίστηκε. Βγήκα από το δωμάτιο και κατέβηκα στο σαλόνι.
«Λιλ, λίγη βοήθεια?» άκουσα τον πατέρα μου να λέει βγαίνοντας από την κουζίνα. Τον ακολούθησα παραξενεμένη για να βρω την μαμά μου να κλαίει με λυγμούς καθισμένη στον πάγκο της κουζίνας.
«Μαμάκα? Τι έγινε?» Κάθισα δίπλα της και πήρα το πρόσωπο της στα χέρια μου. Συνέχισε να κλαίει ασταμάτητα.
«Μεγάλωσες ματάκια μου. Σε λίγο θα φύγεις και εγώ...» κατάφερε να ψελλίσει ανάμεσα στους λυγμούς αλλά δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει την πρόταση της καθώς ένα νέο κύμα δακρύων ερχόταν να τρέξει από τα μάτια της. Κούνησα το κεφάλι μου γελώντας.
«Μαμά κοίτα με.» Έβλεπα το κάτω χείλος της να τρέμει καθώς έκλαιγε βουβά. Ήταν τόσο χαριτωμένη. «Δεν θα πάω πουθενά. Πάντα δίπλα σου θα είμαι. Τώρα πήγαινε να ετοιμαστείς θα αργήσουμε.» Σηκώθηκε σκουπίζοντας τα μάτια της, έσκασε ένα μικρό χαμόγελο και πήγε πάνω να διορθώσει το μακιγιάζ της.
«Θα φύγεις.» Γύρισα να δω τον πατέρα μου να στέκεται στην κάσα της πόρτας να με κοιτάει. Ο θείος και η θεία στεκόντουσαν από πίσω του και με κοίταζαν.
«Και που θα πάω? Μήπως με διώχνεις?» Θίχτηκε.
«Δεν θα το έκανα ποτέ αυτό, πολύτιμη μου και το ξέρεις.» απάντησε σοβαρά και λίγο θυμωμένα. «Αλλά κάποια στιγμή θα ανοίξεις τα φτερά σου και θα φύγεις από δω.» Τους κοίταξα για μια στιγμή πριν απαντήσω.
«Ναι καλά. Σιγά μην φύγω. Που θα με προσέχουν περισσότερο?» τους έκλεισα το μάτι και γέλασαν. Και έτσι απλά η ατμόσφαιρα είχε ελαφρύνει.
«Έτοιμη.» Εμφανίστηκε η μαμά στην πόρτα και κάπως έτσι ξεκινήσαμε ανίδεοι για εκείνη την κατά τα φαινόμενα εκπληκτική βραδιά.
Φτάνοντας στο σχολείο, άφησα τους γονείς μου να παρκάρουν και πήγα να δω αν ήταν όλα έτοιμα για την παρουσίαση γιατί, εκτός από το ατομικό μου νούμερο, ήμουν υπεύθυνη για τον στολισμό και την τροφοδοσία της βραδιάς καθώς και για την εμφάνιση των μαζορετών όντας η αρχηγός και χορογράφος τους. Μπαίνοντας η αίθουσα φάνταζε υπέροχη διακοσμημένη σε αποχρώσεις του κόκκινου και του χρυσού με τον κόσμο σιγά-σιγά να την γεμίζει και τα εισιτήρια να πουλιούνται σαν φρέσκα ψωμάκια. Το ίδρυμα που θα λάμβανε φέτος τα έσοδα της βραδιάς θα ήταν τυχερό. Μπαίνοντας όμως στα παρασκήνια επικρατούσε ο πανικός. Άνθρωποι τρέχανε πανικόβλητοι, παντού υπήρχαν κοστούμια και εργαλεία πεταμένα, δυνατές φωνές σου προκαλούσαν πονοκέφαλο. Έφερα τα δάχτυλα στο στόμα μου και σφύριξα δυνατά. Όλα σταμάτησαν να κουνιούνται σαν σε συμφωνία. Μόνο ένα φούξια πούπουλο από κάποιο κοστούμι επαναστάτησε καθώς συνέχισε την καθοδική του πορεία και προσγειώθηκε στα πόδια μου. Το κοίταξα για μια στιγμή σουφρώνοντας τα χείλη μου και γύρισε να τους κοιτάξω με το φρύδι μου σηκωμένο. Απόλυτη σιωπή. Η Στέφανι, κολλητής και βοηθός συντονισμού της βραδιάς μου έφερε τις απαραίτητες σημειώσεις.
«Λοιπόν, το πρόγραμμα το γνωρίζεται όλοι. Δεν θέλω ούτε καυγάδες, ούτε φωνές, ούτε κατηγορίες. Έχω επιθεωρήσει η ίδια τα νούμερα και δεν υπάρχει θέμα αντιγραφής. Για όνομα του θεού είστε ενήλικες οι περισσότεροι. Φερθείτε ανάλογα. Καλή μας επιτυχία και καλή μας βραδιά. Διαλυθείτε ήσυχα.» Αφού με άκουσαν προσεχτικά άρχισαν να απομακρύνονται ξανά αλλά αυτή την φορά με ησυχία.
«Μπορείς να μου πεις πως σκατά το κάνεις?» ρώτησε η Στέφανι χαμηλόφωνα. Πήρα το τσάι από τα χέρια της και ήπια μια γουλιά. Αναστέναξα καθώς απολάμβανα την γεύση του. Είχαμε το ίδιο γούστο στα πάντα. Και το εννοώ, στα πάντα.
«Είναι ταλέντο μωρό.» της απάντησα κλείνοντας της το μάτι και προχώρησα προς την σκηνή για μια επιθεώρηση της τελευταία στιγμής. Φυσικά και με ακολούθησε.
«Ο πιο-σέξι-πεθαίνεις φύλακας σου θα μας κάνει την τιμή απόψε?» Γέλασα με το παρατσούκλι που είχε δώσει η Στέφανι στον Ντέιμιεν. Βασικά τώρα που το σκέφτομαι όλες οι φίλες μου του είχαν δώσει από ένα παρατσούκλι. Αυτό όμως πρέπει να ήταν με διαφορά το αγαπημένο του αν το άκουγε.
«Δεν το γνωρίζω καρδιά μου αυτό.» είπα καθώς έσκυβα να κοιτάξω τα φώτα του δαπέδου.
«Πάρε τον ένα τηλέφωνο σε παρακαλώ.» Την κοίταξα απηυδισμένη.
«Αγάπη μου, έχουμε δουλειά. Και είμαι σίγουρη ότι θα έχει σίγουρα κάτι καλύτερο να κάνει.» Κατσούφιασε και πήγε στεναχωρημένη να κοιτάξει τους προβολείς. Δεν μου άρεσε να την βλέπω έτσι. Πόσο μάλλον αφού εγώ την είχα φέρει στην θέση που ήταν σήμερα. Εγώ την είχα κάνει βρικόλακα χωρίς να το θέλει μόνο και μόνο επειδή δεν ήμουν έτοιμη να την αφήσω να φύγει. Όταν το αυτοκίνητο που οδηγούσαν οι γονείς της είχε πέσει από την γέφυρα Γουίκερι το είχα νιώσει. Ο δεσμός που είχε αναπτυχθεί ανά τα χρόνια μεταξύ μας ήταν αξιοσημείωτος καθώς είμασταν από βρέφη μαζί και πάντα ήξερα αν κάτι της συνέβαινε. Όταν έγινε το ατύχημα λοιπόν είχα νιώσει τον πόνο της, είχα νιώσει το νερό να μπαίνει στα πνευμόνια της και είχα σχεδόν λιποθυμήσει από την έλλειψη οξυγόνου της. Οι δικοί μου ταραγμένοι με είχαν αφήσει να τους οδηγήσω μέχρι την γέφυρα όπου εκεί η μητέρα μου είχε ‘αχρηστευτεί’ καθώς οι αναμνήσεις από το δικό της ατύχημα την κατέλαβαν και ο πατέρας μου έσπευσε στο πλευρό της. Τότε εγώ ήμουν αυτή που είχα βουτήξει στα παγωμένα νερά του Δεκεμβρίου και είχα ανασύρει το μισοπεθαμένο σώμα της Στέφανι και του αδερφού της του Ρίκι. Τους είχα δώσει και στους δυο το αίμα μου και είχα μείνει μαζί τους μέχρι την τελευταία τους πνοή. Ποτέ δεν κατάφερα να απεγκλωβίσω τους γονείς της και ανασύρθηκαν και οι δυο νεκροί δυο μέρες μετά. Στο μεταξύ τα δίδυμα αδέρφια Κένεντι είχαν ξυπνήσει βρικόλακες στο νοσοκομείο και εγώ ερχόμουν αντιμέτωπη με τις πράξεις μου. Και οι 2 τους γνώριζαν τι ήμουν παρόλα αυτά και έτσι η αντίδραση τους δεν ήταν η αναμενόμενη, φωνές, νεύρα και τα λοιπά. Είχαν συμφιλιωθεί με την ιδέα από την πρώτη στιγμή και μάλιστα μου ήταν ευγνώμων. Καταλάβαιναν επίσης ότι προσπάθησα αλλά δεν μπορούσα να σώσω μόνη μου τους γονείς τους καθώς οι δικοί μου είχαν καταστεί ανίκανοι. Ήμουν εξάλλου και 15 χρονών τότε και δεν είχα κανέναν έλεγχο της μαινάδας. Το μόνο που μας είχαν ζητήσει είναι να μείνουν ένα διάστημα μακριά για να πενθήσουν. Έναν μήνα αργότερα επιστρέψανε κοντά μας. Οι δικοί μου, νιώθοντας τύψεις προσκάλεσαν τα αδέρφια να μείνουν μαζί μας αλλά εκείνα προτίμησαν το πατρικό τους. Ήταν από εύπορη οικογένεια και το καταπίστευμα τους έφτανε και περίσσευε να συντηρήσουν το σπίτι και τους εαυτούς τους. Για τα τυπικά ωστόσο, σε έλλειψη άλλου συγγενή, οι γονείς μου είχαν χρηστεί κηδεμόνες τους. Ο πατέρας μου φοβόταν μέχρι σήμερα ότι το αίμα μου που τους είχα δώσει τόσο απλόχερα είχε κάποιες επιπτώσεις αλλά τίποτα δεν είχε συμβεί. Για να μην αναφέρω τις τύψεις του. Η μητέρα μου είχε περισσότερες. Και για τα δίδυμα και για εμένα που 15 χρονών κοριτσάκι είχα αναγκαστεί να κάνω κάτι τέτοιο. Εγώ όμως ακόμα είχα τύψεις. Είχα τον θάνατο των γονιών τους στα χέρια μου και δεν μπορούσα να το διαχειριστώ. Και αυτό ήταν ένα από τα τέσσερα σκοτεινά μου μυστικά.
«Ψιτ.» γύρισε και με κοίταξε. Έβγαλα το κινητό μου από την τσέπη. Το πρόσωπο της φωτίστηκε. «Ας τους στείλουμε ένα μήνυμα.» Χτύπησε τα χέρια της χαρούμενα και ήρθε κοντά μου.
Απόψε είναι η βραδιά ταλέντων, θα ήθελα πολύ να έρθεις. Σε μισή ώρα στο θέατρο.
«Ευχαριστημένη?» Η Στέφανι με αγκάλιασε τόσο σφιχτά και γέμιζε το πρόσωπο μου με φιλιά. «Φτάνει μωρέ. Με κάτσιασες.» Με άφησε χαρούμενη και κινήθηκε προς τα παρασκήνια ξανά. Αυτή η μικρή με έκανε ότι ήθελε. Κούνησα το κεφάλι μου και έριξα μια τελευταία ματιά. Όλα ήταν έτοιμα. «Σε 20 λεπτά.» φώναξα και άκουγα ποδοβολητά πίσω μου. Ούτε κοπάδι αλόγων δεν θα έκαναν τόσο θόρυβο. «Πιο σιγά είπα!» Άνθρωποι, μουρμούρισε. Υπάρχει κάτι που να μην μισείς? Την ρώτησα. Εσένα. Τους γονείς σου. Τον σέξι φύλακα σου. Σου φτάνουν? Κούνησα το κεφάλι. Μπορείς μόνο για απόψε να είσαι καλή?
Ποτέ δεν θα σου χάλαγα την μεγάλη σου βραδιά πριγκίπισσα. Το ξέρεις. Είχε δίκιο. Σε στιγμές τέτοιες ποτέ δεν με ενοχλούσε. Ήταν κυρία σε αυτό. Κοίταξα το ρολόι μου. «Σε 10΄.» φώναξα ξανά. Μήπως ήμουν τρελή που μίλαγα μόνη μου? Αφού κανένας εκτός από την Στέφανι δεν μου μιλούσε απόψε. Μπαίνοντας στα παρασκήνια είδα δυο σειρές από ανθρώπους να περιμένουν καρτερικά ντυμένοι και με τα ‘όπλα’ στα χέρια. Χαμογέλασε. «Είδατε όταν είστε φρόνιμοι? Λοιπόν, οδηγίες τελευταίας στιγμής. Όσοι από εσάς είναι και σε δεύτερο νούμερο με το που τελειώσει το πρώτο υποκλίνεστε και φεύγετε από την σκηνή. Θα καλύψω εγώ τα κενά. Μην καθυστερείτε όσους πρέπει να αλλάξουν. Όσοι τελειώνεται αλλάζεται στο πίσω μέρος, όσοι εμφανίζεστε ξανά αλλάζετε εδώ. Γρήγορες αλλαγές.» με κοιτούσαν με σοβαρότητα κουνώντας καταφατικά τα κεφάλια τους. Τους χαμογέλασα και συνέχισα. «Καλή επιτυχία σε όλους και ας τους δώσουμε να καταλάβουν τι πάει να πει ταλέντο. Εμπρός λύκοι!»
«Εμπρός Λύκοι!» φώναξαν όλοι με μια φωνή και γέλασαν. Τίποτα δεν προμήνυε την καταστροφή...


«Καλωσορίσατε στην ετήσια βραδιά ταλέντων. Οι μαθητές του Λυκείου μας και φέτος σας έχουν ετοιμάσει ένα αξέχαστο πρόγραμμα με σκοπό την διασκέδαση σας και μην ξεχνάτε ότι τα έσοδα της αποψινής βραδιάς θα διατεθούν για την ενίσχυση του ταμείου κοινωνικής προστασίας του πολίτη.» Ζητωκραυγές και επιφωνήματα γέμισαν την αίθουσα ενώ στεκόμουν στην μέση της σκηνής, λουσμένη από τα φώτα του προβολέα και υποδεχόμουν τους κατοίκους του Μίστικ Φολς. «Ξεκινάμε λοιπόν. Θέλω το πιο θερμό σας χειροκρότημα για τα ταλαντούχα δίδυμα μας, τους φετινούς αποφοίτους μας Στέφανι και Ενρίκε Κένεντι!» Χειροκρότησα και αποχώρησα από την σκηνή. Έμεινα να κοιτάζω ένα-ένα τα νούμερα, παρουσιάζοντας εναλλάξ με την Στέφανι καθώς και οι δυο μας παίρναμε μέρος στην βραδιά. Ένα νούμερο ακόμα και ήταν η σειρά μου. Άλλαξα στο λεπτό και, κρατώντας το βιολί μου στα χέρια περίμενα καρτερικά την παρουσίαση της Στέφανι. Ανακοινώθηκε το όνομα μου και ανέβηκα σχεδόν αθόρυβα στην σκηνή. Είδα τους γονείς μου να φουσκώνουν σαν παγόνια από περηφάνια και την Στέφανι με τον Ρίκι να μου κλείνουν το μάτι. Καθώς όμως άρχισα να παίζω τις πρώτες νότες από την εισαγωγή άκουσα ένα ηχηρό τρίξιμο. Δεν έδωσα σημασία και συνέχιζα να παίζω. Όμως καθώς τελείωνα το πρώτο κουπλέ ένας εκκωφαντικός θόρυβος με έκανε να σταματήσω και σήκωσα το βλέμμα μου ψηλά για να δω τον ένα από τους τέσσερις προβολείς να αποκόπτεται από την θέση του και να με πλησιάζει γρήγορα. Το φως του νόμιζα ότι θα ήταν το τελευταίο πράγμα που θα έβλεπα καθώς δεν μπορούσα να χρησιμοποιήσω τις δυνάμεις μου σε κοινή θέα αλλά και να μπορούσα είχα παγώσει τόσο πολύ. Τα γόνατα μου λύγισαν και έκλεισα τα μάτια μου σφιχτά καθώς η μαινάδα μέσα μου ούρλιαζε. Άκουσα τα γυαλιά να σπάνε, τον προβολές να συνθλίβεται στο πάτωμα, και ήμουν σίγουρη ότι όταν θα άνοιγα τα μάτια μου θα αντίκριζα έναν άλλον κόσμο. Δεν ένιωθα κανέναν πόνο, μόνο ένα κύμα ζεστασιάς να απλώνεται και ήμουν σίγουρη ότι ήμουν νεκρή. Ανοίγοντας τα βλέφαρα μου όμως δεν είδα τον Παράδεισο. Είδα δυο γνωστά μάτια να με κοιτάνε με αγωνία και ένιωθα δυο ζεστά χέρια να με κρατάνε. Γύρισα να δω τον κόσμο που είχε σηκωθεί έντρομος από τις καρέκλες του και έστρεψα το βλέμμα μου ξανά στον σωτήρα μου.
«Πρέπει να είμαστε περισσότερο σε επιφυλακή.» είπε απαλά ο Ντέιμιεν πριν εξαφανιστεί αλλά δεν άκουγα. Το μόνο που με ένοιαζε ήταν ότι με είχε σώσει. Ξανά. Ναι, και για μένα φάνταζε τρελό. Σηκώθηκα αργά, με μόνη θύμηση τα σμαραγδένια μάτια του και το πώς με κοίταζαν. Κοίταξα το σημείο που βρισκόμουν δευτερόλεπτα νωρίτερα και τώρα κείτονταν εκεί τα θραύσματα του σπασμένου προβολέα. Έτρεξα κάτω από την σκηνή στον δρόμο που είχε ακολουθήσει αδιαφορώντας για το νούμερο μου ή τον κόσμο που έσπευδε να με βοηθήσει ή τους τρομαγμένους γονείς μου. Είχα την ανάγκη να τον δω. Την ανάγκη να του μιλήσω.
«Ακολουθήστε την.» άκουσα φευγαλέα τον Κλάους να γρυλίζει σε δυο από τους ακόλουθους του αλλά το αγνόησα και αυτό. Προείχε ο Ντέιμιεν. Βγήκα από το σχολείο και τον είδα να στέκεται εκεί, δίπλα στην κεντρική πόρτα με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος του και τα μάτια κλειστά. Τον πλησίασα αργά, όπως ένα πληγωμένο ζώο και η έκφραση του, όταν άνοιξε τα μάτια του, ήταν ακριβώς αυτό. Πληγωμένος. Έφερε τα χέρια μου γύρω από την πλάτη του και τον αγκάλιασα. Με αγκάλιασε πίσω.
«Ευχαριστώ.» ψιθύρισα ακουμπώντας το κεφάλι μου στο στήθος του. Εκείνος μου χάιδεψε τα μαλλιά για μια στιγμή.
«Δεν θα άντεχα να πάθεις κάτι.» Αφήνοντας τον από τα χέρια μου κοίταξα σε αυτά τα ουράνια μάτια.
«Αυτό είναι ότι πιο γλυκό μου έχεις πει ποτέ.» Μου χαμογέλασε.
«Καιρός μου δεν ήταν?» Ένιωσα τα δάκρυα να κυλάνε καυτά στα μάγουλα μου όμως τα έδιωξε με τα δάχτυλα του.
«Ε, είσαι καλά πριγκίπισσα. Μην κλαις.» είπε απαλά αλλά εγώ ήδη ξεσπούσα σε λυγμούς. Όλη αυτή η αδρεναλίνη και ο φόβος που είχε συσσωρευτεί στο σώμα μου έψαχνε μια διέξοδο. Ο Ντέιμιεν έριξε πάλι τα χέρια του γύρω μου και με αγκάλιασε σφιχτά ψιθυρίζοντας μου καθησυχαστικά λόγια και χαϊδεύοντας μου τα μαλλιά.
«Λίλιθ!» Ο πατέρας μου ούρλιαξε βγαίνοντας με φόρα από την πόρτα με όλους τους δικούς μου να τον ακολουθούν. Προσπάθησε να με πάρει απαλά από την αγκαλιά του Ντέιμιεν μιλώντας μου γλυκά αλλά δεν τον άφηνα.
«Αφήστε την λίγο. Θα ηρεμήσει και θα έρθει.» είπε ο Ντέιμιεν απαλά. Δεν ήταν ο συνηθισμένος ειρωνικός παύλα επιθετικός του τόνος αυτός και ένα κομμάτι μου ήξερε ότι μιλούσε έτσι για να μην με ταράξει.
«Σου χρωστάω την ζωή της κόρης μου μικρέ.» άκουσα τον πατέρα μου να λέει. Ο Ντέιμιεν συνέχισε να με χαϊδεύει και πρέπει να κούνησε το κεφάλι του καταφατικά γιατί ο πατέρας μου συνέχισε. «Σου χρωστάω.»
«Δεν το έκανα για σένα. Για την Λιλ το έκανα. Είμαι ακόμα ο φύλακας της.» Του απάντησε ειρωνικά ο Ντέιμιεν. Και πολύ κρατήθηκε. Γέλασα απαλά στην σκέψη και σκούπισα τα μάτια μου χωρίς να αφήσω την αγκαλιά του.
«Λιλ?» ρώτησε ο Κλάους. Μάλλον το παρατσούκλι μου του είχε κάνει εντύπωση. Πάλι καλά που δεν είχε ακούσει να με λέει πριγκίπισσα.
«Θες να το αναλύσουμε τώρα?» του αντιγύρισε πετώντας του ένα σουβλερό βλέμμα. Η μαμά μου κινήθηκε προς το μέρος μας.
«Σε ευχαριστώ. Σε ευχαριστώ τόσο πολύ.» του είπε παθιασμένα καθώς απομακρυνόμουν από εκείνον.
«Παρακαλώ.» είπε ξερά αλλά με χαμόγελο.
«Αύριο έχουμε βραδιά πόκερ. Όπως κάθε Παρασκευή δηλαδή. Ξέρεις, μερικοί φίλοι και η οικογένεια. Πάρε τον πατέρα σου και έλα. Είσαι ευπρόσδεκτος.» Νομίζω ότι η έκφραση μου ταίριαζε με εκείνη του Ντέιμιεν. Στόμα ορθάνοιχτο, μάτια γουρλωμένα, η έκπληξη ζωγραφισμένη στο πρόσωπό μας. Ο Ντέιμιεν ήταν όμως αυτός που ρώτησε.
«Ανήκω εγώ στους φίλους?» ρώτησε καχύποπτα. Ο πατέρας μου τον πλησίασε και έβαλε το χέρι του στον ώμο του.
«Όποιος σώζει την μονάκριβη μου, Ντέιμιεν, είναι κάτι παραπάνω από φίλος.» Μείναμε με τον Ντέιμιεν να κοιτάζουμε το χέρι στον ώμο του με έκπληξη. Με κοίταξε για μια στιγμή και απομακρύνθηκε διακριτικά από το άγγιγμα του πατέρα μου.
«Οκ. Θα δούμε.» είπε μονάχα, το συνόδευσε όμως με ένα αμυδρό χαμόγελο. Ένας λύκος μακριά ούρλιαξε και αυτόματα στρέψαμε το κεφάλι μας όλοι στο φεγγάρι από πάνω μας. Κανείς μας δεν ήξερε τότε ότι η πραγματική απειλή, ήταν πέρα από κάθε φαντασία μας...




Nadia