Lilith:The dark side of the moon (Κεφάλαιο 34/ Μέρος Β) "We aim to please Miss Salvatore"

Damien’s POV

Βγήκα πρώτος εγώ από το αμάξι και ακολούθησε ο πατέρας μου.
«Θέλω η συμπεριφορά σου να είναι άψογη απόψε.» μου γύρισε ενώ έφτιαχνε την γραβάτα του.
«Δεν είμαι εγώ αυτός που φημίζομαι για την συμπεριφορά μου.» του είπα ειρωνικά και με κοίταξε με μίσος. Θα το πλήρωνα αργότερα αυτό μου το σχόλιο. Προχωρήσαμε αργά προς την είσοδο. Ο μεγάλος κήπος των Σαλβατόρε ήταν στολισμένος επαγγελματικά με χιλιάδες φωτάκια να ρίχνουν ένα γλυκό μωβ χρώμα σε κάθε γωνιά. Στρογγυλά τραπέζια με λευκά τραπεζομάντηλα ήταν τοποθετημένα αυστηρώς κυκλικά στον χώρο ενώ μια μεγάλη σκηνή είχε τοποθετηθεί στο κέντρο. Και αυτά ήταν μόνο ότι μπορούσα να δω πριν καν περάσουμε την είσοδο. Ένιωσα τον πατέρα μου να κοντοστέκεται δίπλα μου και γύρισα να κοιτάξω αυτό που του είχε αποσπάσει την προσοχή. Ή μάλλον αυτή. Μια γυναίκα έδινε την πρόσκληση της στην κοπέλα στην είσοδο που χαμογελούσε. Είχε τα ξανθά μαλλιά της πιασμένα κότσο και φορούσε ένα χρυσό μακρύ φόρεμα και, παρόλο που δεν έβλεπα το πρόσωπο της, ήμουν σίγουρος ότι ήταν η Κάρολαιν από τον τρόπο που αντιδρούσε ο πατέρας μου. Ποτέ δεν θα την ξεπερνούσε. Τα δικά μου μάτια ωστόσο είχαν δική τους θέληση καθώς ήταν τώρα καρφωμένα σε έναν χείμαρρο καστανών μαλλιών που είχαν αφεθεί ελεύθερα σε ελαφρά κύματα και σε ένα στενό γκρι μάξι φόρεμα. Η Λίλιθ είχε μόλις κάνει την εμφάνιση της από μέσα ερχόμενη να βοηθήσει την κοπέλα στην υποδοχή. Της χαμογέλασε γλυκά και κάτι της είπε πριν κοιτάξει προς το μέρος της και το χαμόγελο της πλάτυνε. Το σκίσιμο μέχρι τον γοφό της αποκάλυπτε τα υπέροχα πόδια της σε κάθε βήμα της προς το μέρος μας και έστελνε κύματα πόθου σε όλο μου το κορμί. Η ομορφιά της με αιχμαλώτισε. Μέσα σε αυτό το ασημένιο φόρεμα φάνταζε τουλάχιστον εξωπραγματική. Σαν αστέρι σε σκοτεινό ουρανό. Έλαμπε λουσμένη στο φεγγαρόφωτο και εκείνη την στιγμή ειλικρινά αναρωτήθηκα αν ήταν πραγματικά κόρη του Ντέιμον ή ένα παιδί-Θεά της μητέρας Σελήνης.
«Καλώς ήρθατε.» είπε χαρούμενα με την αγγελική φωνή της ενώ στεκόταν απέναντι μας και εκείνη ακριβώς την στιγμή κατάλαβα πόσο μου είχε λείψει. Η γλύκα της, η καλοσύνη της , όλα αυτά που την έκαναν μοναδική και με έλκυαν με ένα απόκοσμο τρόπο. Άκρα αντίθετα. Φως και σκοτάδι. Αγάπη και μίσος. Αλήθεια και ψέμα. Δυο τόσες διαφορετικές έννοιες και όμως δεν μπορεί να υπάρξει η μια χωρίς την άλλη. Δυο πλάσματα της νύχτας τόσο αντίθετα μα και τόσο ίδια. Πήρα το χέρι της στα δικά μου και το φίλησα. Ακολούθησε ο πατέρας μου. Μην χάσει!
«Ωραίο πάρτι.» είπα κοιτάζοντας γύρω γύρω.
«Και ακόμα δεν είδες το μέσα.» απάντησε κλείνοντας μου το μάτι. Είχε παιχνιδιάρικη διάθεση απόψε. Και εγώ το ίδιο.
«Είσαι εκθαμβωτική.» της είπε ο πατέρας μου. Χαμογέλασε διστακτικά και μπορούσα να νιώσω σχεδόν πόσο άβολα αισθανόταν.
«Ευχαριστώ. Και εσείς το ίδιο.» είπε γλυκά κοιτώντας με. Της χαμογέλασα και εγώ
«Να σε συνοδεύσω μέσα ή συνοδεύεσαι ήδη?» Ο πατέρας μου της πρόσφερε το χέρι του. Την είδα να διστάζει ξανά και δεν μπορούσα να καταλάβω προς τι η αντίδραση της. Ναι, ένιωθα σουβλιές ζήλιας για την συμπεριφορά και την άνεση του πατέρα μου απέναντι της αλλά εκείνη δεν μπορούσε να το ξέρει. Μπορούσε? Κοίταξα το φεγγάρι πάνω μας. Νέα Σελήνη. Αυτό σήμαινε ότι οι δυνάμεις ήταν το ίδιο σε έξαρση όσο και όταν είχε πανσέληνο?
«Χωρίς παρεξήγηση, αλλά θα προτιμήσω τον Ντέιμιεν.» απάντησε γλυκά τείνοντας το χέρι της προς το μέρος μου. Σήκωσε το βλέμμα και με κοίταξε. «Αν θες δηλαδή.» συμπλήρωσε και έμεινα να την κοιτάω. Είχε μόλις απορρίψει το Αρχικό Υβρίδιο για τον εγωμανή γιό του? Αυτή η γυναίκα δεν θα έπαυε να με εκπλήσσει. Της χαμογέλασα και έπιασα το χέρι της.
«Πάμε, πριγκίπισσα.» της είπα ψιθυριστά και προχωρήσαμε μπροστά. Τώρα έβλεπα τα πάντα πιο καθαρά. Κεριά, χιλιάδες κεριά υπήρχαν διάσπαρτα στον χώρο, μεγάλα κρίνα και τριαντάφυλλα διακοσμούσαν τα βάζα σε κάθε τραπέζι. Ακριβά υφάσματα, πολυτελής μπουφές και άφθονο αλκοόλ ήταν τα πράγματα που μου τράβηξαν αμέσως μετά την προσοχή. Ο κόσμος φαινόταν να διασκεδάζει με την απαλή μουσική που έπαιζε ένα συγκρότημα σε μια άκρη της σκηνής και όλοι είχαν δημιουργήσει μικρά πηγαδάκια. Ένιωσα την Λίλιθ να σφίγγεται πάνω μου λίγο πριν περάσουμε την πόρτα.
«Μου έλειψε αυτό.» είπε περισσότερο στον εαυτό της και τρίβοντας το μάγουλο της στο μπράτσο μου. Κοίταξα γύρω μας αν μας είδε κανείς αλλά κανείς δεν φάνηκε να το παίρνει είδηση. Βέβαια αυτό άλλαξε όταν περάσαμε το κατώφλι της μεγάλης σιδερένιας κύριας πόρτας. Ένας-ένας οι καλεσμένοι γυρνούσαν να μας κοιτάξουν και να σχολιάσουν την εμφάνιση μας. Χιλιάδες σχόλια που προορίζονταν για εμάς αλλά δεν θα μας τα έλεγαν ποτέ έφταναν στα αυτιά μου. Ήταν χωρισμένα σε δυο κατηγορίες. Αυτά των ανθρώπων που ξέρανε ποιος ήμουν και τι ήμουν και αυτών που ζούσαν υπό την κάλυψη του ψέματος. ‘Τι κάνει αυτός εδώ?’ και ‘Δεν μπορεί.... Ποιός τον κάλεσε?’ ήταν τα κυρίως σχόλια των πρώτων καθώς και το ‘Τι μανάρι Χριστέ μου!’ από τις φίλες της Λίλιθ. Οι άλλοι πάλι ήταν μαγεμένοι από την έλξη που τους ασκούσε το μυστήριο. Κομπλιμέντα και μόνο από εκείνη την ομάδα. Αλλά μπορούσα να νιώσω ένα κύμα μίσους να εκτοξεύεται προς το μέρος μου. Και δεν ήταν από τους γονείς της Λίλιθ. Ήταν ενός αγοριού, στεκόταν μόνος του σε μια γωνιά κατεβάζοντας το ένα ποτήρι σαμπάνιας μετά το άλλο. Υπέθεσα ότι πρέπει να ήταν το καθίκι που εξαιτίας του η Λίλιθ είχε αποκτήσει τάσεις φυγής. Γύρισα, τον κοίταξα και του χαμογέλασα ειρωνικά. Άλλο ένα θανατηφόρο βλέμμα που δεν είχε καμία σημασία. Γέλασα μόνος μου.
«Μας κοιτάνε όλοι περίεργα.» της ψιθύρισα σκύβοντας προς το μέρος της.
«Σε ενοχλεί?» με ρώτησε αγχωμένη.
«Μπα… Αλλά αν συνεχίσουν θα τους βγάλω τα κεφάλια.» Γέλασε πνιχτά. Μου είχε λείψει το γέλιο της.
«Φυσικά και θα το κάνεις.» απάντησε απλά και την άφησα να γλιστρήσει από τα χέρια μου και να ανακατευτώ με το πλήθος. Θα την έβλεπα αργότερα. Τώρα που ήμουν εδώ δεν θα την άφηνα να ξεφύγει. Κινήθηκα προς τον μπουφέ και πήρα ένα ποτήρι. Κοίταξα τον πατέρα μου να μιλάει με τον πατέρα της ο οποίος πάλευε να κρατήσει χαμηλούς τόνου, τον θείο και την θεία της να χορεύουν ένα αργό βαλς και εκείνη να σκάει στα γέλια από ένα πετυχημένο σχόλιο της κολλητής της. Ήταν πραγματικά πολύ όμορφα να βρίσκομαι εδώ. Μπορούσα να το συνηθίσω.
«Γεια.» άκουσα μια δειλή φωνή από δίπλα μου. Γύρισα να δω την Κάρολαιν να στέκεται στο πλάι μου. Μια αργόσυρτη ανάσα που δεν ήξερα ότι κρατούσε έφυγε βίαια από τα χείλη μου.
«Γεια.» της είπα απαλά. Δεν μπορούσα να ξεφύγω. Και ένα κομμάτι μου δεν ήθελε. Είχε έρθει η ώρα να αντιμετωπίσω αυτόν μου τον δαίμονα. «Συγνώμη για το παιχνίδι που σου παίξαμε με την Λίλιθ. Δεν ήταν δική της ιδέα. Ενεργούσε με βάση των δικών μου απαιτήσεων. Μην θυμώσεις μαζί της.» Μου χαμογέλασε γλυκά. Μου άρεσε αυτό το χαμόγελο όσο και αν σιχαινόμουν να το παραδεχτώ.
«Δεν θύμωσα μαζί της. Είναι το κοριτσάκι μου. Δεν μπορώ να της θυμώσω.» Χαμογέλασα κοιτάζοντας την Λίλιθ. Ειλικρινά, ποιος θα μπορούσε να της κρατήσει κακία. «Συγνώμη.» ψέλλισε χαμηλώνοντας το κεφάλι. Ένα συγνώμη δεν αρκούσε. Αλλά ήταν ωραίο να το ακούω. Της σήκωσα το κεφάλι να με κοιτάξει. «Εμείς οι δυο πρέπει να μιλήσουμε. Όχι εδώ. Όχι τώρα. Αλλά πρέπει.» Κούνησα το κεφάλι μου θετικά.
«Τι της έκανες?» ο πατέρας της Λίλιθ εμφανίστηκε μπροστά μου. Γύρισα να τον κοιτάξω απηυδισμένος. Η μαμά της όμως με αγκάλιασε.
«Ευχαριστώ που την πρόσεχες.» της χαμογέλασα και την αγκάλιασα και εγώ.
«Ποιος θα σε άκουγε εσένα και τον πατέρα μου μετά? Ευχαρίστηση μου.» Γέλασε δυνατά κάνοντας τον άντρα της να γυρίσει να την κοιτάξει περίεργα. Ένιωσα ένα χέρι να με τραβάει από την άλλη μεριά.
«Μου χρωστάς κάτι. » Γύρισα να δω τα γαλάζια μάτια της να καίνε από επιθυμία. Αυτή η γυναίκα θα με πέθαινε.
«Καθήκον μου η ευχαρίστηση σας, δεσποινίς Σαλβατόρε..» Υποκλίθηκα μπροστά της και την τράβηξα στην πίστα. Κόλλησα το κορμί της πάνω στο δικό μου και κινηθήκαμε μαζί στον αργό ρυθμό της μουσικής.
«Μου έλειψες.» της ψιθύρισα χωρίς να το σκεφτώ κάπου στα μισά του τραγουδιού και ενώ έγερνε το κεφάλι της στον ώμο μου. Έφερα το ένα μου χέρι στα μαλλιά της και την κράτησα εκεί.
«Μην το πας εκεί, Ντέιμιεν.» είπε χαμηλόφωνα αναστενάζοντας.
«Την αλήθεια σου λέω.» απάντησα δίνοντας της ένα απαλό φιλί στον λαιμό και την ένιωσα να ανατριχιάζει.
«Μη...» ψιθύρισε ξέπνοη. Την φίλησα ξανά και ένιωσα το σώμα της να σφίγγεται πάνω μου.
«Λίλιθ?» Η μητέρα της μας πλησίασε διακόπτοντας μας αλλά δεν μπορούσα να της κρατήσω κακία. Η Λίλιθ πάντως φάνηκε ευχαριστημένη με αυτή την εξέλιξη.
«Ναι μαμά.» είπε ακόμα επηρεασμένη από το φιλί μου.
«Συγνώμη, αλλά υπάρχει ένα πρόβλημα στην κουζίνα. Έσπασε η βάνα και πλημμυρίζουμε.» Αναστέναξε ενοχλημένη και της έκανε νόημα ότι πηγαίνει. Η Έλενα απομακρύνθηκε και η Λίλιθ γύρισε προς το μέρος μου.
«Σε ακολουθώ.» της είπα και χαμογελώντας κατευθυνθήκαμε προς την κουζίνα. Μπήκαμε μέσα και γουρλώσαμε τα μάτια. Μια λίμνη νερού κάλυπτε το πάτωμα το οποίο έτρεχε από την σπασμένη βρύση.
«Να κλείσουμε τον γενικό?» Γύρισε και με κοίταξε.
«Δεν γίνεται. Το σιντριβάνι έξω τροφοδοτείται από την παροχή νερού. Πρέπει να το σταματήσω εγώ και μάλιστα γρήγορα. Θα καταστρέψει τα πάντα.» Είπε και έδειξε τα πιάτα και τους δίσκους πάνω στο τραπέζι. Αν άρχιζε να αυξάνεται η στάθμη του νερού αυτά δεν είχαν καμία ελπίδα.
«Μα πως? Θα μείνεις όλο το βράδυ εδώ ελέγχοντας το νερό?» Έδειχνε να το σκέφτεται.
«Δεν μπορώ. Έχω να κάνω την παρουσίαση έξω εξάλλου θα με εξόντωνε. Δεν μπορώ να χρησιμοποιώ τις δυνάμεις μου για πολύ. Το ξέρεις. Τι θα κάνω?» Με κοίταξε τρομαγμένη. Το νερό συνέχιζε να τρέχει και αν συνέχιζε και άλλο θα γέμιζε το δωμάτιο καταστρέφοντας τα πάντα. Έπρεπε να πάρουμε μια γρήγορη απόφαση και να είναι και σωστή. Πίεση!
«Παρέκαμψε το.» είπα σε μια αναλαμπή. Ώρες-ώρες ευγνωμονούσα τον κατεστραμμένο εγκέφαλο μου.
«Τι?»
«Απομόνωσε την βρύση. Δημιούργησε κάτι σαν φράγμα ώστε το νερό να μην ανεβαίνει προς τα πάνω και να συνεχίσει να κυλάει. Θα βρω κάτι να σφηνώσω στην βάση της ώστε να μην χρειαστεί να είσαι από πάνω της συνέχεια.» Με κοίταξε σαν να με έβλεπε για πρώτη φορά. «Βιάσου Λίλ!» Κούνησε το κεφάλι της και έστρεψε την προσοχή της πάλι στο νερό. Έκλεισε τα βλέφαρα της την ίδια στιγμή που έψαχνα απεγνωσμένα κάτι για να χρησιμοποιήσω σαν σφήνα. Άνοιγα ντουλάπια τόσο γρήγορα που επικρατούσε ριπή ανέμου στην κουζίνα. Το νερό σταμάτησε να ξεπηδάει την ίδια στιγμή που βρήκα ένα κουβάρι από φυσικά σφουγγάρια και ένα κομμάτι ξύλο. Δεν ήταν το ιδανικότερο αλλά θα έκανε την δουλειά του προσωρινά. Έχωσα το χέρι μου στο σιφόνι σε σημείο που μπορούσα να νιώσω τι ακριβώς έκανε η Λίλιθ με τις δυνάμεις της. Για μια ακόμα φορά με κατέπληξε ενώ πάλευα να σφηνώσω τα σφουγγάρια και να τα σταθεροποιήσω με το ξύλο. Όταν τα κατάφερα το μανίκι μου ήταν βρεγμένο μέχρι τον ώμο μου. «Σταμάτα να δούμε.» Άκουσα το νερό να σταματάει να τρέχει προς μια κατεύθυνση και να παλεύει να ξεφύγει από την βρύση. Η ‘ασπίδα’ μου όμως λειτούργησε. «Ναι!» είπα αυτάρεσκα και γύρισα προς το μέρος της. Ήταν βρεγμένη μέχρι το κόκκαλο. Γέλασε και με κοίταξε.
«Μην τολμήσεις και σχολιάσεις.» μου είπε προσπαθώντας να ακουστεί αυστηρή αλλά απέτυχε. Την είδα να ανοιγοκλείνει γρήγορα τα βλέφαρα της και να χάνει την ισορροπία της. Πρόλαβα και την έπιασα πριν πέσει.
«Είσαι εντάξει?» ρώτησα ανήσυχος απομακρύνοντας μια βρεγμένη τούφα από το πρόσωπο της.
«Δεν ήμουν προετοιμασμένη για κάτι τέτοιο. Ευχαριστώ.» ψέλλισε και κρατήθηκε πιο σφιχτά από πάνω μου.
«Ξέρεις τι μου θυμίζεις έτσι?» με κοίταξε ακόμα ζαλισμένη. Έριξα μια ματιά στον εαυτό της πριν γυρίσει σε εμένα.
«Στην λίμνη...» είπε χαμηλόφωνα και της χάιδεψα το μάγουλο. Έκλεισε τα μάτια στο άγγιγμα μου και εγώ αναστέναξα.
«Λίλιθ?» το αγόρι από πριν εισέβαλε με το έτσι θέλω στην κουζίνα. «Τι κάνεις εδώ με αυτόν?»
«Δεν έχω όρεξη για το δράμα σου Τζος.» έφυγε από την αγκαλιά μου και προσπάθησε να απομακρυνθεί εκείνος όμως έκανε να την αρπάξει αλλά πρόλαβα να του πιάσω το χέρι και να του το γυρίσω.
«Είπε όχι φίλε.» Με κοίταξε άγρια και γέλασα με την στάση του. Νόμιζε ότι θα με τρόμαζε? Αυτό το ανθρωπάκι?
«Και εσύ ποιος σκατά νομίζεις ότι είσαι?» Του γύρισα και άλλο το χέρι και ούρλιαξε. Περίμενα από την Λίλιθ να με σταματούσε αλλά εκείνη απλά με κοιτούσε με τα χέρια σταυρωμένα. Δεν ήθελε να σταματήσω. Το έβλεπα στα μάτια της.
«Αυτός που θα σε μάθει να απλώνεις τα δίχτυα σου μέχρι εκεί που σε παίρνει.» Η Λίλιθ γέλασε.
«Άσε τον.» είπε απλά ενώ άγγιζε απαλά τον ώμο μου. Τον άφησα και απομακρύνθηκε θυμωμένα.
«Να σου μιλήσω θέλω μόνο.» είπε ο Τζος και η Λίλιθ ήρθε στην αγκαλιά μου.
«Δεν έχουμε τίποτα να πούμε.» του είπε απλά. Προσπάθησε να την πλησιάσει αλλά του έκοψα τον δρόμο.
«Θέλω να ξέρεις...» προσπάθησε να πει αλλά η Λίλιθ τον σταμάτησε.
«Ναι ξέρω. Ήταν ένα λάθος, εμένα αγαπάς και τέτοια.» Εκείνος κουνούσε το κεφάλι του καταφατικά σε κάθε της λέξη. «Εγώ όμως σε μισώ. Εντάξει?» Φάνηκε να πέφτει από τα σύννεφα και έφυγε από το δωμάτιο με σκυμμένο το κεφάλι.
«Συγνώμη.» είπε θλιμμένα.
«Ει!» έβαλα τον δείκτη μου στο σαγόνι της και την ανάγκασα να με κοιτάξει. «Θες να του ξεριζώσω την καρδιά του βλαμμένου?» Χαμογέλασε θλιμμένα και μου χάιδεψε το κεφάλι.
«Πήγαινε έξω μην σε ψάχνουν. Εγώ πάω να αλλάξω.» Την είδα να ανεβαίνει γρήγορα την σκάλα. Ήξερα ότι δεν ήταν η κατάλληλη ώρα αλλά έπρεπε να μιλήσουμε. Βγήκα λίγο στον κήπο και ,αφού βεβαιώθηκα ότι με είδαν αρκετοί, γύρισα πίσω και ανέβηκα τρέχοντας στο δωμάτιο της. Άνοιξα την πόρτα και άκουσα το νερό στο μπάνιο της να τρέχει. Έριξα μια ματιά τριγύρω. Φωτογραφίες με φίλους, την οικογένεια της και με τον Μπλάντι ήταν καρφιτσωμένες παντού. Οι τοίχοι ήταν ένα ανοιχτό γαλάζιο και τα έπιπλά της στο χρώμα της κρέμας. Ροζ πινελιές δίνανε έναν πιο κοριτσίστικο τόνο. Ροζ μαξιλάρια, σεντόνια και χαλιά. Ξάπλωσα στο μεγάλο κρεβάτι της και πήρα τον αρκούδο της στα χέρια μου. Βγήκε από το μπάνιο της τυλιγμένη με την πετσέτα της.
«Τι πρέπει να πληρώσω για να σε δω γυμνή?» Την τρόμαξα και γύρισε γρήγορα να με κοιτάξει. Έχασε τα λόγια της δείχνοντας μια την πόρτα και μια εμένα. Το έπιασα το μήνυμα. «Μην σε νοιάζει. Νομίζουν ότι είμαι κάτω.» Ήρθε προς το μέρος του προσπαθώντας να πάρει τον αρκούδο της όμως ήμουν πιο γρήγορος, την άρπαξα από την μέση και την ξάπλωσα από κάτω μου. «Λοιπόν, τι να πληρώσω?» Γέλασε απαλά.
«Να σε ρωτήσω κάτι?» Κούνησα το κεφάλι μου καταφατικά. «Σε είδα να μιλάς με την Κάρολαιν. Υπάρχουν ελπίδες για την θεία μου?» Ανακάθισα αργά και την κοίταξα.
«Δεν ξέρω. Νιώθω κενός για αυτό. Για άλλο θέλω να μιλήσουμε. Η Σάρα νομίζω ξέρει για εμάς.» Την είδα να σηκώνεται και να μου γυρνάει την πλάτη.
«Το ξέρω. Ήρθε και με βρήκε στην Νέα Υόρκη. Δεν θα μιλήσει.» Την άρπαξα και την γύρισα προς το μέρος μου.
«Και μου το λες τώρα? Τι σκατά τρέχει με το μυαλό σου?» Ήμουν εξαγριωμένος. Πως μπορούσε να κρατήσει κάτι τέτοιο κρυφό?
«Ντέιμιεν, σου είπα δεν θα κάνει...» Προσπάθησε να με ηρεμήσει αλλά ήταν μάταιο.
«Πως είσαι τόσο σίγουρη? Αν το μάθει ο πατέρας σου? Ο δικός μου?» Ήμουν σε έξαλλη κατάσταση και πολύ κοντά στο να κάνω κάτι που θα μετάνιωνα.
«Σου είπα...» Ούρλιαξα χωρίς να την αφήσω να τελειώσει.
«Πως τόλμησες να μην μου το πεις? Αφορά και εμένα ξέρεις!» Την είδα να προσπαθήσει να συγκρατηθεί αλλά δεν είχα την πολυτέλεια να της προσφέρω τον απαραίτητο χρόνο. «Είσαι εκμεταλλεύτρια το ξέρεις?» Άνοιξε τα μάτια της και με μια κίνηση του χεριού της με έστειλε στον απέναντι τοίχο, διαλύοντας το έπιπλο που βρισκόταν εκεί.
«Αν δεν φύγεις θα γίνουν χειρότερα.» ήταν το μόνο που πρόλαβε να πει πριν την πιάσω από τον λαιμό και την καρφώσω στο πάτωμα. Είδα τους κυνόδοντες της να έρχονται στην θέση τους –πιο μεγάλοι από του συνηθισμένου βρικόλακα- και να προσπαθεί να ξεφύγει. Ήξερα ότι δεν έβαζε όλη της την δύναμη γιατί τώρα θα ήμουν κομμάτια σάρκας πεταμένα παντού.

«Μην μου λες τι να κάνω!» της φώναξα με το πρόσωπο μου ελάχιστα εκατοστά από το δικό της. Άκουσα τα βήματα που ανέβαιναν την σκάλα γρήγορα τώρα. Γύρισα προς την πόρτα της και μετά σε εκείνη μια τελευταία φορά. «Δεν τελείωσε αυτό.» είπα μονάχα πριν την αφήσω και ,πηδώντας από το παράθυρο της, εξαφανιστώ μες στην νύχτα...




Nadia