Ο ήχος του κουδουνιού με έβγαλε από το πιο έντονα ερωτικό
όνειρο που είχα δει ποτέ. Ξύπνησα νευριασμένος και κάλυψα το πρόσωπο μου με το
μαξιλάρι. Έπρεπε να σταματήσω τα φιλιά με την Λίλιθ γιατί αργά ή γρήγορα θα
είχα πρόβλημα. Έριξα ένα κλεφτό βλέμμα από το μαξιλάρι στο σώμα μου. Ναι, δεν
γινότανε μεγαλύτερο πρόβλημα. Χρειαζόμουν ένα κρύο ντουζ. Πάλι. Για όγδοη
συνεχόμενη μέρα. Κατάρα! Τεντώθηκα άτσαλα ακούγοντας τα κόκκαλα μου να σπάνε σε
κάθε κίνηση. Πως είχα κοιμηθεί έτσι πάλι? Πάνω που το είχα πάρει απόφαση να
σηκωθώ να πάω για ένα αναγκαίο μπάνιο η πόρτα μου άνοιξε απότομα και ο κολλητός
μου προσγειωνόταν στο κρεβάτι μου την ώρα που τραβούσα το σεντόνι πάνω στην ώρα
να μην δει το πρωινό μου χαρούμενο ξύπνημα.
«Καλημέρα.» φώναξε χαρούμενος. Τον κοίταξα απειλητικά.
«Καλημέρα.» φώναξε χαρούμενος. Τον κοίταξα απειλητικά.
«Στον ύπνο σου με έβλεπες το κέρατο μου?» γρύλισα
ενοχλημένος.
«Γιατί έτσι κακοδιάθετος? Είναι μια υπέροχη μέρα!» Θεά μου
θα τον σκότωνα!
«Με ποια κοιμήθηκες πάλι?» Ο μόνος λόγος ο Κρις να είχε
τέτοια χαρούμενη διάθεση ήταν να έχει κάνει σεξ το προηγούμενο βράδυ. Και το
είχα πετύχει σήμερα.
«Φίλε, η γκόμενα ήταν απίθανη! Είχε ένα σώμα, όλα τα λεφτά!
Και κάτι ανοίγματα...» του πέταξα το μαξιλάρι.
«Σκάσε ρε πρωί-πρωί. Δεν με ενδιαφέρει τι κάνεις στο
κρεβάτι σου.» Το τελευταίο πράγμα που ήθελα να ακούσω ήταν η σεξουαλική ζωή του
Κρις. Είχα την δική μου να με απασχολεί.
«Τώρα που είπες κρεβάτι, η Τρέισι με έχει πρήξει για σένα.
Τι κρεβάτι κάνεις ρε φίλε?»
«Αμα δεν το βουλώσεις, θα δεις!» τον απείλησα και μαζεύτηκε
λίγο. Σηκώθηκα απρόθυμα και πήγα προς το μπάνιο μου. «Εσύ θα κάτσεις εδώ και θα
βγάλεις τον σκασμό. Τα λέμε σε 5’ που θα έχω ξυπνήσει.» Άνοιξα το νερό στο κρύο
και μπήκα γρήγορα μέσα χωρίς να το πολυσκεφτώ.
Χρειαζόμουν επειγόντως καφέ. Ή την Λίλιθ. Ή καφέ που να φέρνει η Λίλιθ.
Τα είχα κάνει σκατά. Έπρεπε να με απασχολεί το χθεσινό επεισόδιο με την
Κάρολαιν, όχι το πόσο καυτή έδειχνε αυτός ο καστανός βρικόλακας βρεγμένος. Ήμουν
πάνω από 10 λεπτά κάτω από το κρύο νερό και είχα πλέον πάρει απόφαση ότι δεν
μπορούσα να ξεφύγω από τις σκέψεις μου. Βγήκα θυμωμένος από το μπάνιο,
τυλίγοντας μια πετσέτα στην μέση μου για να δω τον Κρις να παίζει με την κάμερα
μου.
«Είσαι μεγάλο καθίκι!» φώναξε. «Ποιο είναι το μωρό?» με
ρώτησε δείχνοντας μου τις φωτογραφίες που είχα τραβήξει την Λίλιθ στην Νέα
Υόρκη. Είχε διαλέξει και την αγαπημένη μου ο κόπανος!
«Ξαναπές την ‘μωρό’ και σου ξερίζωσα το κεφάλι.» του
απάντησα αρπάζοντας την κάμερα από τα χέρια του.
«Ω, μου κρύβεις κάτι μεγάλε?» Ε, ρε το πείσμα του!
«Ναι. Το πώς θα σε σκοτώσω.» Άνοιξα ένα ντουλάπι και πέταξα
την κάμερα μέσα. «Δεν μπορείς να κάτσεις ακίνητος για 5 λεπτά?»
«Μπορώ. Αλλά εσύ έλειψες πάνω από δέκα λεπτά.» Τον αγνόησα
και βγήκα από το δωμάτιο. «Α, καλά. Που πας ρε βλαμμένε έτσι?» τον αγνόησα ξανά
και μπήκα στην κουζίνα. Η Μάγια βρισκόταν ήδη εκεί φτιάχνοντας και άλλο καφέ.
«Σ’ αγαπώ.» της είπα βάζοντας μπροστά μου μια μεγάλη κούπα.
Εκείνη γέλασε.
«Έχεις να μου το πεις χρόνια αυτό. Τόσο άσχημα τα πράγματα?»
την κοίταξα με ένα απελπισμένο βλέμμα και μου χαμογέλασε ένοχα. «Το ξέρεις ότι
κυκλοφορείς μόνο με μια πετσέτα?»
«Γιατί θα με βιάσει η Σάρα ή εσύ?» Γέλασε ξανά.
«Καμία από τις 2 αλλά ποτέ δεν ξέρεις ποιος μπορεί να
έρθει.» Την κοίταξα απειλητικά.
«Ποιος θα έρθει στον οίκο της Κολάσεως εκτός από τον
βλαμμένο τον Κρις?» Δεν πρόλαβα να τελειώσω την φράση μου και θρονιαζόταν
χαρούμενος στην καρέκλα δίπλα μου. «Τι σου έλεγα.» της είπα δείχνοντας τον
βλάκα δίπλα μου. Σήκωσε τους ώμους της ανάλαφρα και έκανε να φύγει. «Ε,
περίμενε!» της φώναξα μετά από 2 γουλιές καφέ που ο εγκέφαλος μου είχε αρχίσει
να έχει ζωτικά σήματα. «Τι ξέρεις?» Μου χαμογέλασε σαρδόνια.
«Μην αλλάξεις.» είπε απλά βγαίνοντας στον πίσω κήπο.
Κοίταξα το ρολόι στον απέναντι τοίχο. 10:20. Δεν ήταν τόσο πρωί όσο νόμιζα
τελικά.
«Τι σκατά εννοούσε η μάγισσα?» με ρώτησε ο Κρις ενώ έπαιρνε
ένα μήλο και το δάγκωνε.
«Δεν ξέρω πανέξυπνε. Μου απάντησε?» τον ειρωνεύτηκα και
συνέχισα να πίνω τον καφέ μου.
«Καλημέρα γλυκιά μου. Σε ευχαριστώ πολύ.» άκουσα την Μάγια
να λέει χαρούμενα σε κάποιον. Ποιος είχε έρθει πρωινιάτικα? Λες να μου έκανε
προξενιό η τρελή? Γύρισα τα μάτια μου απηυδισμένος.
«Πρόσεχε αυτήν την φορά. Δεν είναι ανεξάντλητοι οι σπόροι
λέει η μαμά.» Η φωνή της Λίλιθ ήταν το πιο απότομο ξύπνημα εκείνη την στιγμή
για έναν και μοναδικό λόγο. Το χαμόγελο του Κρις όταν άκουσε την απαλή φωνή της
και είδε την δική μου τσιτωμένη αντίδραση.
«Για να δούμε αν αξίζει τόσο πολύ.» είπε χαμογελώντας
επικίνδυνα και βγαίνοντας βολίδα έξω. Έτρεξα πίσω του να τον προλάβω στο λεπτό.
Τον τράβηξα από την μπλούζα και τον πέταξα πίσω με δύναμη.
«Ούτε να το σκεφτείς καθίκι.» του γρύλισα. Γύρισα για να δω
την Λίλιθ και την Μάγια να μας κοιτάνε άφωνες. Τα μάγουλα της Λίλιθ φλογίστηκαν
καθώς με κοίταξε και είδε την αμφίεση μου και γύρισε το κεφάλι ντροπαλά από την
άλλη.
«Καλημέρα.» είπα χαμογελαστά. Μου άρεσε η αντίδραση της.
Είχε δει μάλλον κάτι που της άρεσε. Η Μάγια μου έκλεισε το μάτι.
«Καλημέρα.» ψέλλισε δαγκώνοντας το χείλος της πάλι. Γιατί
έπρεπε να είναι εκεί η Μάγια και ο Κρις? Ένιωθα ήδη το σώμα μου να
ανταποκρίνεται σε εκείνη.
«Καλημέρα ωραία δεσποινίδα.» είπε και ο φίλος μου καθώς
σηκωνόταν και την πλησίαζε. Εκείνη έκανε δυο βήματα πίσω τρομαγμένη αλλά την
πρόλαβε και της φίλησε το χέρι.
«Καλημέρα.» είπε άβολα.
«Κρις, ή την αφήνεις ή σε πετάω στην οροφή αυτή την φορά.»
του γρύλισα.
«Γιατί αδερφούλη? Την θες μόνο για την πάρτη σου?» Η Λίλιθ
πήρε απότομα το χέρι της από τα δικά του και σκούπισε το σημάδι από τα χείλη
του στην μπλούζα της αηδιασμένη. Αυτό ήταν το κορίτσι μου!
«Είναι η προστατευόμενη μου ηλίθιε.» του φώναξα ενώ η Λίλιθ
πήγαινε πιο κοντά στην Μάγια.
«Μπα. Νόμιζα ότι δεν γούσταρες αυτή την απασχόληση.» Είδα
το πληγωμένο βλέμμα στα μάτια της και ήθελα να ξεριζώσω το κεφάλι του
βλαμμένου. Τι φίλους είχα ρε γαμώτο?
«Αναφορά θα σου δώσω? Πήγαινε μέσα.» Μου κούνησε το κεφάλι
αρνητικά.
«Δεν θα μου πεις τι θα κάνω φίλε.» απάντησε γλυκανάλατα.
Έκανα να πάω προς το μέρος μου αλλά ένα χέρι με σταμάτησε.
«Εγώ όμως θα σου πω. Άκουσες τον γιο μου. Ή θα πας μέσα ή
θα φύγεις από το σπίτι μου.» Ο πατέρας μου εμφανίστηκε στο πλάι μου
απροειδοποίητα. Ο Κρις έσκυψε το κεφάλι και προχώρησε μέσα.
«Συγνώμη πατέρα.» του είπα καθώς αισθανόμουν υπεύθυνος για
την ανυπακοή του Κρις.
«Μην ζητάς συγνώμη Ντέιμιεν. Μερικά υβρίδια είναι πιο
ατίθασα από άλλα. Με τον καιρό θα μάθεις να τους ελέγχεις. Είσαι μικρός ακόμα.»
Μου έτριψε το κεφάλι και προχώρησε προς την Λίλιθ. Τελευταία ήταν όλο και πιο
τρυφερός και καλός μαζί μου. Δεν ξέρω τι τον είχε πιάσει αλλά απολάμβανα την
προσοχή που μου έδινε.
«Λυπάμαι, μικρή μου για την συμπεριφορά του υβριδίου μου.»
της είπε χαμογελαστά. Του χαμογέλασε και εκείνη γλυκά.
«Την επόμενη φορά δεν εγγυώμαι την ζωή του.» είπε σοβαρά. Ο
πατέρας μου κούνησε το κεφάλι του.
«Σε τρόμαξε?» την ρώτησε ενώ προχωρούσαν μέσα με εμένα και
την Μάγια να τους ακολουθούμε.
«Όχι. Απλά με έπιασε απροετοίμαστη.» ομολόγησε.
«Πως και έτσι? Κάτι άλλο σου τράβηξε μήπως την προσοχή?» Η
Λίλιθ κοκκίνισε και η Μάγια μου έριξε μια ελαφριά αγκωνιά.
«Μάλλον.» απάντησε με σκυμμένο το κεφάλι.
«Τηγανίτες κανείς?» πετάχτηκε η Μάγια όταν φτάσαμε στην
κουζίνα και η Λίλιθ γύρισε να την κοιτάξει με ευγνωμοσύνη.
«Εγώ θέλω.» είπε δειλά. Δεν αισθανόταν άνετα.
«Κοίτα, άμα φτιάξεις δεν θα πω όχι.» της απάντησα και εγώ
δίνοντας της ένα μεγάλο φιλί στο μάγουλο. Κοίταξα τον Κρις που καθόταν σοβαρός
σε μια καρέκλα και πήγα κοντά του. «Αν φερθείς σαν κύριος μπορείς να της πεις
ένα γεια.» του είπα καθώς αισθανόμουν λίγο άσχημα για εκείνον. Έσκασε ένα δειλό
χαμόγελο.
«Δεν σου κρατάω κακία.» του είπε η Λίλιθ που βρέθηκε δίπλα
μου. «Απλά μην φέρεσαι σαν κόπανος.» την κοίταξε αβέβαιος και εγώ γέλασα. Δεν
είχα ακούσει να ξαναχρησιμοποιεί αυτήν την λέξη.
«Ευχαριστώ.» της είπε. Ο Κρις δεν ήταν κακός. Απλά βλάκας
και άξεστος. Καλά και εγώ ήμουν αλλά όχι με την Λίλιθ. Όταν ο πατέρας μου όμως
του μίλησε έτσι μαζεύτηκε. Ήξερε ότι έπρεπε να έχει σεβασμό απέναντι στην
οικογένεια και τους καλεσμένους μας απλά επειδή είμασταν φίλοι από παιδιά
κάποιες φορές παραφερόταν.
«Λίλιθ, θα με συντροφεύσεις στο σαλόνι μέχρι να ετοιμαστούν
οι τηγανίτες και να πάει ο Ντέιμιεν να ντυθεί?» της είπε ο πατέρας μου
χαμογελώντας.
«Αχ ναι!» του είπε ξέπνοη και ένιωσα κάτι σουβλιές ζήλιας
αλλά χάθηκαν αμέσως καθώς γύριζε να με κοιτάξει. Το ‘αχ ναι’ πήγαινε στο να
ντυθώ. Την επηρέαζε και εκείνη το να είμαι γυμνός. Και μου άρεσε. Χαμογέλασα
και τους προσπέρασα καθώς ανέβαινα πάνω...
Lilith’s POV
Έμεινα να τον κοιτάω σαν χαζή να ανεβαίνει την σκάλα και την
πετσέτα να λικνίζεται σε κάθε του βήμα. Αφού δεν πέθανα την στιγμή που τον είδα
να βγαίνει έξαλλος στον κήπο τυλιγμένος μόνο σε αυτό το μικρό κομμάτι ύφασμα
δεν θα πέθαινα ποτέ.
«Είναι όμορφος ο σιχαμένος. Πήρε από την μάνα του.» είπε ο
Κλάους σπάζοντας μου τα μάγια και γύρισα να τον κοιτάξω.
«Πιο πολύ σε σένα μοιάζει παρά στην Κάρολαιν.» του απάντησα
και χαμογέλασε.
«Είσαι πολύ γλυκιά. Ευχαριστώ.» Φτάσαμε στο μεγάλο τους
σαλόνι. Τόσο όμορφο δωμάτιο αλλά συνάμα τόσο άψυχο. Δεν ξέρω αν έφταιγε η
οικειότητα που είχα αναπτύξει με τη οικογένεια ή ότι αυτή η ψυχρότητα με
τρέλαινε αλλά το ξεφούρνισα όπως και να είχε.
«Γιατί δεν έχετε καμία φωτογραφία ή κάτι τέτοιο? Είναι τόσο
ψυχρό όλο το σπίτι.» Ο Κλάους γύρισε και με κοίταξε σαν να είχα ξεστομίσει κάτι
απαγορευμένο.
«Είσαι η πρώτη που κάνει αυτή την παρατήρηση.» μου είπε
πραγματικά έκπληκτος.
«Μάλλον γιατί κανείς άλλος δεν νοιάζεται για την
διακόσμηση.» του απάντησα.
«Ή κανείς άλλος δεν νοιάζεται γενικά.» Ήταν έκπληκτος και συνέχιζε να ήταν.
Φαινόταν στο βλέμμα του, στην φωνή του, στις κινήσεις τους. Σήκωσα τους ώμους
μου αδιάφορα.
«Έλα μαζί μου.» μου είπε. Βγήκαμε στον κήπο και προχωρήσαμε
αρκετά. Σταματήσαμε έξω από την μεγάλη και μυστηριώδη πόρτα αλλά δυστυχώς για
την περιέργεια μου δεν την άνοιξε. Πήγαμε από την πίσω μεριά της και σε μια
μικρή πορτούλα στα πλάγια. Ο Κλάους έβγαλε ένα τσούρμο κλειδιά από την τσέπη
του και άνοιξε την πόρτα. Άνοιξε το φως και μπήκα μέσα έτοιμη για όλα. Ή έτσι
νόμιζα. Μπορεί η πόρτα να ήταν μικρή, το δωμάτιο μέσα όμως φαινόταν να είναι
ατελείωτο. Δεκάδες πίνακες που αναπαριστούσαν διάφορες φάσεις της ζωής εδώ, με
τον Ντέιμιεν, την Μάγια, τα υβρίδια έξω, δεκάδες άλμπουμ γεμάτα με φωτογραφίες,
κούτες με αντικείμενα και παιχνίδια, και ένα σωρό άλλα πράγματα που δεν ήξερα
τι είναι. Γύρισα να τον κοιτάξω.
«Ξέρω ότι ο Ντέιμιεν με χαρακτηρίζει ψυχρό και έχει δίκιο.
Δεν το έκανα όμως από επιλογή. Λατρεύω τον γιο μου Λίλιθ. Είναι ότι πιο
πολύτιμο έχω. Και ακριβώς για αυτό τον λόγο προτίμησα να μείνω μακριά του.
Καταστρέφω όποιον έχει νοιαστεί ποτέ για μένα και έχω αμέτρητους εχθρούς. Αν
μαθαίνανε για την αδυναμία στον γιο μου θα υπήρχε εύκολος στόχος. Δεν θέλω να
πάθει ποτέ τίποτα. Είναι ότι έχω σε οικογένεια.» η φωνή του έσπαγε σιγά-σιγά σε
κάθε λέξη και εγώ ερχόμουν αντιμέτωπη με κάτι που δεν είχα ξαναζήσει. Την
αποτυχία ενός πατέρα να είναι πατέρας. «Ξέρω ότι εσύ, σαν τρίτος, κοιτώντας την
οικογένεια μου λες μακάρι να μην την είχα ποτέ αλλά αγαπώ τον γιο μου Λίλιθ.
Και όσο πάει νιώθω ότι τον χάνω από την προσπάθεια μου να τον προστατέψω.
Βοήθησε με.» Φεγγάρι, ξε-φεγγάρι όλα βγαίνανε στην φόρα μπροστά μου.
«Εγώ δεν μπορώ να κάνω τίποτα.» του είπα απαλά και τον είδα
να διαλύεται. Πήγα και τον έπιασα από τους ώμους. «Εσύ πρέπει να το κάνεις.
Μίλησε του. Είναι υπέροχος και σίγουρα θα σε καταλάβει. Ότι και να έκανες
Κλάους, μεγάλωσες έναν σωστό γιο.» Με κοίταξε θλιμμένα και με αγκάλιασε σφιχτά.
Μανία με τις αγκαλιές αυτή η οικογένεια. Απομακρύνθηκα από το κράτημα του και
τον κοίταξα. «Όσο για αυτά...» του είπα δείχνοντας του τα αναμνηστικά και τις
κλειστές κούτες «ήρθε η ώρα να βγουν στο φως. Κανείς δεν θα βλάψει τον γιο σου.
Είναι πολύ δυνατός και όσο υπάρχω εγώ δεν θα τον πλησιάσει κανείς με σκοπό να
τον βλάψει.» Με κοίταξε με ένα θλιμμένο χαμόγελο.
«Νοιάζεσαι για εκείνον.» Δεν με ρώτησε. Απλά το δήλωνε. Δεν
του απάντησα.
«Ξέρεις Κλάους, λένε ότι όταν πεθάνεις το αισθάνεσαι και ότι
τα highlights της ζωής σου περνούν μπροστά από τα μάτια σου.» Έμεινε να με κοιτάζει
προσπαθώντας να καταλάβει τι θα έλεγα. «Φρόντισε να κάνεις κάθε στιγμή να
αξίζει. Η ζωή είναι μικρή. Ακόμα και για κάποιον που ζει αιώνια. Ποτέ δεν
ξέρεις πότε θα είναι το τέλος.» Βγήκα από το δωμάτιο και πήγα πάλι στο σπίτι.
«Που ήσουν?» με ρώτησε καχύποπτα ο Ντέιμιεν όταν μπήκα.
Φορούσε ένα μπλουζάκι και ένα τζιν αλλά η εικόνα του γυμνού στέρνου του –και
όχι μόνο- δεν έλεγε να φύγει από το μυαλό μου.
«Στον κήπο με τον πατέρα σου. Μου έδειχνε τα λουλούδια σας.
Είναι τέλεια.» Με πίστεψε. Φάνηκε επειδή χαλάρωσε το σώμα του.
«Οι δικοί σου το είδανε?» με ρωτούσε για το σημάδι στον
λαιμό μου, που τώρα βρισκόταν κρυμμένο πίσω από την πλάγια κοτσίδα μου.
«Όχι. Αλλά και να το δούνε δεν με νοιάζει. Εγώ δεν έχω να
κρύψω τίποτα.» του χαμογέλασα και πήγα στην κουζίνα.
«Τις μύρισες?» με ρώτησε η Μάγια όταν ξεπρόβαλα το κεφάλι
μου στην κάσα της πόρτας. Κούνησα το κεφάλι μου καταφατικά ενώ θρονιαζόμουν
στην καρέκλα. «Βλέπω άνεση στον οίκο του Σατανά?» ρώτησε ενώ με σέρβιρε.
«Τι να πω? Μάλλον με μαγεύει ο κίνδυνος.» της απάντησα
χαμογελώντας την στιγμή που ερχόντουσαν και οι 2 Μάικλσον και κάθονταν μαζί
μου.
«Έχεις μεγάλο φαν κλαμπ πάντως.» μου είπε ο Κλάους ενώ
τρώγαμε. «Τα υβρίδια μου έξω σε είχαν φάει με τα μάτια σου.» Κοίταξα τον
Ντέιμιεν να καταπίνει με δυσκολία και η μαινάδα χασκογέλασε. Ε, αφού δεν
μπορούσα να το κάνω εγώ, ας το έκανε αυτή.
«Ναι, το έχω αυτό.» είπα ειρωνικά και ο Ντέιμιεν με κοίταξε
απειλητικά. Σηκώθηκε από το τραπέζι και έφυγε από το δωμάτιο. Κοίταξα τον
Κλάους μια στιγμή πριν ακολουθήσω τον Ντέιμιεν. Ήταν στο σαλόνι και βημάτιζε
νευρικά πάνω-κάτω.
«Ει, τι έπαθες?» τον ρώτησα αλλά με αγνόησε. «Μιλάω ξέρεις.»
του είπα θυμωμένα σταυρώνοντας τα χέρια μου στο στήθος. Με πλησίασε απειλητικά
και τράβηξε την κοτσίδα μου πριν προλάβω να αντιδράσω. Έριξε τα μαλλιά μου πίσω
και με τράβηξε από τον λαιμό. Έμεινε να κοιτάζει θυμωμένα το σημάδι του και τον
ένιωσα σιγά-σιγά να χαλαρώνει. Με άφησε απαλά και μου γύρισε την πλάτη.
«Ντέιμιεν ζηλεύεις?» τον ρώτησα ειρωνικά σηκώνοντας το φρύδι
μου. Γύρισε να με κοιτάξει και ρουθούνισε θυμωμένα.
«Και αν ζηλεύω?» Η απάντηση του με εξέπληξε. Αυτός δεν έδινε
δεκάρα τσακιστή για μένα και τώρα ζήλευε? Με κορόιδευε. Ξεκάθαρα με κορόιδευε.
«Γιατί να ζηλεύεις? Λες και έχω καμιά αξία για σένα.» Ναι,
ξέρω. Πως μπορούσα να τα λέω
αυτά την στιγμή που ήμουν ερωτευμένη μαζί του? Για αυτό
ακριβώς τα έλεγα. Γιατί εκείνος δεν ήταν ερωτευμένος μαζί μου και δεν υπήρχε
λόγος για αυτή του την συμπεριφορά. Δεν είχα καμία αξία για εκείνον ή έστω
λιγάκι να τον ενδιαφέρω. Οκ, με είχε φιλήσει πέντε-έξι φορές αλλά ήταν λογικό.
Ήταν κάθε μέρα μαζί μου, δεν είχε χρόνο και για γκόμενα και κάπου έπρεπε να
βγάλει την σεξουαλική του ένταση. Ή απλά επειδή μόνο έτσι ήξερε να αντιδράει
όταν του έκανες μια χάρη. Γιατί να τα είχα κάνει τόσο σκατά? Έκανα μεταβολή και
βγήκα γρήγορα από το σπίτι. Έκατσα στον κήπο τους και έμεινα να κοιτάζω τα
σύννεφα στον ουρανό. Δεν είχα καμία ελπίδα με τον Ντέιμιεν. Έπρεπε απλά να
προχωρήσω, να τον ξεχάσω και να μην τον ξανά αφήσω να με φιλήσει. Ναι, αυτό θα
έκανα. Αλλά φιλούσε τόσο ωραία και τα χείλη του ήταν τόσο απαλά. Γρύλισα
απελπισμένη. Καμία ελπίδα δεν είχα.
«Λίλιθ?» ο Ντέιμιεν με φώναξε από την εξώπορτα και κρύφτηκα
πίσω από ένα μεγάλο δέντρο. Όσο μπορούσα δηλαδή αλλά στην κατάσταση που ήταν
δεν με είδε. «Λίλιθ? Ω, τι βλάκας που είμαι.» μονολόγησε καθώς στεκόταν στην
σκιά του δέντρου μου και ξεφύσησε. Πήρα μια βαθιά ανάσα πριν ανοίξω το στόμα
μου.
«Ντέιμιεν καλύτερα να μην ξανασυναντηθούμε.» Γύρισε να με
κοιτάξει τρομαγμένος. Τώρα στα λόγια μου? Στο πως είχα εμφανιστεί? Δύσκολο να
ξέρω. Πάντως ήταν πραγματικά τρομαγμένος. Αλλά διέκρινα και κάτι άλλο. Πόνο?
«Όχι.» είπε απότομα. «Όχι δεν θα μου το κάνεις αυτό.» Τον
κοίταξα κουνώντας το κεφάλι μου αρνητικά. Με έπιασε από τους ώμους και με
φίλησε. Άγρια, παθιασμένα, ένα δαιμονισμένο φιλί που δεν είχα την δύναμη ή την
θέληση να σταματήσω.. «Δεν θα με αφήσεις. Δεν θα φύγεις. Σε θέλω εδώ.» ψιθύριζε
ανάμεσα στα φιλιά του. Έλιωνα στα χέρια του και μάταια προσπαθούσα να τον διώξω
από πάνω μου. Με ξάπλωσε στο γρασίδι και άρχισε να με χαϊδεύει μέσα από την
μπλούζα μου, στην κοιλιά μου.
«Ντέιμιεν σταμάτα. Ο πατέρας σου...» ψιθύρισα ξέπνοη και με
φίλησε πιο άγρια, δαγκώνοντας με στο τέλος του φιλιού. Η ανάσα μου κόλλησε στον
λαιμό μου ενώ το σώμα μου έπαιρνε φωτιά.
«Δεν με νοιάζει. Μόνο εσύ με νοιάζεις.» Τον είχαν πληγώσει
τα λόγια μου και το έβλεπα στα μάτια του. Ήταν ένα τρομαγμένο παιδί που εγώ
ήθελα να απομακρύνω από το πλάι μου. Πως θα μπορούσα να το κάνω ποτέ αυτό?
Χάιδεψα το πρόσωπο του με τα ακροδάχτυλα μου και του χαμογέλασα. Έμεινε να με
κοιτάζει ανήμπορος να κάνει κάτι. Η καρδιά μου ράγισε και ένιωθα δάκρυα να ανεβαίνουν
στα μάτια μου.
«Δεν φεύγω. Αλλά νομίζω ότι έχουμε γίνει θέαμα.» του είπα
απαλά και, γυρνώντας να κοιτάξει πίσω του είδε τα υβρίδια του πατέρα του να μας
κοιτάνε επίμονα. Σηκώθηκε γρήγορα και, δίνοντας μου το χέρι του, βοήθησε και
εμένα να σηκωθώ.
«Συγνώμη. Έχασα τον έλεγχο.» είπε απολογητικά βλέποντας τον
πόνο ακόμα ζωγραφισμένο στο πρόσωπο του.
«Εγώ φταίω. Εγώ συγνώμη.» Μου χαμογέλασε και με οδήγησε πάλι
μέσα στο σπίτι. Τι προσπαθούσα? Ότι και να έκανα, δεν μπορούσα να μείνω μακριά
του. Δεν ήθελα να μείνω μακριά του. Στην μάχη μεταξύ μυαλού και καρδιάς, πάλι η
λογική είχε αποτύχει. Πρόλαβα να διώξω μακριά ένα δάκρυ πριν περάσουμε το
κατώφλι ξανά...
Nadia