Στην τρικυμία της μοίρας (Κεφάλαιο 33)

Οι επόμενες ώρες περνούν με εμένα να περιφέρομαι ανάμεσα στους υπόλοιπους χωρίς να συνειδητοποιώ τι κάνω, λες και το σώμα μου είχε αναλάβει εξ’ ολοκλήρου τα ινία, ενώ το πνεύμα μου είχε αποσυρθεί σε μια απόκοσμη θολούρα παραλυμένο από την έκπληξη και τον πόνο.
Κατά καιρούς φροντίζω κάποιον από τους τραυματίες μας, ή βοηθάω σε διάφορες εργασίες, αλλά το μυαλό μου δε συγκεντρώνεται. Δρω κυρίως ενστικτωδώς και μηχανικά. Όλοι πλέον έχουν μάθει για τον Χένρι και έχω ξεχάσει πόσοι άνθρωποι μου έχουν πει συλλυπητήρια, ή ότι πήγε σε ένα καλύτερο μέρος, ή πως τα πράγματα θα φτιάξουν.
Οι υπόλοιποι αγαπημένοι μου άνθρωποι είναι καλά, ή τουλάχιστον ελαφρά τραυματισμένοι και αυτό είναι έστω και λιγάκι παρήγορο. Ο Γουίλ και η Κόρα φτάνουν μαζί με τον στρατιώτη που τους ειδοποίησε για την λήξη της μάχης. Ο Γουίλ όταν με βλέπει σηκώνεται από το κάρο στο οποίο ήταν ξαπλωμένος και με πλησιάζει αργά. Στο βλέμμα του καταλαβαίνω πως ξέρει και λυπάται, παρ’ όλα αυτά δε λέει κάτι. Απλά με αγκαλιάζει σφιχτά και το εκτιμώ πάρα πολύ που δεν προσπαθεί να με παρηγορήσει όπως οι άλλοι.
 Έχει αρχίσει να σουρουπώνει όταν ο Έντουαρτ με πλησιάζει.
«Λάιρα, ήρθε η ώρα. Σε δύο ώρες η Πύλη θα μείνει για πάντα ανοιχτή αν δεν την σφραγίσουμε. Όλοι είναι έτοιμοι και περιμένουν να φύγουμε», μου λέει. Γνέφω και σηκώνομαι. Γύρω από την Πύλη είναι συγκεντρωμένοι όλοι οι επιζήσαντες Ιππότες και κάποιοι άντρες του βασιλιά Ρίτσαρντ μαζί με τον ίδιο.  Οι περισσότεροι χαιρετούν ο ένας τον άλλο, καθώς οι Ιππότες από τον Προύτον θα επιστρέψουν μαζί μου μια για πάντα σε αυτόν, ενώ οι Ιππότες του Άριτον θα μείνουν εδώ και ποτέ δε θα τους ξαναδούμε. Όταν τους πλησιάζω πέφτει σιωπή και όλοι στρέφονται προς το μέρος μου. Νιώθω πως κάτι πρέπει να πως κι έτσι βήχω για να καθαρίσω τον λαιμό μου.
«Φίλοι μου, σας είμαι ευγνώμων για τον αγώνα που κάνατε για εμένα και τον σκοπό μας και που σταθήκατε ενωμένοι και δυνατοί ως το τέλος. Ο αγώνας που κάναμε δε θα πάει χαμένος. Εσείς είστε η αιτία που οι εχθροπραξίες των δύο κόσμων θα λάβουν τέλος και η ειρήνη θα γαληνέψει. Εσείς σώσατε την ανθρωπότητα και της χαρίσατε ένα πιο ευοίωνο μέλλον. Σας ευχαριστώ από τα βάθη της καρδιάς μου για τη βοήθειά σας και την εμπιστοσύνη που μου δείξατε. Δε θα σας ξεχάσω ποτέ μου», λέω νιώθοντας τη φωνή μου να βραχνιάζει και τα μάτια μου να υγραίνονται από τη συγκίνηση.
Για τα επόμενα λεπτά άνθρωποι με αγκαλιάζουν και με συγχαίρουν και μου λένε όμορφα πράγματα ή μου εύχονται να έχω μια όμορφη ζωή. Σιγά σιγά οι Ιππότες που προέρχονται από τον Προύτον περνούν την Πύλη επιστρέφοντας στον κόσμο μας. Εγώ θέλω να χαιρετίσω με τη σειρά μου έναν-έναν τους φίλους μου πριν φύγω.
Πλησιάζω την Κόρα που περιποιείται τα τραύματα του  Ράιλι. Καθώς εκείνη δουλεύει εκείνος της χαϊδεύει το μάγουλο. Μόλις με βλέπει αφήνει για λίγο τον τραυματία και στρέφεται προς το μέρος μου.
«Ήρθε η ώρα να φύγεις λοιπόν», λέει θλιμμένα.
«Ναι», απαντώ στον ίδιο τόνο. «Χάρηκα πολύ που σε γνώρισα, θα μου λείψεις», της λέω.
«Κι εμένα», λέει εκείνη και με αγκαλιάζει. «Να προσέχεις».
«Κι εσύ. Σου εύχομαι να γίνεις το ίδιο καλή θεραπεύτρια με τη μητέρα σου», της λέω κι εκείνη χαμογελάει.
«Ευχαριστώ», απαντά.
«Αντίο Ράιλι, να έχεις μια καλή ζωή», του λέω στρεφόμενη προς το δικό του μέρος. «Να την προσέχεις», συμπληρώνω αναφερόμενη στην Κόρα. Εκείνος μου χαμογελάει.
«Θα το κάνω», απαντά με ειλικρίνεια, ενώ η Κόρα δίπλα του κοκκινίζει ελαφρά. Μάλλον θεωρούσε πως δεν είχα προσέξει πως κάτι είχε αρχίσει να αναπτύσσεται μεταξύ τους. « Αντίο Λάιρα και πρόσεχε κι εσύ», συμπληρώνει εκείνος.
Αφού χαιρετώ το βασιλιά Ρίτσαρντ, τον Πίτερ που με αγκαλιάζει συγκινημένος και τον Έντουαρτ που μου λέει «Θα μου λείπεις μικρή» και «Να προσέχεις», έρχεται η ώρα να χαιρετήσω την Κλαρίσσα και τον Γκράχαμ και έπειτα τα αφήσω την Πέτρα των δακρύων να απορροφήσει τις δυνάμεις τους για να μπορέσω να σφραγίσω την Πύλη.
Πλησιάζω την Κλαρίσσα που κάθεται νωχελικά κάτω από ένα δέντρο. Μόλις με βλέπει σηκώνεται και σταυρώνει τα χέρια της.
«Ήρθες για την Πέτρα;», με ρωτάει. Εγώ γνέφω και ανοίγω το ξύλινο κουτί που ήταν τοποθετημένη η Πέτρα. Η Κλαρίσσα αφήνει το χέρι της να αιωρηθεί πάνω από τη ροζ επιφάνεια της Πέτρας. Για μια στιγμή η Πέτρα αλλάζει χρώμα εκπέμποντας γαλάζιο φως, όπως έγινε και με τον Χένρι και μετά επανέρχεται στη ροζ της απόχρωση.
«Λοιπόν… ώρα να πηγαίνω… Χάρηκα για τη γνωριμία», λέω αμήχανα και σηκώνω το χέρι μου, αβέβαιη αν θα ανταποδώσει τη χειραψία. Τη στιγμή που αρχίζω να πιστεύω πως δε θα μου δώσει το χέρι της εκείνη το κάνει.
«Τελικά δεν τα θαλάσσωσες. Τα κατάφερες αρκετά καλά» λέει χαμογελώντας με θυμηδία. «Αντίο και  μη μπλέκεις σε μπελάδες» λέει και αυτό είναι περισσότερο από αυτό που θα μπορούσα να ζητήσω από την Κλαρίσσα. Είναι σα να μου είπε πως με αγαπάει και θα τις λείψω, ανάμεσα ε κλάματα και εναγκαλισμούς!
Αφού χαιρετώ και τον Γκρλαχαμ και αφήνω την Πέτρα να απορροφήσει και τη δική του δύναμη εκπέμποντας ένα λευκόγκριζο φως, κατευθύνομαι προς την Πύλη. Ρίχνω μια τελευταία ματιά στον Άριτον με τα όμορφα λιβάδια και τον τεράστιο λαμπερό ήλιο που τώρα βάφει πορτοκαλιά τη δύση και προσπαθώ να αποτυπώσω αυτή την εικόνα στο μυαλό μου, γνωρίζοντας πως ποτέ μου δε θα ξαναβρεθώ σε αυτόν τον πανέμορφο, μοναδικό τόπο μετά τη σφράγιση της Πύλης. Μια στιγμή πριν στραφώ και πάλι προς την Πύλη για να την περάσω τον βλέπω.
Ο Σαντιάγκο στέκεται μερικά μέτρα πιο πέρα, στις σκιές των πρώτων δέντρων του δάσους και με κοιτάζει. Τον πλησιάζω μπερδεμένη.
«Γιατί είσαι ακόμα εδώ; Νόμιζα πως είχατε περάσει όλοι στον Προύτον. Ή μήπως ξέχασες πως αφού περάσω την Πύλη θα την σφραγίσω και αν ξεμείνεις εδώ δε θα μπορέσεις να γυρίσεις;», ρωτάω χαμογελώντας. Όμως κάτι στη θλιμμένη έκφρασή του κάνει το χαμόγελο να παγώσει στα χείλη μου.
«Όχι! Πες μου ότι δε θα το κάνεις! Πες μου πως δεν επιλέγεις να μείνεις εδώ», τον παρακαλώ, ενώ τα μάτια μου γεμίζουν δάκρυα. Δε θα άντεχα να χάσω άλλο ένα αγαπημένο μου πρόσωπο για πάντα. Εκείνος χαμηλώνει το βλέμμα του προσπαθώντας να κρύψει και τον δικό του πόνο και το μόνο που ψελλίζει είναι «λυπάμαι Λάιρα».
«Γιατί;», τον  ρωτώ μέσα από τα βουβά μου δάκρυα.
«Γιατί δε μένει πια τίποτε για μένα πίσω στον Προύτον. Ο πατέρας μου πέθανε, δεν έχω καταφέρει ακόμη να αρχίσω τη δική μου επιχείρηση με άλογα και δε θα έχω εσένα. Τίποτε πια δε με συνδέει περισσότερο με τον πλανήτη μας από ότι με αυτόν εδώ. Τα άλογα του Άριτον είναι τόσο όμορφα και δυνατότερα από αυτά του δικού μας πλανήτη. Θα ήθελα πολύ να δουλέψω με αυτά και να δοκιμάσω την τύχη μου εδώ. Η Κλαρίσσα μου υποσχέθηκε πως θα με πάει σε κάποιον που θα με βοηθήσει να ασχοληθώ με τα άλογα εδώ», εξηγεί.
«Μα θα μπορούσες να δουλεύεις ακόμα στο στάβλο μας και θα σε βοηθούσα να αρχίσεις την επιχείρησή σου. Σκοπεύω να μετακομίσω στο πατρικό μου αφού τελειώσω την Ακαδημία  και θα κάναμε παρέα, όπως παλιά. Είσαι φίλος μου. Σε αγαπώ. Δε θέλω να σε χάσω», ψελλίζω.
«Το καταλαβαίνω και το σέβομαι αυτό Λάιρα, αλλά σκέψου πως θα είναι για μένα να περιφέρομαι εκεί γύρω και να σε βλέπω με τον Γουίλ. Δε θα το άντεχα να σε βλέπω ευτυχισμένη μαζί του, όχι με τα αισθήματα που τρέφω για σένα. Θέλω να είσαι καλά και ευτυχισμένη με αυτόν που αγαπάς, αλλά όχι να βασανίζομαι παρακολουθώντας σας. Λυπάμαι. Πήρα την απόφασή μου», μου λέει και τα μάτια του μου φαίνονται να γυαλίζουν.
«Καταλαβαίνω. Έχεις δίκαιο, συγγνώμη», λέω χαμηλώνοντας το κεφάλι μου παρατώντας την προσπάθεια. Φυσικά και έχει δίκαιο. Δε μπορώ να του ζητάω να έρθει μαζί μου. Διάλεξα τον Γουίλ και δεν μπορώ να είμαι τόσο εγωίστρια που να θέλω να έχω κοντά μου και τον Σαντιάγκο, αγνοώντας και παίζοντας  με τα αισθήματά του.
«Σου εύχομαι κάθε ευτυχία από τα βάθη της καρδιάς μου και να βρεις αυτό που ψάχνεις εδώ», του λέω αγκαλιάζοντάς τον σφιχτά με τα δάκρυα να εξακολουθούν να κυλούν στα μάγουλά μου.
Εκείνος μου ανταποδίδει την αγκαλιά. «Κι εσύ Λάιρα εύχομαι να είσαι πάντοτε χαρούμενη. Μια στιγμή μετά με αφήνει από την αγκαλιά του και ετοιμάζεται να φύγει.
«Σαντιάγκο», τον σταματάω κι εκείνος στρέφεται προς το μέρος μου. Πριν προλάβει να με ρωτήσει τι θέλω τον πλησιάζω και ακουμπώ απαλά τα χείλη μου στα δικά του, καθώς αυτός είναι ο μόνος τρόπος που μου φαίνεται σωστός για να του πω αντίο. Καθώς απομακρύνομαι κοιτάζω το πρόσωπό του. Τα μάτια του είναι ακόμα κλειστά και ένα δάκρυ κυλά στο δεξί του μάγουλο. Θέλω να τον πλησιάσω ξανά, να σκουπίσω το δάκρυ του και να τον κλείσω στην αγκαλιά μου, να του πω πως όλα θα πάνε καλά, αλλά ξέρω πως δεν έχω αυτό το δικαίωμα. Δεν έχω το δικαίωμα να το κάνω πιο δύσκολο όλο αυτό για κανέναν μας.
«Αντίο», ψελλίζω.
«Αντίο», ψιθυρίζει ανοίγοντας τα δακρυσμένα του μάτια και η φωνή του ακούγεται τόσο χαμηλόφωνη που δεν είμαι σίγουρη αν μίλησε πραγματικά, ή άκουσα τον άνεμο να παρασύρει κάποιον ήχο του δάσους.
Καθώς περνώ την Πύλη νιώθω την ίδια δροσερή αύρα να με τυλίγει και την ίδια ενέργεια να ρέει από μέσα μου και να με αγκαλιάζει σαν ένα δροσερό ρεύμα νερού στα βάθη μιας φωτεινής ελπιδοφόρας θάλασσας, όπως την πρώτη φορά που τη διέσχισα. Για μια στιγμή ξεχνώ όσα πέρασα, ξεχνώ όσους έχασα και όσους δε θα ξαναδώ και το μόνο που περνά από το μυαλό μου είναι πόσο γαλήνια και ήρεμη νιώθω και πως θα ήμουν ευτυχισμένη να ταξιδεύω μέσα σε αυτό το μαλακό, λευκό κύμα, να αιωρούμαι και α χορεύω στο πουθενά, στον μεταίχμιο της ζωής που κάποτε ζούσα. Λίγες στιγμές μετά όμως βρίσκομαι και πάλι στον Προύτον, περιτριγυρισμένη από αγαπημένα πρόσωπα, κάτω από τον γνώριμο ήλιο του πλανήτη μου  που ανατέλλει και παρά τη θλίψη και τη νοσταλγία μου για όσα άφησα πίσω στον Άριτον, ξέρω πως τα πράγματα θα ηρεμήσουν και πως θα έχω δίπλα μου ανθρώπους που νοιάζονται πραγματικά για μένα.
Χωρίς να μιλήσω βγάζω την Πέτρα από το κουτί της και την παίρνω στο χέρι μου. Είναι απροσδόκητα ζεστή, λες και αντιλαμβάνεται τι θα συμβεί και ανυπομονεί να γίνει ένα με την Πύλη. Ανοίγω την παλάμη μου μισό μέτρο μακριά από την Πύλη. Η Πέτρα αρχίσει να πάλλεται και να τρέμει στα χέρια μου, ώσπου ανυψώνεται στον αέρα, σα να τη σηκώνει ένα αόρατο χέρι και να την τραβά προς την Πύλη. Τη στιγμή που η Πέτρα ακουμπά την Πύλη το ροζ της χρώμα βάφει το γαλάζιο της Πύλης μέχρι που η Πύλη γίνεται όλη ροζ και η Πέτρα χάνεται μέσα της, δημιουργώντας μικρούς ομόκεντρους κύκλους που ανοίγουν γύρω της, όπως μια πέτρα που πέφτει στην επιφάνεια μιας ήρεμης λίμνης. Κατά τα άλλα η Πύλη μένει εκεί, χωρίς να εξαφανίζεται. Αβέβαιη για το τι άλλο πρέπει να κάνω υψώνω το χέρι μου και ακουμπάω την επιφάνεια της Πύλης. Στην αρχή δεν γίνεται τίποτε, αλλά μετά οι παλμοί γίνονται πιο έντονοι και ξαφνικά η Πύλη γίνεται θρύψαλα, σαν ένα τζάμι που σπάει, χωρίς να αφήσει τίποτε πίσω της. Κι έτσι μέσα σε μια στιγμή αιώνες εχθροπραξιών, αγώνων και σύνδεσης δύο διαφορετικών κόσμων γίνονται απλά μια ανάμνηση, άλλο ένα κειμήλιο στο βιβλίο της ανθρώπινης ιστορίας. 
Όλγα Σ.