Damien’s POV
«Δεν φεύγω από δω αν δεν μου πεις τι στο καλό ήταν όλο αυτό εχθές. » Ο Κρις ωρυόταν εδώ και ώρες να του πω τον λόγο της ξαφνικής μου αλλαγής απέναντι σε εκείνον σε σχέση με την Λίλιθ. Τον άκουγα όλο το πρωινό να με βρίζει και να με κατηγορεί ότι δεν ήμουν καλός φίλος πια. «Τι σου έχει κάνει αυτή η μικρή Ντέιμιεν?» Τον κοίταξα και συνέχισα να κάνω αυτό που έκανα επί τέσσερις ώρες. Τον αγνόησα και συνέχισα να παίζω με το κινητό μου. «Σου μιλάω.» φώναξε και χτύπησε τα χέρια μου εκσφενδονίζοντας το κινητό μου στον τοίχο. Στο δευτερόλεπτο τον είχα πιάσει από το λαιμό και τον είχα κολλήσει στον τοίχο.
«Κοντά τα χέρια σου ηλίθιε γιατί θα ξεσκίσω την σάρκα σου και θα πετάξω τα κομμάτια σου να σε φάνε οι λύκοι στο βουνό.» Ζάρωσε στο κράτημα μου και το θάρρος του έφυγε με μιας.
«Ντέιμιεν...» είπε τώρα σιγανά προσπαθώντας να με ηρεμήσει και να με κάνει να τον αφήσω. «Είμαι φίλος σου. Αν δεν τα πεις σε μένα σε ποιόν θα τα πεις? Στον Τσακ μήπως?» Ήθελε να ακουστεί αστείος αλλά έμεινα να τον κοιτάζω σοβαρός. «Πες μου ότι αστειεύεσαι. Ντέιμιεν εγώ είμαι κολλητός σου και θα μιλήσεις στο απροσάρμοστο?» Ο Τσακ ήταν το μόνο παιδί που είχα κρατήσει επαφή από το ίδρυμα. Ήταν ένας λύκος που στάλθηκε εκεί όταν οι γονείς του είχαν δολοφονηθεί βάναυσα μπροστά στα μάτια του από μια ομάδα βρικολάκων όταν ήταν πέντε χρονών. Θυμόταν ακόμα κάθε λεπτομέρεια και αυτό τρόμαζε τους θείους του που είχαν αναλάβει την κηδεμονία του και τον είχαν κλείσει στο ίδρυμα. Ήταν πάντα ήρεμος και απόμακρος αλλά δεν αρνιόταν ποτέ να προσφέρει την βοήθεια του σε όποιον την χρειαζόταν. Και δεν έμενε πολύ μακριά από το Μίστικ Φολς. Εκείνος μπορεί να είχε καμιά καλή εξήγηση για το τι μου συνέβαινε και τι μπορούσα να κάνω. Άφησα τον Κρις να πέσει στο έδαφος και του γύρισα την πλάτη προσπαθώντας να σκεφτώ καλά αυτή μου την κίνηση. Ο Τσακ ήταν ακίνδυνος και πολύ χαλαρός τύπος. Για αυτό ακριβώς δεν είχε τύχει να κάνουμε παρέα γιατί εγώ ήμουν ακριβώς το αντίθετο.
«Φύγε και τα λέμε το βράδυ στο πάρτι.» πέταξα στον Κρις ενώ πήγαινα να φέρω την ατζέντα μου. Με σταμάτησε στα δυο βήματα μπαίνοντας μπροστά μου.
«Το εννοείς ότι θα καλέσεις τον Τσακ να του μιλήσεις αντί για μένα?» ακούστηκε πληγωμένος αλλά ήξερα ότι απλά είχε θιχτεί ο εγωισμός του.
«Όχι βλάκα. Σε διώχνω για να πας να ετοιμάσεις το πάρτι.» τον καθησύχασα. Το βράδυ είχε οργανώσει ένα έξαλλο όργιο που αποκαλούσε ‘πάρτι’. Κολεγιοκόριτσα και έτσι. Είχε καλέσει και την Λίλιθ. Ελπίζω να φαινόταν λίγο έξυπνη και να μην ερχόταν. Μόνο και το όνομα της μου προκαλούσε μια ξέφρενη και αλυσιδωτή αντίδραση σε όλα τα σημεία του σώματος μου.
«Οκ τότε. Αλλά μην νομίζεις ότι αυτό τελείωσε.» είπε δείχνοντας μεταξύ μας. Κούνησα το κεφάλι μου αποδοκιμαστικά.
«Κάνεις σαν γκόμενα.» του είπα και τον έσπρωξα από μπροστά μου. Προχώρησα προς την κουζίνα και αφού βεβαιώθηκα ότι είχε φύγει, πληκτρολόγησα τον αριθμό του Τσακ. Στο δεύτερο χτύπημα είχε ήδη απαντήσει.
«Παρακαλώ?» είπε με την βαθιά μπάσα φωνή του.
«Σε χρειάζομαι.» του είπα. Δεν χρειάστηκε να πω καν ποιος είμαι ή τίποτα τέτοιο. Ήξερε ήδη.
«Δεν περίμενα να με πάρεις τηλέφωνο. Πόσο σοβαρό?» γέλασε εύθυμα.
«Νομίζω ότι έχω καψουρευτεί άγρια.» Το γέλιο του κόπηκε απότομα.
«Είμαι εκεί σε 20 λεπτά. Σε 10 αν το πατήσω λίγο.» είπε γρήγορα.
«Πάτα το πολύ.» απάντησα το ίδιο γρήγορα.
«Έγινε.» είπε και έμεινα να ακούω τον ήχο του τερματισμού της κλήσης. Ήταν πάντα πολύ καλό παιδί και τον θαύμαζα για το γεγονός ότι δεν είχε χάσει το μυαλό του με ότι είχε αντικρύσει. Όταν είχα προκαλέσει την πρώτη πυρκαγιά στο ίδρυμα με είχε επισκεφτεί εκείνο το βράδυ. Είχε κάτσει στο κρεβάτι μου και με κοιτούσε. Δεν ξέρω γιατί ή πως άρχισε να βγάζουμε την ψυχή μας σε εκείνη την συζήτηση. Του είχα πει τα πάντα. Για τον πατέρα μου, την μάνα μου, όλους. Το πρωί μας βρήκε εμένα στο κρεβάτι μου και εκείνον στο πάτωμα μου. Είχα μετανιώσει για ότι του είχα πει γιατί πίστευα ότι θα άνοιγε το στόμα του και θα μάθαιναν όλοι τι του είχα εκμυστηρευτεί. Όμως με εξέπληξε η αφοσίωση του. Ήταν ο πρώτος άνθρωπος που έμαθα να εμπιστεύομαι και ακόμα μέχρι σήμερα ήταν εκείνος στον οποίο έτρεχα σε κάθε πρόβλημα μέχρι που εμφανίστηκε η Λίλιθ. Ο Κρις ζήλευε την σχέση μας γιατί δεν μπορούσε να την ελέγξει. Ως τσιράκι του πατέρα μου στην ζωή μου δεν δεχόταν να έχω αναπτύξει φιλία με κάποιον άλλον πέραν εκείνου. Όμως ο Τσακ ήταν και η μοναδική φιλία που είχα κάνει. Γιατί ότι είχα με την Λίλιθ δεν μπορούσα να το ονομάσω φιλία. Πηγαίνοντας προς το μπαρ, άνοιξα το μπουκάλι με το ουίσκι και τράβηξα μια μεγάλη γουλιά. Κοίταξα το ρολόι πάνω μου. Έντεκα και μισή. Ωραία. Στα μισά του μπουκαλιού η πόρτα χτύπησε. Όρμησα πριν προλάβει καν η Μάγια να εμφανιστεί από την κουζίνα. Άνοιξα και τον κοίταξα αναστενάζοντας.
«Τόσο σκατά?» ρώτησε κοιτάζοντας το μπουκάλι στο χέρι μου.
«Δεν έχεις ιδέα.» του απάντησα και έκανα στην άκρη να περάσει. Η Μάγια βγήκε χαμογελαστή να τον χαιρετίσει. Λάτρευε τον Τσακ. Τον θεωρούσε καλή επιρροή σε αντίθεση με τον Κρις.
«Γλυκέ μου, τι κάνεις? Πόσο καιρό έχω να σε δω?» του είπε σκουπίζοντας τα χέρια της στην ποδιά της και τον αγκάλιασε.
«Καλά είμαι Μάγια εσύ?» την αγκάλιασε και εκείνος.
«Αχ χρυσέ μου, μου έλειψες. Μιας που είσαι εδώ θα σου φτιάξω το αγαπημένο σου γλυκό.» Η Μάγια ένιωθε πολύ προστατευτικά απέναντι του. Ήξερε την ιστορία του και της μάτωνε την καρδιά. Ο Τσακ της χαμογέλασε γλυκά.
«Ωραία. » της είπε και απομακρύνθηκε μπαίνοντας πάλι στην κουζίνα της.
«Τι της κάνεις ακριβώς και φέρεται έτσι κάθε φορά που σε βλέπει?» τον ρώτησα στριμμένα.
«Λέγεται ‘ευγένεια’. Δοκίμασε το καμιά φορά δεν θα σου πέσει ο κώλος.» μου απάντησε ενώ έπαιρνε ένα κρυστάλλινο ποτήρι και θρονιαζόταν στον καναπέ. Μου έδειξε το ποτήρι και του έβαλα από το μπουκάλι μου. «Λέγε.» είπε ενώ έπινε.
«Δεν μπορώ να στο εξηγήσω.» του είπα ειλικρινά ενώ καθόμουν δίπλα του και επέτρεπα στην θλίψη να με κυριεύσει.
«Τότε άσε με να μαντέψω. Την θέλεις περισσότερο από κάθε τι αλλά φοβάσαι ότι θα την καταστρέψεις επειδή δεν ξέρεις τι να κάνεις με όλα αυτά που νιώθεις για εκείνη.» Τον κοίταξα τρομαγμένος. Πόσο πιο μέσα να πέσει αυτός ο ανατριχιαστικός τύπος? «Ώρα σου ήταν.» είπε απλά πίνοντας λίγο ακόμα.
«Πως...?» ψέλλισα αβέβαιος.
«Φαίνεται. Έχεις αυτή την λάμψη και την θλίψη που έχουν οι ερωτευμένοι.»
«Δεν είμαι ερωτευμένος!» φώναξα τσαντισμένος και πέταξα το μπουκάλι στον τοίχο.
«Κάνε ότι θες. Πες ότι θες. Ξέρεις ότι έχω δίκιο και αυτό δεν αλλάζει. Κάτσε τώρα.» Αναστέναξα και ξανακάθισα. Γύρισε προς το μέρος μου και μπορούσα να δω το ενδιαφέρον του.
«Ντέιμιεν, αυτό που νιώθεις... Δεν υπάρχει τίποτα πιο όμορφο. Μακάρι να άφηνα τον εαυτό μου να το νιώσει. Εσύ μπορείς όμως. Δεν είναι όλες οι γυναίκες σαν την μάνα σου και για να έχει καταφέρει αυτή η κοπέλα να σπάσει όλες τις άμυνες σου και να ρίξει όλα σου τα τείχη πρέπει να είναι μοναδική. Μην χάσεις την ευκαιρία σου. Δεν ξέρεις αν θα σου δοθεί άλλη.» Έσκυψα το κεφάλι μπροστά του. Ένιωθα ντροπή στα λόγια του. Όχι επειδή είχε άδικο. Αλλά επειδή ήθελα να κάνω αυτό που έλεγε. Να μας δώσω μια ελπίδα.
«Δεν μπορώ Τσακ. Το ξέρω ότι δεν είναι η μάνα μου. Δεν είναι αυτός ο λόγος που δεν προχωράω. Δεν καταλαβαίνεις.» του απάντησα θλιμμένα.
«Τότε εξήγησε μου.» είπε ήρεμα.
«Είμαι ο φύλακας της. Ζω για να την προστατεύω και αυτή τη στιγμή εγώ είμαι η μεγαλύτερη απειλή για εκείνη. Ξέρω ότι μπορώ να την καταστρέψω με την ανικανότητα μου να φερθώ σαν άνθρωπος. Θέλω να χαμογελάει, θέλω να είναι ευτυχισμένη και ξέρω ότι εγώ δεν μπορώ να την κάνω. Ξέρω ότι όσο και να προσπαθήσω δεν θα γίνω ποτέ αντάξιος της ούτε θα μπορώ να της προσφέρω τον κόσμο για τον οποίο έχει φτιαχτεί. Είναι ένας άγγελος και εγώ η κόλαση η ίδια. Δεν μπορώ να την αναγκάσω να ζήσει σε έναν τέτοιο κόσμο. Θέλω να παλέψω για εκείνη όσο τίποτα άλλο, αλλά ξέρω ότι αν τα καταφέρω θα είμαι η δυστυχία της. Δεν μπορώ να της κάνω τόσο μεγάλο κακό.» Ένιωσα τα μάτια μου υγρά και γύρισα το κεφάλι μου από την άλλη να μην με δει. Έφερε το χέρι του στον ώμο μου.
«Η κατανόηση της κατάστασης είναι το πρώτο βήμα για την διαφορά Ντέιμιεν. Ξέρω ότι έχεις μια καρδιά από χρυσάφι και είμαι σίγουρος ότι και εκείνη μπορεί να το δει αν την αφήσεις. Κανείς άλλος πέρα από εσένα δεν μπορεί να της το προσφέρει αυτό. Ζηλεύω αυτό που αισθάνεσαι. Ξέρεις πόσο καιρό ψάχνω να βρω αυτό το συναίσθημα?» Τον κοίταξα με τα μάτια μου ακόμα υγρά. Μου χαμογέλασε πικραμένα και μου έδωσε μια μεγάλη αντρική αγκαλιά.
«Αν πεις σε κανέναν ότι κλαίω για μια γυναίκα θα σε σκοτώσω.» του είπα σοβαρά.
«Το ξέρω.» απάντησε το ίδιο σοβαρά. Άκουσα έναν ξερόβηχα και γυρίσαμε ταυτόχρονα να δούμε τον πατέρα μου να στέκεται στην πόρτα.
«Ενοχλώ?» είπε χαμηλόφωνα. «Γεια σου Τσακ.»
«Γεια σας. Δεν ενοχλείτε. Απλά εγώ και ο Ντέιμιεν συζητούσαμε για ένα ζευγάρι από την αγέλη μου που χάθηκε μυστηριωδώς εχθές το βράδυ.» του απάντησε. Η ευκολία του Τσακ να καλύπτει τα πάντα ήταν αξιοθαύμαστη.
«Αλήθεια?» ρώτησε ο πατέρας μου με πραγματικό ενδιαφέρον. Αυτή ήταν η δέκατη μυστηριώδης εξαφάνιση που ακούγαμε μέσα σε μια βδομάδα και ήξερα ότι είχε αρχίσει να θορυβείται έντονα. Και έτσι πέρασαν οι επόμενες ώρες μας. Αφήνοντας το θέμα της Λίλιθ πίσω μας και ακούγοντας για μια ακόμη εξαφάνιση...
Lilith’s POV
Θα τον σκότωνα. Πραγματικά δεν ξέρω πως είχα κρατηθεί και δεν τον είχα κομματιάσει ακόμα. Τι κόπανος! Άσε με, άσε με! Η μαινάδα ούρλιαζε στα αυτιά μου. Εκείνη είχε θιχτεί πιο πολύ από εμένα.
«Μπορείς να ηρεμήσεις? Θα πάθεις τίποτα!» Η ξαδέρφη μου η Μέρεντιθ προσπαθούσε μάταια να με ηρεμήσει. Είχε έρθει μαζί μου σε αυτό το κολασμένο πάρτι για παρέα αλλά δεν είχα ιδέα σε τι θα μπλέκαμε.
«Συγνώμη που σε έφερα σε κάτι τέτοιο. Δεν είχα ιδέα!» Προσπάθησα να ακουστώ πάνω από την δυνατή μουσική. Ήλπιζα να μην μου κρατούσε κακία.
«Είσαι χαζή? Μπορώ να προστατέψω τον εαυτό μου.» είπε κάνοντας τα φώτα από πάνω μας να τρεμοπαίξουν δίνοντας μου ένα παράδειγμα. Είχε την μαγεία να κυλάει στο αίμα της από την μητέρα της. Αυτό όμως δεν με καθησύχαζε ιδιαίτερα. Είχα κάνει βλακεία που την είχα φέρει σε ένα μέρος γεμάτο ξαναμμένους βρικόλακες και υβρίδια. Όμως δεν ήξερα που έμπλεκα αν και έπρεπε να το φανταστώ. Η πρώτη εντύπωση που μου είχε δημιουργήσει ήταν ότι είναι κόπανος και έπρεπε να μείνω σε αυτή, όχι να προσπαθήσω να δω το καλό σε εκείνον. Η γνωριμία μου με τον Ντέιμιεν με είχε κάνει πιο ευαίσθητη. Και πιο απρόσεχτη! Ένιωσα ένα φτερούγισμα από πεταλούδες στο στομάχι μου και ήξερα ότι ο Ντέιμιεν ήταν εκεί κοντά. Είχα συνηθίσει να έχω αυτή την αντίδραση όταν εκείνος ήταν κοντά. Γύρισα για να τον δω να μπαίνει στο σπίτι κοιτώντας γύρω-γύρω μην πιστεύοντας ούτε εκείνος στα μάτια του. Βλέποντας με στην άκρη του δωματίου με πλησίασε παρακάμπτοντας τα σώματα των έξαλλων ανθρώπων που χόρευαν –αν το έλεγες αυτό χορό- κολλημένοι, με τον φίλο του να ακολουθεί.
«Γιατί ήρθες?» με ρώτησε περισσότερο απογοητευμένος παρά θυμωμένος.
«Δεν ήξερα ότι προσκαλούμουν σε ένα όργιο.» απάντησα δείχνοντας γύρω μου τα ζευγάρια που υπήρχαν παντού γύρω μας να κάνουν σεξ και να τρέφονται ο ένας από τον άλλον.
«Δεν ήθελα να δεις κάτι τέτοιο.» είπε απλά κοιτώντας μόνο εμένα έντονα. Δεν έδινε σημασία σε τίποτα τριγύρω μας και αυτό με έκανε να νιώθω ακόμα πιο ξεχωριστή.
«Αυτό δεν είναι τίποτα.» του είπα ειρωνικά. «Ο φίλος σου είναι ο χειρότερος. Ένας Θεός ξέρει τι έχει πιεί και μάκρυνε πολύ το χέρι του.» είπα πριν καν το σκεφτώ και είδα την έκφραση του Ντέιμιεν να σκληραίνει. Ω, Θεέ μου!
«Σε άγγιξε?» ρώτησε με τα δόντια του να βγαίνουν στην επιφάνεια και τα μάτια του να αλλάζουν. Γιατί έπρεπε να έχω τόσο μεγάλο στόμα? Κούνησα το κεφάλι μου μανιασμένα και έκανα να τον κρατήσω από το μπράτσο.
«Όχι, Ντέιμιεν...» προσπάθησα να τα μπαλώσω αλλά μάταια. Κατευθυνόταν ήδη προς την κουζίνα και έτρεξα από πίσω του προσπαθώντας να αποτρέψω τον χαμό που θα ακολουθούσε. Γιατί, γιατί, γιατί έπρεπε να μιλήσω? Αφού ξέρω ότι παίρνει την δουλειά του στα σοβαρά! «Ντέιμιεν!» ούρλιαξα ενώ έπιανε τον Κρις από τον λαιμό και έχωνε τα δόντια του στην σάρκα του σκίζοντας την μπροστά στους φίλους τους. Ο Κρις ούρλιαξε και πάλεψε με άγαρμπες κινήσεις να ξεφύγει αλλά δεν είχε ελπίδα. Το αλκοόλ με την έλλειψη συγκέντρωσης και την δύναμη του Ντέιμιεν έκανε την μάχη άνιση. Ο Ντέιμιεν τράβηξε τα δόντια του από τον λαιμό του, του χτύπησε το κεφάλι στον πάγκο της κουζίνας και τον πέταξε στα πόδια μου. Βρέθηκε από πίσω του στο δευτερόλεπτο και τον σήκωσε στα πόδια του φέρνοντας τον μπροστά μου σε απόσταση αναπνοής.
«Άγγιξε την ξανά!» τον πρόσταξε. Παρόλο που ήταν λιώμα δεν κουνήθηκε. Καταλάβαινε ότι αν το έκανε ο Ντέιμιεν θα σταματούσε την καρδιά του σε δευτερόλεπτα. Έμεινε να με κοιτάει με μίσος χωρίς να αναπνέει καν. «Άγγιξε την ξανά!» ούρλιαξε ξανά ο Ντέιμιεν. Ο Κρις έφυγε από τα χέρια του με μια άτσαλη κίνηση και γύρισε προς το μέρος του. Προσπάθησε να του επιτεθεί ζαλισμένα όμως ο Ντέιμιεν χωρίς ούτε καν να προσπαθήσει τύλιξε το ένα του χέρι γύρω από τον λαιμό του και με το άλλο του γύρισε το κεφάλι αφήνοντας το νεκρό σώμα του να χτυπήσει το πάτωμα της κουζίνας. Ο Ντέιμιεν ήρθε προς το μέρος μου και πιάνοντας με από την μέση με έβαλε στον ώμο του και με κουβάλησε έξω από το σπίτι με την Μέρεντιθ και τον φίλο του να ακολουθούν.
«Είσαι καλά? Φαίνεσαι σοκαρισμένη.» με ρώτησε ο φίλος του ενώ ο Ντέιμιεν με κατέβαζε και με άφηνε να πατήσω ξανά στην γη. Απομακρύνθηκε από δίπλα μου και εγώ έμεινα να κοιτάζω σαν χαζή το κενό. Έτρεμα ολόκληρη και δεν μπορούσα να καταγράψω στον εγκέφαλο μου ότι είχα δει μόλις ένα πλάσμα να πέφτει νεκρό στα πόδια μου. Είχα δει ανθρώπους να πεθαίνουν ξανά, η Στεφ και ο Ρίκι είχαν μισοπεθάνει στα χέρια μου αλλά αυτό για κάποιο λόγο με σόκαρε τόσο πολύ. Άρχισα να τρέμω πιο έντονα και το παιδί έβγαλε το μπουφάν του και μου το φόρεσε.
«Ευχαριστώ.» είπα με φωνή που μόλις ακουγόταν. Ο Ντέιμιεν με κοιτούσε έντονα αλλά ούτε με αυτό μπορούσα να ασχοληθώ.
«Είσαι άξεστος.» γύρισε και είπε στον Ντέιμιεν ο φίλος του ενώ συνέχισε να στέκεται δίπλα μου.
«Τσακ σκάσε. Κανείς δεν την αγγίζει όσο είμαι εγώ εδώ.» Το κινητό μου χτύπησε εκείνη την στιγμή και το σήκωσα με τρεμάμενα χέρια.
«Λίλιθ?» Μια κλαμένη φωνή από την άλλη άκρη της γραμμής ούρλιαζε το όνομα μου. Αυτό με συνέφερε απότομα.
«Στεφ? Τι έγινε?» Η Στέφανι συνέχισε να κλαίει με αναφιλητά μην μπορώντας να αρθρώσει λέξη. Έτσι περίμενα υπομονετικά.
«Ο Ρίκι. Βρήκε κοπέλα.»
«Και εσύ γιατί κλαις? Δεν χαίρεσαι?» Πρώτη φορά άκουγα την Στέφανι να στεναχωριέται με την χαρά του δίδυμου της.
«Θα μείνω μόνη μου Λίλιθ. Δεν έχω κανέναν.» συνέχισε να ουρλιάζει με λυγμούς στα αυτιά μου.
«Είσαι χαζή?» αναστέναξα. «Έρχομαι από εκεί.» έκλεισα το τηλέφωνο και κινήθηκα προς το αυτοκίνητο μου. Σταμάτησα όμως στα μισά. Είχα μια άλλη ιδέα. Πήγα πάλι πίσω στα αγόρια. «Τσακ σωστά?» ρώτησα και είδα το αγόρι να μου γνέφει. «Λίλιθ, χάρηκα.» είπα και του έδωσα το χέρι μου. «Ευχαριστώ πολύ για την ευγένεια μου και, κινδυνεύοντας να με παρεξηγήσεις θα μπορούσες να με συνοδεύσεις στο σπίτι μιας φίλης μου? Φαίνεσαι τόσο καλός και είμαι σίγουρη ότι θα μπορούσες να με βοηθήσεις.» Ο Τσακ έσφιξε το χέρι μου και μου χαμογέλασε.
«Εγώ πάω σπίτι Λίλιθ. Πάρε με να μου πεις τι έγινε με την Στεφ.» Η Μέρεντιθ με καληνύχτισε και έφυγε.
«Χαρά μου να βοηθήσω.» είπε ο Τσακ. Γύρισα στον Ντέιμιεν που φαινόταν έτοιμος να χτυπήσει κάποιον.
«Ντέιμιεν έλα.» Με κοίταξε καχύποπτα και δεν έκανε βήμα. Πήγα προς το μέρος του και τον έπιασα από το χέρι. «Μην με κάνεις να σε παρακαλέσω.» του είπα και τον τράβηξα. Έπεσε πάνω μου απότομα και με κράτησε λίγο πριν πέσω πίσω.
«Δεν θα ενοχλήσω?» με ρώτησε κάπως ειρωνικά. Ζήλευε πάλι?
«Ποτέ δεν ενοχλείς.» του απάντησα ειλικρινά και ένιωθα πάλι αυτή την ακατανίκητη έλξη να τον φιλήσω και φαινόταν ότι και αυτός σκεφτόταν το ίδιο αλλά έπρεπε να κρατηθώ. Δεν είμασταν μόνοι και είμαι σίγουρη ότι θα γινόμασταν θέαμα. Πάντα γινόμασταν λόγω της έλλειψης αυτοσυγκράτησης. Έπιασα το μπράτσο του και τον έσυρα μέχρι το αμάξι. Φτάσαμε στο σπίτι της Στέφανι σε λιγότερο από 5 λεπτά. Βγαίνοντας από το αμάξι, ένιωσα το λεπτοκαμωμένο κορμί της να ορμάει πάνω μου με δύναμη. Την κράτησα την τελευταία στιγμή.
«Θα πεθάνω μόνη.» γκρίνιαξε κλαίγοντας και με έσφιξε περισσότερο πάνω της.
«Δεν είμαι μόνη.» της είπα ένοχα ενώ τα αγόρια έβγαιναν από το αμάξι. Ήξερα ότι πάνω από όλα ήταν η εικόνα της και θα με σκότωνα που άφηνα τον Ντέιμιεν ειδικά να την δει απεριποίητη και πρησμένη από το κλάμα.
«Θα σε σκοτώσω.» ψιθύρισε και σκούπισε βιαστικά τα μάτια της. «Γεια.» γύρισε να πει στα αγόρια που την πλησίαζαν.
«Στεφ, αυτός είναι ο Τσακ, Τσακ αυτή είναι η φίλη μου η Στεφ. Πιστεύω ότι θα μπορέσεις να την πείσεις ότι δεν θα μείνει μόνη για πάντα.»
«Λίλιθ!» η Στεφ κόντευε να πάθει έμφραγμα με τα λόγια μου. Την είχα κάνει τόσο ρεζίλι!
«Άμα νομίζεις κάτι τέτοιο δεν είσαι τόσο έξυπνη όσο φαίνεσαι. Απλά όμορφη.» Η Στεφ χαμήλωσε το κεφάλι και κοκκίνισε. Ο Τσακ της χαμογέλασε. Έπιασα τον Ντέιμιεν από το μπράτσο και απομακρυνθήκαμε διακριτικά. Όλα θα ήταν μια χαρά τώρα.
«Προξενήτρα έγινες τώρα?» με ρώτησε καθώς περπατούσαμε προς τον άδειο δρόμο.
«Νομίζω ότι ο Τσακ είναι υπέροχος για την Στεφ. Ευγενικός, καλός, ένας πραγματικός κύριος. Ότι ακριβώς χρειάζεται δηλαδή. Κάποιος να την προσέχει και να την φροντίζει. Θα προτιμούσε βέβαια εσένα, αλλά δεδομένου ότι εσύ δεν δημιουργείς σχέσεις με κανέναν και 24/7 φυλάς εμένα, μάλλον αυτό σε καθιστά ακατάλληλο.» Με κοίταξε θιγμένος.
«Πιστεύεις ότι δεν δημιουργώ σχέσεις με κανέναν? Και μαζί σου?» Κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά.
«Μαζί μου ανοίχτηκες από ανάγκη, Ντέιμιεν. Και δεν έχεις δημιουργήσει σχέση μαζί μου. Έχεις φροντίσει να κρατάς τις αποστάσεις ασφαλείας.» Σταμάτησε απότομα και με κοίταξε σαν να ήμουν τρελή.
«Όχι.» είπε πεισματικά. Τα πράσινα μάτια του γυάλιζαν.
«Ναι. Το έχεις κάνει ξεκάθαρο ότι δεν θες κανέναν να σε πλησιάσει.» Μάλλον είχε έρθει η στιγμή να βγουν τα πάντα στην φόρα. Δεν μπορούσα να το αναχαιτίσω άλλο. Είχα φτάσει στα όρια μου και δεν άντεχα άλλο. Η στιγμή της αλήθειας ήταν ήδη εδώ.
«Εσένα σε άφησα. Αλήθεια, είσαι η μόνη γυναίκα που άφησα να με πλησιάσει τόσο. Και για ποια απόσταση ασφαλείας μιλάς? Το έχουμε ξεπεράσει προ πολλού αυτό το στάδιο.» είπε γελώντας πικραμένα.
«Πρέπει να σταματήσεις να φοβάσαι την απόρριψη. Δεν είναι όλες οι γυναίκες σαν την Κάρολαιν.» είπα πεισματικά.
«Εσύ δεν είσαι?» Οκ. Με έθιγε αυτή την στιγμή. Έτσι σκεφτόταν για μένα?
«Το ξέρεις πως όχι. Δεν θα σε πληγώσω.» Γέλασε μόνος του και γύρισε να με κοιτάξει . «Τι?»
«Ήδη το κάνεις Λίλιθ!» Έμεινα να τον κοιτάζω με γουρλωμένα μάτια.
«Ορίστε?» ρώτησα θιγμένη.
«Με πληγώνεις. Ξέρεις τι είναι να είσαι για κάποιον ο μοναδικός του πειρασμός και να μην μπορεί να κάνει τίποτα για αυτό? Κάθε λεπτό αυτής της μέρας το περνάω μαζί σου χωρίς να μπορώ να σε αγγίξω και δεν μου φτάνει. Με σκοτώνει και δεν είναι μόνο αυτό. Μπορεί εσύ να είσαι ικανοποιημένη με πέντε φιλιά αλλά εγώ σίγουρα όχι. Σε χρειάζομαι, σε έχω ανάγκη περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Όχι μόνο το σώμα σου. Θέλω να μου ανήκεις Λίλιθ, Ψυχή, μυαλό και σώμα. Σε θέλω τόσο πολύ που πονάω. Θέλω να είσαι δική μου. Μόνο δική μου. Και αυτό δεν γίνεται. Είσαι απαγορευμένη για μένα και το χειρότερο? Καταλαβαίνω γιατί. Γιατί δεν σου αξίζω. Γιατί μπορώ να σε καταστρέψω. Γιατί δεν είμαι αυτό που θες, που χρειάζεσαι και δεν μπορώ να γίνω, Δεν μπορώ να αλλάξω Λίλιθ. Ούτε καν για σένα. Όσα έζησα, ότι πέρασα, δεν αλλάζει. Αυτός είμαι. Για αυτό μην μου λες για απόσταση ασφαλείας. Δεν υπάρχει πια ούτε έλεγχος, ούτε απόσταση.» Έμεινα να τον κοιτάζω μην μπορώντας να πιστέψω στα αυτιά μου και απομακρύνθηκε θυμωμένα μέχρι που εξαφανίστηκε στο τέλος του δρόμου. Τα δάκρυα μου έτρεχαν ανεξέλεγκτα και δεν μπορούσα να σταματήσω. Του είχα κάνει όντως τόσο κακό? Και πιο κύριο: Όντως με ήθελε τόσο πολύ? Άρχισα να περπατάω μόνη μου στον σκοτεινό δρόμο μην μπορώντας να ελέγξω τις αντιδράσεις μου. Δεν ήξερα τι να κάνω, δεν ήξερα που να πάω, δεν ήξερα τι έπρεπε να πω. Αν, παρότι είχα κάνει για να το αποτρέψω, τον είχα πληγώσει δεν του άξιζε τέτοιο πράγμα. Είχε περάσει πολλά και δεν άντεχα στην σκέψη ότι θα γινόμουν μια ακόμα πηγή πόνου για εκείνον. Αλλά με ήθελε. Το είχε πει. Γιατί δεν έκανε κάτι τότε? Μπορούσα να τον κάνω ευτυχισμένο. Το ήξερα. Γιατί δεν με άφηνε? Γιατί δεν μου έδινε μια ευκαιρία? Τα βήματα μου με οδήγησαν κατευθείαν σπίτι μου. Μπήκα μέσα για να δω τον θείο Στέφαν να κάθεται στο σαλόνι διαβάζοντας ένα βιβλίο.
«Πριγκίπισσα?» με ρώτησε βλέποντας την κατάσταση μου. Τα μαλλιά μου ήταν ανακατεμένα από τον αέρα, το μακιγιάζ μου είχε χαλάσει από τα δάκρυα και τα ρούχα μου τσαλακωμένα από τις γροθιές μου. Και αυτά ήταν μονάχα ότι μπορούσε να δει. Δεν μπορούσε να δει την καρδιά μου που είχε γίνει μια πληγή που μάτωνε στο στήθος μου, ούτε την μελανιασμένη μου ψυχή. Έτρεξα προς το μέρος του, έπεσα στην αγκαλιά του και έκλαψα λίγο ακόμα. Με αγκάλιασε. «Τι έγινε μωρό μου?» ρώτησε γεμάτος ανησυχία. Οι λυγμοί μου δεν με άφηναν να μιλήσω αλλά και να μπορούσα τι να του έλεγα? Δεν μπορούσα να μιλήσω σε κανέναν για ότι είχε συμβεί.
«Είμαι μια καταστροφή!» ούρλιαξα ενώ σπάραζα ξανά. Με χάιδεψε και μου φίλησε το κεφάλι. Δεν ήταν όμως το ίδιο. Μόνο ο Ντέιμιεν μπορούσε να με ηρεμήσει με αυτή την κίνηση.
«Τι είναι αυτά που λες? Ποιος σε πείραξε?» Σήκωσα το κεφάλι μου να τον κοιτάξω αλλά τα δάκρυα θόλωναν την όραση μου.
«Γιατί μένεις δίπλα μου θείε? Γιατί προσπαθείτε όλοι σας δηλαδή? Ότι και να κάνω πάντα καταστρέφω ότι αγγίζω. Καταστρέφω ότι αγαπώ. Φύγε μακριά εσύ και η θεία όσο μπορείτε. Δεν θέλω να σας κάνω κακό.» Και άλλα δάκρυα έτρεξαν από τα μάτια μου παρόλο που πάλευα να τα σταματήσω.
«Μην λες βλακείες. Τίποτα δεν καταστρέφεις.» με παρηγόρησε γλυκά χωρίς αποτέλεσμα όμως.
«Ναι το κάνω. Κατέστρεψα την σχέση σου με την μαμά, άλλαξα τον μπαμπά και την θεία, εξαιτίας μου η μαμά έφυγε από το Μίστικ Φολς, σας ανησυχώ συνέχεια και έφερα τον Κλάους πίσω στην ζωή σας.» Μάλλον με βασάνιζαν περισσότερα από όσα άφηνα να πιστεύω. Η συζήτηση –αν μπορείς να το πεις έτσι- με τον Ντέιμιεν είχε πυροδοτήσει μια αλυσιδωτή έκρηξη συναισθημάτων.
«Λίλιθ...» με κοίταξε μες στα μάτια με αυτή την γλυκιά έκφραση στο πρόσωπο του. « Δεν έκανες τίποτα. Όλα αυτά... Ήταν δικές μας επιλογές και πληρώσαμε το τίμημα των πράξεων μας. Αλλά όπως βλέπεις όλα κατέληξαν όπως έπρεπε. Το ότι ήρθες στην ζωή μας ήταν το πιο όμορφο πράγμα για όλους μας. Ο ερχομός σου έβαλε τα πράγματα στην θέση τους, και στην τελική είναι δική μου επιλογή τι θα κάνω.» Έμεινα να τον κοιτάζω παγωμένη καθώς ο εγκέφαλος μου έπαιρνε ξανά μπροστά. Σηκώθηκα στα πόδια μου και τον κοίταξα.
«Ευχαριστώ θείε. Δεν έχεις ιδέα τι καλό μου έκανες.» του χαμογέλασα και έτρεξα στο δωμάτιο μου συνειδητοποιώντας τι έπρεπε να κάνω...
Damien’s POV
Μην έχοντας τίποτα άλλο να κάνω και βγάζοντας ένα μεγάλο φορτίο από τους ώμους μου λέγοντας της αυτό που με βασάνιζε εδώ και αρκετό καιρό, είχα γυρίσει σπίτι και είχα κλειδωθεί στο δωμάτιο μου. Ο πατέρας μου προσπάθησε να μου μιλήσει, η Μάγια ακόμα και η Σάρα αλλά δεν είχα ανοίξει σε κανέναν. Με είχαν δει μπαίνοντας στο σπίτι στα μαύρα μου τα χάλια και για πρώτη φορά είχα νιώσει ότι είχαν νοιαστεί για μένα και όχι απλά για να τα ξέρουν όλα. Ακόμα και η Σάρα. Ο πατέρας μου, μου είχε πει ότι θα βγαίνανε έξω και θα έμενα μόνος μου με την Μάγια. Έτσι είχα πέσει για ύπνο. Σε έναν βαθύ ύπνο γεμάτο πρόστυχα όνειρα πάλι μέχρι που ένα δυνατό χτύπημα στην εξώπορτα με είχε συνεφέρει. Ποιος βεβήλωνε την μόνη επαφή που θα μπορούσα να έχω με την Λίλιθ? Δυνατό και επίμονο χτύπημα ακούστηκε στην πόρτα μου δευτερόλεπτο αφού η Μάγια είχε ανοίξει την κάτω πόρτα. Τι στο καλό έτρεχε?
«Άνοιξε μου.» άκουσα την Λίλιθ να φωνάζει θυμωμένα από την άλλη μεριά. Σηκώθηκα παραπατώντας χωρίς να έχω συνέλθει ακόμα και ξεκλείδωσα χωρίς να το πολυσκεφτώ. Εξάλλου σε ότι αφορούσε αυτή την γυναίκα το μυαλό δεν συμμετείχε.
«Τι στο...?» ψέλλισα τρίβοντας τα μάτια μου και ανοίγοντας την πόρτα. Στεκόταν στην άλλη άκρη του δωματίου με το ίδιο φόρεμα που την είχα αντικρίσει το πρώτο βράδυ. Έμεινα να την κοιτάζω άφωνος. Γιατί μου το έκανε αυτό τώρα? Τα μαλλιά της χυτά στους ώμους της, τα μάτια της να γυαλίζουν με το ίδιο φως όπως εκείνο το βράδυ και βρεγμένη ως το κόκαλο. Αστραπές ακούγονταν απέξω και αυτές δικαιολογούσαν την κατάστασή της. Την δική μου κατάσταση όμως? Και μόνο που την έβλεπα το σώμα μου ξυπνούσε από τον λήθαργο.
«Εγώ αποφασίζω.» μου είπε ξέπνοη. Τρέχοντας είχε έρθει?
«Λίλιθ, τι...?» Την κοίταξα νυσταγμένα ακόμα μην καταλαβαίνοντας τον λόγο που είχε έρθει.
«Εγώ αποφασίζω αν μου αξίζεις ή όχι. Αν είσαι αυτό που θέλω ή όχι.» είπε σοβαρά. Κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά αλλά δεν έπαιρνε το όχι για απάντηση. Έφερε τα χέρια της στο πρόσωπο μου και με τράβηξε πάνω της. Πίεσε τα χείλη της πάνω μου και έβαλα όλη την δύναμη της ψυχής μου για να της απωθήσω χωρίς να ανταποκριθώ στο φιλί της.
«Όχι.» είπα αποφασιστικά. Αν έπαιρνα αυτόν τον δρόμο ξανά δεν θα υπήρχε επιστροφή. Έκανε να με ξαναπιάσει αλλά την έσπρωξα από πάνω μου απαλά και εκείνη αρπάζοντας με από τους ώμους με κόλλησε πάνω στην πόρτα. Πρώτη φορά την έβλεπα να χρησιμοποιεί τόση δύναμη, τόσο αποφασιστικά. Δεν αστειευόταν. Τι την είχε πιάσει? Και όμως, ότι και να την είχε πιάσει, και όσο και αν δεν ήθελα να το παραδεχτώ αυτή η ελάχιστη απόσταση ανάμεσα μας άναβε φωτιές σε όλο μου το σώμα. Με πλησίασε σε απόσταση χιλιοστών και με κοίταξε με μισάνοιχτα χείλη και το κεφάλι της ελαφρώς λυγισμένο στο πλάι. Πόσο πιο κολασμένη μπορούσε να γίνει αυτή η γυναίκα?
«Και αν είσαι ο δικός μου πειρασμός?» με ρώτησε και με ανάγκασε να την κοιτάξω στα μάτια. «Το να σε βλέπω όλη μέρα, κάθε μέρα μετά από εκείνο το φιλί στην λίμνη νομίζεις ότι είναι εύκολο για μένα όταν το μόνο που θέλω είναι τα χείλη σου πάνω στα δικά μου ξανά? Να μην μπορώ να σε αγγίξω...» μου ψιθύρισε δαγκώνοντας το χείλος της και έσυρε τον δείκτη της στο γυμνό μου στήθος κάνοντας με να κλείσω τα μάτια ενώ χανόμουν στο άγγιγμα της. «Να μην μπορώ να κάνω αυτό...» με φίλησε απαλά στην βάση του λαιμού μου και ανατρίχιασα ολόκληρος. «ή αυτό...» ακούμπησε απαλά τα χείλη της στα δικά μου. Δεν ανταποκρίθηκα αλλά δεν την απώθησα κιόλας. Δεν μπορούσα. «Δεν μπορώ να το πολεμάω πια Ντέιμιεν, εγώ θα ενδώσω στον πειρασμό μου. Εσύ?» με κοίταξε προκλητικά κι μου ήταν αδύνατο να μην αντιδράσω σε αυτό. Την ήθελα τόσο πολύ και δεν είχα άλλη αντοχή να το παλέψω.
«Δεν υπάρχει γυρισμός.» την προειδοποίησα αυστηρά ανασαίνοντας βαριά. Με κοίταξε χαμογελώντας μου επικίνδυνα. Θα το μετάνιωνα αλλά δεν είχα περιθώριο για σκέψεις. Την άρπαξα και την φίλησα κολλώντας βίαια τα χείλη μου στα δικά της. Την άρπαξα από την μέση και τύλιξε τα πόδια της γύρω μου. Την έριξα άγρια στο κρεβάτι και ανέβηκα από πάνω της. Με κοιτούσε αποπλανητικά και με τρέλαινε. Δεν φανταζόμουν ότι θα ερχόταν ποτέ αυτή η στιγμή και τώρα θα την ζούσα στο έπακρο. Τέρμα τα όνειρα. Μόνο πράξεις. Άρπαξα το κινητό μου από το κομοδίνο και το πέταξα με δύναμη στον τοίχο πίσω μου διαλύοντας το. Γέλασε και έκανε το ίδιο. Με τράβηξε από τον λαιμό πάνω της ξανά και με φίλησε. Αυτό και αν ήταν φιλί. Ανάγκη, πόθος, ένταση. Όλα σε ένα μονάχα απελπισμένο φιλί. Άφησα τα χείλη μου να τρέξουν στον λαιμό και τους ώμους της, στο στέρνο και στην γραμμή του στήθους της. Αναστέναξε βαριά σκίζοντας τα χείλη της με τα δόντια της. Την φίλησα ξανά γλείφοντας το αίμα από πάνω της. Τράβηξα το φόρεμα από πάνω της σκίζοντας το σε κομμάτια και έμεινα έκθαμβος με την ομορφιά της. Το τέλειο κορμί της ήταν τώρα ξαπλωμένο κάτω από το σώμα μου και με άφηνε ξέπνοο το θέαμα. Την χάιδεψα με τα ακροδάχτυλα μου περνώντας τα από το πιγούνι της στο στήθος της, και από την κοιλιά της στα καλλίγραμμα πόδια της. Αφέθηκε στο άγγιγμα μου και έριξε το κεφάλι της πίσω. Το δέρμα της ήταν τόσο απαλό και λείο και έκαιγε κάτω από τα δάχτυλα μου. Έκλεισα το στόμα μου γύρω από το στήθος της και ρούφηξα απαλά. Αναστέναξε βαθιά και τραβώντας με βρέθηκε από πάνω μου. Έσκυψε και άρχισε να δίνει υγρά φιλιά στο στήθος μου. Τα δάχτυλα της άναβαν φωτιές στο πέρασμα τους από το δέρμα μου. Την ήθελα. Την ήθελα τόσο πολύ και ένιωθα ότι και εκείνη με ήθελε. Ένιωσα τους κυνόδοντες μου να έρχονται στην θέση τους. Προσπάθησα να τους αποσύρω αλλά με σταμάτησε. Έσυρε τον δείκτη της πάνω τους.
«Δεν φοβάμαι.» μου είπε κοιτώντας με στα μάτια. Την τράβηξα και βύθισα την γλώσσα μου στο στόμα της. Κουνήθηκε ρυθμικά πάνω μου, ακόμα με τα εσώρουχά μας και έστειλε κύματα ηδονής στο κορμί μου.
«Σε θέλω.» της ψιθύρισα ενώ τραβιόμουν να την κοιτάξω διακόπτοντας το φιλί.
«Δείξτο μου.» ψιθύρισε και εκεί ήταν που έπεσαν οι τελευταίες αντοχές μου. Έσκισα τα εσώρουχα της με το ένα μου χέρι και με το άλλο την χάιδεψα χαμηλά. Ένιωσα την υγρασία να κυλάει από μέσα της στα δάχτυλά μου και αναστέναξε στην επαφή. Την γύρισα ξανά και έβγαλα και το δικό μου εσώρουχο. Δεν μπορούσα να το πιστέψω ότι είμασταν τόσο κοντά σε αυτό που θέλαμε και οι δυο εξ αρχής. Έπρεπε να βάλω όλη την δύναμη της θέλησης μου για να μην την πάρω άγρια με την πρώτη και να μην τελειώσω την στιγμή που την άγγιξα. Την κοίταξα μια τελευταία φορά περιμένοντας να με σταματήσει. Αλλά για μια ακόμα φορά με εξέπληξε. Τύλιξε το χέρι της γύρω μου και με οδήγησε μέσα της. Το σώμα της έλιωσε κάτω από το δικό μου και εγώ σταμάτησα να αναπνέω καθώς χανόμουν στην αίσθηση της. Τόσο όμορφα. Την ένιωσα να σφίγγεται καθώς έμπαινα πιο μέσα της και βρήκα αντίσταση. Άνοιξα τα μάτια μου απότομα και την κοίταξα έντονα. Δεν μπορούσε. Μπορούσε?
«Λιλ?» είπα αβέβαιος. Με κοίταξε με μάτια που γυάλιζαν από επιθυμία ανασαίνοντας βαριά.
«Δεν θα το συζητήσουμε τώρα.» μου είπε καθώς προσπαθούσε να επαναφέρει την τριβή αλλά μάταια γιατί εγώ είχα ακινητοποιηθεί. Με κοίταξε ξανά. «Ντέιμιεν, σε παρακαλώ. Σε θέλω.» Τα λόγια της με τρέλαναν αλλά έπρεπε να αντιδράσω με σύνεση. Δεν ήταν εύκολο όταν ένιωθα να πεθαίνω και το σώμα μου να με ικετεύει να συνεχίσω. Της χάιδεψα τα μαλλιά και έκλεισε τα μάτια της.
«Θα πονέσει.» της ψιθύρισα. Δεν ήθελα να την βλάψω. Ήθελα να είναι καλά και να αισθάνεται όμορφα. Δεν φανταζόμουν ποτέ αυτή την εξέλιξη.
«Δεν με νοιάζει.» είπε με φωνή γεμάτη λαγνεία τραβώντας με πιο κοντά της. «Θέλω να σε νιώσω.» Κουνήθηκα βίαια τρελαμένος σπάζοντας το εμπόδιο και ούρλιαξε κλαψουρίζοντας. Έριξε το κεφάλι της πίσω και συνέχισα να κουνιέμαι βίαια μέσα της. Ήταν θεϊκή. Τόσο στενή και υγρή και τέλεια. Κουνιόταν μαζί μου αν και άπειρη σε τέλειο συγχρονισμό. Τα χείλη μου δεν άφηναν στιγμή τα δικά της και δεν πίστευα να μπορούσα να σταματήσω να την φιλάω ποτέ. Οι αναστεναγμοί μας γέμιζαν το δωμάτιο αλλά τους σώπαινα με τα φιλιά μου ενώ τα νύχια της έσκιζαν το δέρμα της πλάτης μου σε κάθε ώθηση. Δεν προλάβαινα να απομακρυνθώ από το σώμα της και με τραβούσε πάλι πίσω. Δεν είχα νιώσει ποτέ ξανά κάτι τέτοιο. Ήμουν στον Παράδεισο και στην Κόλαση ταυτόχρονα. Ήθελα να μείνω μέσα της αλλά πονούσε το κορμί μου αν δεν κουνιόμουν. Την ήθελα και η έκσταση με πλημμύριζε. Τα δάχτυλα μου θα άφηναν μελανιές στο δέρμα στα πλευρά της από το σφιχτό μου κράτημα αλλά δεν μπορούσα να κάνω και αλλιώς. Την κρατούσε λες και εξαρτιόταν η ζωή μου από εκείνη. Και εξαρτιόταν αλλά δεν θα το ανέλυα τώρα. Τώρα απλά ήθελα να νιώσω. Να την νιώσω γύρω μου, πάνω μου. Παντού. Σήκωσε τον κορμό της και φέρνοντας το στόμα της στον λαιμό μου με δάγκωσε με τα ανθρώπινα δόντια της. Κουνήθηκα σε υπεράνθρωπη ταχύτητα και κρατήθηκε σφιχτά πάνω μου ουρλιάζοντας.
«Μην σταματάς σε ικετεύω.» ψιθύρισε ξέπνοη ενώ καθόμουν και την έφερνα από πάνω μου. Ήθελα να νιώσω όλο το γυμνό κορμί της πάνω στο δικό μου. Τα πόδια της τυλίχτηκαν γύρω μου, το πρόσωπο μου χώθηκε στον λαιμό της και εκείνη δάγκωνε απαλά τον λοβό του αυτιού μου. Ένιωσα τους τοίχους της να στενεύουν και την ανάσα της να κόβεται και ήξερα ότι τελείωνε. Ήθελα να την δω να τελειώνει. Κρατώντας την γερά με το ένα χέρι γύρω από την μέση της την ανάγκασα να με κοιτάξει. Με κοίταξε με πάθος και από τα μισάνοιχτα χείλη της βγαίνανε μικροί αναστεναγμοί και κοφτές ανάσες. Κινήθηκα πιο βαθιά μέσα της κάνοντας την να ρίξει το κεφάλι της πίσω και να ουρλιάξει το όνομα μου καθώς τελείωνε. Νιώθοντας και ακούγοντας την, την ακολούθησα βυθίζοντας τα δόντια μου στον λαιμό της και πίνοντας από εκείνη. Ο δεύτερος οργασμός της ακολούθησε αμέσως μετά κάνοντας την να τρέμει σύγκορμη. Την κράτησα πάνω μου απολαμβάνοντας την ζέστη που εξέπεμπε το κορμί της μέχρι να ακούσω την ανάσα της να επανέρχεται στο φυσιολογικό της. Το ένα χέρι της δεν σταματούσε να μου χαϊδεύει το πίσω μέρος του κεφαλιού μου ενώ το άλλο ήταν ακόμα τυλιγμένο γύρω από τον λαιμό μου. Την ξάπλωσα απαλά πίσω στα μαξιλάρια και άφησα το μισοκοιμισμένο σώμα της να ξεκουραστεί. Έμεινα να κοιτάζω το γυμνό της κορμί λουσμένο στο φεγγαρόφωτο για ώρα. Αυτή η κόρη της Σελήνης είχε σταλεί στην μαύρη ζωή μου για να την πλημμυρίσει με φως. Ο προσωπικός μου άγγελος που κοιμόταν τώρα στο κρεβάτι μου. Ότι είχε γίνει μεταξύ μας απόψε... Ο δεσμός που μας ένωνε είχε πλέον σφραγιστεί. Ναι, είχα εμπειρίες αλλά καμία δεν συγκρινόταν με αυτή. Με άγγιζε και ένιωθα να πεθαίνω από ηδονή, απομακρυνόταν από μένα και πέθαινα από μοναξιά. Αυτό που είχα ζήσει μαζί της... Δεν είχε προηγούμενο. Ήταν ότι πιο έντονο και υπέροχο μα συνάμα ότι πιο ερωτικό είχα βιώσει. Δεν ήταν αυτό που έδειχνε. Ναι, ήταν ο πιο γλυκός και όμορφος άνθρωπος στον πλανήτη αλλά είχε ένα αδιαμφισβήτητο πάθος και ήμουν τόσο τυχερός που με είχε αφήσει να το δω. Ξάπλωσα δίπλα της. Η γαλήνη που ένιωσα βλέποντας μόνο τα κλειστά της βλέφαρα ήταν ένα συναίσθημα που δεν μπορούσα να αφήσω να φύγει μέσα από τα χέρια μου. Πήγα πιο κοντά της και βύθισα το πρόσωπο μου στα μαλλιά της εισπνέοντας βαθιά το μεθυστικό της άρωμα. Δεν ξέρω αν με άκουσε ή με ένιωσε αλλά άπλωσε το χέρι της και έπιασε το δικό μου μες στον ύπνο της. Η δική μου κούραση μου χτύπησε το κατώφλι και ένιωσα τα βλέφαρα μου να βαραίνουν. Μόνο μια σκέψη έκανα πριν βυθιστώ σε έναν γαλήνιο ύπνο. Ο Τσακ για πρώτη φορά δεν είχε πέσει μέσα. Δεν ήμουν ερωτευμένος μαζί της. Την αγαπούσα με όλη μου την καρδιά...
Nadia
«Δεν φεύγω από δω αν δεν μου πεις τι στο καλό ήταν όλο αυτό εχθές. » Ο Κρις ωρυόταν εδώ και ώρες να του πω τον λόγο της ξαφνικής μου αλλαγής απέναντι σε εκείνον σε σχέση με την Λίλιθ. Τον άκουγα όλο το πρωινό να με βρίζει και να με κατηγορεί ότι δεν ήμουν καλός φίλος πια. «Τι σου έχει κάνει αυτή η μικρή Ντέιμιεν?» Τον κοίταξα και συνέχισα να κάνω αυτό που έκανα επί τέσσερις ώρες. Τον αγνόησα και συνέχισα να παίζω με το κινητό μου. «Σου μιλάω.» φώναξε και χτύπησε τα χέρια μου εκσφενδονίζοντας το κινητό μου στον τοίχο. Στο δευτερόλεπτο τον είχα πιάσει από το λαιμό και τον είχα κολλήσει στον τοίχο.
«Κοντά τα χέρια σου ηλίθιε γιατί θα ξεσκίσω την σάρκα σου και θα πετάξω τα κομμάτια σου να σε φάνε οι λύκοι στο βουνό.» Ζάρωσε στο κράτημα μου και το θάρρος του έφυγε με μιας.
«Ντέιμιεν...» είπε τώρα σιγανά προσπαθώντας να με ηρεμήσει και να με κάνει να τον αφήσω. «Είμαι φίλος σου. Αν δεν τα πεις σε μένα σε ποιόν θα τα πεις? Στον Τσακ μήπως?» Ήθελε να ακουστεί αστείος αλλά έμεινα να τον κοιτάζω σοβαρός. «Πες μου ότι αστειεύεσαι. Ντέιμιεν εγώ είμαι κολλητός σου και θα μιλήσεις στο απροσάρμοστο?» Ο Τσακ ήταν το μόνο παιδί που είχα κρατήσει επαφή από το ίδρυμα. Ήταν ένας λύκος που στάλθηκε εκεί όταν οι γονείς του είχαν δολοφονηθεί βάναυσα μπροστά στα μάτια του από μια ομάδα βρικολάκων όταν ήταν πέντε χρονών. Θυμόταν ακόμα κάθε λεπτομέρεια και αυτό τρόμαζε τους θείους του που είχαν αναλάβει την κηδεμονία του και τον είχαν κλείσει στο ίδρυμα. Ήταν πάντα ήρεμος και απόμακρος αλλά δεν αρνιόταν ποτέ να προσφέρει την βοήθεια του σε όποιον την χρειαζόταν. Και δεν έμενε πολύ μακριά από το Μίστικ Φολς. Εκείνος μπορεί να είχε καμιά καλή εξήγηση για το τι μου συνέβαινε και τι μπορούσα να κάνω. Άφησα τον Κρις να πέσει στο έδαφος και του γύρισα την πλάτη προσπαθώντας να σκεφτώ καλά αυτή μου την κίνηση. Ο Τσακ ήταν ακίνδυνος και πολύ χαλαρός τύπος. Για αυτό ακριβώς δεν είχε τύχει να κάνουμε παρέα γιατί εγώ ήμουν ακριβώς το αντίθετο.
«Φύγε και τα λέμε το βράδυ στο πάρτι.» πέταξα στον Κρις ενώ πήγαινα να φέρω την ατζέντα μου. Με σταμάτησε στα δυο βήματα μπαίνοντας μπροστά μου.
«Το εννοείς ότι θα καλέσεις τον Τσακ να του μιλήσεις αντί για μένα?» ακούστηκε πληγωμένος αλλά ήξερα ότι απλά είχε θιχτεί ο εγωισμός του.
«Όχι βλάκα. Σε διώχνω για να πας να ετοιμάσεις το πάρτι.» τον καθησύχασα. Το βράδυ είχε οργανώσει ένα έξαλλο όργιο που αποκαλούσε ‘πάρτι’. Κολεγιοκόριτσα και έτσι. Είχε καλέσει και την Λίλιθ. Ελπίζω να φαινόταν λίγο έξυπνη και να μην ερχόταν. Μόνο και το όνομα της μου προκαλούσε μια ξέφρενη και αλυσιδωτή αντίδραση σε όλα τα σημεία του σώματος μου.
«Οκ τότε. Αλλά μην νομίζεις ότι αυτό τελείωσε.» είπε δείχνοντας μεταξύ μας. Κούνησα το κεφάλι μου αποδοκιμαστικά.
«Κάνεις σαν γκόμενα.» του είπα και τον έσπρωξα από μπροστά μου. Προχώρησα προς την κουζίνα και αφού βεβαιώθηκα ότι είχε φύγει, πληκτρολόγησα τον αριθμό του Τσακ. Στο δεύτερο χτύπημα είχε ήδη απαντήσει.
«Παρακαλώ?» είπε με την βαθιά μπάσα φωνή του.
«Σε χρειάζομαι.» του είπα. Δεν χρειάστηκε να πω καν ποιος είμαι ή τίποτα τέτοιο. Ήξερε ήδη.
«Δεν περίμενα να με πάρεις τηλέφωνο. Πόσο σοβαρό?» γέλασε εύθυμα.
«Νομίζω ότι έχω καψουρευτεί άγρια.» Το γέλιο του κόπηκε απότομα.
«Είμαι εκεί σε 20 λεπτά. Σε 10 αν το πατήσω λίγο.» είπε γρήγορα.
«Πάτα το πολύ.» απάντησα το ίδιο γρήγορα.
«Έγινε.» είπε και έμεινα να ακούω τον ήχο του τερματισμού της κλήσης. Ήταν πάντα πολύ καλό παιδί και τον θαύμαζα για το γεγονός ότι δεν είχε χάσει το μυαλό του με ότι είχε αντικρύσει. Όταν είχα προκαλέσει την πρώτη πυρκαγιά στο ίδρυμα με είχε επισκεφτεί εκείνο το βράδυ. Είχε κάτσει στο κρεβάτι μου και με κοιτούσε. Δεν ξέρω γιατί ή πως άρχισε να βγάζουμε την ψυχή μας σε εκείνη την συζήτηση. Του είχα πει τα πάντα. Για τον πατέρα μου, την μάνα μου, όλους. Το πρωί μας βρήκε εμένα στο κρεβάτι μου και εκείνον στο πάτωμα μου. Είχα μετανιώσει για ότι του είχα πει γιατί πίστευα ότι θα άνοιγε το στόμα του και θα μάθαιναν όλοι τι του είχα εκμυστηρευτεί. Όμως με εξέπληξε η αφοσίωση του. Ήταν ο πρώτος άνθρωπος που έμαθα να εμπιστεύομαι και ακόμα μέχρι σήμερα ήταν εκείνος στον οποίο έτρεχα σε κάθε πρόβλημα μέχρι που εμφανίστηκε η Λίλιθ. Ο Κρις ζήλευε την σχέση μας γιατί δεν μπορούσε να την ελέγξει. Ως τσιράκι του πατέρα μου στην ζωή μου δεν δεχόταν να έχω αναπτύξει φιλία με κάποιον άλλον πέραν εκείνου. Όμως ο Τσακ ήταν και η μοναδική φιλία που είχα κάνει. Γιατί ότι είχα με την Λίλιθ δεν μπορούσα να το ονομάσω φιλία. Πηγαίνοντας προς το μπαρ, άνοιξα το μπουκάλι με το ουίσκι και τράβηξα μια μεγάλη γουλιά. Κοίταξα το ρολόι πάνω μου. Έντεκα και μισή. Ωραία. Στα μισά του μπουκαλιού η πόρτα χτύπησε. Όρμησα πριν προλάβει καν η Μάγια να εμφανιστεί από την κουζίνα. Άνοιξα και τον κοίταξα αναστενάζοντας.
«Τόσο σκατά?» ρώτησε κοιτάζοντας το μπουκάλι στο χέρι μου.
«Δεν έχεις ιδέα.» του απάντησα και έκανα στην άκρη να περάσει. Η Μάγια βγήκε χαμογελαστή να τον χαιρετίσει. Λάτρευε τον Τσακ. Τον θεωρούσε καλή επιρροή σε αντίθεση με τον Κρις.
«Γλυκέ μου, τι κάνεις? Πόσο καιρό έχω να σε δω?» του είπε σκουπίζοντας τα χέρια της στην ποδιά της και τον αγκάλιασε.
«Καλά είμαι Μάγια εσύ?» την αγκάλιασε και εκείνος.
«Αχ χρυσέ μου, μου έλειψες. Μιας που είσαι εδώ θα σου φτιάξω το αγαπημένο σου γλυκό.» Η Μάγια ένιωθε πολύ προστατευτικά απέναντι του. Ήξερε την ιστορία του και της μάτωνε την καρδιά. Ο Τσακ της χαμογέλασε γλυκά.
«Ωραία. » της είπε και απομακρύνθηκε μπαίνοντας πάλι στην κουζίνα της.
«Τι της κάνεις ακριβώς και φέρεται έτσι κάθε φορά που σε βλέπει?» τον ρώτησα στριμμένα.
«Λέγεται ‘ευγένεια’. Δοκίμασε το καμιά φορά δεν θα σου πέσει ο κώλος.» μου απάντησε ενώ έπαιρνε ένα κρυστάλλινο ποτήρι και θρονιαζόταν στον καναπέ. Μου έδειξε το ποτήρι και του έβαλα από το μπουκάλι μου. «Λέγε.» είπε ενώ έπινε.
«Δεν μπορώ να στο εξηγήσω.» του είπα ειλικρινά ενώ καθόμουν δίπλα του και επέτρεπα στην θλίψη να με κυριεύσει.
«Τότε άσε με να μαντέψω. Την θέλεις περισσότερο από κάθε τι αλλά φοβάσαι ότι θα την καταστρέψεις επειδή δεν ξέρεις τι να κάνεις με όλα αυτά που νιώθεις για εκείνη.» Τον κοίταξα τρομαγμένος. Πόσο πιο μέσα να πέσει αυτός ο ανατριχιαστικός τύπος? «Ώρα σου ήταν.» είπε απλά πίνοντας λίγο ακόμα.
«Πως...?» ψέλλισα αβέβαιος.
«Φαίνεται. Έχεις αυτή την λάμψη και την θλίψη που έχουν οι ερωτευμένοι.»
«Δεν είμαι ερωτευμένος!» φώναξα τσαντισμένος και πέταξα το μπουκάλι στον τοίχο.
«Κάνε ότι θες. Πες ότι θες. Ξέρεις ότι έχω δίκιο και αυτό δεν αλλάζει. Κάτσε τώρα.» Αναστέναξα και ξανακάθισα. Γύρισε προς το μέρος μου και μπορούσα να δω το ενδιαφέρον του.
«Ντέιμιεν, αυτό που νιώθεις... Δεν υπάρχει τίποτα πιο όμορφο. Μακάρι να άφηνα τον εαυτό μου να το νιώσει. Εσύ μπορείς όμως. Δεν είναι όλες οι γυναίκες σαν την μάνα σου και για να έχει καταφέρει αυτή η κοπέλα να σπάσει όλες τις άμυνες σου και να ρίξει όλα σου τα τείχη πρέπει να είναι μοναδική. Μην χάσεις την ευκαιρία σου. Δεν ξέρεις αν θα σου δοθεί άλλη.» Έσκυψα το κεφάλι μπροστά του. Ένιωθα ντροπή στα λόγια του. Όχι επειδή είχε άδικο. Αλλά επειδή ήθελα να κάνω αυτό που έλεγε. Να μας δώσω μια ελπίδα.
«Δεν μπορώ Τσακ. Το ξέρω ότι δεν είναι η μάνα μου. Δεν είναι αυτός ο λόγος που δεν προχωράω. Δεν καταλαβαίνεις.» του απάντησα θλιμμένα.
«Τότε εξήγησε μου.» είπε ήρεμα.
«Είμαι ο φύλακας της. Ζω για να την προστατεύω και αυτή τη στιγμή εγώ είμαι η μεγαλύτερη απειλή για εκείνη. Ξέρω ότι μπορώ να την καταστρέψω με την ανικανότητα μου να φερθώ σαν άνθρωπος. Θέλω να χαμογελάει, θέλω να είναι ευτυχισμένη και ξέρω ότι εγώ δεν μπορώ να την κάνω. Ξέρω ότι όσο και να προσπαθήσω δεν θα γίνω ποτέ αντάξιος της ούτε θα μπορώ να της προσφέρω τον κόσμο για τον οποίο έχει φτιαχτεί. Είναι ένας άγγελος και εγώ η κόλαση η ίδια. Δεν μπορώ να την αναγκάσω να ζήσει σε έναν τέτοιο κόσμο. Θέλω να παλέψω για εκείνη όσο τίποτα άλλο, αλλά ξέρω ότι αν τα καταφέρω θα είμαι η δυστυχία της. Δεν μπορώ να της κάνω τόσο μεγάλο κακό.» Ένιωσα τα μάτια μου υγρά και γύρισα το κεφάλι μου από την άλλη να μην με δει. Έφερε το χέρι του στον ώμο μου.
«Η κατανόηση της κατάστασης είναι το πρώτο βήμα για την διαφορά Ντέιμιεν. Ξέρω ότι έχεις μια καρδιά από χρυσάφι και είμαι σίγουρος ότι και εκείνη μπορεί να το δει αν την αφήσεις. Κανείς άλλος πέρα από εσένα δεν μπορεί να της το προσφέρει αυτό. Ζηλεύω αυτό που αισθάνεσαι. Ξέρεις πόσο καιρό ψάχνω να βρω αυτό το συναίσθημα?» Τον κοίταξα με τα μάτια μου ακόμα υγρά. Μου χαμογέλασε πικραμένα και μου έδωσε μια μεγάλη αντρική αγκαλιά.
«Αν πεις σε κανέναν ότι κλαίω για μια γυναίκα θα σε σκοτώσω.» του είπα σοβαρά.
«Το ξέρω.» απάντησε το ίδιο σοβαρά. Άκουσα έναν ξερόβηχα και γυρίσαμε ταυτόχρονα να δούμε τον πατέρα μου να στέκεται στην πόρτα.
«Ενοχλώ?» είπε χαμηλόφωνα. «Γεια σου Τσακ.»
«Γεια σας. Δεν ενοχλείτε. Απλά εγώ και ο Ντέιμιεν συζητούσαμε για ένα ζευγάρι από την αγέλη μου που χάθηκε μυστηριωδώς εχθές το βράδυ.» του απάντησε. Η ευκολία του Τσακ να καλύπτει τα πάντα ήταν αξιοθαύμαστη.
«Αλήθεια?» ρώτησε ο πατέρας μου με πραγματικό ενδιαφέρον. Αυτή ήταν η δέκατη μυστηριώδης εξαφάνιση που ακούγαμε μέσα σε μια βδομάδα και ήξερα ότι είχε αρχίσει να θορυβείται έντονα. Και έτσι πέρασαν οι επόμενες ώρες μας. Αφήνοντας το θέμα της Λίλιθ πίσω μας και ακούγοντας για μια ακόμη εξαφάνιση...
Lilith’s POV
Θα τον σκότωνα. Πραγματικά δεν ξέρω πως είχα κρατηθεί και δεν τον είχα κομματιάσει ακόμα. Τι κόπανος! Άσε με, άσε με! Η μαινάδα ούρλιαζε στα αυτιά μου. Εκείνη είχε θιχτεί πιο πολύ από εμένα.
«Μπορείς να ηρεμήσεις? Θα πάθεις τίποτα!» Η ξαδέρφη μου η Μέρεντιθ προσπαθούσε μάταια να με ηρεμήσει. Είχε έρθει μαζί μου σε αυτό το κολασμένο πάρτι για παρέα αλλά δεν είχα ιδέα σε τι θα μπλέκαμε.
«Συγνώμη που σε έφερα σε κάτι τέτοιο. Δεν είχα ιδέα!» Προσπάθησα να ακουστώ πάνω από την δυνατή μουσική. Ήλπιζα να μην μου κρατούσε κακία.
«Είσαι χαζή? Μπορώ να προστατέψω τον εαυτό μου.» είπε κάνοντας τα φώτα από πάνω μας να τρεμοπαίξουν δίνοντας μου ένα παράδειγμα. Είχε την μαγεία να κυλάει στο αίμα της από την μητέρα της. Αυτό όμως δεν με καθησύχαζε ιδιαίτερα. Είχα κάνει βλακεία που την είχα φέρει σε ένα μέρος γεμάτο ξαναμμένους βρικόλακες και υβρίδια. Όμως δεν ήξερα που έμπλεκα αν και έπρεπε να το φανταστώ. Η πρώτη εντύπωση που μου είχε δημιουργήσει ήταν ότι είναι κόπανος και έπρεπε να μείνω σε αυτή, όχι να προσπαθήσω να δω το καλό σε εκείνον. Η γνωριμία μου με τον Ντέιμιεν με είχε κάνει πιο ευαίσθητη. Και πιο απρόσεχτη! Ένιωσα ένα φτερούγισμα από πεταλούδες στο στομάχι μου και ήξερα ότι ο Ντέιμιεν ήταν εκεί κοντά. Είχα συνηθίσει να έχω αυτή την αντίδραση όταν εκείνος ήταν κοντά. Γύρισα για να τον δω να μπαίνει στο σπίτι κοιτώντας γύρω-γύρω μην πιστεύοντας ούτε εκείνος στα μάτια του. Βλέποντας με στην άκρη του δωματίου με πλησίασε παρακάμπτοντας τα σώματα των έξαλλων ανθρώπων που χόρευαν –αν το έλεγες αυτό χορό- κολλημένοι, με τον φίλο του να ακολουθεί.
«Γιατί ήρθες?» με ρώτησε περισσότερο απογοητευμένος παρά θυμωμένος.
«Δεν ήξερα ότι προσκαλούμουν σε ένα όργιο.» απάντησα δείχνοντας γύρω μου τα ζευγάρια που υπήρχαν παντού γύρω μας να κάνουν σεξ και να τρέφονται ο ένας από τον άλλον.
«Δεν ήθελα να δεις κάτι τέτοιο.» είπε απλά κοιτώντας μόνο εμένα έντονα. Δεν έδινε σημασία σε τίποτα τριγύρω μας και αυτό με έκανε να νιώθω ακόμα πιο ξεχωριστή.
«Αυτό δεν είναι τίποτα.» του είπα ειρωνικά. «Ο φίλος σου είναι ο χειρότερος. Ένας Θεός ξέρει τι έχει πιεί και μάκρυνε πολύ το χέρι του.» είπα πριν καν το σκεφτώ και είδα την έκφραση του Ντέιμιεν να σκληραίνει. Ω, Θεέ μου!
«Σε άγγιξε?» ρώτησε με τα δόντια του να βγαίνουν στην επιφάνεια και τα μάτια του να αλλάζουν. Γιατί έπρεπε να έχω τόσο μεγάλο στόμα? Κούνησα το κεφάλι μου μανιασμένα και έκανα να τον κρατήσω από το μπράτσο.
«Όχι, Ντέιμιεν...» προσπάθησα να τα μπαλώσω αλλά μάταια. Κατευθυνόταν ήδη προς την κουζίνα και έτρεξα από πίσω του προσπαθώντας να αποτρέψω τον χαμό που θα ακολουθούσε. Γιατί, γιατί, γιατί έπρεπε να μιλήσω? Αφού ξέρω ότι παίρνει την δουλειά του στα σοβαρά! «Ντέιμιεν!» ούρλιαξα ενώ έπιανε τον Κρις από τον λαιμό και έχωνε τα δόντια του στην σάρκα του σκίζοντας την μπροστά στους φίλους τους. Ο Κρις ούρλιαξε και πάλεψε με άγαρμπες κινήσεις να ξεφύγει αλλά δεν είχε ελπίδα. Το αλκοόλ με την έλλειψη συγκέντρωσης και την δύναμη του Ντέιμιεν έκανε την μάχη άνιση. Ο Ντέιμιεν τράβηξε τα δόντια του από τον λαιμό του, του χτύπησε το κεφάλι στον πάγκο της κουζίνας και τον πέταξε στα πόδια μου. Βρέθηκε από πίσω του στο δευτερόλεπτο και τον σήκωσε στα πόδια του φέρνοντας τον μπροστά μου σε απόσταση αναπνοής.
«Άγγιξε την ξανά!» τον πρόσταξε. Παρόλο που ήταν λιώμα δεν κουνήθηκε. Καταλάβαινε ότι αν το έκανε ο Ντέιμιεν θα σταματούσε την καρδιά του σε δευτερόλεπτα. Έμεινε να με κοιτάει με μίσος χωρίς να αναπνέει καν. «Άγγιξε την ξανά!» ούρλιαξε ξανά ο Ντέιμιεν. Ο Κρις έφυγε από τα χέρια του με μια άτσαλη κίνηση και γύρισε προς το μέρος του. Προσπάθησε να του επιτεθεί ζαλισμένα όμως ο Ντέιμιεν χωρίς ούτε καν να προσπαθήσει τύλιξε το ένα του χέρι γύρω από τον λαιμό του και με το άλλο του γύρισε το κεφάλι αφήνοντας το νεκρό σώμα του να χτυπήσει το πάτωμα της κουζίνας. Ο Ντέιμιεν ήρθε προς το μέρος μου και πιάνοντας με από την μέση με έβαλε στον ώμο του και με κουβάλησε έξω από το σπίτι με την Μέρεντιθ και τον φίλο του να ακολουθούν.
«Είσαι καλά? Φαίνεσαι σοκαρισμένη.» με ρώτησε ο φίλος του ενώ ο Ντέιμιεν με κατέβαζε και με άφηνε να πατήσω ξανά στην γη. Απομακρύνθηκε από δίπλα μου και εγώ έμεινα να κοιτάζω σαν χαζή το κενό. Έτρεμα ολόκληρη και δεν μπορούσα να καταγράψω στον εγκέφαλο μου ότι είχα δει μόλις ένα πλάσμα να πέφτει νεκρό στα πόδια μου. Είχα δει ανθρώπους να πεθαίνουν ξανά, η Στεφ και ο Ρίκι είχαν μισοπεθάνει στα χέρια μου αλλά αυτό για κάποιο λόγο με σόκαρε τόσο πολύ. Άρχισα να τρέμω πιο έντονα και το παιδί έβγαλε το μπουφάν του και μου το φόρεσε.
«Ευχαριστώ.» είπα με φωνή που μόλις ακουγόταν. Ο Ντέιμιεν με κοιτούσε έντονα αλλά ούτε με αυτό μπορούσα να ασχοληθώ.
«Είσαι άξεστος.» γύρισε και είπε στον Ντέιμιεν ο φίλος του ενώ συνέχισε να στέκεται δίπλα μου.
«Τσακ σκάσε. Κανείς δεν την αγγίζει όσο είμαι εγώ εδώ.» Το κινητό μου χτύπησε εκείνη την στιγμή και το σήκωσα με τρεμάμενα χέρια.
«Λίλιθ?» Μια κλαμένη φωνή από την άλλη άκρη της γραμμής ούρλιαζε το όνομα μου. Αυτό με συνέφερε απότομα.
«Στεφ? Τι έγινε?» Η Στέφανι συνέχισε να κλαίει με αναφιλητά μην μπορώντας να αρθρώσει λέξη. Έτσι περίμενα υπομονετικά.
«Ο Ρίκι. Βρήκε κοπέλα.»
«Και εσύ γιατί κλαις? Δεν χαίρεσαι?» Πρώτη φορά άκουγα την Στέφανι να στεναχωριέται με την χαρά του δίδυμου της.
«Θα μείνω μόνη μου Λίλιθ. Δεν έχω κανέναν.» συνέχισε να ουρλιάζει με λυγμούς στα αυτιά μου.
«Είσαι χαζή?» αναστέναξα. «Έρχομαι από εκεί.» έκλεισα το τηλέφωνο και κινήθηκα προς το αυτοκίνητο μου. Σταμάτησα όμως στα μισά. Είχα μια άλλη ιδέα. Πήγα πάλι πίσω στα αγόρια. «Τσακ σωστά?» ρώτησα και είδα το αγόρι να μου γνέφει. «Λίλιθ, χάρηκα.» είπα και του έδωσα το χέρι μου. «Ευχαριστώ πολύ για την ευγένεια μου και, κινδυνεύοντας να με παρεξηγήσεις θα μπορούσες να με συνοδεύσεις στο σπίτι μιας φίλης μου? Φαίνεσαι τόσο καλός και είμαι σίγουρη ότι θα μπορούσες να με βοηθήσεις.» Ο Τσακ έσφιξε το χέρι μου και μου χαμογέλασε.
«Εγώ πάω σπίτι Λίλιθ. Πάρε με να μου πεις τι έγινε με την Στεφ.» Η Μέρεντιθ με καληνύχτισε και έφυγε.
«Χαρά μου να βοηθήσω.» είπε ο Τσακ. Γύρισα στον Ντέιμιεν που φαινόταν έτοιμος να χτυπήσει κάποιον.
«Ντέιμιεν έλα.» Με κοίταξε καχύποπτα και δεν έκανε βήμα. Πήγα προς το μέρος του και τον έπιασα από το χέρι. «Μην με κάνεις να σε παρακαλέσω.» του είπα και τον τράβηξα. Έπεσε πάνω μου απότομα και με κράτησε λίγο πριν πέσω πίσω.
«Δεν θα ενοχλήσω?» με ρώτησε κάπως ειρωνικά. Ζήλευε πάλι?
«Ποτέ δεν ενοχλείς.» του απάντησα ειλικρινά και ένιωθα πάλι αυτή την ακατανίκητη έλξη να τον φιλήσω και φαινόταν ότι και αυτός σκεφτόταν το ίδιο αλλά έπρεπε να κρατηθώ. Δεν είμασταν μόνοι και είμαι σίγουρη ότι θα γινόμασταν θέαμα. Πάντα γινόμασταν λόγω της έλλειψης αυτοσυγκράτησης. Έπιασα το μπράτσο του και τον έσυρα μέχρι το αμάξι. Φτάσαμε στο σπίτι της Στέφανι σε λιγότερο από 5 λεπτά. Βγαίνοντας από το αμάξι, ένιωσα το λεπτοκαμωμένο κορμί της να ορμάει πάνω μου με δύναμη. Την κράτησα την τελευταία στιγμή.
«Θα πεθάνω μόνη.» γκρίνιαξε κλαίγοντας και με έσφιξε περισσότερο πάνω της.
«Δεν είμαι μόνη.» της είπα ένοχα ενώ τα αγόρια έβγαιναν από το αμάξι. Ήξερα ότι πάνω από όλα ήταν η εικόνα της και θα με σκότωνα που άφηνα τον Ντέιμιεν ειδικά να την δει απεριποίητη και πρησμένη από το κλάμα.
«Θα σε σκοτώσω.» ψιθύρισε και σκούπισε βιαστικά τα μάτια της. «Γεια.» γύρισε να πει στα αγόρια που την πλησίαζαν.
«Στεφ, αυτός είναι ο Τσακ, Τσακ αυτή είναι η φίλη μου η Στεφ. Πιστεύω ότι θα μπορέσεις να την πείσεις ότι δεν θα μείνει μόνη για πάντα.»
«Λίλιθ!» η Στεφ κόντευε να πάθει έμφραγμα με τα λόγια μου. Την είχα κάνει τόσο ρεζίλι!
«Άμα νομίζεις κάτι τέτοιο δεν είσαι τόσο έξυπνη όσο φαίνεσαι. Απλά όμορφη.» Η Στεφ χαμήλωσε το κεφάλι και κοκκίνισε. Ο Τσακ της χαμογέλασε. Έπιασα τον Ντέιμιεν από το μπράτσο και απομακρυνθήκαμε διακριτικά. Όλα θα ήταν μια χαρά τώρα.
«Προξενήτρα έγινες τώρα?» με ρώτησε καθώς περπατούσαμε προς τον άδειο δρόμο.
«Νομίζω ότι ο Τσακ είναι υπέροχος για την Στεφ. Ευγενικός, καλός, ένας πραγματικός κύριος. Ότι ακριβώς χρειάζεται δηλαδή. Κάποιος να την προσέχει και να την φροντίζει. Θα προτιμούσε βέβαια εσένα, αλλά δεδομένου ότι εσύ δεν δημιουργείς σχέσεις με κανέναν και 24/7 φυλάς εμένα, μάλλον αυτό σε καθιστά ακατάλληλο.» Με κοίταξε θιγμένος.
«Πιστεύεις ότι δεν δημιουργώ σχέσεις με κανέναν? Και μαζί σου?» Κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά.
«Μαζί μου ανοίχτηκες από ανάγκη, Ντέιμιεν. Και δεν έχεις δημιουργήσει σχέση μαζί μου. Έχεις φροντίσει να κρατάς τις αποστάσεις ασφαλείας.» Σταμάτησε απότομα και με κοίταξε σαν να ήμουν τρελή.
«Όχι.» είπε πεισματικά. Τα πράσινα μάτια του γυάλιζαν.
«Ναι. Το έχεις κάνει ξεκάθαρο ότι δεν θες κανέναν να σε πλησιάσει.» Μάλλον είχε έρθει η στιγμή να βγουν τα πάντα στην φόρα. Δεν μπορούσα να το αναχαιτίσω άλλο. Είχα φτάσει στα όρια μου και δεν άντεχα άλλο. Η στιγμή της αλήθειας ήταν ήδη εδώ.
«Εσένα σε άφησα. Αλήθεια, είσαι η μόνη γυναίκα που άφησα να με πλησιάσει τόσο. Και για ποια απόσταση ασφαλείας μιλάς? Το έχουμε ξεπεράσει προ πολλού αυτό το στάδιο.» είπε γελώντας πικραμένα.
«Πρέπει να σταματήσεις να φοβάσαι την απόρριψη. Δεν είναι όλες οι γυναίκες σαν την Κάρολαιν.» είπα πεισματικά.
«Εσύ δεν είσαι?» Οκ. Με έθιγε αυτή την στιγμή. Έτσι σκεφτόταν για μένα?
«Το ξέρεις πως όχι. Δεν θα σε πληγώσω.» Γέλασε μόνος του και γύρισε να με κοιτάξει . «Τι?»
«Ήδη το κάνεις Λίλιθ!» Έμεινα να τον κοιτάζω με γουρλωμένα μάτια.
«Ορίστε?» ρώτησα θιγμένη.
«Με πληγώνεις. Ξέρεις τι είναι να είσαι για κάποιον ο μοναδικός του πειρασμός και να μην μπορεί να κάνει τίποτα για αυτό? Κάθε λεπτό αυτής της μέρας το περνάω μαζί σου χωρίς να μπορώ να σε αγγίξω και δεν μου φτάνει. Με σκοτώνει και δεν είναι μόνο αυτό. Μπορεί εσύ να είσαι ικανοποιημένη με πέντε φιλιά αλλά εγώ σίγουρα όχι. Σε χρειάζομαι, σε έχω ανάγκη περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Όχι μόνο το σώμα σου. Θέλω να μου ανήκεις Λίλιθ, Ψυχή, μυαλό και σώμα. Σε θέλω τόσο πολύ που πονάω. Θέλω να είσαι δική μου. Μόνο δική μου. Και αυτό δεν γίνεται. Είσαι απαγορευμένη για μένα και το χειρότερο? Καταλαβαίνω γιατί. Γιατί δεν σου αξίζω. Γιατί μπορώ να σε καταστρέψω. Γιατί δεν είμαι αυτό που θες, που χρειάζεσαι και δεν μπορώ να γίνω, Δεν μπορώ να αλλάξω Λίλιθ. Ούτε καν για σένα. Όσα έζησα, ότι πέρασα, δεν αλλάζει. Αυτός είμαι. Για αυτό μην μου λες για απόσταση ασφαλείας. Δεν υπάρχει πια ούτε έλεγχος, ούτε απόσταση.» Έμεινα να τον κοιτάζω μην μπορώντας να πιστέψω στα αυτιά μου και απομακρύνθηκε θυμωμένα μέχρι που εξαφανίστηκε στο τέλος του δρόμου. Τα δάκρυα μου έτρεχαν ανεξέλεγκτα και δεν μπορούσα να σταματήσω. Του είχα κάνει όντως τόσο κακό? Και πιο κύριο: Όντως με ήθελε τόσο πολύ? Άρχισα να περπατάω μόνη μου στον σκοτεινό δρόμο μην μπορώντας να ελέγξω τις αντιδράσεις μου. Δεν ήξερα τι να κάνω, δεν ήξερα που να πάω, δεν ήξερα τι έπρεπε να πω. Αν, παρότι είχα κάνει για να το αποτρέψω, τον είχα πληγώσει δεν του άξιζε τέτοιο πράγμα. Είχε περάσει πολλά και δεν άντεχα στην σκέψη ότι θα γινόμουν μια ακόμα πηγή πόνου για εκείνον. Αλλά με ήθελε. Το είχε πει. Γιατί δεν έκανε κάτι τότε? Μπορούσα να τον κάνω ευτυχισμένο. Το ήξερα. Γιατί δεν με άφηνε? Γιατί δεν μου έδινε μια ευκαιρία? Τα βήματα μου με οδήγησαν κατευθείαν σπίτι μου. Μπήκα μέσα για να δω τον θείο Στέφαν να κάθεται στο σαλόνι διαβάζοντας ένα βιβλίο.
«Πριγκίπισσα?» με ρώτησε βλέποντας την κατάσταση μου. Τα μαλλιά μου ήταν ανακατεμένα από τον αέρα, το μακιγιάζ μου είχε χαλάσει από τα δάκρυα και τα ρούχα μου τσαλακωμένα από τις γροθιές μου. Και αυτά ήταν μονάχα ότι μπορούσε να δει. Δεν μπορούσε να δει την καρδιά μου που είχε γίνει μια πληγή που μάτωνε στο στήθος μου, ούτε την μελανιασμένη μου ψυχή. Έτρεξα προς το μέρος του, έπεσα στην αγκαλιά του και έκλαψα λίγο ακόμα. Με αγκάλιασε. «Τι έγινε μωρό μου?» ρώτησε γεμάτος ανησυχία. Οι λυγμοί μου δεν με άφηναν να μιλήσω αλλά και να μπορούσα τι να του έλεγα? Δεν μπορούσα να μιλήσω σε κανέναν για ότι είχε συμβεί.
«Είμαι μια καταστροφή!» ούρλιαξα ενώ σπάραζα ξανά. Με χάιδεψε και μου φίλησε το κεφάλι. Δεν ήταν όμως το ίδιο. Μόνο ο Ντέιμιεν μπορούσε να με ηρεμήσει με αυτή την κίνηση.
«Τι είναι αυτά που λες? Ποιος σε πείραξε?» Σήκωσα το κεφάλι μου να τον κοιτάξω αλλά τα δάκρυα θόλωναν την όραση μου.
«Γιατί μένεις δίπλα μου θείε? Γιατί προσπαθείτε όλοι σας δηλαδή? Ότι και να κάνω πάντα καταστρέφω ότι αγγίζω. Καταστρέφω ότι αγαπώ. Φύγε μακριά εσύ και η θεία όσο μπορείτε. Δεν θέλω να σας κάνω κακό.» Και άλλα δάκρυα έτρεξαν από τα μάτια μου παρόλο που πάλευα να τα σταματήσω.
«Μην λες βλακείες. Τίποτα δεν καταστρέφεις.» με παρηγόρησε γλυκά χωρίς αποτέλεσμα όμως.
«Ναι το κάνω. Κατέστρεψα την σχέση σου με την μαμά, άλλαξα τον μπαμπά και την θεία, εξαιτίας μου η μαμά έφυγε από το Μίστικ Φολς, σας ανησυχώ συνέχεια και έφερα τον Κλάους πίσω στην ζωή σας.» Μάλλον με βασάνιζαν περισσότερα από όσα άφηνα να πιστεύω. Η συζήτηση –αν μπορείς να το πεις έτσι- με τον Ντέιμιεν είχε πυροδοτήσει μια αλυσιδωτή έκρηξη συναισθημάτων.
«Λίλιθ...» με κοίταξε μες στα μάτια με αυτή την γλυκιά έκφραση στο πρόσωπο του. « Δεν έκανες τίποτα. Όλα αυτά... Ήταν δικές μας επιλογές και πληρώσαμε το τίμημα των πράξεων μας. Αλλά όπως βλέπεις όλα κατέληξαν όπως έπρεπε. Το ότι ήρθες στην ζωή μας ήταν το πιο όμορφο πράγμα για όλους μας. Ο ερχομός σου έβαλε τα πράγματα στην θέση τους, και στην τελική είναι δική μου επιλογή τι θα κάνω.» Έμεινα να τον κοιτάζω παγωμένη καθώς ο εγκέφαλος μου έπαιρνε ξανά μπροστά. Σηκώθηκα στα πόδια μου και τον κοίταξα.
«Ευχαριστώ θείε. Δεν έχεις ιδέα τι καλό μου έκανες.» του χαμογέλασα και έτρεξα στο δωμάτιο μου συνειδητοποιώντας τι έπρεπε να κάνω...
Damien’s POV
Μην έχοντας τίποτα άλλο να κάνω και βγάζοντας ένα μεγάλο φορτίο από τους ώμους μου λέγοντας της αυτό που με βασάνιζε εδώ και αρκετό καιρό, είχα γυρίσει σπίτι και είχα κλειδωθεί στο δωμάτιο μου. Ο πατέρας μου προσπάθησε να μου μιλήσει, η Μάγια ακόμα και η Σάρα αλλά δεν είχα ανοίξει σε κανέναν. Με είχαν δει μπαίνοντας στο σπίτι στα μαύρα μου τα χάλια και για πρώτη φορά είχα νιώσει ότι είχαν νοιαστεί για μένα και όχι απλά για να τα ξέρουν όλα. Ακόμα και η Σάρα. Ο πατέρας μου, μου είχε πει ότι θα βγαίνανε έξω και θα έμενα μόνος μου με την Μάγια. Έτσι είχα πέσει για ύπνο. Σε έναν βαθύ ύπνο γεμάτο πρόστυχα όνειρα πάλι μέχρι που ένα δυνατό χτύπημα στην εξώπορτα με είχε συνεφέρει. Ποιος βεβήλωνε την μόνη επαφή που θα μπορούσα να έχω με την Λίλιθ? Δυνατό και επίμονο χτύπημα ακούστηκε στην πόρτα μου δευτερόλεπτο αφού η Μάγια είχε ανοίξει την κάτω πόρτα. Τι στο καλό έτρεχε?
«Άνοιξε μου.» άκουσα την Λίλιθ να φωνάζει θυμωμένα από την άλλη μεριά. Σηκώθηκα παραπατώντας χωρίς να έχω συνέλθει ακόμα και ξεκλείδωσα χωρίς να το πολυσκεφτώ. Εξάλλου σε ότι αφορούσε αυτή την γυναίκα το μυαλό δεν συμμετείχε.
«Τι στο...?» ψέλλισα τρίβοντας τα μάτια μου και ανοίγοντας την πόρτα. Στεκόταν στην άλλη άκρη του δωματίου με το ίδιο φόρεμα που την είχα αντικρίσει το πρώτο βράδυ. Έμεινα να την κοιτάζω άφωνος. Γιατί μου το έκανε αυτό τώρα? Τα μαλλιά της χυτά στους ώμους της, τα μάτια της να γυαλίζουν με το ίδιο φως όπως εκείνο το βράδυ και βρεγμένη ως το κόκαλο. Αστραπές ακούγονταν απέξω και αυτές δικαιολογούσαν την κατάστασή της. Την δική μου κατάσταση όμως? Και μόνο που την έβλεπα το σώμα μου ξυπνούσε από τον λήθαργο.
«Εγώ αποφασίζω.» μου είπε ξέπνοη. Τρέχοντας είχε έρθει?
«Λίλιθ, τι...?» Την κοίταξα νυσταγμένα ακόμα μην καταλαβαίνοντας τον λόγο που είχε έρθει.
«Εγώ αποφασίζω αν μου αξίζεις ή όχι. Αν είσαι αυτό που θέλω ή όχι.» είπε σοβαρά. Κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά αλλά δεν έπαιρνε το όχι για απάντηση. Έφερε τα χέρια της στο πρόσωπο μου και με τράβηξε πάνω της. Πίεσε τα χείλη της πάνω μου και έβαλα όλη την δύναμη της ψυχής μου για να της απωθήσω χωρίς να ανταποκριθώ στο φιλί της.
«Όχι.» είπα αποφασιστικά. Αν έπαιρνα αυτόν τον δρόμο ξανά δεν θα υπήρχε επιστροφή. Έκανε να με ξαναπιάσει αλλά την έσπρωξα από πάνω μου απαλά και εκείνη αρπάζοντας με από τους ώμους με κόλλησε πάνω στην πόρτα. Πρώτη φορά την έβλεπα να χρησιμοποιεί τόση δύναμη, τόσο αποφασιστικά. Δεν αστειευόταν. Τι την είχε πιάσει? Και όμως, ότι και να την είχε πιάσει, και όσο και αν δεν ήθελα να το παραδεχτώ αυτή η ελάχιστη απόσταση ανάμεσα μας άναβε φωτιές σε όλο μου το σώμα. Με πλησίασε σε απόσταση χιλιοστών και με κοίταξε με μισάνοιχτα χείλη και το κεφάλι της ελαφρώς λυγισμένο στο πλάι. Πόσο πιο κολασμένη μπορούσε να γίνει αυτή η γυναίκα?
«Και αν είσαι ο δικός μου πειρασμός?» με ρώτησε και με ανάγκασε να την κοιτάξω στα μάτια. «Το να σε βλέπω όλη μέρα, κάθε μέρα μετά από εκείνο το φιλί στην λίμνη νομίζεις ότι είναι εύκολο για μένα όταν το μόνο που θέλω είναι τα χείλη σου πάνω στα δικά μου ξανά? Να μην μπορώ να σε αγγίξω...» μου ψιθύρισε δαγκώνοντας το χείλος της και έσυρε τον δείκτη της στο γυμνό μου στήθος κάνοντας με να κλείσω τα μάτια ενώ χανόμουν στο άγγιγμα της. «Να μην μπορώ να κάνω αυτό...» με φίλησε απαλά στην βάση του λαιμού μου και ανατρίχιασα ολόκληρος. «ή αυτό...» ακούμπησε απαλά τα χείλη της στα δικά μου. Δεν ανταποκρίθηκα αλλά δεν την απώθησα κιόλας. Δεν μπορούσα. «Δεν μπορώ να το πολεμάω πια Ντέιμιεν, εγώ θα ενδώσω στον πειρασμό μου. Εσύ?» με κοίταξε προκλητικά κι μου ήταν αδύνατο να μην αντιδράσω σε αυτό. Την ήθελα τόσο πολύ και δεν είχα άλλη αντοχή να το παλέψω.
«Δεν υπάρχει γυρισμός.» την προειδοποίησα αυστηρά ανασαίνοντας βαριά. Με κοίταξε χαμογελώντας μου επικίνδυνα. Θα το μετάνιωνα αλλά δεν είχα περιθώριο για σκέψεις. Την άρπαξα και την φίλησα κολλώντας βίαια τα χείλη μου στα δικά της. Την άρπαξα από την μέση και τύλιξε τα πόδια της γύρω μου. Την έριξα άγρια στο κρεβάτι και ανέβηκα από πάνω της. Με κοιτούσε αποπλανητικά και με τρέλαινε. Δεν φανταζόμουν ότι θα ερχόταν ποτέ αυτή η στιγμή και τώρα θα την ζούσα στο έπακρο. Τέρμα τα όνειρα. Μόνο πράξεις. Άρπαξα το κινητό μου από το κομοδίνο και το πέταξα με δύναμη στον τοίχο πίσω μου διαλύοντας το. Γέλασε και έκανε το ίδιο. Με τράβηξε από τον λαιμό πάνω της ξανά και με φίλησε. Αυτό και αν ήταν φιλί. Ανάγκη, πόθος, ένταση. Όλα σε ένα μονάχα απελπισμένο φιλί. Άφησα τα χείλη μου να τρέξουν στον λαιμό και τους ώμους της, στο στέρνο και στην γραμμή του στήθους της. Αναστέναξε βαριά σκίζοντας τα χείλη της με τα δόντια της. Την φίλησα ξανά γλείφοντας το αίμα από πάνω της. Τράβηξα το φόρεμα από πάνω της σκίζοντας το σε κομμάτια και έμεινα έκθαμβος με την ομορφιά της. Το τέλειο κορμί της ήταν τώρα ξαπλωμένο κάτω από το σώμα μου και με άφηνε ξέπνοο το θέαμα. Την χάιδεψα με τα ακροδάχτυλα μου περνώντας τα από το πιγούνι της στο στήθος της, και από την κοιλιά της στα καλλίγραμμα πόδια της. Αφέθηκε στο άγγιγμα μου και έριξε το κεφάλι της πίσω. Το δέρμα της ήταν τόσο απαλό και λείο και έκαιγε κάτω από τα δάχτυλα μου. Έκλεισα το στόμα μου γύρω από το στήθος της και ρούφηξα απαλά. Αναστέναξε βαθιά και τραβώντας με βρέθηκε από πάνω μου. Έσκυψε και άρχισε να δίνει υγρά φιλιά στο στήθος μου. Τα δάχτυλα της άναβαν φωτιές στο πέρασμα τους από το δέρμα μου. Την ήθελα. Την ήθελα τόσο πολύ και ένιωθα ότι και εκείνη με ήθελε. Ένιωσα τους κυνόδοντες μου να έρχονται στην θέση τους. Προσπάθησα να τους αποσύρω αλλά με σταμάτησε. Έσυρε τον δείκτη της πάνω τους.
«Δεν φοβάμαι.» μου είπε κοιτώντας με στα μάτια. Την τράβηξα και βύθισα την γλώσσα μου στο στόμα της. Κουνήθηκε ρυθμικά πάνω μου, ακόμα με τα εσώρουχά μας και έστειλε κύματα ηδονής στο κορμί μου.
«Σε θέλω.» της ψιθύρισα ενώ τραβιόμουν να την κοιτάξω διακόπτοντας το φιλί.
«Δείξτο μου.» ψιθύρισε και εκεί ήταν που έπεσαν οι τελευταίες αντοχές μου. Έσκισα τα εσώρουχα της με το ένα μου χέρι και με το άλλο την χάιδεψα χαμηλά. Ένιωσα την υγρασία να κυλάει από μέσα της στα δάχτυλά μου και αναστέναξε στην επαφή. Την γύρισα ξανά και έβγαλα και το δικό μου εσώρουχο. Δεν μπορούσα να το πιστέψω ότι είμασταν τόσο κοντά σε αυτό που θέλαμε και οι δυο εξ αρχής. Έπρεπε να βάλω όλη την δύναμη της θέλησης μου για να μην την πάρω άγρια με την πρώτη και να μην τελειώσω την στιγμή που την άγγιξα. Την κοίταξα μια τελευταία φορά περιμένοντας να με σταματήσει. Αλλά για μια ακόμα φορά με εξέπληξε. Τύλιξε το χέρι της γύρω μου και με οδήγησε μέσα της. Το σώμα της έλιωσε κάτω από το δικό μου και εγώ σταμάτησα να αναπνέω καθώς χανόμουν στην αίσθηση της. Τόσο όμορφα. Την ένιωσα να σφίγγεται καθώς έμπαινα πιο μέσα της και βρήκα αντίσταση. Άνοιξα τα μάτια μου απότομα και την κοίταξα έντονα. Δεν μπορούσε. Μπορούσε?
«Λιλ?» είπα αβέβαιος. Με κοίταξε με μάτια που γυάλιζαν από επιθυμία ανασαίνοντας βαριά.
«Δεν θα το συζητήσουμε τώρα.» μου είπε καθώς προσπαθούσε να επαναφέρει την τριβή αλλά μάταια γιατί εγώ είχα ακινητοποιηθεί. Με κοίταξε ξανά. «Ντέιμιεν, σε παρακαλώ. Σε θέλω.» Τα λόγια της με τρέλαναν αλλά έπρεπε να αντιδράσω με σύνεση. Δεν ήταν εύκολο όταν ένιωθα να πεθαίνω και το σώμα μου να με ικετεύει να συνεχίσω. Της χάιδεψα τα μαλλιά και έκλεισε τα μάτια της.
«Θα πονέσει.» της ψιθύρισα. Δεν ήθελα να την βλάψω. Ήθελα να είναι καλά και να αισθάνεται όμορφα. Δεν φανταζόμουν ποτέ αυτή την εξέλιξη.
«Δεν με νοιάζει.» είπε με φωνή γεμάτη λαγνεία τραβώντας με πιο κοντά της. «Θέλω να σε νιώσω.» Κουνήθηκα βίαια τρελαμένος σπάζοντας το εμπόδιο και ούρλιαξε κλαψουρίζοντας. Έριξε το κεφάλι της πίσω και συνέχισα να κουνιέμαι βίαια μέσα της. Ήταν θεϊκή. Τόσο στενή και υγρή και τέλεια. Κουνιόταν μαζί μου αν και άπειρη σε τέλειο συγχρονισμό. Τα χείλη μου δεν άφηναν στιγμή τα δικά της και δεν πίστευα να μπορούσα να σταματήσω να την φιλάω ποτέ. Οι αναστεναγμοί μας γέμιζαν το δωμάτιο αλλά τους σώπαινα με τα φιλιά μου ενώ τα νύχια της έσκιζαν το δέρμα της πλάτης μου σε κάθε ώθηση. Δεν προλάβαινα να απομακρυνθώ από το σώμα της και με τραβούσε πάλι πίσω. Δεν είχα νιώσει ποτέ ξανά κάτι τέτοιο. Ήμουν στον Παράδεισο και στην Κόλαση ταυτόχρονα. Ήθελα να μείνω μέσα της αλλά πονούσε το κορμί μου αν δεν κουνιόμουν. Την ήθελα και η έκσταση με πλημμύριζε. Τα δάχτυλα μου θα άφηναν μελανιές στο δέρμα στα πλευρά της από το σφιχτό μου κράτημα αλλά δεν μπορούσα να κάνω και αλλιώς. Την κρατούσε λες και εξαρτιόταν η ζωή μου από εκείνη. Και εξαρτιόταν αλλά δεν θα το ανέλυα τώρα. Τώρα απλά ήθελα να νιώσω. Να την νιώσω γύρω μου, πάνω μου. Παντού. Σήκωσε τον κορμό της και φέρνοντας το στόμα της στον λαιμό μου με δάγκωσε με τα ανθρώπινα δόντια της. Κουνήθηκα σε υπεράνθρωπη ταχύτητα και κρατήθηκε σφιχτά πάνω μου ουρλιάζοντας.
«Μην σταματάς σε ικετεύω.» ψιθύρισε ξέπνοη ενώ καθόμουν και την έφερνα από πάνω μου. Ήθελα να νιώσω όλο το γυμνό κορμί της πάνω στο δικό μου. Τα πόδια της τυλίχτηκαν γύρω μου, το πρόσωπο μου χώθηκε στον λαιμό της και εκείνη δάγκωνε απαλά τον λοβό του αυτιού μου. Ένιωσα τους τοίχους της να στενεύουν και την ανάσα της να κόβεται και ήξερα ότι τελείωνε. Ήθελα να την δω να τελειώνει. Κρατώντας την γερά με το ένα χέρι γύρω από την μέση της την ανάγκασα να με κοιτάξει. Με κοίταξε με πάθος και από τα μισάνοιχτα χείλη της βγαίνανε μικροί αναστεναγμοί και κοφτές ανάσες. Κινήθηκα πιο βαθιά μέσα της κάνοντας την να ρίξει το κεφάλι της πίσω και να ουρλιάξει το όνομα μου καθώς τελείωνε. Νιώθοντας και ακούγοντας την, την ακολούθησα βυθίζοντας τα δόντια μου στον λαιμό της και πίνοντας από εκείνη. Ο δεύτερος οργασμός της ακολούθησε αμέσως μετά κάνοντας την να τρέμει σύγκορμη. Την κράτησα πάνω μου απολαμβάνοντας την ζέστη που εξέπεμπε το κορμί της μέχρι να ακούσω την ανάσα της να επανέρχεται στο φυσιολογικό της. Το ένα χέρι της δεν σταματούσε να μου χαϊδεύει το πίσω μέρος του κεφαλιού μου ενώ το άλλο ήταν ακόμα τυλιγμένο γύρω από τον λαιμό μου. Την ξάπλωσα απαλά πίσω στα μαξιλάρια και άφησα το μισοκοιμισμένο σώμα της να ξεκουραστεί. Έμεινα να κοιτάζω το γυμνό της κορμί λουσμένο στο φεγγαρόφωτο για ώρα. Αυτή η κόρη της Σελήνης είχε σταλεί στην μαύρη ζωή μου για να την πλημμυρίσει με φως. Ο προσωπικός μου άγγελος που κοιμόταν τώρα στο κρεβάτι μου. Ότι είχε γίνει μεταξύ μας απόψε... Ο δεσμός που μας ένωνε είχε πλέον σφραγιστεί. Ναι, είχα εμπειρίες αλλά καμία δεν συγκρινόταν με αυτή. Με άγγιζε και ένιωθα να πεθαίνω από ηδονή, απομακρυνόταν από μένα και πέθαινα από μοναξιά. Αυτό που είχα ζήσει μαζί της... Δεν είχε προηγούμενο. Ήταν ότι πιο έντονο και υπέροχο μα συνάμα ότι πιο ερωτικό είχα βιώσει. Δεν ήταν αυτό που έδειχνε. Ναι, ήταν ο πιο γλυκός και όμορφος άνθρωπος στον πλανήτη αλλά είχε ένα αδιαμφισβήτητο πάθος και ήμουν τόσο τυχερός που με είχε αφήσει να το δω. Ξάπλωσα δίπλα της. Η γαλήνη που ένιωσα βλέποντας μόνο τα κλειστά της βλέφαρα ήταν ένα συναίσθημα που δεν μπορούσα να αφήσω να φύγει μέσα από τα χέρια μου. Πήγα πιο κοντά της και βύθισα το πρόσωπο μου στα μαλλιά της εισπνέοντας βαθιά το μεθυστικό της άρωμα. Δεν ξέρω αν με άκουσε ή με ένιωσε αλλά άπλωσε το χέρι της και έπιασε το δικό μου μες στον ύπνο της. Η δική μου κούραση μου χτύπησε το κατώφλι και ένιωσα τα βλέφαρα μου να βαραίνουν. Μόνο μια σκέψη έκανα πριν βυθιστώ σε έναν γαλήνιο ύπνο. Ο Τσακ για πρώτη φορά δεν είχε πέσει μέσα. Δεν ήμουν ερωτευμένος μαζί της. Την αγαπούσα με όλη μου την καρδιά...
Nadia