Lilith:The dark side of the moon (Κεφάλαιο 41) "All I need is family"

Damien’s POV

Έπεσα στα γόνατα ανήμπορος. Ένιωθα τα δάκρυα να ανεβαίνουν σιωπηλά στα μάτια μου και για πρώτη φορά στη ζωή μου δεν τα εμπόδισα. Ο πατέρας μου έτρεξε στο πλευρό μου και τύλιξε τα χέρια του γύρω μου σε μια σφιχτή αγκαλιά. Δεν μίλησε. Δεν είπε τίποτα. Μόνο με αγκάλιασε κάνοντας τον πόνο μου ακόμη πιο δυσβάστακτο. Πρώτη φορά έδειχνε τρυφερότητα και έπρεπε να είναι την μέρα που η νεκρή καρδιά μου χτυπούσε ακανόνιστα από το πόνο. Ο Τσακ έφτασε στην πόρτα αντικρίζοντας το βομβαρδισμένο τοπίο που είχε αφήσει πίσω της η Λίλιθ.
«Τι έγινε εδώ?» ρώτησε και το βλέμμα του έπεσε πάνω σε μένα. Έτρεξε γρήγορα στο πλάι μου και με χάιδεψε στην πλάτη. «Ντέιμιεν?» ακούστηκε αβέβαιος. Πρώτη φορά με έβλεπε έτσι. Τα είχα κάνει... δεν υπήρχε λέξη να περιγράψει την κατάσταση. Είχα πάντως καταστρέψει ανεπιστρεπτί ότι πιο ωραίο είχε έρθει στην ζωή μου. Κατάπια έναν λυγμό την στιγμή που άκουγα τους κεραυνούς να πέφτουν δίπλα μας. Η Λίλιθ. Πονούσε όσο και εγώ. Το ένιωθα. Ένιωθα τον πόνο της να με κατακλύζει. Είχα δει το μίσος της όταν με είχε δει να σπρώχνω την Τρέισι από πάνω μου. Το αίμα της πότιζε το χαλί και δεν μπορούσα να νιώσω ούτε σπιθαμή ενοχές. Αν δεν το είχε κάνει η Λίλιθ θα το είχα κάνει εγώ. Θεέ μου τα μάτια της! Καθαρό λευκό. Δεν ήταν η μαινάδα αυτή. Δεν είχε κυριευτεί στιγμή. Ότι είχε κάνει, το είχε κάνει ενώ ήταν ο εαυτός της. Προσευχόμουν αύριο να μην είχε τύψεις. Προσευχόμουν ότι είχε γίνει να μην άφηνε στίγμα στην αθώα της ψυχή αλλά δεν υπήρχε ελπίδα για αυτό. Προσευχόμουν να ήθελε να με ξαναδεί. Να με άφηνε να της εξηγήσω. Δεν ήταν όπως φαινόταν. Αλλά τι προσπαθούσα? Και εγώ στην θέση της δεν θα άκουγα.
«Με μισεί.» ήταν ότι κατάφερα να ψελλίσω. Γιατί τόσος πόνος? Δεν είχα κάνει τίποτα γιατί έπρεπε να πληρώνω για τις βλακείες των άλλων?
«Μπορώ να καταλάβω τον λόγο.» είπε κοιτώντας το άψυχο σώμα της Τρέισι. «Τι έγινε?»
Κανείς μας δεν μίλησε. Εγώ όμως είχα την ανάγκη να μιλήσω σε κάποιον όχι όμως στον πατέρα μου ή τον Τσακ. Δεν ήξερα τι ήθελα. Ήθελα μόνο να σταματήσει αυτό το μαχαίρι που έκοβε στα δυο το στήθος μου. Να σταματούσα να αισθάνομαι μισός. Να ηρεμούσα την ψυχή μου που ένιωθε σάπια. Ο πατέρας μου σηκώθηκε απρόθυμα και χάθηκε στο εσωτερικό του σπιτιού. Ο Τσακ έκανε να με πιάσει αλλά σηκώθηκα στο λεπτό.
«Πρέπει να την βρω. Έφυγε σαν τρελή.» Κοίταξα από το παράθυρο τον χαλασμό. «Πρέπει να την ηρεμήσω.» Το χέρι του Τσακ έσφιξε τον ώμο μου με απέτρεψε από το να κάνω άλλο βήμα.
«Μην κάνεις καμία βλακεία Ντέιμιεν. Αυτή τη στιγμή είσαι ο τελευταίος άνθρωπος που θα ήθελε να δει.» Άνθρωπος. Δεν είχα όρεξη ούτε να γελάσω με το αστείο του. Δεν ήμουν άνθρωπος και όποιο ίχνος ανθρωπιάς είχε απομείνει μέσα μου ξεριζώθηκε μαζί με την καρδιά μου. Ήξερα όμως ότι είχε δίκιο. Ανησυχούσα όμως. Η μαινάδα θα εκμεταλλευόταν την σύγχυση της και θα της εξωθούσε σε πράγματα ανείπωτα. Δεν έπρεπε να το επιστρέψω. Ήμουν ακόμα ο φύλακας της. Και ας τα είχα κάνει σκατά όλα. «Αν θες να βοηθήσεις, ηρέμησε. Θα νιώσει τον πόνο και την σύγχυση σου και απλά θα κάνεις τα πράγματα χειρότερα.» Είχε δίκιο. Αν ήταν να της μιλούσα, να της εξηγούσα έπρεπε να ηρεμήσουμε και εγώ και εκείνη. Αλλα πως? Πώς να ηρεμήσω όταν το μόνο που ήθελα ήταν να ουρλιάξω, να μεταμορφωθώ και να τρέξω μακριά για να απαλύνω το κενό στο στήθος μου? Το σπίτι δεν με κρατούσε, ότι και να λέγανε δεν με κάλμαρε, γυρνούσα σαν άγριο θηρίο στο κλουβί. Έπρεπε να βγω από δω μέσα. Το άρωμα της ήταν εδώ μέσα. Τα σημάδια της. Και μου ήταν αδύνατο να ηρεμήσω όσο έβλεπα το κομματιασμένο σώμα της Τρέισι. Ο πατέρας μου επέστρεψε στο σαλόνι αθόρυβα.
«Φεύγεις Ντέιμιεν. Θα έρθουν να σε πάρουν.» Τα μάτια μου στένεψαν από μίσος. Περνούσα την χειρότερη κρίση μου και εκείνος με έστελνε πίσω στο ίδρυμα? Μα τι καθίκι πια? Του επιτέθηκα χωρίς να το σκεφτώ. Τον ξάπλωσα στο χαλί και άρχισα να τον χτυπάω ανελέητα στο πρόσωπο.
«Είσαι ο χειρότερος άνθρωπος που έχει περπατήσει πάνω στον πλανήτη! Δεν σε νοιάζει για μένα! Βλέπεις τον γιό σου να υποφέρει και το μόνο που σε ενδιαφέρει είναι να ξεφορτωθείς την απογοήτευση! Μόνο να με διώχνεις ξέρεις. Με μισείς! Αλλά μάντεψε! Εγώ σε μισώ περισσότερο για ότι μου έχεις κάνει!» Μου κράτησε απαλά τα χέρια και με σταμάτησε.
«Ντέιμιεν, ηρέμησε. Δεν σε διώχνω. Και φυσικά δεν σε στέλνω πίσω στο οικοτροφείο.» είπε ψύχραιμα και, τραβώντας τα χέρια μου, σηκώθηκα όρθιος.
«Τότε τι εννοείς θα έρθουν να με πάρουν?» ρώτησα καχύποπτα. Ένα άγνωστο αυτοκίνητο πάρκαρε στον κήπο μας εκείνη την στιγμή. Άκουσα τακούνια να αντηχούν στο πλακόστρωτο και ένα ξανθό κεφάλι να ξεπροβάλει στην είσοδο.
«Χαίρεται.» είπε η Κάρολαιν ενώ έμπαινε μέσα. Δεν ξέρω το γιατί αλλά δεν είχα υπάρξει ποτέ πιο ευτυχισμένος που την έβλεπα. Γύρισε να κοιτάξει το χάος γύρω της με γουρλωμένα μάτια αλλά δεν είπε λέξη απλά μου χαμογέλασε. Την πλησίασα αργά και πήγα να σταθώ μπροστά της. «Θα έρθεις μαζί μου?» με ρώτησε γλυκά. Έγνεψα πριν καν το σκεφτώ. Το ήθελα. Ήθελα να μείνω μαζί της απόψε. Εν μέρει επειδή ήταν το μόνο άτομο που αγαπούσε την Λίλιθ όσο εγώ και μπορούσα να απευθυνθώ και επίσης επειδή μου άρεσε ή όχι ήταν η μάνα μου. Θα με άκουγε επειδή δενόμασταν με δεσμούς αίματος. Βγήκα από το σπίτι και μπήκα στο αυτοκίνητο μου. Περίμενα μέχρι να φτάσει και εκείνη στο δικό της και ξεκινήσαμε με κατεύθυνση το σπίτι της. Φτάνοντας και πλησιάζοντας την πόρτα ένας πανικός με κατέβαλλε. Και τώρα? Τι θα έπρεπε να κάνει? «Δεν είναι απαραίτητο να μου μιλήσεις αν δεν το θες. Ο πατέρας σου πρότεινε να φύγεις από το σπίτι για να μην σε πνίγουν οι αναμνήσεις.» Μπαίνοντας όμως στο σπίτι της, θλίψη με κυρίευσε. Είχε την ίδια ζεστασιά και θαλπωρή που κουβαλούσε πάντα η Λίλιθ μαζί της. Υπήρχαν φωτογραφίες της διάσπαρτες και σε αυτό το σπίτι.
«Την έχασα.» μουρμούρισα περισσότερο στον εαυτό μου αλλά με άκουσε.
«Αυτό δεν είναι αλήθεια. Σου έχει δώσει την καρδιά της. Δεν μπορεί να κάνει τίποτα για αυτό.» Γύρισα να την κοιτάξω.
«Η αγάπη φεύγει.» της απάντησα απότομα.
«Το πιστεύεις αυτό που λες? Δηλαδή θα υπάρξει κάποια στιγμή που θα πάψεις να την αγαπάς? Να την θες? Να την ξεχάσεις?» Έσκυψα το κεφάλι ανίκανος να δώσω μια απάντηση. Ήξερα ότι δεν θα ερχόταν ποτέ η μέρα που θα έπαυα να την αγαπώ.
«Από πότε το ξέρεις?» την ρώτησα. Μου χαμογέλασε ενώ με έβαζε να καθίσω στον καναπέ.
«Μάλλον από την στιγμή που μπήκε μπροστά και σε προστάτεψε λέγοντας μου ψέματα.» Έμεινα να την κοιτάζω σαν βλάκας.
«Δεν...» ψέλλισα αλλά με σταμάτησε.
«Μπορεί να το συνειδητοποιήσατε αργότερα αλλά από τότε είχες την καρδιά της Ντέιμιεν. Η Λίλιθ είναι καθαρός χρυσός αλλά δεν μπαίνει μπροστά για τον οποιοδήποτε. Σε προστάτεψε με σθένος και πάθος. Δεν την έχω ξαναδεί έτσι.» Ένιωσα τα δάκρυα να με απειλούν αλλά κούνησα το κεφάλι μου διώχνοντας τα.
«Και εγώ τα κατέστρεψα όλα.» είπα θλιμμένα.
«Μπα...» είπε χαμογελαστά. «Ότι και να κάνεις Ντέιμιεν, η Λίλιθ δεν θα σταματήσει να σε αγαπά.» Την κοίταξα με απορία.
«Την πλήγωσα.» είπα καταπίνοντας τον κόμπο στο λαιμό μου.
«Ναι.» απάντησε κουνώντας το κεφάλι της καταφατικά. «Δεν είναι η πρώτη φορά όμως έτσι?» ρώτησε πιάνοντας με απροετοίμαστο. Ήξερε? «Η Λίλιθ με εμπιστεύεται ξέρεις.» Έμεινα να την κοιτάζω σιωπηλός.
«Περίμενε εδώ.» μου είπε κάνοντας μου σήμα. Μπήκε στην κουζίνα για να βγεί λίγο αργότερα κρατώντας και με τα δυο της χέρια μια κούπα που άφησε μπροστά μου. «Στοίχημα η Λίλιθ έχει αναφέρει την σοκολάτα μου.» Κοίταξα τα ζαχαρωτά που επέπλεαν στην επιφάνεια.
«Την έχει φτιάξει.» της απάντησα θλιμμένα. Χαμογέλασε και κάθισε απέναντι μου σιωπηλή. Πήρα την κούπα και την έφερα δοκιμαστικά στα χείλη μου. Όσο και γευστική και να ήταν, κάτι δεν ήταν σωστό. Δεν ήταν της Λίλιθ. Βυθίστηκα και άλλο μες στην θλίψη μου ενώ σιωπή μας τύλιγε. Το εκτιμούσα απίστευτα που δεν με ενοχλούσε. Μου έκανε αθόρυβη παρέα. Άκουγα τον αέρα να λυσσομανά έξω και έμεινα να κοιτάζω το κενό για ώρα.
«Φοβόμουν να δεθώ. Ξέρεις, μετά από ότι έγινε με εσένα και τον πατέρα μου. Δεν ήθελα να πληγωθώ.» είπα όταν πλέον δεν μπορούσα να κρατηθώ άλλο. Δεν ξέρω γιατί της τα έλεγα. Νομίζω ήταν η ώρα να ειπωθεί η αλήθεια.
«Κανείς δεν θέλει να πληγωθεί Ντέιμιεν. Αλλά όσο και να προσπαθήσεις δεν μπορείς να προστατευτείς από τον έρωτα. Πίστεψε με.» Την κοίταξα ερωτηματικά αλλά δεν συνέχισε.
«Ένα κομμάτι μου, μικρό κομμάτι, δεν ήθελε να διώξω την Τρέισι.» Με κοίταξε έντονα. «Όχι να κάνω κάτι. Απλά ξέρεις, να επιβεβαιωθώ.»
«Να επιβεβαιώσεις τα αισθήματα σου για την μικρή ή για να επιβεβαιωθείς σαν άντρας?» Χαμογέλασα θλιμμένα. Πιο μέσα δεν μπορούσε να πέσει. Ούτε να με είχε γεννήσει.
«Και τα δυο.» Κούνησε το κεφάλι της καταφατικά.
«Όταν όμως είδα το πρόσωπο της όταν με είδε με την Τρέισι... Ο πόνος που χαράχτηκε εκεί... Ένιωσα σαν το χειρότερο καθίκι του κόσμου.» Η εικόνα της με στοίχειωνε ακόμα. Δεν μπορούσε να φύγει με τίποτα από το μυαλό μου.
«Στοίχημα ότι δεν είναι η πρώτη φορά.» Όντως μιλούσε με την Λίλιθ.
«Πιστεύεις ότι θα γυρίσει?» ρώτησα με ελπίδα.
«Πιστεύω ότι πρέπει να την κυνηγήσεις. Μην κάνεις τα λάθη μας Ντέιμιεν. Διεκδίκησε αυτό που θες.» Οκ. Αυτό δεν περίμενα να το ακούσω.
«Για τον πατέρα μου μιλάς?» Χαμογέλασε πικραμένα.
«Έκανα τα λάθη μου. Έμαθα να ζω με τις συνέπειες τους αλλά όσο περνάει από το χέρι μου εσύ δεν θα τα κάνεις.» Μόρφασα ακούγοντας τα λόγια της. Την πίστευα. Πίστευα ότι ήθελε το καλό μου και να είμαι ευτυχισμένος.
«Νοιάζεσαι για μένα.» Δεν ήταν ερώτηση.
«Είσαι γιός μου. Αυτό δεν θα αλλάξει ποτέ.» Ξεσταύρωσε τα χέρια από το στήθος της και έπιασε το κινητό της που δονούνταν στο τραπέζι. «Ναι.» απάντησε γρήγορα χωρίς να παίρνει τα μάτια της από πάνω μου. Ήπια λίγο ακόμα από την σοκολάτα της προσπαθώντας να μην ακούσω την συζήτηση. Απέτυχα.
«Όλα καλά?» Ο πατέρας μου ήταν ανήσυχος.
«Είμαστε μια χαρά.» του είπε λακωνικά.
«Δεν σε έβρισε, χτύπησε, κάτι?» Χαμογέλασα.
«Δεν σου έμοιασε.» απάντησε αποστομώνοντας τον. Την παραδέχτηκα εκείνη την στιγμή.
«Νομίζεις.» την τάπωσε εκείνος τώρα. Γέλασε χαμηλόφωνα.
«Αυτό θα αλλάξει.» Γέλασε εκείνος τώρα.
«Είκοσι χρόνια θα τα αλλάξεις σε ένα βράδυ?» την υποτιμούσε και από ότι ήξερα για εκείνη δεν έπρεπε να το κάνει αυτό.
«Είναι μια αρχή.» του απάντησε και έκλεισε το κινητό της. Έμεινα να την κοιτάζω έκπληκτος.
«Θα σε τιμωρήσει για αυτό.» της είπα. Βλεφάρισε και σούφρωσε τα χείλη της.
«Αμφιβάλλω.» Σηκώθηκε και εξαφανίστηκε κάπου στα μέσα δωμάτια αφήνοντας με παντελώς μόνο μου. Σηκώθηκα και εγώ με την σειρά μου και στάθηκα στο παράθυρο. Πύρινες γλώσσες έγλυφαν το δάσος τώρα ενώ άνεμοι έδερναν με μανία ότι βλάστηση είχε αφήσει ανεπηρέαστη οι φωτιά. Η βροχή δεν έκανε απολύτως τίποτα στις φλόγες και κάπως έτσι ήξερα ότι η Λίλιθ ήταν η αιτία για αυτό. Άκουσα την Κάρολαιν να επιστρέφει στο σαλόνι αλλά έμεινα να κοιτάζω το δάσος λίγο ακόμα. Ήρθε να σταθεί δίπλα μου και έφερε το χέρι της στον ώμο μου. Ασυναίσθητα έφερα και εγώ το δικό μου από πάνω.
«Ανησυχείς για εκείνη.» Έγνεψα καταφατικά. «Θα είναι καλά.» προσπάθησε να με καθησυχάσει.
«Η μαινάδα θα την εκμεταλλευτεί.» Αν μπορούσα, μόνο να μπορούσα, να ξεκολλήσω την μια από την άλλη και να κάνω την μαινάδα να μαρτυρήσει για το κακό που της προκαλούσε...
«Ναι. Αλλά θα την προστατέψει κιόλας.» Είχε δίκιο σε αυτό. Δεν θα επέτρεπε να πάθει κάτι ο ξενιστής. «Καλύτερα να πας να ξεκουραστείς.»
«Μπορώ να μείνω εδώ?» Η ερώτηση μου την έπιασε απροετοίμαστη και φαινόταν από την έκπληκτη έκφραση της. Μείναμε να κοιταζόμαστε. Άβολο. «Έχεις σκοπό να μου απαντήσεις?» Ξύπνησε απότομα.
«Φυσικά.» απάντησε γρήγορα και την κοίταξα καχύποπτα.
«Φυσικά θα μου απαντήσεις ή φυσικά να μείνω?» Γέλασε και παρέσυρε και μένα.
«Φυσικά να μείνεις. Πάμε για ύπνο.» είπε εύθυμα αλλά δεν μπορούσα να συμμεριστώ την χαρά της.
«Πώς να κοιμηθώ με τον χαμό που έχω προκαλέσει. Τον πόνο που την έκανα να βιώσει. Δεν είμαι αναίσθητος τελείως.» Το χαμόγελο έσβησε από τα χείλη της και έσφιξε λίγο ακόμα το κράτημα στον ώμο μου.
«Απόψε ίσως θα έπρεπε να γίνεις. Αν είναι να την ψάξεις θες δυνάμεις, άσε την να ηρεμήσει.» Έκλεισα τα μάτια μου και αναστέναξα.
«Αυτό πιστεύεις ότι χρειάζεται?» την ρώτησα αν και ήξερα ήδη την απάντηση.
«Εσύ τι λες?» απάντησε γλυκά. «Μην κοιμηθείς αν δεν θες αλλά ξάπλωσε έστω.» Αναστέναξα και την άφησα να με οδηγήσει στην κρεβατοκάμαρα της. «Εσύ θα κοιμηθείς εδώ, εγώ στο δωμάτιο δίπλα.» Απομακρύνθηκα από κοντά της και άρχισα να βγάζω τα ρούχα μου. Τι θα μου έλεγε εξάλλου? Μάνα μου ήταν. Χώθηκα στο κρεβάτι ενώ κουκουλωνόμουν ολόκληρος. Ένιωθα τόσο μόνος και παγωμένος χωρίς εκείνη. Πως μπορείς να ξαπλώσεις μόνος ενώ την προηγούμενη νύχτα είχες έναν άγγελο να σε ζεσταίνει? Η Κάρολαιν πήρε τα ρούχα μου. «Να τα κάψω να φανταστώ?» Τα κοίταξα. Αιματοβαμμένα, ποτισμένα από βροχή, δάκρυα και το άρωμα της Λίλιθ αναμειγμένο με αυτό της Τρέισι.
«Δεν έχω άλλα.» είπα και με κοίταξε με το ένα φρύδι της σηκωμένο.
«Νομίζεις.» μου απάντησε. «Λοιπόν... κάψιμο?» Δεν χρειαζόταν πολλή σκέψη.
«Ναι.» είπα αποφασιστικά. Της γύρισα την πλάτη και έμεινα μόνος μου στο δωμάτιο. Όχι ύπνο, ούτε ακίνητος μπορούσα να μείνω. Πρέπει όμως σε κάποια ανυποψίαστη στιγμή να είχα βυθιστεί σε έναν βαθύ ύπνο γιατί θυμάμαι ξεκάθαρα να βρίσκομαι σε έναν δρόμο, ολομόναχος να προχωράω προς το άγνωστο. Περπατούσα και περπατούσα χωρίς προορισμό έχοντας μόνο ψηλά δέντρα για συντροφιά. Ο δρόμος χώριζε όμως σε κάποια φάση σε 2 παρακλάδια. Τα κοίταξα αλλά τίποτα δεν πρόδιδε την συνέχεια τους καθώς ήταν ολόιδια. Ακολούθησα το αριστερό μονοπάτι. Άρχισε να σκοτεινιάζει απότομα και από ένα σημείο και ύστερα δεν μπορούσα να δω τίποτα και βάδιζα στα τυφλά. Δεν άκουγα τίποτα παρά νερό να τρέχει από κάποια πηγή εκεί κοντά. Προχωρώντας στα σκοτάδια λοιπόν ένιωσα το πόδι μου να χώνεται σε ένα άνοιγμα και βρέθηκα πεσμένος στις ρίζες ενός γιγαντιαίου δέντρου. Σήκωσα το κεφάλι μου για να δω τον κορμό του σκαλισμένο με μυστηριώδη σχέδια που δεν μπορούσα να αποκρυπτογραφήσω. Γύρισα το κεφάλι μου για να δω ένα ξέφωτο. Κατευθύνθηκα προς τα εκεί γρήγορα. Λευκό φως έλουζε το λευκό μάρμαρο που είχα τώρα μπροστά μου. Χιλιάδες λουλούδια κάλυπταν την όρθια επιτύμβια στήλη. Στηρίχτηκα στα γόνατα μου και τα παραμέρισα με τα χέρια μου για να δω τι έγραφε. Ξύπνησα ουρλιάζοντας από τον τρόμο και ιδρωμένος μέχρι το κόκκαλο.
«Ντέιμιεν!» φώναξε η Κάρολαιν ενώ ορμούσε σαν σίφουνας στο δωμάτιο παίρνοντας στάση επίθεσης. Έφερα τα χέρια στο λαιμό μου και προσπάθησα να θυμηθώ πως αναπνέουμε. Η καρδιά μου έτρεχε με χίλια και η ανάσα μου δεν έλεγε να επανέλθει.
«Λίλιθ.» ψιθύρισα ξέπνοα. Το όνομα της Λίλιθ ήταν χαραγμένο στον τύμβο! Θεέ μου ήταν ότι πιο τρομακτικό είχα δει ποτέ και είχα δει πολλά πράγματα! Έτρεμα κυριολεκτικά και αυτό δεν πέρασε απαρατήρητο από την Κάρολαιν. Σκαρφάλωσε στο κρεβάτι και ήρθε να καθίσει δίπλα μου. Με αγκάλιασε σφιχτά και βάλθηκε να μου χαϊδεύει. Ένιωσα σαν ένα τρομαγμένο παιδί που έτρεχε στην μαμά του. Και αυτό ακριβώς ήμουν. Μόνο που δεν ήμουν πλέον παιδί και είχε τρέξει εκείνη σε μένα. Όμως λειτούργησε. Εκεί στην αγκαλιά της γυναίκας που με παράτησε το λεπτό που γεννήθηκα τα τεντωμένα νεύρα μου ηρέμησαν, η καρδιά μου επανήλθε όπως και η ανάσα μου. Ένιωθα τόσο γαλήνια, τόσο ήσυχα. Οι τύψεις για ότι είχα κάνει παρέμεναν αλλά η Κάρολαιν είχε δίκιο. Δεν μπορούσα να βοηθήσω απόψε. Αύριο, όντας μια καινούργια μέρα, θα την έβρισκα, θα της εξηγούσα και θα καταλάβαινε. Θα της έλεγα ότι ήθελα να είμαστε μαζί όσο και αν το φοβόμουν αυτό. Θα προσπαθούσα. Για εκείνη. Για εμάς. Γιατί κάτι τόσο δυνατό δεν μπορεί να σβήσει ότι και να γίνει. Ένιωθα τα βλέφαρα μου να βαραίνουν ξανά αλλά αυτή την φορά δεν φοβήθηκα να επιστρέψω στον ύπνο μου. Ήξερα ότι ο εφιάλτης μου είχε φύγει πια. Το περιεχόμενο του θα το ανέλυα αύριο. Το πρόσθεσα στην νοητή λίστα που έπρεπε να κάνω αύριο. Όσο παιδικό και αν ακούγεται είχα την μαμά μου να με προστατεύει. Λίγο πριν κλείσω τα μάτια μου ένιωσα κάτι μαλακό να γλιστράει στην αγκαλιά μου. Το κοίταξα με θολά μάτια.
«Στο αγόρασα πριν είκοσι χρόνια αλλά δεν το κράτησες ποτέ. Τώρα μπορεί να βοηθήσει.» Χαμογέλασα πριν πέσω πάλι για ύπνο σφίγγοντας το χνουδωτό αρκουδάκι πάνω μου.




Nadia