Δεν υπήρχε περίπτωση να συνέβαινε όντως αυτό. Αποκλείεται τα δυοαυτά
αγγελάκια να βρισκόντουσαν μέσα σε αυτό το καταγώγιο. Τελικά η πληροφορία των κατασκόπων τους ήταν
σωστή. Τσάμπα τον είχαν σκοτώσει.
«Χμ... τι να κάνουμε?» σκέφτηκε πίνοντας άλλη μια γουλιά από το ποτό του
γελώντας αθόρυβα βλέποντας τα αδερφάκια να προσπαθούν να κατεβάσουν τα δικά
τους ποτά. Τι στο καλό να θέλανε εδώ? Δεν συνήθιζαν να συχνάζουνε σε
στριπτιτζάδικα αυτοί οι μπελάδες και πόσο μάλλον τέτοιας ιεραρχικής θέσης. Κάτι συνέβαινε και θα το μάθαινε. Όσο και να τον έτρωγε να
τους προκαλέσει εκείνη την στιγμή και να τους δείξει ότι δεν ήταν μόνοι τους, η
πονηριά μέσα του τον έκανε να μείνει κρυμμένος. Τους είδε να συζητάνε σιωπηλά
αλλά λόγω του θορύβου δεν μπορούσε να ακούσει το θέμα αλλά ήταν σίγουρος ότι θα
μάθαινε αργά ή γρήγορα. Συνέχισε να τους κοιτάζει καρφωμένα ενώ σηκωνόταν από
την θέση του και προχωρούσε προς το βάθος του μαγαζιού για να βεβαιωθεί ότι δεν
θα τον βλέπανε.
Σκοτάδι πυκνό τον κάλυπτε τώρα και ένιωθε ισχυρός και ζωντανός και πάλι.
Το σκότος τον έκανε να αισθάνεται σαν το σπίτι του και τροφοδοτούσε το σώμα του
με δύναμη. Όπως και ο η σφοδρή επιθυμία, η αντιπαλότητα και ένα σωρό άλλες
Θανάσιμες Αμαρτίες. Γέλασε σαρδόνια και ήπιε άλλη μια γουλιά από το ουίσκι του
πριν κάνει σήμα στον μπάρμαν για ένα ακόμα refill. Έσπαγε το μυαλό του
αλλά μάταια. Όσο και να βασανιζόταν δεν μπορούσε να καταλάβει για ποιο λόγο
ήταν εδώ αυτοί οι δυο. Ο βασανισμένος άγγελος που θέλησε να βοηθήσει τον
Πεσόντα δίδυμο αδερφό του δεν ήξερε περισσότερες πληροφορίες παρα μόνο ότι
απόψε ο Λίο και ο Κάιλ θα κατέβαιναν στην γη με τις εντολές του Μιχαήλ. Ποια να
ήταν η τελευταία επιθυμία του ετοιμοθάνατου Αρχάγγελου? Γιατί ήταν σίγουρος ότι
για κάτι τέτοιο επρόκειτο. Εκείνος ήταν αυτός που είχε καταφέρει να λαβώσει με
την λόγχη του τον Αρχάγγελο μερικές νύχτες νωρίτερα και ήξερε ότι οι
δηλητηριασμένες άκρες των όπλων τους θα οδηγούσαν τον οποιοδήποτε Άγγελο στον
θάνατο. Στην περίπτωση του Μιχαήλ απλά θα καθυστερούσε λίγο, πράγμα που θα τον
έκανε να πάρει ευχαρίστηση και εκείνος και τα αδέρφια του από τον αργό και
βασανιστικό θάνατο του πολεμιστή Αρχηγού της
Ουράνιας στρατιάς. Η μουσική άλλαξε τώρα και τα φώτα χαμήλωσαν καθώς τα νούμερα
των κοριτσιών ξεκινούσαν. Σε αυτό το μαγαζί, ομολογουμένως, δεν είχε ξαναέρθει.
Η Νέα Ορλεάνη δεν ήταν από τις αγαπημένες του, προτιμούσε τα φώτα, τον χαμό και
την σκοτεινή πλευρά της Νέας Υόρκης. Οι αθώες και ηλίθιες ανθρώπινες ψυχές
παρασύρονταν εύκολα από την μυστικιστική του πλευρά και τα μεγάλα πράσινα μάτια
του, κληρονομιά της κάποτε αγγελικής του καταγωγής. Αυτό όμως ανήκε στο
παρελθόν. Ένα παρελθόν που απεχθανόταν όσο και τα υπολείμματα αγγελικής φύσης
που του είχαν απομείνει. Ξεφύσησε ενοχλημένος και άδειασε το ποτό του με την
μία.
Ένα έντονο φως τον τύφλωσε από την σκηνή και κάλυψε τα
ευαίσθητα δαιμονικά μάτια του. Τόσο έντονο φως... Του θύμισε την λεπίδα του
σπαθιού του Μιχαήλ την ημέρα της Πτώσης. Είχαν περάσει αιώνες από τότε αλλά
ακόμα θυμόταν κάθε λεπτομέρεια σαν να ήταν χθες. Προσπάθησε να κοιτάξει την
πηγή του φωτός αλλά δεν τα κατάφερε. Ήταν σαν ένας θνητός να προσπαθούσε να
κοιτάξει τον ήλιο. Αυτό που παρατήρησε όμως αποφεύγοντας να κοιτάξει την σκηνή
ήταν ότι κανείς άλλος δεν φαινόταν να παρατηρεί το δυνατός φως. Κοίταξε τους
δυο αγγέλους τώρα και αυτό που είδε τον μπέρδεψε πολύ. Είχαν γουρλώσει και οι
δυο τα μάτια τους και το στόμα τους έχασκε ανοιχτό. Τι στο καλό ήταν αυτό?
Αποφασισμένος τώρα να ανακαλύψει την πηγή του φωτός και τον
λόγο, γύρισε στην σκηνή. Κάρφωσε τα μάτια του στην σκηνή και έμεινε να κοιτάζει
όσο και αν τον πονούσε. Ένιωθε τα μάτια του να τυλίγονται στις φλόγες αλλά
συνέχισε. Προς έκπληξη του όσο περισσότερο κοιτούσε, τόσο τα μάτια του
προσαρμόζονταν. Βλεφάριζε και δάκρυζε αλλά συνέχιζε να κοιτά. Όταν η όραση του
άρχισε να επανέρχεται, έμεινε να κοιτάζει και εκείνος όπως τα δυο αγγελάκια πιο
πριν.
Η κοπέλα που λικνιζόταν αισθησιακά πάνω στον στύλο ήταν
ίσως το πιο εντυπωσιακό πλάσμα που είχε συναντήσει ποτέ. Τα μαλλιά της, ένας καστανός
καταρράκτης, πλαισίωναν το πρόσωπο της σαν φωτοστέφανο καθώς έριχνε το κεφάλι
της πίσω και έπεφτε στα γόνατα μπροστά στον στύλο. Τα γαλαζοπράσινα μάτια της,
σαν 2 καθαρές λίμνες, σάρωναν τον χώρο ενώ κάρφωναν τους θεατές στις θέσεις
τους. Το δέρμα της, λευκό και αλαβάστρινο σε προκαλούσε να πας να το αγγίξεις.
Το καλλίγραμμο σώμα της ήταν καλυμμένο με ένα λευκό αέρινο φόρεμα ενώ
λικνιζόταν με χάρη πάνω στη σκηνή. Μια λευκή απαλή αύρα την τύλιγε και την
έκανε να φαντάζει εξωπραγματική.
Λικνιζόταν αισθησιακά και με ρυθμό στον απαλό ήχο που τύλιγε το μαγαζί και είδε
τους θεατές να προσπαθούν να αναπνεύσουν με δυσκολία. Τους επηρέαζε. Τους
τρέλαινε και φαινόταν από τις αντιδράσεις τους. Ήταν πολύ αγγελική για αυτούς.
Ένας συνδυασμός φρέζιας και λίλιουμ είχε απλωθεί σε όλο τον χώρο από την στιγμή
που είχε ανέβει στην σκηνή. Του θύμιζε τον Παράδεισο που χάσανε. Κούνησε το
κεφάλι του ενοχλημένος. Τι αναμνήσεις ήταν αυτές που του έρχονταν στο μυαλό? Τι
έκανε αυτή η θνητή? Καθώς ο χορός της έφτανε στο τέλος του και χόρευε στις
τελευταίες νότες του τραγουδιού, είδε τα αδέρφια να μιλούν με την σερβιτόρα και
να τους δείχνει το πίσω μέρος του μαγαζιού. Αυτή θέλανε? Γιατί? Τι μπορούσε να
τους προσφέρει αυτός ο αδιάφορος άνθρωπος? Εντάξει, σίγουρα όχι αδιάφορος αλλά
άνθρωπος. Τους είδε να σηκώνονται από τις θέσεις τους την ίδια στιγμή που
κατέβαινε η κοπέλα από την σκηνή και την ακολούθησαν στο πίσω μέρος του
μαγαζιού. Οκ, αυτό ήταν πρωτοφανές. Κατέβασε τις τελευταίες σταγόνες του ποτού
του και σηκώθηκε και εκείνος τώρα και τους ακολούθησε προσεχτικά...
Η Λιλιάνα μπήκε στο
καμαρίνι της και έκλεισε την πόρτα πίσω της. Είχε δει τους δυο άντρες να την
ακολουθούν όταν κατέβηκε από την σκηνή και δεν είχε όρεξη για τις ανοησίες του
καθενός απόψε. Ήταν δύσκολη νύχτα η αποψινή. Η διάθεση της ήταν τεντωμένο
σκοινί και η ανοχή της σε βαθμούς κάτω του μηδενός. Αναστέναξε και έριξε το
κεφάλι απηυδισμένη στο μπουντουάρ της. Η πόρτα της χτύπησε και εκείνη γύρισε τα
μάτια της κοιτώντας την για λίγο αβέβαιη. Άρχισε να ζυγίζει τις επιλογές της.
Το καμαρίνι της δεν είχε πίσω πόρτα, και το να κάνει πως δεν ήταν μέσα απλά θα
φάνταζε παιδιάστικο. Αναστέναξε και άνοιξε την πόρτα για να έρθει αντιμέτωπη με
2 ζευγάρια έκθαμβα μάτια.
«Τι?» γρύλισε ενώ οι άντρες απέναντι της ξεπάγωναν.
Φαινόντουσαν διστακτικοί και σίγουρα δεν ταιριάζανε σε ένα μέρος σαν το
Ντέστινι. Ο ένας από τους δυο, ο καστανός, μπήκε πρώτος στο δωμάτιο με έναν
αέρα σιγουριάς και αυτοπεποίθησης ενώ ο ξανθός ακολουθούσε χαμογελώντας της
δειλά και προχώρησε αργά και αβέβαια. Έκλεισε την πόρτα πίσω της, σταύρωσε τα
χέρια στο στήθος της και τους κάρφωσε με το βλέμμα της.
«Καλησπέρα δεσποινίς. Το όνομα μου είναι Κάιλ, και από δω ο
αδερφός μου ο Λίο.» Η Λιλιάνα σήκωσε το φρύδι της και κοίταξε το χέρι του που
έτεινε τώρα προς το μέρος της. Το έπιασε επιφυλακτικά και εκείνος της το
έσφιξε.
«Λιλιάνα.» απάντησε καχύποπτα πριν τραβήξει το χέρι της.
«Και τώρα, τι θέλετε αγοράκια σε ένα κακόφημο μέρος όπως αυτό? Δεν φαίνεται να
ταιριάζετε εδώ.»
«Ούτε εσύ φαίνεται να ταιριάζεις εδώ.» Ο ξανθός νέος, ο Λίο,
της είπε και την εξέπληξε η αμεσότητα και η ειλικρίνεια του.
«Εγώ δεν είχα επιλογή. Αυτό το μέρος όμως δεν είναι για
αγγελάκια σαν και εσάς.» Είπε ενώ έφερνε τον δείκτη της στο πηγούνι του και τον
κοίταζε έντονα στα μάτια. Το χαμόγελο χάθηκε από τα χείλη του και το στόμα του
άνοιξε από έκπληξη. Ο αδερφός του τον έπιασε από τον ώμο εμποδίζοντας τον να
ξεφουρνίσει κάτι που δεν έπρεπε. Αυτή η γυναίκα είχε περίεργη επίδραση πάνω
τους. Το είχαν διαπιστώσει από πριν που, όσο και να προσπαθούσαν, δεν μπορούσαν
να τραβήξουν το βλέμμα της από το πάνω της.
«Τι εννοείς?» ρώτησε ο Κάιλ ενώ εκείνη απομακρύνθηκε από
τον αδερφό του και άρχισε να κατεβάζει τις ράντες του φορέματος της. Κοιτάξανε
αμέσως και οι δυο αλλού και ξεροκατάπιαν. Η Λιλιάνα γέλασε και σταμάτησε. Της
άρεσε να πειράζει όποιον είχε τα κότσια να έρθει ως εδώ. Αλλά αυτοί οι άντρες
δεν ήταν συνηθισμένοι. Ήταν... διαφορετικοί. Και την εξίταρε αυτό. Κάθισε στην
καρέκλα του μπουντουάρ της και χτύπησε τα δάχτυλα της κάνοντας τα αγόρια να την
κοιτάξουν ξανά.
«Δεν μεγάλωσα στα πούπουλα όπως φαίνεται να μεγαλώσατε
εσείς. Αλήθεια, τι κάνετε εδώ?»
«Σε ψάχναμε.» είπε ο Λίο χωρίς να το σκεφτεί και ο Κάιλ τον
κοίταξε προειδοποιητικά.
«Εμένα? Σε τι μπορώ να σας εξυπηρετήσω εγώ, μια ταπεινή χορεύτρια?» τους ρώτησε ειρωνικά και σηκώθηκε. Από μικρή, η
ενεργητικότητα έρρεε μέσα της ακατάπαυστα, πράμα που της καθιστούσε αδύνατο να
μείνει ακίνητη ή έστω για πολύ στην ίδια θέση. Για αυτό και ο χορός ήταν η
ιδανική λύση για να ηρεμεί και να είναι διαρκώς σε κίνηση. Όπου και να ήταν,
ότι και αν γινόταν, πάντα θα ήταν σε μια σχολή χορού να λικνίζεται στις νότες
των μουσικών.
«Στρίπερ.» την διόρθωσε ο Κάιλ και είδε τα μάτια της να
στενεύουν από την ένταση.
«Χορεύτρια.» Γρύλισε μέσα από τα δόντια της και τον
πλησίασε απειλητικά. Προσπάθησε να συγκρατήσει παρόλα αυτά τον εαυτό της. Ίσωσε
το σώμα της από την θέση επίθεσης που είχε πάρει και του χαμογέλασε σαρδόνια.
«Με είδες να βγάζω τα ρούχα μου? Ή μήπως δεν κοίταζες πάλι αθώο μου αγόρι?» Τον
άγγιξε φευγαλέα με τον δείκτη της στο σαγόνι του και τινάχτηκε σαν να τον είχε
χτυπήσει ηλεκτρικό ρεύμα. Η Λιλιάνα γέλασε και του γύρισε την πλάτη. Η
νευρικότητα του είχε φτάσει στα όρια της και πλέον του ήταν αδύνατο να ελέγξει
την συμπεριφορά του.
«Άκου να σου πω, εμένα θα προσέχεις όταν με πλησιάζεις
μικρή υπεροπτική θνητή.» φώναξε ενώ ο αδερφός του μάταια προσπαθούσε να τον
κρατήσει. Η Λιλιάνα έφερε το πρόσωπο της εκατοστά από το δικό του και τον
κοίταξε βαθιά στα μάτια.
«Δεν έχεις ιδέα τι έχω περάσει μικρό κακομαθημένο αγγελάκι.
Δεν μπορείς να με βλάψεις. Εγώ όμως μπορώ. Για αυτό σήκω φύγε, πριν σου κάνω
μεγάλη ζημιά.» Ο Κάιλ ξεφύσησε ενοχλημένος και βγήκε τρέχονταςέξω χτυπώντας την
πόρτα πίσω του.
«Μην τον παρεξηγείς, δεν βγαίνει συχνά έξω.» Ο Λίο την
πλησίασε και ακούμπησε την παλάμη του στον ώμο της. Εκείνη του έπιασε το χέρι
και ο Λίο ένιωσε να χάνεται στα γαλαζοπράσινα μάτια της ενώ γυρνούσε να τον
κοιτάξει.
«Να τον προσέχεις τότε.» του είπε σαγηνευτικά και
χαμογέλασε. Ο Λίο παραπάτησε και έπεσε στην πόρτα της.
«Ότι χρειαστείς να μας φωνάξεις. Είμαι ο Λίο και ο αδερφός
μου, ο Κάιλ.» Η Λιλιάνα γέλασε.
«Τι να σας χρειαστώ? Και πως θα με ακούσετε αν σας φωνάξω?
Θα έρθετε πετώντας?» Ο Λίο της χαμογέλασε αινιγματικά και για πρώτη φορά η
Λιλιάνα αποδιοργανώθηκε τελείως.
«Καλό σου βράδυ.» Της χαμογέλασε και έκλεισε την πόρτα πίσω
του αφήνοντας την να τον κοιτάζει με το στόμα ανοιχτό. Βγήκε στον δρόμο
τρέχοντας να βρει τον αδερφό του. Στεκόταν με το κεφάλι στον τοίχο και τα μάτια
του κλειστά. Ο Λίο τον πλησίασε και τον άγγιξε απαλά στην πλάτη. Ο αδερφός του
γύρισε να τον κοιτάξει και αναστέναξε.
«Τα έχασα αδερφέ. Τι θα πω στον Μιχαήλ?» Ο Λίο χαμογέλασε
και τον έπιασε από το μπράτσο.
«Την αλήθεια. Της είπα ότι αν μας χρειαστεί να μας φωνάξει.
Κάτι μου λέει ότι θα μας χρειαστεί σύντομα.» Ο Κάιλ αγκάλιασε τον αδερφό του
σφιχτά πριν αρχίσουν να απομακρύνονται από το μαγαζί και να χαθούν στο σκοτάδι
της νύχτας.
Στο μεταξύ, ο διώκτης τους είχε παρακολουθήσει όλη την συζήτηση
αλλά είχε αποτύχει στο να μάθει αυτά που ήθελε. Έπρεπε να δράσει γρήγορα και
ήξερε το πώς.
Στην τελική ήταν ο Ντέιμιαν, γνωστός και σαν Μάμμωνας, ένας από τους εφτά
πρίγκιπες της Κόλασης, πρίγκιπας των δελεαζόντων, και δαίμονας της σφοδρής
επιθυμίας, της πλεονεξίας, των χυδαίων εκδικήσεων και της αντιπαλότητας. Και
ήξερε ακριβώς τι έπρεπε να κάνει. Απόψε λοιπόν, θα βγαίνανε για κυνήγι...