Lilith:The dark side of the moon (Κεφάλαιο 42) "Destiny"

Damien’sPOV

Βρισκόμουν ήδη στο σαλόνι ντυμένος και έτοιμος να αντιμετωπίσω μια ορδή ερωτήσεων που ήξερα ότι με περίμενε.Το χθεσινό βράδυ έπαιζε σε λούπα στο μυαλό μου όλο το ξημέρωμα που προσποιούμουν ότι κοιμόμουν. Είχα αναλύσει χιλιάδες φορές τι θα μπορούσα να έχω κάνει διαφορετικά και που μπορούσε να είχε καταλήξει. Θα μπορούσα να μην είχα αφήσει την Τρέισι να περάσει. Ο Κρις μου είχε παίξει άσχημο παιχνίδι στέλνοντας την σπίτι μου. Της είχε πει ψέματα ότι την αναζητούσα για να τα ξαναβρούμε. Είχε πάρει την εκδίκηση του καλύτερα από ότι είχε σχεδιάσει. Θα έπαιρνα και εγώ την δική μου όταν τον έπιανα στα χέρια μου. Θα μπορούσα να την είχα αφήσει να κλαίγεται στο κατώφλι μου. Δεν θα ήταν η πρώτη φορά ούτε η πρώτη κοπέλα. Θα μπορούσα να μην την έχω αφήσει να με πλησιάσει αν της άνοιγα τελικά.Θα, θα, θα. Τα ‘θα’ δεν βοηθούσαν τίποτα και δεν έβγαζαν πουθενά. Θα μπορούσα να είχα κρατήσει και την Λίλιθ στο σπίτι και να μην την άφηνα να φύγει. Αυτό θα το έκανα την στιγμή που θα την έβλεπε. Δεν θα την άφηνα να φύγει. Ότι είχε γίνει όμως δεν μπορούσε να αναιρεθεί. Ούτε να έπαιρνα πίσω τον πόνο που της προκάλεσα. Μπορούσα όμως να προσπαθήσω να της εξηγήσω και να δω αν ήθελε να δώσει άλλη μια ευκαιρία στο καθίκι που ήμουν. Η Κάρολαιν βγήκε εκείνη την στιγμή από την κουζίνα κρατώντας μια μεγάλη κούτα στα χέρια της. Είχε φτιάξει ένα πολύ ωραίο πρωινό και μου το είχε φέρει στο κρεβάτι. Δυστυχώς το στομάχι μου ήταν χάλια και μπόρεσα να κατεβάσω μερικές γουλιές καφέ μονάχα. Ήρθε προς το μέρος μου, την ακούμπησε δίπλα μου στον καναπέ και με κοίταξε. Κοίταξα περίεργα μια εκείνη και μια την σφραγισμένη κούτα.

«Μπορεί να μην ήσουν πραγματικά εδώ αλλά για μένα ήσουν. Αυτά... αυτά είναι για σένα.» είπε χαμογελαστά ενώ τα μάτια της υγραινόντουσαν. Κοίταξα άβολα την κούτα και ύστερα εκείνη. Πλησίασα περισσότερο με σκοπό να ρίξω μια ματιά στο περιεχόμενο της αλλά με σταμάτησε. «Σπίτι σου σε παρακαλώ. Αισθάνομαι λίγο άβολα.» συμπλήρωσε χαμογελαστά. Απομακρύνθηκα διακριτικά.
«Ευχαριστώ... υποθέτω.» Χαμογέλασα και εγώ.Το προηγούμενο βράδυ δεν είχε φύγει από το πλευρό μου μέχρι την στιγμή που είχα ξυπνήσει σήμερα το πρωί. Την έβλεπα να κοιμάται στην πολυθρόνα δίπλα μου με το σώμα της διπλωμένο στα δυο στην περίπτωση που άλλος ένας εφιάλτης με έκανε να ξυπνήσω πανικόβλητος. Αυτό δεν έγινε αλλά εκείνη έμεινε παρόλα αυτά και το εκτιμούσα. Ήταν τόσο γλυκιά μαζί μου. Μετάνιωνα για τα χρόνια που είχα χάσει χωρίς να την γνωρίζω. Η Λίλιθ είχε δίκιο. Ήταν υπέροχος άνθρωπος. Η Λίλιθ... Αναστέναξα βαθιά και η Κάρολαιν με χάιδεψε απαλά στο κεφάλι.
«Πρέπει να πας να την βρεις. Θα έχει ηρεμήσει τώρα.» Κοίταξα από το παράθυρο την ηλιόλουστη μέρα. Είχε δίκιο από ότι φαινόταν.
«Και τι να πω?» μιλούσα περισσότερο στον εαυτό μου αλλά έτσι και αλλιώς μου απάντησε.
«Την αλήθεια. Η Λίλιθ είναι λογική. Θα καταλάβει. Εξάλλου την ξέρεις καλύτερα από τον καθένα.» Δεν της είχα πει τίποτα αλλά με υποστήριζε όπως και να έχει. Δεν της είχα εξηγήσει τι είχε γίνει ή το πώς και το γιατί αλλά εκείνη με στήριζε όπως και να έχει. Κανείς δεν το είχε κάνει ποτέ για μένα πέραν της Λίλιθ.
«Πως είσαι τόσο σίγουρη ότι δεν έχω κάνει κάτι κακό?» Χαμογέλασε αργά.
«Την αγαπάς. Και όσο άσχημα και να έχεις φερθεί στις άλλες σου κοπέλες ξέρω ότι δεν θα έκανες τίποτα σκόπιμα να την πληγώσεις.» Έσκυψα το κεφάλι και κοίταξα τα παπούτσια μου.
«Πολύ εμπιστοσύνη μου έχεις.» είπα κάπως πικραμένα. Δεν μου ήταν συχνό να με στηρίζει τόσο κάποιος.
«Φυσικά. Είσαι γιος μου.» ­­­­Σηκώθηκα απρόθυμα και πήρα στην αγκαλιά μου την κούτα. Έμεινε να με κοιτάζει να απομακρύνομαι. Άνοιξα την πόρτα αλλά δίστασα. Δεν είχαμε τελειώσει με την Κάρολαιν.
«Κάποτε μου είχες ζητήσει μια ευκαιρία.» της είπα κοιτώντας την κλεφτά από τους ώμους μου. Την είδα να κρατά την ανάσα της ενώ περίμενε να συνεχίσω. Είδε το χαμόγελο που σχηματίστηκε στα χείλη μου και χαμογέλασε επιφυλακτικά. «Την κέρδισες.» Άφησε την ανάσα της και έτρεξε να με αγκαλιάσει από πίσω. Το μόνο που έλειπε τώρα ήταν να μιλήσω στην Λίλιθ. Φτάνοντας στο σπίτι μου όμως, είδα τουλάχιστον είκοσι αυτοκίνητα παρκαρισμένα στην είσοδο όμως μπαίνοντας επικρατούσε η απόλυτη ησυχία. Ούτε φύλλο δεν κουνιόταν και ούτε ψυχή φαινόταν στα πέριξ. Μπήκα πιο μέσα για να δω την δική μου φατρία –Τον πατέρα μου και τα αδέρφια του- με εκείνη της Λίλιθ να κάθονται στο μεγάλο σαλόνι σιωπηλοί και να γυρίζουν να με κοιτούν έντονα ταυτόχρονα. Τους κοίταξα έναν-έναν έντρομος ενώ έδινα την κούτα στα τρεμάμενα χέρια της Μάγια. Πρώτη φορά ήταν τόσο σιωπηλή εκείνη. Κάτι απαίσιο είχε συμβεί. «Τι συμβαίνει?» ρώτησα προσπαθώντας να ακουστώ ψύχραιμος αλλά απέτυχα και σίγουρα το καταλάβανε. Ο πατέρας μου με πλησίασε αργά και με αγκάλιασε σφιχτά.
«Γιε μου...» ψιθύρισε δείχνοντας πρώτη φορά θορυβημένος. Τον απομάκρυνα απαλά για να τον κοιτάξω στα μάτια.
«Τι συμβαίνει πατέρα?» ρώτησα ενώ η υπομονή μου εξαντλούνταν και η ανησυχία μου με τρέλαινε. Με κοίταξε με συμπόνια και έσφιξα τα δόντια μου περιμένοντας.
«Η Λίλιθ...» είπε χαμηλόφωνα «αγνοείται.» Η ανάσα μου κόπηκε ενώ τα γόνατα μου λύγισαν. Κούνησα το κεφάλι μου ανίκανος να το πιστέψω.
«Όχι.» είπα ενώ απομακρυνόμουν. Έπεσα στα γόνατα νιώθοντας το σώμα μου να αλλάζει. Δεν γινόταν αυτό. Δεν ήταν αλήθεια. Δεν συνέβαινε σε εμένα αυτό. Το κορμί μου μαζεύτηκε παίρνοντας οικιοθελώς την μορφή του λύκου. Άκουγα φωνές και ένιωθα τα χέρια του πατέρα μου να προσπαθούν να με συγκρατήσουν αλλά ήταν μάταιο. Το σώμα μου είχε θέληση από μόνο του. Μια σκέψη μόνο πέρασε από το μυαλό μου πριν και αυτό με εγκαταλείψει. Θεέ μου, τι είχα κάνει?


Lilith’sPOV


Ούρλιαξα τρομαγμένη. Άνοιξα τα μάτια μου απότομα ενώ σκηνές από χθες το βράδυ έπαιζαν σαν ταινία στο μυαλό μου. Το πτώμα της Τρέισι ως επί των πλείστων. Χμ... αυτό δεν ήταν και τόσο άσχημα. Είχα πλήρη επίγνωση του τι έκανα εκείνη την στιγμή και προ εκπλήξεως μου δεν είχα τύψεις. Της άξιζε. Δεν της άξιζε, της απάντησα. Όπως και να έχει έγινε. Σε αυτό είχε δίκιο. Αναστέναξα και κοίταξα αβέβαιη γύρω μου. Δεν αναγνώριζα τίποτα και συνοφρυώθηκα. Που στο καλό ήμουν? Το τελευταίο πράγμα που θυμόμουν είναι να πέφτω αναίσθητη στο υγρό γρασίδι. Τότε λοιπόν πως βρισκόμουν ξαπλωμένη σε ένα άγνωστο κρεβάτι? Κοίταξα έξω από το παράθυρο και είδα μια απόλυτη ηρεμία να επικρατεί. Μάλλον δεν είχα προκαλέσει τόσο ζημιά όσο νόμιζα. Επιθεώρησα τον χώρο που βρισκόμουνεπιφυλακτικά. Ήμουν σε καλύβα? Ξύλινη ως επί των πλείστων η διακόσμηση και τα έπιπλα οπότε μάλλον ναι. Ακόμα και οι τοίχοι ήταν φτιαγμένοι από ξύλο. Ένα ταπεινό κρεβάτι –αυτό στο οποίο ήμουν ξαπλωμένη- ένα κομοδίνο, ένα τραπεζάκι στην γωνία, ντουλάπια πάνω από το κεφάλι μου και κατά μήκος των τοίχων. Μικρά φιαλίδια και βότανα βρισκόντουσαν καλά αποθηκευμένα στο εσωτερικό τους διαπίστωσα όταν άνοιξα ερευνητικά το ένα χωρίς καν να σηκωθώ. Τι είχε συμβεί αφού είχα παραδώσει στην μαινάδα τον έλεγχο? Πως είχα έρθει εδώ? Δεν έχω την παραμικρή ιδέα. Ωραία. Ήμουν απόλυτα μπερδεμένη. Άκουσα θόρυβο έξω από το μικρό μου δωμάτιο και κοίταξα καχύποπτα την πόρτα. Πρόσεχε ήταν η μόνη λέξη που ξεστόμισε στο κεφάλι μου καθώς σηκωνόμουν αθόρυβα να ερευνήσω. Περπάτησα στις μύτες και άνοιξα την πόρτα επιφυλακτικά για να δω μια φιγούρα να κινείται σαν τον άνεμο από ένα καζάνι που έβραζε σε κάτι ντουλάπια κάτω από τον νεροχύτη. Ωραία, σκέφτηκα. Είχα απαχθεί. Και που στο καλό ήταν τα ρούχα μου? Φορούσα ένα απλό λευκό νυχτικό και για κάποιο λόγο μου θύμιζε το πουκάμισο του Ντέιμιεν και αυτό με εκνεύριζε. Η φιγούρα γύρισε προς το μέρος μου και με αντίκρισε για ένα δευτερόλεπτο πριν πέσει στα γόνατα μπροστά μου.
«Καλημέρα Μεγαλειοτάτη.» Κοίταξα την νεαρή γυναίκα με γουρλωμένα μάτια. Μεγαλειοτάτη?
«Ορίστε?» την ρώτησα. Έκλεισε τα βλέφαρα της και χαμογέλασα σαν να είχε κάνει κάτι κακό. Σηκώθηκε γρήγορα και στάθηκε απέναντι μου. Ήταν όμορφη. Τα μακριά μαύρα μαλλιά της πέφτανε σε έντονα κύματα στους ώμους της και τα πράσινα μάτια της με κοιτούσαν γλυκά. Μου χαμογέλασε απαλά και χωρίς να την ξέρω καν της χαμογέλασα και εγώ.
«Συγνώμη. Στον κόσμο μου βλέπεις είσαι η βασίλισσα μου.» Το στόμα μου άνοιξε από έκπληξη.
«Βασίλισσα? Κόσμο σου? Δεν καταλαβαίνω τίποτα.» Μα τι έλεγε αυτή η γυναίκα? Ποια ήταν? Μου έκανε νόημα να κάτσω στην καρέκλα δίπλα στο καζάνι που έβραζε. Έκανα ότι ήθελε.
«Μάλλον έπρεπε να τα πιάσω από την αρχή αλλά δεν ήθελα να σε τρομάξω.» είπε ενώ ερχόταν να ανακατέψει το περιεχόμενο του τσουκαλιού.
«Απέτυχες σε αυτό.» απάντησα ενώ σταύρωνα τα χέρια μου στο στήθος. Δεν την φοβόμουν αυτή την άγνωστη αλλά για κάποιο λόγο μου προκαλούσε ένα δέος. Και δεν την εμπιστευόμουν κιόλας. Πως θα μπορούσα? Ένα λεπτό την ήξερα!
«Σωστό.» απάντησε γελώντας. «Λοιπόν, αρχικά με λένε Άβα. Εσένα Λίλιθ.» Τα μάτια μου στένεψαν από την καχυποψία. «Είμαι μάγισσα. Αλλά όχι του κόσμου σου. Έρχομαι από ένα παράλληλο σύμπαν.» Σούφρωσα τα χείλη μου ανήσυχα. Όχι ότι δεν πίστευα σε τέτοια, εγώ υπήρχα αυτά γιατί όχι? Όμως άλλο να πιστεύεις και άλλο να σε χτυπάει η αλήθεια κατακούτελα. «Στον κόσμο μου είσαι μια σπουδαία βασίλισσα. Όχι ότι εδώ δεν θα γίνεις. Αν το έχεις στο αίμα σου έτσι είναι. Οι ζωές σου είναι συνδεδεμένες. Δεν νομίζω ότι έχεις υπάρξει κάτι λιγότερο από πριγκίπισσα.» Τώρα παραμιλούσε και εγώ κούνησα κάνοντας ότι καταλαβαίνω ενώ δεν είχα ιδέα τι έλεγε.
«Μιλάς για προηγούμενες ζωές?» ρώτησα αβέβαιη. Μου έγνεψε καταφατικά. «Τι εννοείς θα γίνω βασίλισσα? Στέμμα και έτσι?» Χαμογέλασε.
«Οι Βασίλισσες δεν είναι απλά αυτές που φοράνε την κορώνα.» είπε αινιγματικά. Άρχιζα να την συμπαθώ αυτή την μυστηριώδη γυναίκα. Μου άρεσαν τα αινίγματα. Και οι μάγισσες. Και αυτή ήταν και τα δυο.
«Βασίλισσα...» είπα απλά τρίβοντας τον σβέρκο μου νιώθοντας άβολα. «Περίμενε λίγο. Πως βρέθηκα εδώ?» Γέμισε ένα φιαλίδιο από το περιεχόμενο της κατσαρόλας και το κούνησε να πάρει ένα βαθύ μωβ χρώμα.
«Σε βρήκα στο δάσος. Όταν η μαινάδα απομύζησε και την τελευταία σταγόνα ενέργειας σου. Έπρεπε να σε βρω. Ήταν γραμμένο εξάλλου. Όπως η προδοσία του Ντέιμιεν.» Δάγκωσα το εσωτερικό των χειλιών μου νευρικά. Όχι μόνο ήξερε τις προηγούμενες ζωές μου αλλά και κάθε λεπτομέρεια της τωρινής μου. Το όνομα του όμως ξεκίνησε μια νευρική αλυσιδωτή αντίδραση στο κορμί μου. Οι γροθιές μου έκλεισαν και οι μύες μου σφίχτηκαν. «Μην κάνεις έτσι Λίλιθ. Ξέρεις όπως και ξέρω ότι δεν του κρατάς κακία. Πως θα μπορούσες εξάλλου? Είναι όλη σου η ζωή.» Σηκώθηκα απότομα.
«Πως είσαι τόσο σίγουρη για αυτό?» πέταξα με κακία Η γλυκιά της έκφραση δεν άλλαξε ούτε στιγμή.
«Είναι το πεπρωμένο σου Λίλιθ. Επουδενί δεν έχεις τελειώσει μαζί του.» Κούνησα το κεφάλι μου πέρα δώθε και την κοίταξα βαθιά στα μάτια.
«Εδώ κάνεις λάθος. Τελείωσα.» της είπα με μίσος. Όχι για εκείνη. Ας νόμιζε ότι με ήξερε, ας νόμιζε ότι μπορούσε να μας ορίζει το πεπρωμένο. Εγώ αυτό θα το άλλαζα.
«Εσύ κάνεις λάθος. Μπορείς να προσπαθήσεις να πείσεις τον εαυτό σου αλλά θα αποτύχεις.» Θυμός έβραζε μέσα μου και σήκωσα τα χέρια ψηλά.
«Γιατί κάθομαι και μιλάω μαζί σου? Πάω να φύγω.» απάντησα θυμωμένα και έκανα να πάω προς την πόρτα.
«Λυπάμαι αλλά δεν μπορώ να σε αφήσω να φύγεις.» είπε και γύρισα να την κοιτάξω.
«Ορίστε?»
«Δεν ρώτησες πως σε βρήκα ή καλύτερα γιατί σε βρήκα.» Οκ. Η καχυποψία μου χτύπησε κόκκινο αλλά δεν μίλησα. «Είμαι εδώ για να σε μάθω να ελέγχεις την μαινάδα.» Τα χείλη μου άνοιξαν από έκπληξη ενώ βλεφάρισα δυο-τρεις φορές.
«Πως?» ρώτησα. Εντάξει, το παραδέχομαι. Αυτό ήταν ότι πιο ενδιαφέρον είχε πει σε όλη την συζήτηση μας. Αυτό και το ότι ήμουν γεννημένη βασίλισσα.
«Αν μείνεις, θα δεις.» Το σκέφτηκα λίγο ενώ την κοιτούσα με σταυρωμένα τα χέρια μου. Τι πιθανότητες υπήρχαν να μπορούσε όντως να βοηθήσει? Είχα δει κάθε μάγισσα που υπήρχε στην γη αλλά δεν μπόρεσαν να κάνουν τίποτα. Αλλά αυτή εδώ ήταν διαφορετική. Το ένιωθα. Εξάλλου ήξερε τόσα για μένα. Πήγα και στάθηκα δίπλα της.
«Οκ. Έχεις την προσοχή μου.» της είπα και χαμογέλασε...


Damien’sPOV




Ένιωθα το κεφάλι μου να γυρίζει και το σώμα μου να μην ανταποκρίνεται στις εντολές μου. Όσο και αν προσπαθούσα να παρακολουθήσω την συζήτηση που εξελισσόταν μπροστά μου δεν μπορούσα. Άκουγα τον πατέρα μου να προσπαθήσει να πείσει τους Σαλβατόρε ότι η Λίλιθ ήταν αρκετά δυνατή ώστε να προσέχει τον εαυτό της οπουδήποτε και να είναι όμως ήξερα ότι αυτό ήταν ψέμα. Είχε φύγει τρελαμένη από το σπίτι μου και είχα δει ότι η μαινάδα είχε εκμεταλλευτεί της ψυχική της αστάθεια. Και για όλα έφταιγα εγώ! Εγώ και η ανικανότητα μου να σκεφτώ λογικά! Και τώρα αυτή μου η ανικανότητα μπορούσε να έχει οδηγήσει σε καταστάσεις που όλοι τρέμαμε. Φοβόμουν για εκείνη. Τι σκατά φύλακάς της ήμουν που την είχα αφήσει να φύγει έτσι? Πόσο δειλός παίζει να είμαι?
«Ντέιμιεν!» άκουσα την θεία Ρεμπέκα να μου φωνάζει και σήκωσα το κεφάλι μου για να δω τους παρευρισκομένους να με κοιτάνε με απορία.
«Τι?» την ρώτησα παγωμένα ενώ το μόνο που ήθελα ήταν να διαλύσω τα πάντα μέσα στο δωμάτιο.
«Θα κάθεσαι πολύ ώρα σαν δαρμένο σκυλί ή θα βοηθήσεις?»
Σιχαινόμουν που μας είχα οδηγήσει όλους σε αυτή την θέση. Σιχαινόμουν τον εαυτό μου, το σπίτι μου, τα πάντα. Ήθελα να φύγω. Να παω να την βρω και να μείνω μαζί της ακόμα και αν με έδιωχνε. Αναστέναξα.
«Ρεμπέκα σκάσε.» της είπε άγρια ο πατέρας μου. «Είσαι καλά?» με ρώτησε ενώ ερχόταν να καθίσει στο μπράτσο της πολυθρόνας μου και με χάιδεψε απαλά στο κεφάλι. Ήταν η πρώτη φορά που έδειχνε τρυφερότητα απέναντι μου και ήξερα ότι οφειλόταν στο ταρακούνημα που είχε δεχτεί εχθές το βράδυ. Παρόλο που δεν ήξερε πολλά αλλά αρκετά για να μπορέσει να με τιμωρήσει ή να πει στους Σαλβατόρε τι έτρεχε με την Λίλιθ, δεν είχε πει κουβέντα. Αντίθετα, είχε δείξει πρωτοφανή αυτοσυγκράτηση και εχεμύθεια.
«Ναι.» απάντησα γυρνώντας προς το μέρος του. «Και όχι.» συνέχισα καθώς σηκωνόμουν και κάρφωνα το βλέμμα μου σε εκείνο της θείας μου. «Πάω λίγο έξω.» είπα και έτρεξα στον κήπο. Όταν η πόρτα έκλεισε πίσω μου ακούμπησα το μέτωπό μου στον κρύο τοίχο και έκλεισα τα μάτια μου προσπαθώντας να ηρεμήσω. Οι βαθιές ανάσες μου όμως δεν μπόρεσαν να καλμάρουν τα νεύρα μου καθώς άκουγα καθαρότατα την συζήτηση που συνεχίζονταν στο σαλόνι μου.
«Τι στο καλό συμβαίνει με τον γιό σου, Κλάους?» άκουσα την φωνή του Τζέρεμι να ρωτάει.
«Φαίνεται θλιμμένος.» είπε η Έλενα γλυκά.
«Είναι.» απάντησε η Μάγισσα. Ήμουν σίγουρος ότι όλοι στο σαλόνι είχαν γυρίσει να την κοιτάξουν.
«Ορίστε?» ρώτησε ο Ντέιμον.
«Νοιάζεται περισσότερο για την κόρη σου, Ντέιμον, από ότι όλοι σας μαζί. Είναι ο μόνος που μπορεί να την βρει. Ο μόνος που ξέρει πού να ψάξει.» Η Λίλιθ μου είχε πει να πιστεύω τυφλά στο πεπρωμένο και τις προφητείες. Σε λόγια μαγισσών και φίλτρα. Ήμουν το αποτέλεσμα μιας όπως και εκείνη. Αλλά αυτό φάνταζε τρελό. Δεν ήξερα τι να κάνω, που να ψάξω και η πίστη που δείχνανε σε μένα ήταν κάτι περισσότερο από άκαρπη. Δεν ήξερα τίποτα για το που μπορεί να ήταν. Τα λόγια της Κάρολαιν ήρθαν στο μυαλό μου: ‘Την ξέρεις καλύτερα από τον καθένα....’ Προφανώς όχι αρκετά καλά ώστε να ξέρω που ήταν. Δεν είχε πάει στις φίλες της, στο σπίτι της, πουθενά μετά το δάσος. Για μισό λεπτό. Ίσως ήταν στο δάσος... Εκεί ήταν το τελευταίο μέρος που είχε βρεθεί, τα σημάδια εχθές το αποδείκνυαν. Εκεί ήταν ένα καλό μέρος να ξεκινήσω την έρευνα μου. Την ήθελα κοντά μου. Έπρεπε να την βρω. Ήθελα να της μιλήσω, να την δω, να την κλείσω στην αγκαλιά μου και να μην την αφήσω ποτέ. Και θα την έβρισκα ακόμα και αν ήταν το τελευταίο πράγμα που θα έκανα στην ζωή μου...


Lilith’sPOV


Καθόμουν και την άκουγα με έκπληξη. Δεν υπήρχε περίπτωση να γινόταν, έστω και σε παράλληλο σύμπαν, να είμαι εγώ η βασίλισσα της και να ήμουν παντρεμένη με έναν καλόκαρδο και ευγενικό βασιλιά ο οποίος τύγχανε να είναι ίδιος με τον Ντέιμιεν.
«Δεν υπάρχει πιθανότητα. Καταρχάς αυτό που περιγράφεις δεν είναι αυτός.» Γέλασα σταυρώνοντας τα χέρια μου πεισματικά στο στήθος μου.
«Δεν αποφεύγεις το πεπρωμένο Λίλιθ. Όπως με τον Ντέιμιεν...»
«Τελείωσε με τον Ντέιμιεν.» την διέκοψα αυστηρά. Με κοίταξε με συμπόνια. Μισούσα αυτό το βλέμμα.
«Νομίζεις. Ήταν μοιραίο.» Κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά και άρχισα να βηματίζω στην μικρή κουζίνα της. «Νομίζεις ότι είναι η πρώτη φορά που συναντιέστε?» Σταμάτησα απότομα και την κοίταξα έντονα.
«Από ότι μου λες όχι.» Την είδα να ήθελε να πει κάτι αλλά δίσταζε.
«Πες μου.» απαίτησα. Με κοίταξε και αναστέναξε. Απομάκρυνε το καζάνι από μπροστά της, ήρθε απέναντι μου και μου έπιασε το χέρι ανάμεσα στα δικά της.
«Στον κόσμο μου...» πήρε μια βαθιά ανάσα και έσκυψε το κεφάλι. «είσαι νεκρή.» Την κοίταξα άναυδη. «Πέθανες στην γέννα σου. Αλλά δεν είναι η πρώτη φορά που καταλήγεις νεκρή.» Γούρλωσα τα μάτια μου περιμένοντας να ακούσω την συνέχεια. «Είναι γραμμένο στο πεπρωμένο σας να συναντιέστε. Αλλά όχι και να είστε μαζί.»
«Όπως ούτε σε αυτόν τον κόσμο είναι γραφτό.» αναστέναξα θλιμμένα και κάθισα στην καρέκλα.
«Διακρίνω μια απογοήτευση?» Μούτρωσα.
«Όχι βέβαια.» είπα ειρωνικά και κρυφογέλασε.
«Δεν μπορείς να μου κρυφτείς.»
«Μπορώ να προσπαθήσω.» Κοίταξα τριγύρω μου προσπαθώντας να σκεφτώ κάτι να αλλάξω το θέμα. Αυτό πονούσε. «Ακόμα να μου πεις για την μαινάδα.» Κατάλαβε τι έκανα αλλά δεν το σχολίασε. Έσκυψε προς το μέρος μου.
«Δεν μπορώ να σου πω. Μπορώ να σου δείξω όμως.» είπε και έτεινε τα χέρια της σε εμένα. Ακούμπησα τις παλάμες μου διστακτικά στις δικές της και έκλεισα τα μάτια μου. Όταν τα άνοιξα ξανά δεν ήμουν στην καλύβα πια. Κοίταξα τριγύρω μου και μετά τον εαυτό μου. Βρισκόμουν σε ένα ξέφωτο ενός υπέροχου δάσους και φορούσα ένα μακρύ χρυσαφένιο φόρεμα. Ήμουν... στον κόσμο της?
«Λίλιθ..» άκουσα μια γνωστή φωνή να με φωνάζει και γύρισα να κοιτάξω τον κάτοχο της. Όχι! Δεν υπήρχε περίπτωση... Απέναντι μου, σε απόσταση λιγότερη του ενός μέτρου, στεκόταν... εγώ. Είμασταν ίδιες, σαν 2 σταγόνες νερό, μόνο που εκείνη χαμογελούσε γλυκά ενώ εγώ στεκόμουν άφωνη με το στόμα ανοιχτό.
«Δεν...» κατάφερα να ψελλίσω και ήρθε –ήρθα- και μου έπιασε τους ώμους απαλά.
«Δεν είμαι εσύ. Είμαι αυτή που αποκαλείς μαινάδα. Και αυτή δεν είναι η αληθινή μου μορφή αλλά μόνο έτσι θα είχα την προσοχή σου.» Γέλασε και η μορφή της άλλαξε. Ένας χείμαρρος από κόκκινα ίσια μαλλιά που έφταναν ως τα γόνατα της εμφανίστηκαν , το πρόσωπο της αγρίεψε και τα μάτια της σκούρυναν. Δυο πράσινες λίμνες, πιο σκούρα από εκείνα του Ντέιμιεν, κάλυψαν το δικό μου γαλάζιο. Ένα σκούρο καφέ φόρεμα αντικατέστησε το δικό μου και μια βελούδινη κάπα με κουκούλα ήρθε στα χέρια της.
«Δεν καταλαβαίνω.» είπα ενώ απομακρυνόμουν τρομαγμένη. Δεν προσπάθησε να με πιάσει. Συνέχιζε να με κοιτάει με ένα θλιμμένο χαμόγελο.
«Περπατάμε για λίγο?» ρώτησε ενώ με προσπερνούσε και έμπαινε πιο βαθιά στο δάσος. Την ακολούθησα χωρίς να το πολυσκεφτώ. Περπατήσαμε σιωπηλά με εκείνη να προηγείται ώσπου φτάσαμε στην κορυφή ενός γκρεμού από όπου έρεε ένας ορμητικός καταρράκτης.Εκεί, κάθισε σε έναν βράχο και μου έκανε σήμα να κάτσω κοντά της. Έκατσα κοντά της, στο γεμάτο βρύα έδαφος με το φόρεμα μου να δημιουργεί έναν χρυσό κύκλο γύρω μου. Με κοίταξε και μου χάιδεψε το πρόσωπο με τα δάχτυλα της.
«Δεν καταλαβαίνω. Τι κάνουμε εδώ? Που είμαστε? Πως μπορώ να σε βλέπω?» Χαμογέλασε και έψαξε λίγο τις τσέπες της. Έβγαλε ένα χρυσό λουκέτο και το έβαλε στην ανοιχτή μου παλάμη. Το άνοιξα με τρεμάμενα χέρια για να δω μια φωτογραφία της κρατώντας ένα μωρό στα χέρια.
«Δεν είμαι εχθρός σου γλυκιά μου. Σε αυτόν τον κόσμο είμαι η μητέρα σου.» την κοίταξα μην μπορώντας να πιστέψω αυτά που έλεγε. «Έχω υπάρξει φίλη, μητέρα, γιαγιά, αδερφή. Τα πάντα ώστε να μπορέσω να σε προστατέψω από τους διώκτες σου.» Κοιτούσα το μενταγιόν στα χέρια μου προσπαθώντας να αφομοιώσω τα λόγια της. Μάνα, αδερφή, φίλη. Δηλαδή η ζωή μου και η δική της ήταν συνδεδεμένες. Όπως είχε πει η Άβα για την δική μου και του Ντέιμιεν. Τους διώκτες μου? Με κυνηγούσαν σε κάθε κόσμο? Σε όλα τα σύμπαντα είχα δυνάμεις? Πήγα να την ρωτήσω αλλά με σταμάτησε με μια κίνηση του χεριού της. «Ναι σε όλα.» Ακόμα και εδώ μπορούσε να διαβάσει το μυαλό μου? Μου έγνεψε καταφατικά. «Απέτυχα Λίλιθ. Σε κάθε κόσμο έχω αποτύχει να σε προστατέψω. Δεν έχω άλλο περιθώριο λάθους. Δεν θα αφήσω να χαθείς ξανά. Για αυτό και στον κόσμο που ζούμε τώρα έπρεπε να πάρω δραστικά μέτρα. Έγινα ένα μαζί σου για να μπορώ να σε προστατέψω. Έχω χάσει τον έλεγχο γιατί ούτε για μένα είναι εύκολο να ζω με μια άλλη ψυχή. Αλλά προσπαθώ. Προσπαθώ Λίλιθ δεν θέλω να πάθεις κάτι πάλι.» Μου χάιδεψε απαλά τα μαλλιά και με κοίταξε βαθιά στα μάτια. «Δεν θα αφήσω κανέναν να σε βλάψει.» Χαμογέλασα γλυκά. Δεν ξέρω γιατί αλλά την πίστευα. Ναι τσακωνόμασταν, τρωγόμασταν σαν το σκύλο με την γάτα αλλά όταν είχε παραστεί ανάγκη με είχε προστατέψει, είχε πάρει τον έλεγχο όταν εγώ ήμουν ανίκανη να το κάνω.«Και μην πεις για τον Ντέιμιεν. Αυτό, ούτε εγώ είμαι ικανή να το εμποδίσω.» Έκλεισα τα μάτια και γέλασα θλιμμένα. «Είμαστε εδώ γιατί είναι ο τελευταίος κόσμος που βρεθήκαμε σε ξεχωριστά σώματα και μπορούμε να μιλήσουμε.»
«Μπορούμε να το ξανακάνουμε?» ρώτησα αθώα και με έκλεισε στην αγκαλιά της.
«Φυσικά. Την επομένη φορά θα σε φέρω εγώ εδώ. Τώρα όμως πρέπει να γυρίσεις πίσω.»
«Βασίλισσα Λιλιάνα?» άκουσα κάποιον να φωνάζει ενώ χλιμιντρίσματα αλόγων ακούστηκαν από κάπου μέσα στο δάσος.
«Εγώ είμαι αυτή?» ρώτησα με περιέργεια. Η μαινάδα έγνεψε. Με σήκωσε και με έβαλε να σταθώ στην άκρη του καταρράχτη.
«Με εμπιστεύεσαι?» ρώτησε γρήγορα ενώ οι φωνές δυνάμωναν. Γύρισα να την κοιτάξω πάνω από τον ώμο μου.
«Τυφλά.» της απάντησα. Την είδα να χαμογελάει, να με φιλάει φευγαλέα στο μάγουλο και με έσπρωξε. Έκλεισα τα μάτια μου ενώ ένιωθα το κορμί μου να γίνεται ένα με τον άνεμο λίγο πριν πέσει στο νερό. Ένιωθα το νερό να με πνίγει και το σώμα μου να βυθίζεται στα άδυτα του ποταμού. Άνοιξα τα μάτια μου να δω το τέλος αλλά δεν ήρθε ποτέ. Ήμουν ξανά στην καλύβα της Άβα.
«Όλα καλά?» με ρώτησε. Ονειρευόμουν τόση ώρα? Κοίταξα όμως τον εαυτό μου, το δέρμα μου ήταν βρεγμένο και τα μαλλιά μου στάζανε νερό ενώ τα εσώρουχα μου είχαν αντικατασταθεί από το χρυσό φόρεμα που φόραγα στο όραμα μου. Κοίταξα την Άβα και σούφρωσα τα χείλη μου.

«Ναι.» απάντησα μονολεκτικά και σήκωσα το φουστάνι προσπαθώντας να περπατήσω πιο εύκολα. Βγήκα από την καλύβα σέρνοντας την βρεγμένη ουρά πίσω μου.«Πρέπει να συνεχίσουμε να μένουμε εδώ?» ρώτησα στο κεφάλι μου. Λίγο ακόμα μόνο. «Ξέρεις κάτι που δεν ξέρω?» Μπορείς να με εμπιστευτείς λίγο? Γέλασα μόνη μου. «Αυτό δεν κάνω?»Απομακρύνθηκα λίγο ακόμα και σήκωσα το κεφάλι μου να κοιτάξω τον έναστρο ουρανό. Είχε νυχτώσει μέχρι να γυρίσω από το όραμα. «Να σε ρωτήσω κάτι ακόμα?» Κούνησε το κεφάλι της καταφατικά. «Πως σε λένε?» Σιωπή έπεσε. Για μια στιγμή νόμιζα ότι δεν θα μου απαντούσε. Ας με πούμε, Νερίσα είπε τελικά και αναστέναξα. Έμεινα να κοιτάω το φεγγάρι για ώρα.Αύριο θα σε μάθω να χειρίζεσαι τις δυνάμεις σου. «Γιατί εσύ δεν θα είσαι εκεί?» μουρμούρισα. Ίσως και όχι, ήταν το τελευταίο πράγμα που είπε πριν χαθεί στα βάθη του μυαλού μου. Δεν στάθηκα όμως σε αυτό. Αν όντως με μάθαινε να χειρίζομαι τις δυνάμεις μου ίσως κατάφερνα να κλείσω τον διακόπτη μου και να σταματήσω να σκέφτομαι τον Ντέιμιεν...




Nadia