Lilith:The dark side of the moon (Κεφάλαιο 43) "We have war"

DamiensPOV

Ο ήλιος είχε πέσει πια. Είχα σαρώσει χιλιάδες εκτάρια γης. Δεν είχα αφήσει σπιθαμή, ούτε πέτρα αυτού του δάσους που να μην είχα ψάξει. Εκτεινόταν σε πολλά χιλιόμετρα και όμως είχα περάσει όλο μου το βράδυ και όλη την επόμενη μέραψάχνοντας για ένα στοιχείο, ένα σημάδι, οτιδήποτε θα με βοηθούσε να την βρω. Έπεσα αποκαμωμένος στο υγρό γρασίδι με κλειστά μάτια. Και την ζωή μου θα έδινα να ξαναδώ το γλυκό χαμόγελο της, τα υπέροχα γαλάζια μάτια της, να ακούσω τον απαλό ήχο του γέλιου της. Χτύπησα τις γροθιές μου στο μαλακό έδαφος και εκείνο βούλιαξε από κάτω μου.Γιατί σε μένα? Το μόνο που ήθελα ήταν να την δω, να της εξηγήσω. Δεν θα με άκουγε, ούτε εγώ στην θέση της θα άκουγα αλλά ήθελα να προσπαθήσω. Είχε αισθήματα για μένα και το ήξερα. Τα είχε δείξει πολύ προτού καταλάβω εγώ τα δικά μου. Ευχήθηκα με όλη την δύναμη της ψυχής μου να ενεργούσε με βάση το συναίσθημα όταν θα την έβρισκα. Το θέμα ήταν που στο καλό μπορεί να ήταν? Είχα ‘χτενίσει’ την περιοχή χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Τώρα βρισκόμουν στο σημείο μηδέν ξανά. Η ζημιά ήταν ανεπανόρθωτη εδώ καθώς αυτό ήταν το σημείο από το οποίο είχε ξεκινήσει όλη η μανία της μαινάδας. Ομόκεντροι, τέλειοι κύκλοι καμένης γης, δέντρα παραμορφωμένα που είχαν χτυπηθεί από κεραυνούς, σπασμένα κλαριά, φύλλα, ολόκληρα κομμάτια χλωρίδας παρασυρμένα από τον δυνατό άνεμο... Τόση ζημιά και εγώ ήμουν ο υπαίτιος...
«Και που να δεις την ψυχή της.» γύρισα απότομα για να δω μια μαυροφορεμένη κοπέλα να με κοιτάζει ανάμεσα από τα δέντρα με ένα σαδιστικό χαμόγελο στα χείλη της. Ήμουν αμέσως στα πόδια μου και έτοιμος για επίθεση. Δεν κουνήθηκε ούτε χιλιοστό. Έγειρε το κεφάλι της στο πλάι και με κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω.  «Την αγαπάς περισσότερο από όσο νόμιζα.»
«Ξέρεις που είναι η Λίλιθ? Αν την έχεις αγγίξει...» γρύλισα ενώ οι κυνόδοντες μου πετάχτηκαν από το πουθενά την στιγμή που έκανα ένα βήμα απειλητικά προς το μέρος της. Εκείνη απλά γέλασε.
«Έχεις θράσος. Στο αναγνωρίζω αυτό. Δεν είμαι εγώ αυτή που την έβλαψα.» Μαζεύτηκα στα λόγια της. Με πλήγωσαν περισσότερο από όσο περίμενα και ας το ήξερα ήδη ότι είχε δίκιο. Ίσιωσα την πλάτη μου και έμεινα να την κοιτάω με μίσος.
«Ξέρεις?» ρώτησα και μου έγνεψε. Το πώς ήξερε ήταν ένα άλλο θέμα για έρευνα αλλά τώρα προείχε να την δω. Έστω για λίγο. Αναστέναξε και μου γύρισε την πλάτη.
«Μακάρι να είχα και εγώ κάποιον να με λατρεύει τόσο όσο εσύ εκείνη. Αν και αμφιβάλλω αν θα μπορέσει να το δει καθαρά τώρα. Έλα, θα σε πάω εκείνη.»Εξαφανίστηκε ανάμεσα στα φυλλώματα και προσπάθησα πολύ για να την ακολουθήσω. Προχωρούσε αέρινα, σαν σκιά ανάμεσα στα δέντρα και ώρες-ώρες χανόταν από το οπτικό μου πεδίο. Από ένστικτο τις περισσότερες φορές είχα καταφέρει να την ξαναβρώ. Η ανάγκη μου για την Λίλιθ ήταν μεγαλύτερη από όσο νόμιζα και εγώ ο ίδιος. Περπατούσαμε σιωπηλά εδώ και είκοσι λεπτά κατά μήκος του δάσους.
«Πως ξέρεις που είναι?» ρώτησα σπάζοντας την αμηχανία και την σιωπή. Δεν γύρισε να με κοιτάξει αλλά ελάττωσε την ταχύτητα της.
«Μένει μαζί μου.» είπε χαλαρά και συνέχισε να κινείτε. Δεν περίμενα να μου απαντήσει.Πόσο μάλλον να μου δώσει μια τέτοια απάντηση. Το μόνο που είχε καταφέρει ήταν να με γεμίσει με ένα σωρό άλλες ερωτήσεις. Γιατί μένει μαζί της? Πως πήγε εκεί? Γνωρίζονται? Τι της έχει πει για εμάς? Ερωτήσεις σαν αυτές βασάνιζαν το μυαλό μου μέχρι που όλα σταμάτησαν. Στα αυτιά μου τώρα μπορούσα να ακούσω καθαρά τον τόσο γνώριμο ήχο της καρδιάς της. Αυτόν τον αργό και σταθερό χτύπο που τροφοδοτούσε το σώμα της με ζωή και γαλήνευε την ταραγμένη μου ψυχή. Μόνο που τώρα χτυπούσε γρηγορότερα. Δεν χρειαζόμουν πια την άγνωστη γυναίκα να οδηγεί. Ήμουν μεθυσμένος από την παρουσία της ακόμα και αν βρισκόταν μίλια μακριά. Ακολούθησε τυφλά τον ήχο χωρίς να σκέφτομαι τίποτα παρά μόνο εκείνη. Είδα την γυναίκα να σταματά και να με αφήνει να περάσω μπροστά. Έφτασα αργά σε ένα ξέφωτο στους πρόποδες του βουνού. Πως στο καλό μου είχε ξεφύγει αυτό το σημείο? Δεν με ένοιαζε εκείνη την στιγμή, όχι όταν είχα αυτόν τον υπέροχο άγγελο να στέκεται απέναντι μου με γυρισμένη την πλάτη. Ακόμη και αν το μόνο που μπορούσα να δω ήταν το πίσω μέρους του κεφαλιού της μου ήταν αρκετό καθώς δεν ήξερα τι θα συνέβαινε αν γυρνούσε και με έβλεπε. Πράγμα που διαπίστωσα μια στιγμή αργότερα όταν έστρεψε το βλέμμα της πάνω μου και τα μάτια της στένεψαν από μίσος.
«Τι θες εδώ?» ρώτησε άγρια χωρίς ίχνος συναισθήματος στα μάτια της.
«Με μισείς.» είπα θλιμμένα χωρίς να την πλησιάσω.
«Ούτε το μίσος μου δεν χαραμίζω για σένα.» είπε ενώ η ανάσα της έβγαινε πιο κοφτή. Ακόμα και η παρουσία μου την θύμωνε.
«Όλοι έχουν τρελαθεί από την αγωνία τους. Φοβούνται για τα χειρότερα.» Γέλασε πικρά.
«Δεν τους εξήγησες?» η φωνή της ήταν γεμάτη ειρωνεία. «Αλλά θα μου πεις τι να τους έλεγες σωστά?»
«Ο μόνος στον οποίο χρωστάω εξηγήσεις είσαι εσύ. Άφησε με. Λίλιθ, δεν αξίζει.» προσπάθησα να την πλησιάσω αλλά μια μπάλα φωτιάς διέκοψε το βάδισμα μου. Την κοίταξα αλλάδεν υπήρχε ίχνος της μαινάδας.
«Έμαθα να την ελέγχω. Ήταν εύκολο. Το μόνο που έπρεπε να κάνω ήταν να αποδεχτώ την φύση της. Σε ευχαριστώ που με πλήγωσες τόσο που δεν έχω πια ωραία συναισθήματα.» Το ρίσκαρα και πήδηξα πάνω από την φωτιά που σιγόκαιγε. Στην παλάμη της εμφανίστηκε άλλη μια φλογισμένη μπάλα.«Κανείς δεν αξίζει Ντέιμιεν.» είπε ενώ ο πόνος ήταν εμφανής στο πρόσωπο της.
«Δεν θα το κάνεις. Με αγαπάς. Το ξέρω, το νιώθω.» προσπάθησα να της πω αλλά τώρα πέρασε δίπλα από το κεφάλι μου η μπάλα.
«Σταμάτα! Μην ξαναμιλήσεις! Δεν θα αστοχήσω αυτή την φορά.» Έτρεμε. Τα λόγια μου είχαν αντίκτυπο πάνω της και όσο ποταπό και αν ήταν χαιρόμουν που μπορούσα να την επηρεάζω. Αυτό σήμαινε ότι όσο και αν είχε προσπαθήσει να παγώσει απέναντι μου, να διώξει τα συναισθήματα της για μένα και κάθε τι καλό που την έκανε αυτό που ήταν, δεν μπορούσε. Βαθιά μέσα της θα ήταν πάντα αυτός ο άγγελος καλοσύνης που με είχε κάνει να νιώσω ευτυχισμένος και το ήξερε. Και το φοβόταν. Φαινόταν στα μάτια της. «Μην με πλησιάζεις!» φώναξε και απομακρύνθηκε αλλά δεν σταμάτησα. Συνέχιζα να την πλησιάζω αργά κοιτώντας την στα μάτια όσο και αν απέφευγε ανεπιτυχώς το βλέμμα μου. «Σε σιχαίνομαι!» ούρλιαζε ξανά και ξανά ενώ δάκρυα έτρεχαν ασταμάτητα από τα μάτια της. Προσπαθούσε τόσο να το πιστέψει και με πλήγωνε. Έβλεπα το κακό που είχα κάνει και με πονούσε. Δεν ήθελα να την βλέπω έτσι, δεν έπρεπε να την βλέπω έτσι. Θα έπρεπε να τιμωρούμουν για αυτή μου την πράξη. Τι σόι κτήνος θα πλήγωνε έναν επίγειο άγγελο τόσο ανεπανόρθωτα? Πισωπατούσε στα τυφλά ενώ την πλησίαζα με αποτέλεσμα να παραπατήσει σε μια πέτρα και να πέσει προς τα πίσω. Με μια γρήγορη κίνηση κατάφερα να την πιάσω όμως ούτε το άγγιγμα μου δεν ήθελε. Άρχισε να χτυπιέται μανιασμένα ενώ προσπαθούσε να πετάξει τα χέρια μου από πάνω της αλλά δεν είχα σκοπό να την αφήσω τόσο εύκολα.
«Δεν σε αφήνω.» της είπα ενώ έπιασα τους καρπούς της με δύναμη και την ανάγκασα να με κοιτάξει. «Βάλτο καλά στο μυαλό σου. Δεν πρόκειται να σε αφήσω. Είσαι ότι καλύτερο μου έχει συμβεί ποτέ και δεν προτίθεμαι να σε χάσω για κάτι που δεν έγινε ποτέ.» Φυσικά και δεν με πίστεψε. Συνέχισε να χτυπιέται ασταμάτητα, έφτασε ακόμα και στο σημείο να βγάλει τους κυνόδοντες της και να με δαγκώσει δυνατά στο μπράτσο. Δεν σταματούσε όμως να κλαίει και ήξερα ότι εκείνη πόνεσε περισσότερο με αυτή της την κίνηση από ότι εγώ. Άφησα τα χέρια της και την έκλεισα στην αγκαλιά μου. Ένιωσα το σώμα της να ξεσπάει σε σπασμούς ενώ οι λυγμοί της που έφταναν στα αυτιά μου ξέσκιζαν την καρδιά μου. Ένιωσα τα χέρια της να σφίγγονται γύρω από το λαιμό μου σε μια απελπισμένα σφιχτή αγκαλιά ενώ διαλυόταν στα χέρια μου και έκλεισα σφιχτά τα μάτια μου προσπαθώντας να εμποδίσω και τα δικά μου δάκρυα.
«Κανείς δεν αξίζει αρκετά...» μουρμούρισε.
«Εσύ αξίζεις τα πάντα.» της ψιθύρισα.
«Γιατί?» κατάφερε να προφέρει ξέπνοα ενώ χτυπούσε απελπισμένα το στήθος μου με τις γροθιές της. «Γιατί μου το έκανες αυτό?» Πάλευε να αναπνεύσει ανάμεσα στους λυγμούς της και έμεινα απλά ακίνητος να της χαϊδεύω αργά τα μαλλιά, μπλέκοντας τα δάχτυλα μου στις καστανές μπούκλες της προσπαθώντας να την κρατήσω εκεί, κοντά μου.
«Εγώ.. δεν έκανα τίποτα Λίλιθ και βαθιά μέσα σου το ξέρεις. Δεν θα μπορούσα να αγγίξω άλλη γυναίκα μετά από εσένα. Ο Κρις την έστειλε για να με εκδικηθεί που του έσπασα τον λαιμό. Η γυναίκα είναι, ήταν τρελή.» Σήκωσε αργά το κεφάλι της και με κοίταξε μέσα από τα θολά της μάτια.
«Με μισείς που την σκότωσα?» ρώτησε σχεδόν αθόρυβα. Της χαμογέλασα και χάιδεψα απαλά το μάγουλο της. Έκλεισε σφιχτά τα μάτια της στο χάδι μου και ένα ακόμα δάκρυ έτρεξε.
«Δεν θα μπορούσα ποτέ να σε μισήσω. Λίλιθ, σε έψαχνα ώρες ατελείωτες μόνο και μόνο να σε ξαναδώ. Να βεβαιωθώ ότι ήσουν καλά. Δεν θα άντεχα να πάθεις τίποτα. Έκανα λάθος. Που δεν την έδιωξα, που της άνοιξα και μετανιώνω για αυτό. Για ότι κάναμε όμως δεν θα μετανιώσω ποτέ. Είσαι ότι καλύτερο μου έχει συμβεί και δεν θέλω να ζω ξέροντας ότι με μισείς. Δεν το αντέχω να με μισείς. Δεν αντέχω να σε βλέπω κατεστραμμένη, πόσο μάλλον ξέροντας ότι εγώ το έχω προκαλέσει αυτό. Συγχώρεσε με.» Την είδα να δαγκώνει το χείλος της αλλά λέξη δεν βγήκε από τα χείλη της. Το βλέμμα της όμως δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Με κοίταξε με τόση αγάπη, ένιωσα κυριολεκτικά την καρδιά μου να σταματά και τότε σηκώθηκε στις μύτες και με φίλησε. Και έτσι απλά ολόκληρος ο κόσμος χάθηκε γύρω μας. Όλος ο πόθος και η αγάπη μας ξεχύθηκε ασταμάτητα κυριεύοντας τα πάντα. Το φιλί μας έγινε πιο απαιτητικό, πιο ορμητικό. Εκείνη κόλλησε το σώμα της πάνω μου και εγώ εκείνη πάνω στον κορμό ενός δέντρου πίσω μας.
«Μου έλειψες. Μην ξαναφύγεις.» της είπα όταν τραβήχτηκε για να αναπνεύσει. Μου χαμογέλασε γλυκά και μου χάιδεψε το πρόσωπο.
«Στο είπα ότι δεν μπορείς να ξεφύγεις Λίλιθ.» της γύρισε η άγνωστη γυναίκα. Η Λίλιθ γέλασε και έφυγε από τα χέρια μου πλησιάζοντας την.
«Άβα...» είπε απλά αλλά σταμάτησε όταν η γυναίκα την κοίταξε θλιμμένα.
«Δεν εννοώ την επανένωση σας.» είπε αφήνοντας ένα δάκρυ να τρέξει. Ένιωσα τον φόβο της Λίλιθ ενώ γυρνούσε να με κοιτάξει.
«Ντέιμιεν...» είπε πριν πέσω στο έδαφος αιμόφυρτος...

LilithsPOV


Συνέβησαν όλα τόσο γρήγορα. Την μια στιγμή ήμουν στην αγκαλιά του, ξεχνώντας τα πάντα και την επόμενη τον είδα να πέφτει στο έδαφος ενώ ένας λύκος προσγειωνόταν πάνω του με τα νύχια του να σκίζουν το δέρμα του λαιμού του. Ένιωσα την δύναμη να ρέει και την φωτιά να φεύγει από μένα σαν προέκταση μου και να τυλίγει τον λύκο στις φλόγες χωρίς να αγγίξει καν τον Ντέιμιεν. Έτρεξα προς το μέρος του, εκείνος όμως φυσικά ήταν ήδη στα πόδια του.
«Τι στο καλό?» ρώτησε κοιτώντας γύρω του. Μια αγέλη λύκων μας πλησίαζε απειλητικά περικυκλώνοντας μας και κοίταξα τον Ντέιμιεν αβέβαιη. Εκείνος έβαλε το σώμα του μπροστά μου σαν ασπίδα. Ακόμα και σε αυτή την κατάσταση εγώ ερχόμουν πρώτη. Το αίμα έρεε ακόμα, πιο λίγο βέβαια, από την ανοιχτή πληγή του αλλά φαινόταν ούτε καν να το παρατηρεί. Έψαξα την Άβα γύρω μας αλλά δεν ήταν εκεί. Ούτε η καλύβα της. Με είχε παγιδεύσει. Ήξερε για αυτό και δεν είχε προσπαθήσει να με προειδοποιήσει. Η ένταση και το μίσος πλημμύρισαν την καρδιά μου για μια ακόμα φορά. Ένιωσα την πλάτη του Ντέιμιεν να κολλάει με την δική μου καθώς μας πλησίαζαν τα τετράποδα κτήνη. Επιτέθηκα πριν καν το καταλάβει, με δόντια και νύχια ξεγυμνωμένα ξεριζώνοντας το λαρύγγι του ενός με τα χέρια μου και δαγκώνοντας μοιραία έναν ακόμα. Γύρισα να δω τον Ντέιμιεν να αλλάζει και εκείνος και να χώνει τα λυκίσια νύχια του στα πλευρά ενός μαύρου λύκου την ίδια στιγμή που έφτυνε το κεφάλι ενός άλλου.
«Λίλιθ, φύγε!» φώναξε αλλά τον αγνόησα. Επιτέθηκα ξανά, αυτή την φορά αφήνοντας την μαγεία να κυριαρχήσει δημιουργώντας μια δίνη ανέμου και παρασύροντας ένα ζευγάρι στην ορμητική του δύναμη. Ήρθα πρόσωπο με πρόσωπο με έναν ακόμη την στιγμή που πηδούσε πάνω μου με ανοιχτό το στόμα. Άρπαξα τα σαγόνια του με τα χέρια μου σκίζοντας τα στα 2. Γέλασα σαρδόνια. Μπορούσα να το συνηθίσω σκέφτηκα την στιγμή που γυρνούσα να αντικρίσω τον Ντέιμιεν. Γύρω του δεν κείτονταν λύκοι πλέον. Ανθρώπινα παραμορφωμένα σώματα, διάσπαρτα κομμάτια σάρκας βρισκόντουσαν πεταμένα εδώ και εκεί. Σκέπασα το στόμα μου αηδιασμένη και πισωπάτησα έντρομη. Σκόνταψα σε κάτι και ούρλιαξα αντικρίζοντας το. Το λυκίσιο κρανίο που διέλυσα πριν λίγο είχε γίνει μια μάζα αίματος και δέρματος. Ο Ντέιμιεν απάντησε αμέσως στην κραυγή μου και έτρεξε προς το μέρος μου. «Πρέπει να φύγεις.» μου φώναξε για να τον ακούσω μέσα στο σοκ μου. «Λίλιθ με ακούς?» κούνησα το κεφάλι μου ανίκανη να αρθρώσω λέξη. «Λίλιθ, είσαι η πρώτη μου προτεραιότητα. Η ασφάλεια σου πάνω από έλα. Φύγε.» Συνειδητοποίησα εκείνη την στιγμή τι έλεγε και έσπρωξα τα χέρια του από τους ώμους μου.
«Δεν σε αφήνω μόνο σου.» φώναξα πεισματικά. Είδα πίσω από τον Ντέιμιεν να μας πλησιάζουν ακόμα περισσότεροι, σίγουρα κοντά στους πενήντα και ξεροκατάπια. Γύρισε να κοιτάξει τι είχε τραβήξει την προσοχή μου και αναστέναξε.
«Λίλιθ, σε παρακαλώ φύγε. Θα τα καταφέρω.»
«Όχι!» φώναξα και παγίδευσα άλλους τρεις σε έναν κύκλο φωτιάς.
«Εξαντλήσε κάθε φορά που χρησιμοποιείς λίγο περισσότερο την μαγεία και δεν έχεις μάθει να την ελέγχεις πλήρως ακόμα. Δεν θα αφήσω να πάθεις τίποτα. Φύγε!» φώναξε επιτακτικά και με έσπρωξε μακριά την στιγμή που δυο ζευγάρια ορμούσαν με μίσος πάνω του. Πρόλαβα να τους παγώσω πριν τον αγγίξουν και συνθλίφτηκαν όταν χτύπησαν στο έδαφος. Τότε κατάλαβα τι εννοούσε ο Ντέιμιεν. Δεν άκουγα την μαινάδα πλέον στο κεφάλι μου και ένιωθα κάθε επίθεση που εκτόξευα να παίρνει και ένα κομμάτι της ψυχής μου μαζί. Δεν το έλεγχα ακόμα και τώρα ήμουν αβέβαιη για τις επιθέσεις μου. Φοβόμουν ότι δεν θα κατάφερνα να μην πετύχω τον Ντέιμιεν στην επόμενη. Ως εκ θαύματος είχε γλιτώσει τις δυο φορές. Και το γεγονός ότι σκότωνα ανθρώπους... Ρίγη διαπέρασαν το κορμί μου αλλά δεν θα άφηνα κανέναν να αγγίξει τον Ντέιμιεν.
«Έλα μαζί μου.» φώναξα ενώ έμπαινα ξανά στον κύκλο και τον έπιανα από το χέρι τραβώντας τον προς τα δέντρα. Άκουσα το ποδοβολητό των λύκων που μας ακολουθούσαν και επιταχύναμε. Ένιωθα το γεμάτο σιγουριά σώμα του να τρέχει δίπλα μου και έπαιρνα και εγώ θάρρος.
«Μάθε να ακούς!» μου φώναξε ενώ αυξάναμε και άλλο ταχύτητα.
«Κάποια μέρα!» του πέταξα και γέλασε. Ένιωσα νύχια να μπήγονται στην πλάτη μου και έπεσα στο έδαφος κουτρουβαλώντας. Ο Ντέιμιεν σταμάτησε στο λεπτό και πέταξε τον λύκο που είχε πηδήξει από πάνω μου.
«Είσαι καλά?» ρώτησε με αγωνία.
«Πρόσεξε!» φώναξα ενώ έβλεπα δυο ακόμα να ορμάνε πάνω από τα κεφάλια μας. Ο Ντέιμιεν έπεσε στο έδαφος και ένας ακόμα προσγειώθηκε πάνω μου δείχνοντας μου τα δόντια του. Ήξερα ότι αν δίσταζα λίγο ακόμα θα κατέληγα νεκρή, το ίδιο και ο Ντέιμιεν που δε τον άκουγα να παλεύει πια. Έχωσα το χέρι μου μέχρι τον αγκώνα στο στήθος του βγάζοντας την καρδιά του από την πλάτη του και πέταξα το νεκρό σώμα από πάνω μου. Σηκώθηκα γρήγορα αλλά ήμουν μόνη. Μόνο το νεκρό σώμα που ήδη είχε αρχίσει να αλλάζει βρισκόταν δίπλα μου. Τρόμος με κατέλαβε ενώ άρχιζα να φωνάζω με όλη την δύναμη των πνευμόνων μου το όνομα του Ντέιμιεν. Η φωνή μου αντηχούσε σε όλο το δάσος αλλά κανένας ήχος δεν ακούστηκε. Ένα ουρλιαχτό με έκανε να πεταχτώ και να γυρίσω να κοιτάξω τον λύκο στην κορυφή του βουνού που ούρλιαζε τώρα. Με κοίταξε βαθιά στα μάτια και το έβαλα στα πόδια.  Έτρεξα πιο γρήγορα από όσο είχα τρέξει ποτέ. Μπήκα στην πόλη με υπεράνθρωπη ταχύτητα αδιαφορώντας για το ποιος με έβλεπε τώρα. Έφτασα στο σπίτι μου και άνοιξα διάπλατα την πόρτα. Όλοι βρισκόντουσαν εδώ και γύρισαν να με κοιτάξουν τρομαγμένοι. Προσπάθησα να ελέγξω την ανάσα μου που έβγαινε κοφτή. «Τον πήραν. Πήραν τον Ντέιμιεν.» φώναξα ενώ ερχόντουσαν προς το μέρος μου να δουν τα ματωμένα μου ρούχα.
«Τι εννοείς πήραν τον γιο μου, Λίλιθ? Ποιοι?» Ο Κλάους με κοιτούσε χωρίς να αναπνέει. Ένιωθα την ανησυχία του μέχρι το τελευταίο κύτταρο του κορμιού μου. Την φωνή μου δεν την αναγνώρισα ούτε εγώ όταν τα επόμενα λόγια ξεχύθηκαν από τα χείλη μου σαν δηλητήριο.

«Οι λύκοι. Και δεν πρόκειται να αφήσω κανέναν ζωντανό αν αγγίξουν έστω και μια τρίχα από εκείνον. Έχουμε πόλεμο και δεν είμαι εγώ αυτή που θα πέσω πρώτη...»


Nadia