Η νύχτα που ο Παράδεισος έπεσε(Κεφάλαιο 12) "BacktoNormal"


LilianasPOV
Ομολογουμένως, δεν ήταν το ίδιο.Ξυπνώντας το πρωί και ανοίγοντας τα μάτια μου για να αντικρίσω το σπίτι μου ξανά, ένιωσα ένα αίσθημα μοναξιάς. Και ήταν πρωτόγνωρο γιατί δεν ήμουν συνηθισμένη σε τέτοια συναισθήματα. Το κρεβάτι μου δεν ήταν το ίδιο, ο αέρας δεν ήταν ίδιος και η φασαρία της Νέας Ορλεάνης ακουγόταν εκκωφαντική στα αυτιά μου. Είχα συνηθίσει το αέρινο στρώμα, τον αρωματισμένο από τα λουλούδια αέρα και την σιωπή. Σκατά! Σηκώθηκα βρίζοντας και τράβηξα δυνατά τις κουρτίνες. Κανένα φως. Μουντός ουρανός και δυνατός αέρας επικρατούσε έξω. Το καλοκαίρι είχε φύγει για τα καλά τις μέρες που έλειψα. Έμεινα για λίγο ακουμπισμένη στο κρύο τζάμι κοιτώντας τα σύννεφα που ολοένα και πύκνωναν. Δεν μπορούσα να νοσταλγώ τον Παράδεισο έτσι? Όχι βέβαια. Δεν ταίριαζα εκεί. Απλά είχα ξεσυνηθίσει. Άκουσα το βουητό της δόνησης και γύρισα να κοιτάξω το κινητό στο κομοδίνο μου. Κοίταξα την οθόνη που αναβόσβηνε με το όνομα του Άαρον να τρεμοπαίζει. Έφερα το ακουστικό στο αυτί μου πατώντας το κουμπί της αποδοχής.
  «Μμμ....» μούγκρισα θυμωμένα.
  «Αγγελούδι, κούλαρε. Ξέρω ότι είναι πρωί αλλά επίσης ξέρω ότι θες να μαθαίνεις πρώτη για τα παιχνίδια.» Ο Άαρον ήταν αυτός που διοργάνωνε τα παράνομα παιχνίδια πόκερ παντού στην πόλη. Επίσης ήταν ένας από τους καλύτερους πελάτες στο Ντέστινι και μου χρωστούσε την ζωή του όταν σε ένα παιχνίδι στα κλουβιά που έπαιζε ο αντίπαλος του έβγαλε μαχαίρι και εγώ μπήκα στην μέση. Ακόμα έχω το σημάδι στην κοιλιά μου. Δεν μπορούσα να μείνω μακριά από μπελάδες φαίνεται. Αυτό ήταν το πρώτο πράγμα που μου είχε πει όταν είχα ξυπνήσει στο νοσοκομείο. Με είχε μεταφέρει εκεί αφού ο αγώνας διακόπηκε και είχε μείνει να δει πως τα πάω. Με ήξερε από πιο παλιά βέβαια. Ήταν και εκείνος ένα από τα παιδιά που είχε αναλάβει η τελευταία ανάδοχη οικογένεια μου για τα λεφτά. Όταν το είχα σκάσει εκείνο το βράδυ στα 16 μου, ο Άαρον με είχε ακολουθήσει. Ζήσαμε τους πρώτους μήνες με τα λεφτά που έβγαζε από τους αγώνες στα κλουβιά. Μετά εγώ γνώρισα μερικούς τύπους από εκείνους που πήγαιναν και στοιχημάτιζαν στον Άαρον και με πήραν σε ένα παιχνίδι πόκερ. Κέρδισα 20.000 δολάρια εκείνο το βράδυ. Από τότε δεν σταμάτησα να παίζω. Αυτά είχαν πληρώσει για το σπίτι και το αυτοκίνητο του Άαρον. Όχι ότι δεν έβγαζε καλά λεφτά, αλλά εγώ έβγαζα περισσότερα. Όταν κέρδισα το σπίτι που έμενα τώρα, ξέραμε και οι δυο ότι είχε έρθει η ώρα να χωριστούμε. Είχα κλείσει τα 18 τότε. Έφυγα, έπιασα δουλειά στο Ντέστινι και σταμάτησα να τρέχω από παρτίδα σε παρτίδα. Βέβαια υπήρχαν και εξαιρέσεις. Όπως για αυτή που με ενημέρωνε τώρα ο Άαρον. Όταν παιζόντουσαν πολλά λεφτά στο τραπέζι.
  «Που και πόσα?» ρώτησα αμέσως τρίβοντας τα μάτια μου και προχωρώντας προς το μπάνιο.
  «Στο παλιό εργοστάσιο ενέργειας στις 3. Ξέρω μόνο ότι μπαίνεις με 10 χιλιάρικα. Σου φτάνει?» Άνοιξα την βρύση της μπανιέρας στο καυτό αφήνοντας τους ατμούς να πλημμυρίσουν το δωμάτιο. Δεν του ξέφυγε φυσικά. «Νερό ακούω να τρέχει?»
  «Γιατί? Εσύ το έκοψες το μπάνιο?» τον άκουσα να γελάει από την άλλη γραμμή. Είχαμε ζήσει πολύ καλές στιγμές αλλά και πολύ άσχημες ταυτόχρονα. Αυτό μας έκανε κάποιο είδος φίλους. Ένα πολύ διεστραμμένο και κακό είδος φίλους.
  «Όχι. Αλλά άμα προσφέρεσαι μπορώ να πεταχτώ να κάνουμε μαζί.» Γύρισα τα μάτια μου και γέλασα. Ένα από τα χαρακτηριστικά του Άαρον ήταν το πόσο πρόστυχος μπορούσε να γίνει. Πολλές φορές είχε προσπαθήσει να με ρίξει αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Τις περισσότερες φορές τουλάχιστον. Όχι ότι δεν μου άρεσε, παραήταν κούκλος και διασκέδαζα να σαχλαμαρίζουμε αλλά τίποτα παραπάνω.
  «Και εγώ τι θα κερδίσω Άαρον?» ρώτησα περιπαιχτικά αφού ήξερα ότι θα τον τσάντιζα.
  «Μετά από τέσσερα χρόνια ακόμα με ρωτάς, μικρή?» Χαμογέλασα χωρίς να μπορεί να το δει. Ίσως ο Άαρον να μπορούσε να με κάνει να ξεχάσω για λίγο. Ίσως πάλι και όχι.
  «Αργότερα ίσως.» είπα αφήνοντας μια βαθιά, ανακουφιστική ανάσα καθώς το νερό ερχόταν σε επαφή με το δέρμα μου.
  «Λίλι, όλα καλά?» το παρατσούκλι μου από τα παλιά δεν βοηθούσε και πολύ την διανοητική μου κατάσταση. Ίσως το παιχνίδι το βράδυ να ήταν κάτι παραπάνω από άλλο ένα χρηματικό έπαθλο και να κατάφερνε να με αποσπάσει.
  «Ναι, τα λέμε στις 3.» είπα κλείνοντας το τηλέφωνο και βυθίστηκα ακόμα πιο πολύ στην μπανιέρα. Έμεινα να κοιτάω το γκρι μάρμαρο προσπαθώντας να μην σκεφτώ τίποτα απολύτως αλλά δεν ήταν εύκολο. Όλη η γνώση που είχα λάβει τις τελευταίες μέρες ήταν πάνω από εμένα. Όλα ήταν πάνω από εμένα. Ακόμα ένιωθα τα χείλη του Κάιλ πάνω στα δικά μου και ας ήταν ένα απλό, φευγαλέο άγγιγμα. Έριξα το κεφάλι μου πίσω παραδομένη. Ήλπιζα η δουλειά και το παιχνίδι να βοηθούσαν. Δεν ήταν δίκαιο! Εκείνοι είχαν έρθει να αναστατώσουν την ζωή μου, αυτοί έπρεπε να αισθάνονται άσχημα, όχι εγώ. Σήκωσα το βλέμμα μου και κοίταξα το ρολόι στον απέναντι τοίχο. Τέσσερις και μισή. Είχα ακόμα ώρα. Τυλίχτηκα σε μια μεγάλη χνουδωτή πετσέτα και άνοιξα την τηλεόραση αφήνοντας την να παίζει κάπου στο βάθος. Στάθηκα μπροστά στον ολόσωμο καθρέφτη και κοίταξα για λίγο τον εαυτό μου. Έβρισκα παρηγοριά στην εικόνα μου και ας ήταν κατεστραμμένη σε σημείο που δεν διορθωνόταν. Τουλάχιστον πριν. Γιατί τώρα δεν υπήρχε τίποτα παρα λείο και ροδαλό δέρμα. Πως στο καλό θα το εξηγούσα αυτό στην δουλειά μου? Ή στον Άαρον αν αποφάσιζα να ενδώσω? Μια πλαστική ανάπλασης του δέρματος ακουγόταν καλή ιδέα. Έπιασα το πιστολάκι απο το ντουλάπι μου και άρχισα να ισιώνω τις ατίθασες μπούκλες μου. Οτιδήποτε με αποσπούσε απο το να σκέφτομαι. Μέχρι την στιγμή που ντύθηκα και ετοιμάστηκα είχε ήδη πάει έξι και μισή. Δηλαδή είχα αργήσει στο μαγαζί. Αρπάζοντας τα κλειδιά του αυτοκίνητου μου κατέβηκα τρέχοντας τα σκαλιά για το γκαράζ. Έβαλα μπρος γρήγορα και έφυγα. Πρέπει να παραβίασα τουλάχιστον 3 στοπ και 1-2 κόκκινα φανάρια γιατί έφτασα στο μαγαζί μέσα σε 2 λεπτά. Ευτυχώς δεν πέτυχα κίνηση. Πέταξα τα κλειδιά στον παρκαδόρο και μου έκλεισε το μάτι. Μπήκα στο μαγαζί με ένα μεγάλο δήθεν χαμόγελο για να δω το ‘Συμβούλιο’ να με κοιτά καλά-καλά για την αργοπορία μου. Κάθισα με θράσος απέναντι απο την Ζόι, την ιδιοκτήτρια, η Μικέλα, η υπεύθυνη των χορευτριών καθώς και όλες οι κοπέλες και οι υπόλοιποι εργαζόμενοι σε υψηλές θέσεις ήταν επίσης εκεί.
«Μας έκανες την τιμή?» ρώτησε η Μικέλα για να δεχθεί μια παρατήρηση απο την Ζόι για την συμπεριφορά της και ένα χαιρέκακο χαμόγελο απο μένα. Παρότι είχαν ξεκινήσει την συζήτηση πριν φτάσω, δεν ήταν δύσκολο να ακολουθήσω. Εξάλλου τα ίδια λέγονταν σε κάθε σύσκεψη. Πόσο ικανοποιημένη είναι η Ζόι απο την απόδοση όλων μας, πόσα έχουμε βγάλει τη βδομάδα και άλλα τέτοια. Απο ένα σημείο και μετά σταμάτησα να ακούω και άφησα την φαντασία μου να πλανηθεί στο μεταμεσονύχτιο παιχνίδι μου. Η ώρα ήταν ένα θέμα αφού τελείωνε στις δυόμιση το νούμερο μου, που σήμαινε ότι θα έπρεπε να φύγω βαμμένη και ντυμένη απο το μαγαζί για να φτάσω στην άλλη άκρη της πόλης στην ώρα μου. Μπορεί να αργούσα γενικά, αλλά ποτέ για ένα παιχνίδι. Ήταν ανεπίτρεπτο και ένας απο τους όρους σε αυτά τα παιχνίδια. Ευτυχώς εκείνη την ώρα δεν κυκλοφορούσαν ιδιαίτερα πολλά αμάξια και ίσως, αν ήμουν αρκετά τυχερή, έφθανα νωρίτερα. «Πολύ σιωπηλή δεν είσαι σήμερα?» με ρώτησε η Μικέλα βγάζοντας με απο τις σκέψεις μου.
«Κανείς δεν σχεδιάζει φόνο φωναχτά, κοριτσάκι.» της είπα ειρωνικά και έσφιξε τα χείλη της. Αυτή η περιφρονητική σκύλα χρειαζόταν πάντα ένα καλό μάθημα, και σαν καλή δασκάλα πάντα της το έδινα. Η Ζόι έληξε την συνάντηση χωρίς να αναφερθεί καθόλου στην απουσία μου τις τελευταίες ημέρες. Πως και έτσι? Ίσως ο Αναήλ να είχε κάποια σχέση με αυτό. Μπήκα γρήγορα στο καμαρίνι μου και άρχισα να ετοιμάζομαι για το παιχνίδι. Έβαλα σε μια τσάντα τα χρήματα που είχα τραβήξει νωρίτερα απο την τράπεζα, τα ρούχα που φορούσα τώρα και άφησα τα κλειδιά του αυτοκινήτου πρόχειρα πάνω στον καθρέφτη μου. Ξεκίνησα να ντύνομαι σιγά-σιγά και να βάφομαι. Στις 11 που άνοιξαν οι πόρτες ήμουν ήδη έτοιμη. Περίμενα υπομονετικά στο καμαρίνι μου καθώς εγώ δεν ήμουν υποχρεωμένη να τριγυρνάω στο μαγαζί ντυμένη με τα εσώρουχα μου. Όλα αυτά προβλέπονταν στο συμβόλαιο μου.Ένα απαλό χτύπημα στην πόρτα με έκανε να αναπηδήσω απο την καρέκλα μου. Η πόρτα μου άνοιξε για να μπει η Ζόι με ένα γλυκό χαμόγελο χαραγμένο στο κουρασμένο της πρόσωπο. Παρόλο την προχωρημένη της ηλικία η ομορφιά της ήταν αφοπλιστική. Ξανθιά, κοντά μαλλιά και γαλάζια,καθαρά μάτια ξεχώριζαν στο, σε σχήμα καρδιάς, πρόσωπο της. Αδύνατη και ντυμένη με ένα κομψό φόρεμα και ασορτί γόβες, ήταν στιλάτη.
«Γεια σου μικρή.» με χαιρέτισε και ήρθε να καθίσει απέναντι μου.
«Καιρό έχουμε να τα πούμε.» της απάντησα ειλικρινά. Φίλες δεν είχα, δεν είχα προσπαθήσει να κάνω δηλαδή, παρόλο που μερικές απο τις κοπέλες εδώ μου είχαν προτείνει αρκετές φορές να πάω μαζί τους για ποτό ή φαγητό. Η Ζόι ήταν σαν μεγάλη αδερφή για μένα. Με πρόσεχε, με σεβόταν και με εμπιστευόταν. Και το εκτιμούσα.
«Φαίνεσαι κουρασμένη.» Η παρατηρητικότητα της με άφηνε άφωνη πολλές φορές.
«Και εσύ.» της ανταπάντησα χαμογελαστά. Σηκώθηκε και έπιασε το πρόσωπο μου.
«Ανησυχώ για σένα.» Χαμογέλασα δειλά.
  «Δεν θα έπρεπε. Μπορώ να φροντίσω τον εαυτό μου.» Ναι... Αυτό ήταν ψέμα. Τις τελευταίες μέρες είχα χάσει την γη κάτω από τα πόδια μου με τόσες αποκαλύψεις και αναμνήσεις που ξεθάβονταν η μια μετά την άλλη. Δεν ήμουν σε θέση να φροντίσω τον γάτο μου, πόσο μάλλον τον εαυτό μου.
  «Παιχνίδι?» με ρώτησε αλλάζοντας το θέμα, ρίχνοντας μια ματιά στον σάκο μου. Δεν της απάντησα. Απλά σήκωσα τα φρύδια μου και χαμογέλασα σαρδόνια.Σηκώθηκε και κίνησε προς την πόρτα μου καταλαβαίνοντας την άρνηση μου να απαντήσω. Της γύρισα την πλάτη και την είδα από τον καθρέφτη μου να πιάνει και να γυρνάει το πρόσωπο μου. Αλλά τελευταία στιγμή κοντοστάθηκε. «Ξέρω τι σκέφτεσαι και δεν ισχύει. Τα χαρτιά δεν είναι το μόνο που μπορείς να κάνεις καλά. Έχεις γεννηθεί για μεγάλα πράγματα Λιλ. Το πιστεύω ειλικρινά. Απλά δεν έχεις βρει ακόμα την ευκαιρία να το ανακαλύψεις και εσύ.» Και έτσι απλά άνοιξε την πόρτα μου και έφυγε...


Nadia