Παιχνίδι Εμπιστοσύνης (Κεφάλαιο 1)


Η Ζωή περπατούσε με μανία μέχρι να φτάσει στο σπίτι της Μέρεντιθ. Ο Ρικ ακολούθησε σύντομα με μεγάλη οργή επίσης. «Ζωή, περίμενε, γιατί είσαι εδώ; Πρέπει να μιλήσουμε! Η Μέριλιν σου έστειλε μήνυμα και το κράτησες από μένα!" συνέχισε να φωνάζει. Η Ζωή δεν είπε τίποτα και κοίταξε το σκοτεινό σπίτι της Μέρεντιθ. Ξαφνικά, βλέπει ένα φως στο υπνοδωμάτιο της Μέρεντιθ.

"Νόμιζα ότι είπες η θεία σου ήταν έξω από τη χώρα;" Η Ζωή ρώτησε. Το φως έσβησε στη συνέχεια και η Ζωή αποφάσισε να πάει μέσα. Ο Ρικ την ακολούθησε. Η μπροστινή πόρτα ήταν ελαφρώς ανοιχτή. «Πού πας;» ρώτησε αυτός.

Περπατούσαν μέσα στο σαλόνι και η Ζωή του είπε να σωπάσει. Σιωπή στο σκοτάδι. Ξαφνικά ένας ήχος από σπάσιμο γυαλιού τους τρόμαξε από πάνω. Άρχισαν να ανεβαίνουν τις σκάλες που οδηγούσαν στα υπνοδωμάτια. «Ζωή, περίμενε. Αν είναι διαρρήκτης; Πρέπει να καλέσουμε την αστυνομία!" ο Ρικ ψιθύρισε.
Αλλά η Ζωή τον αγνόησε και συνέχισε να προχωράει. Φτάσανε λοιπόν στο υπνοδωμάτιο για να βρουν μια γυάλινη χιονόμπαλα σπασμένη σε κομμάτια στο πάτωμα. Το πίσω παράθυρο ήταν ορθάνοιχτο και ο άνεμος φυσούσε δυνατά. "Βλέπεις, η θεία Μέρεντιθ πρέπει να άφησε το παράθυρο ανοιχτό και ..." πήγε να καθαρίσει τα γυαλιά μέχρι που άκουσαν την κραυγή της Μέρεντιθ από την πίσω αυλή. Κατατρομαγμένοι, και οι δύο κοίταξαν έξω από το παράθυρο για να δουν την Μέρεντιθ να χτυπάει το μαχαίρι του Φαντάσματος, κάποιος ντυμένος με ένα λευκό κοστούμι και κουκούλα, και με λευκή μάσκα.

"Είναι το Φάντασμα!" ο Ρικ ούρλιαξε και έτρεξαν κάτω. Όταν έφτασαν στην πίσω αυλή, την βρήκαν στο έδαφος, μέσα στο κλάμα, πλημμυρισμένη στο αίμα της. Ενώ η Ζωή καλούσε την αστυνομία, ο Ρικ προσπαθεί να υποστηρίξει τη θεία Μέρεντιθ και να σταματήσει την αιμορραγία με την φανέλα του. "Θεία Μέρεντιθ, παρακαλώ κάνε κουράγιο, το ασθενοφόρο θα είναι εδώ σύντομα. Πες μου όμως σε ποια κατεύθυνση πήγε το φάντασμα;" ρώτησε αλλά η Μέρεντιθ ήταν πολύ συγκλονισμένη για να μιλήσει. Έβαλε το χέρι της στην τσέπη της για να βρει τα χάπια της.
Πριν λίγους μήνες.
Ο Ρικ φοράει το αγαπημένο κοστούμι του και τα λαμπερά μαύρα μαλλιά του είναι χτενισμένα προς τα πίσω. Δίπλα του, η Μέριλιν, πιο ευτυχισμένη από ποτέ, φοράει ένα σατέν κόκκινο φόρεμα και τα μαλλιά της είναι φρέσκα ​​από το κομμωτήριο. Καθώς αυτός περνάει το δαχτυλίδι αρραβώνων στο δάχτυλό της, όλο το σπίτι τρίζει από χαρά. Οι σαμπάνιες ανοίγουν, κραυγές και χειροκροτήματα από τους φίλους και τις οικογένειές τους, όλοι καλοντυμένοι και ευτυχισμένοι.

Ο πατέρας του Ρικ, ένας γοητευτικός 55χρονος με ασημένια μαλλιά, πίνει σαμπάνια πριν φιλήσει την πολύ νεότερη κοπέλα του, Λίλι, μια όμορφη ξανθιά γιατρός με λεπτό σώμα και ένα vintage ροζ φόρεμα.

Η Σιμόν, ένα πολύ όμορφο κορίτσι Αφρο-Αμερικάνικης καταγωγής, συγχαίρει την Μέριλιν, την καλύτερη φίλη της, και τον Ρικ. Λίγο μετά ακολουθεί κι ο Τομ, ο καλύτερος φίλος του Ρικ, ένας 22χρονος bodybuilder με καστανά μαλλιά και μάτια, και χαστουκίζει τον πισινό της Σιμόν και γελάει. "Σιμόν, σου φέρνω λίγη τούρτα, αυτός ο κώλος χρειάζεται τροφή, κοριτσάρα μου". Η Σιμόν χτυπάει τον ώμο του με μια γροθιά και απομακρύνεται. Στη συνέχεια, ο Τομ συγχαίρει τον φίλο του με high-5.

Εν τω μεταξύ, η Ζωή και ο μπαμπάς της, ο Μπράντλεϋ, τρώνε τούρτα στο σαλόνι, ενώ ακούνε να φλυαρούν κάποιοι βαρετοί καλεσμένοι πιο δίπλα. Όταν η Μέριλιν άρπαξε την Σιμόν να μιλήσουνε για το γάμο, η Ζωή παρατηρεί τον Ρικ να ανεβαίνει τα σκαλιά προς στο μπάνιο, οπότε βρίσκει την ευκαιρία να τον ακολουθήσει.

Ταυτόχρονα, η Λαρίσα τρώει τούρτα επίσης, κοιτάζοντας τον πρώην σύζυγό της, Ντον, με την Λίλι, την ‘χαζογκόμενα’. «Δε θα θελες απλά να πεθάνει; Σοβαρά τώρα, πόσο χρονών είναι και φοράει ροζ φόρεμα στο πάρτι αρραβώνων του γιου σου; Μοιάζει σαν αντιβίωση" λέει η Μέρεντιθ, η αδελφή της Λαρίσας, και κάθεται δίπλα της, πίνοντας το τέταρτο ποτήρι σαμπάνιας. Η Λαρίσα την αγνοεί και φτιάχνει τα βαμμένα ξανθά μαλλιά της. "Οι ρίζες σου βγήκαν, παρεμπιπτόντως" συνεχίζει η Μέρεντιθ και φτιάχνει κι αυτή τα σκούρα μαλλιά της προτού ξαναβάλει λίγο κραγιόν στο κάτω χείλος της.
Στον πρώτο όροφο, η Ζωή αρπάζει τον Ρικ και τον τραβάει στην κρεβατοκάμαρα. Αρχίζουν το μπαλαμούτι. Αυτή τον κρατά από τη μαύρη γραβάτα Armani και ο ίδιος προσπαθεί να την ωθήσει μακριά κάπως, αλλά όχι και τόσο στην πραγματικότητα. Μετά από λίγο, αυτή βρίσκεται από πάνω του και τον κοιτάζει στα μάτια, φουλ ερωτευμένη. «Δεν καταλαβαίνω γιατί παντρεύεσαι την αδελφή μου. Δεν είναι για σένα, Ρικ" η Ζωή ψιθυρίζει πριν τον φιλήσει. Αυτός τη σταματά και κατεβαίνει από το κρεβάτι. Αυτή φαίνεται ανήσυχη, και φτιάχνει τα καστανά μακριά μαλλιά της σε κότσο.
«Ζωή, πρέπει να καταλάβεις. Αγαπώ την Μέριλιν και θέλω να περάσω το υπόλοιπο της ζωής μου μαζί της. Και εσύ είσαι μόνο ..." ο Ρικ σταματάει να μιλάει και προσπαθεί να βρει μια λέξη. Η Ζωή περιμένει, προσβεβλημένη. "... Ένα φιλί που δεν μπορώ να αντισταθώ», προσθέτει. Η Ζωή τον απαξιεί με τα μάτια της. «Είσαι ένα τόσο κακομαθημένο κωλόπαιδο. Δεν ξέρω γιατί έχω φάει την πλάκα μου μαζί σου. Και πραγματικά δεν ξέρω γιατί με αφήνεις να προχωρώ. Νομίζω ότι σ’ αρέσω κι εσένα. Αν έπρεπε να σκοτώσεις εμένα ή την Μέριλιν, ποια θα επέλεγες; " η Ζωή ρωτά και ξαφνικά μπαίνει η Λίλι. "Ω λυπάμαι, έψαχνα για το παλτό μου», λέει και βγαίνει βιαστικά.
Το πάρτι συνεχίζεται με έναν ακάλεστο καλεσμένο. Ο παιδικός φίλος της Μέριλιν, ο Μάρτιν, ένας μυστήριος λεπτός τύπος με μαλλιά μεσαίου μήκους και ένα φανελάκι, τραβά την προσοχή όλων. Η Μέριλιν όμως χαίρεται όταν τον βλέπει και τον αγκαλιάζει, αλλά ο Ρικ φαίνεται να ζηλεύει πολύ. Η Μέρεντιθ αρπάζει την ευκαιρία για λίγη βρώμα. "Βλέπεις, αυτή είναι μια Μέριλιν», λέει. Ο Ρικ την κοιτάζει, μπερδεμένος. "Ποτέ δεν μπορείς να την εμπιστευτείς πραγματικά. Οι άνδρες πάντα θα την ερωτεύονται όλη την ώρα», συνεχίζει. «Είσαι μεθυσμένη, θεία" λέει ο Ρικ και αρπάζει το έκτο ποτήρι σαμπάνιας από το χέρι της.
«Γέλα όσο θες, αλλά σοβαρά, είσαι νέος, Ρικ. Πόσο μακριά θα πήγαινες γι’ αυτήν; Θα σκότωνες για χάρη της;" η Μέρεντιθ ρωτά. "Γιατί όλοι πια συνεχίζουν να με ρωτούν θα σκότωνα; Χριστέ μου", αναφωνεί ο Ρικ.
Εκείνο το βράδυ, ο Ρικ ξυπνάει στο κρεβάτι του, μέσα στον ίδρωτα και τρέμοντας από έναν εφιάλτη, όπου είχε να επιλέξει να μαχαιρώσει μεταξύ της Μέριλιν και της Ζωής. Όταν κοιτάζει δίπλα του, η Μέριλιν δεν είναι στο πλάι του. Αρχίζει να περιφέρεται γύρω από το σπίτι με το τηλέφωνο στο χέρι του.
Στη συνέχεια λαμβάνει ένα φωτο-μήνυμα από τον αριθμό της Μέριλιν. Είναι η Μέριλιν δεμένη σε μια καρέκλα, χωρίς τις αισθήσεις της, με το Φάντασμα να στέκεται δίπλα της, κρατώντας ένα μαχαίρι. Ο Ρικ χάνει την αναπνοή του και πάει να στείλει μήνυμα πηγαίνει προτού όμως παίρνει ένα νέο κείμενο.

"Σκότωσε την Ζωή. Μην καλέσεις την αστυνομία. Ή θα πεθάνει. Έχεις 24 ώρες" το τηλέφωνό του πέφτει στο πάτωμα. 

ΣταύροςkS