“Ο ήχος των τροχών του τρένου
ενοχλούσε την κοιμισμένη
γυναίκα που είχε κουλουριαστεί
στη θέση της”
“Ξύπνησα! Ή τουλάχιστον έτσι νόμιζα. Μέσα σε ένα τρένο. Τα μαλλιά μου μπλέκονταν στο πρόσωπο και το μέτωπό μου. Πόσα χρόνια πέρασαν από τότε άραγε”
Αυτά σκεφτόταν μέσα στο βαγόνι που καθόταν. Οι ακτίνες του ήλιου που έδυε έκαναν τα μαλλιά που μπαίναν μπροστά στα μάτια της να φέγγουν χρυσαφί με μερικές αποχρώσεις του φάσματος, ιριδίζοντας, καθώς πρόσφεραν ανακουφιστική σκιά στα μάτια της. Οι μακριές βλεφαρίδες της ανεβοκατέβαιναν νυσταγμένες και μπλέκονταν και αυτές μέσα στα μαλλιά της. Ήταν σίγουρη πως έμοιαζε με αυτά τα κοριτσάκια στα θρίλερ. Τελικά τα μάτια της έκλεισαν.
Πάνω σε μια σανίδα, δεμένη, βρισκόταν μια κοπέλα. Γελούσε σαν μεθυσμένη και γελώντας λύγιζε από τον πόνο που προκαλούσαν οι πολλές ώρες γέλιου στους μυς της. Τα μαύρα μαλλιά της έπεφταν ως το πάτωμα καθώς αυτή αναζητούσε μια αναπνοή. Ένας άντρας στεκόταν δίπλα της κάνοντας ρυθμίσεις σκύβοντας μισό-βυθισμένος μέσα σε ένα μεταλλικό κουτί και γελούσε μαζί με την κοπέλα. Φορούσε ένα άσπρο, σχεδόν πλαστικό, παντελόνι και άσπρες γαλότσες. Το πάνω μέρος του σώματος του ήταν γυμνό. Ήταν γυμνασμένος και είχε ίσιο υψηλό ανάστημα και αποφασιστικό μέτωπο που σκίαζε ελαφρώς τα μικρά, σχεδόν σκιστά, γαλανά του μάτια. Κοιτούσε που και που προς την κοπέλα και λέγανε κάτι που δεν μπορούσε να καταλάβει η Άννα -καθώς όλα της ακούγονταν θολά-, πάντως ήταν σίγουρα κάτι αρκετά αστείο ώστε να γελάσουν και οι δύο τους. Έπειτα ο άντρας έκλεισε και βίδωσε ένα καπάκι στο σιδερένιο κουτί. Τα μάτια του έψαχναν ένα μπουκάλι ουίσκι στον πάγκο δίπλα του. Ο πάγκος ήταν γεμάτος με ματωμένα ψαλίδια και σωληνάκια, κατσαβίδια σε κάθε μέγεθος, βίδες και περίεργες πλακέτες πυριτίου. Όταν ο άντρας άδειασε το μπουκάλι στο στόμα του, πέταξε το μπουκάλι στους ξύλινους τοίχους του ευρύχωρου αχυρώνα. Η κρούση του κάνοντας έναν εκκωφαντικό θόρυβο απελευθέρωσε μια βροχή από σπασμένα κομματάκια γυαλιού που λαμπύριζαν καθώς πέρναγαν από τις δέσμες ακτίνων του ήλιου, όσες τουλάχιστον τολμούσαν να περάσουν μέσα από τα κενά που είχαν οι ξύλινοι τοίχοι.
Ο άντρας πλησίασε την κοπέλα και βίδωσε στο λαιμό της δύο εξαρτήματα τα οποία συνδέονταν μέσο καλωδίων με το σιδερένιο κουτί. Έπειτα σοβάρεψε και κοίταξε την κοπέλα και αυτή χωρίς να τον κοιτάζει, με ένα ξαφνικό βλέμμα με σφιγμένα αποφασιστικά χαρακτηριστικά και με τα μάτια της καρφωμένα στο άπειρο έκανε ένα νεύμα κατάφασης. Ο άντρας κατέβασε τον μοχλό που ήταν καρφωμένος στο σιδερένιο κουτί και 220 βολτ πέρασαν μέσα από τα καλώδια στο λαιμό της γυναίκας, η οποία με το που τη διαπέρασε το ρεύμα έβγαλε έναν πνιχτό ήχο πόνου.
Η Άννα ξύπνησε μέσα στο τρένο ξανά, ταραγμένη. Το μέτωπό της είχε ιδρώσει και ξεκολλώντας τα μεταξένια μαλλιά της από το μέτωπό της τα στερέωσε πίσω από τα αφτιά. Τα μάτια της συνάντησαν το φως του ήλιου που έμπαινε από το παράθυρο χωρίς καμία αντίδραση δυσφορίας προς το εκτυφλωτικό φως. Τα μάτια της ήταν ανοιχτό γαλάζιο, σχεδόν γκρι, μια πολύ ανοιχτή απόχρωση του συννεφιασμένου ουρανού. Ο βολβός του ματιού της λευκός χωρίς ίχνος φλέβας. Πάνω στα μάγουλά της είχε δύο πανομοιότυπες μεταξύ τους ουλές, οι οποίες δεν κατάφερναν να ασχημίσουν το αγγελικό της πρόσωπο. Στο πιγούνι της είχε ένα μεταλλικό εξάρτημα βιδωμένο. Η ίδια αγνοούσε τον λόγο ύπαρξης του.
Κοίταξε έξω από το παράθυρο βλέποντας τις αχανείς εκτάσεις καλλιέργειας καλαμποκιού, και άλλων σιτηρών, κυρίως όμως καλαμποκιού. Μικρές καλύβες και χωματόδρομοι αχνοφαίνονταν στο βάθος. Έπειτα στράφηκε προς τα κοκαλιάρικα αλλά βαριά δάχτυλά της. Στη θέση των νυχιών της είχε κομμάτια σιδερένιων νυχιών βαμμένα μαύρα. Η ίδια τα θεωρούσε κομψά και επιβλητικά.
Ακούστηκε από τα ηχεία του τρένου η φωνή -μάλλον του οδηγού- που ανήγγειλε την επόμενη στάση. Το όνομα της στάσης σε συνδυασμό με την φωνή που ακουγόταν γνώριμη της έφερνε εικόνες, αναμνήσεις στο μυαλό.
Στον καναπέ, σε ένα απλό, ξύλινο σπίτι. Με έναν άντρα γεροδεμένο που φορούσε μπλε τζιν, σκισμένο στο ένα γόνατο, και ένα άσπρο φανελάκι λερωμένο με χώμα και σκόνη. Εκεί φιλιώντουσαν με πάθος. Το χλομό πρόσωπο της κοπέλας και τα σκούρα μάτια της ήταν απορροφημένα στο βλέμμα του άντρα που με τόση προσήλωση της έδειχνε το πάθος του, προσπαθώντας να την κάνει να νιώσει άνετα. Τα μακριά ίσια μαλλιά της με αποχρώσεις- βασικά χωρίς αποχρώσεις, άσπρο, μπεζ, γκρι, άχρωμα, ήταν ανακατωμένα πάνω στον καναπέ που την είχε ξαπλώσει ο άντρας. Μερικές τούφες έπεφταν στο πάτωμα. Το χέρι του άντρα χαμήλωνε από το στήθος της προς τα κάτω, εκείνη τον κοιτούσε με τα σκούρα μάτια της ζαλισμένη μέσα στο πάθος. Το χέρι του έφτασε τον προορισμό του και εκείνη έβγαλε έναν πνιχτό αναστεναγμό και εκείνος έγειρε φιλώντας της τον λαιμό. Τι εκστατική αίσθηση σκεφτόταν. Έπειτα τον είδε γυμνό πάνω της. Αυτός σήκωσε το φόρεμα της κοπέλας και μια μικρή κραυγή πόνου έκοψε τις σκέψεις που είχε βυθιστεί η Άννα.
Μηχανικά χωρίς καν να το καταλάβει είχε ήδη σηκωθεί και περίμενε το τρένο να σταματήσει για να ανοίξει η πόρτα. Καθώς όμως κοίταζε μέσα από το παράθυρο της πόρτας και έβλεπε τις ατελείωτες εκτάσεις καλαμποκιών θυμήθηκε πώς αυτή και ο Πιτ είχαν ανακαλύψει ένα πιάνο, πεταμένο μέσα σε ένα κτήμα καλαμποκιών που κυνηγιόνταν. Αφού το ανακάλυψαν είχαν θερίσει μόνοι τους τα γύρω φυτά κάνοντας έναν μυστικό χώρο περιτριγυρισμένο από τα ψηλά φυτά κρυμμένο από παντού, όπου συνήθιζαν να πηγαίνουν. Έπιναν ουίσκι και ο Πιτ καθόταν πάνω στο καπάκι του πιάνου, κάπνιζε ενώ η Άννα έπαιζε στο ξεκούρδιστο πιάνο μελωδίες country και rock 'n' roll και τραγουδούσαν χωρίς να τους νοιάζει πόσο παράφωνα όλα ακούγονταν. Το ένιωθαν. ήταν νέοι. Έφηβοι, δεν τους ένοιαζε τίποτα παρά μόνο να ήταν μαζί και να περνάνε τις ομορφότερες περιπέτειες τους στη φύση
Είχαν, φυσικά, όνειρα! Σχεδίαζαν αισιόδοξα, νομίζοντας πως ήξεραν. Ο Πιτ είχε τρομερό ενδιαφέρον στο θαύμα της ζωής. Ασχολιόταν από τότε που θυμόταν τον εαυτό του με τις δουλειές της φάρμας. Είχε ξεγεννήσει αρκετά ζώα. Ο πατέρας του, του είχε μάθει πώς διασταυρώνονται τα ζώα όπως το άλογο με τον γάιδαρο, πώς λειτουργούσε ο οργανισμός τους και ο Πιτ είχε ξεκοιλιάσει πολλά ζωάκια ερευνώντας τις λειτουργίες τους. Ο πατέρας του, όταν πήγαινε στην πόλη, πάντα του έφερνε βιβλία βιολογίας και επιστημονικής φαντασίας. Τα δύο εφόδια -όπως έλεγε- για τα όνειρά του.
Η Άννα δεν ήταν σίγουρη για το τι ακριβώς ήθελε να κάνει στη ζωή της. Ίσως να γίνει αισθητικός. Ήξερε να χειρίζεται όλα τα φυσικά προϊόντα του χωριού για τα μαλλιά, το δέρμα, τους μαύρους κύκλους, μέχρι που έφτιαχνε τα δικά της καλλυντικά.
Πάντως, σίγουρα, συμφωνούσαν με τον Πιτ στο πόσο μάταιο ήταν που η ομορφιά δεν ήταν μόνιμη. Πίστευαν πως οι δυο τους θα μπορούσαν να κάνουν κάτι πανέμορφο. Οι βιολογικές γνώσεις του Πιτ και οι χημικές γνώσεις της Άννα.
Έτσι άρχισαν όλα σκέφτηκε η Άννα. Οι περίεργες φιλοδοξίες των δύο νέων. “Αθάνατη ομορφιά”. Έτσι το ονόμαζαν.
Το τρένο σταμάτησε και η Άννα κατέβηκε το σκαλοπάτι του τρένου στην αποβάθρα.
Pete M. Yangin