Παιχνίδι Εμπιστοσύνης (Κεφάλαιο 2)


Ο Ρικ δείχνει τη φωτογραφία και το μήνυμα στον Τομ, ο οποίος ήρθε άρον άρον μέσα στη νύχτα. Κάθονται στο σαλόνι μέσα στο σκοτάδι σιωπηλά. Ο Ρικ κοιτάει και ξανακοιτάει έξω απ’ το παράθυρο και ελέγχει αν είναι όλες οι πόρτες κλειδωμένες.
"Κι είναι σίγουρο ότι δεν παραβιάσανε τις πόρτες; " ρωτάει ο Τομ ψύχραιμα. Ο Ρικ τον διαβεβαιώνει ότι έλεγξε πεντακόσιες φορές. "Αποκλείεται να μπήκαν εδώ μέσα, θα υπήρχαν σημάδια. Πρέπει να βγήκε η Μέριλιν, αλλά δε μπορώ να καταλάβω που" λέει ο Ρικ.
Ο Τομ ξανακοιτάει το μήνυμα και χασκογελάει. "Μωρέ μήπως σε δουλεύουν; Κοίτα αυτόν τον μασκαρά δίπλα της. Μήπως το οργάνωσε με την Ζωή;" Προτείνει. "Δε ξέρω, αλλά έχω 24 ώρες και δε μπορώ να το ρισκάρω, Τομ" λέει ο Ρικ, έντρομος. Ο Τομ του δίνει το κινητό και τον κοιτάει στα μάτια. "Και τι θα διάλεγες; Θα σκότωνες την Ζωή για την Μέριλιν; " ρωτάει ο Τομ, ψιθυριστά.
Ο Ρικ χρειάζεται λίγα δευτερόλεπτα προτού απαντήσει και αρχίζει να καθαρίζει τον ιδρώτα απ’ το μέτωπό του. "Όχι, εννοείται. Αλλά γενικά, δε θα μπορούσα να σκοτώσω κανέναν, πας καλά; Πρέπει να βρω ποιος το έκανε" λέει ο Ρικ, αποφασισμένος.
Ξημερώματα, χτυπάει η πόρτα στο σπίτι της Ζωής όπου ανοίγει ο πατέρας της. Μπαίνει ο Ρικ μέσα, αναστατωμένος, άυπνος και κατακουρασμένος. Ο Μπράντλεϋ τον κοιτάει με περιέργεια κι ανησυχία. "Συμβαίνει κάτι; Τι θες τέτοια ώρα εδώ, Ρικ; Είναι καλά η Μέριλιν; " ρωτάει κι ο Ρικ γνέφει πριν πάει κατευθείαν στο δωμάτιο της Ζωής, η οποία κοιμάται στο διπλό κρεβάτι της.
Ο Ρικ την ξυπνάει κι αυτή ουρλιάζει κατατρομαγμένη. Της λέει ότι είναι σημαντικό και πρέπει να μιλήσουν οπωσδήποτε. Έτσι λοιπόν, κάθονται στο μπαλκόνι και βλέπουν τον ήλιο να αναδύεται με δυο κούπες γαλλικού καφέ. Τα χέρια του Ρικ τρέμουν καθώς κρατάει την κούπα και η Ζωή το ‘χει καταλάβει ότι είναι νευρικός.
"Τι έκανες χθες το βράδυ; " τη ρωτάει απρόοπτα κι η Ζωή χαμογελάει. "Αλήθεια; Γι’ αυτό ήρθες; Για να με ρωτήσεις τι έκανα χθες το βράδυ; Έκατσα μέσα και είδα μια ταινία του Χίτσκοκ" απαντάει και πίνει απ’ τον καφέ της. Ύστερα βρίσκει το κουράγιο και της εξηγεί τι συνέβη και της δείχνει το κινητό.
"Γι’ αυτό με ρώτησες; Νομίζεις ότι έχω να κάνω κάτι μ’ αυτό; " η φωνή της ανεβαίνει και σηκώνεται νευρική. "Δε σου ‘χει περάσει απ’ το μυαλό ότι το σχεδίασε η ίδια; Τη ξέρω καλά την Μέριλιν, όταν θυμώνει μπορεί να περάσει κάθε όριο" εξηγεί η Ζωή και σταματάει να πάρει ανάσα.
Ο Ρικ φαίνεται σκεπτικός. "Εννοείς, ότι ξέρει για μας και με τεστάρει; Όχι, αποκλείεται. Να κάνει κάτι τόσο ακραίο για κάτι τόσο χαζό" απαντάει αυτός και μετανιώνει αμέσως που το λέει. "Δεν εννοώ ότι αυτό που έχουμε είναι χαζό, αλλά σε σχέση με αυτό…καταλαβαίνεις, Ζωή! " συνεχίζει και τότε τους διακόπτει ο Μπράντλεϋ.
"Ζωή, μήπως πήρες την ομπρέλα την μπλε χθες που πήγες στο meeting; " ρωτάει κι η Ζωή τον κοιτάει, ντροπιασμένη και του κάνει νόημα να φύγει. Ο Ρικ την κοιτάει υποψιασμένος και με το που μπαίνει μέσα ο πατέρας της, ξεκινάει. "Νόμιζα ότι έκατσες μέσα χθες;"
Η Ζωή φαίνεται γεμάτη ενοχές. "Είναι κάτι προσωπικό και δε θέλω να το συζητήσω. Αλλά αντί να κάθεσαι να ασχολείσαι με μένα εγώ λέω να μάθεις αν όντως έμαθε για εμάς η Μέριλιν. Ίσως απ’ την Λίλι που μπήκε χθες στο δωμάτιο και μας είδε; Δε ξέρω, εγώ θα ψάξω να βρω την αδερφή μου πάντως" λέει αποφασισμένη η Ζωή.
"Πώς θα την βρεις; Είναι επικίνδυνο! " λέει ο Ρικ. "Την προηγούμενη εβδομάδα δεν πήγατε στη φάρμα μας; Μπορεί εκεί να κρύβεται" προτείνει η Ζωή και μπαίνει μέσα.
Η πόρτα της ψυχιατρικής κλινικής ‘Rest’ της μικρής πόλης του Ντάνβιλ, στο Ιλινόις, ανοίγει. Ο Ρικ περπατάει μέσα στους πάνλευκους διαδρόμους και καταλήγει στην υποδοχή. "Καλημέρα, θα ήθελα να δω την Δρ. Λίλι Ρος, παρακαλώ" λέει, και στέκεται γι’ αρκετά λεπτά να περιμένει εκεί.
"Ρικ; " ακούει μια γνώριμη φωνή. Γυρνάει κι η είναι η Χλόη, η προσωπική νοσοκόμα της μητέρας του, μια λεπτή με ξανθιές μπούκλες, γαλανά μάτια και τετράγωνα μακρόστενα γυαλιά. Χαιρετιούνται, και τη ρωτάει τι κάνει εκεί, κι αυτή του απαντάει ότι πάει να πάρει τη νέα δόση φαρμάκων για τη μητέρα του.
Η Λαρίσα, όπως κι η αδερφή της, πάσχουν από διάφορα κληρονομικά νοσήματα ψύχωσης. Όπως κι ο Ρικ, όπως του είχαν διαγνώσει οι γιατροί, απλά τα συμπτώματα αργούν να εμφανιστούν.
Τέλοσπαντων, ευτυχώς εμφανίστηκε η Χλόη για να βοηθήσει τον Ρικ να δει την Λίλι όσο πιο γρήγορα γίνεται.
Την ίδια ώρα, η Ζωή έχει ήδη φτάσει στην οικογενειακή της φάρμα, που είναι λίγο πιο έξω απ’ τα σύνορα της πολιτείας και έχει κάνει το σπίτι άνω-κάτω για να βρει το οτιδήποτε ίχνος που να λέει ότι η αδερφής της είναι μια ηλίθια που σκηνοθετεί την απαγωγή της.
Μετά από μια ώρα από τρελό ψάξιμο, το μόνο που βρίσκει είναι ένα μπουκάλι ουίσκι του πατέρα της και κατεβάζει με άνεση το μισό. Πηγαίνει και ξαπλώνει στα άχυρα στον στάβλο και αρχίζει να μιλάει, μεθυσμένη, στον Δία, το αγαπημένο της μαύρο άλογο.
"Τουλάχιστον εδώ θα αργήσει να έρθει για να με σκοτώσει ο Ρικ. Γιατί σίγουρα θα επιλέξει αυτήν, Δία, πάντα αυτήν. Αυτή παίρνει τα καλύτερα παιχνίδια, τους καλύτερους βαθμούς, τα καλύτερα φορέματα, γιατί αυτή είναι υιοθετημένη. Ενώ εγώ τι είμαι; Ένα τίποτα. Μια τσούλα, που με το ζόρι τελείωσα το Λύκειο. Μια άχρηστη!" φωνάζει κλαίγοντας φοβίζοντας μια κότα που περνούσε η οποία μασούσε μικρά λευκά χαρτάκια. Η Ζωή την κοιτάει και γελάει και προσπαθεί να την πιάσει και τότε συνειδητοποιεί ότι μασάει χαρτί μέσα στον στάβλο.   

"Πού βρήκες εσύ χαρτί; " αναρωτιέται και πηγαίνει στο κοτέτσι πιο δίπλα. Αρχίζει και ψάχνει κάτω από τα άχυρα και μέσα στις φωλιές και βρίσκει τότε την άκρη ενός χαρτιού Α4 κολλημένου πίσω απ’ το κοτέτσι. Αρχίζει και το τραβάει, και βλέπει ότι είναι ένα γράμμα για την Μέριλιν. Μένει μ’ ανοιχτό το στόμα απ’ αυτά που διαβάζει.


ΣταύροςkS