Δίχως Ελαττώματα (Μέρος Δεύτερο) "Flawless" του Pete M. Yangin


“Τα παραμύθια τελειώνουν
όταν η μακάβρια πραγματικότητα
φτάσει να κάνει την φαντασία
τους πραγματικότητα”
-Pete M. Yangin


Οι μυρωδιές της Nebraska πλημμύρισαν το μυαλό της με αναμνήσεις. Όλα ήταν γνώριμα, σαν να μην είχε αλλάξει τίποτα μετά από τόσα χρόνια. Τα ρουθούνια της Άννα γέμισαν με τη μυρωδιά της γύρης. Κοίταζε τη φύση που απλωνόταν γύρω της σαν σε πίνακα. Τα μικρά αγριολούλουδα, άσπρα και κίτρινα με τις μέλισσες γύρω τους να χορεύουν τον “χορό της γονιμότητας” όπως τον λέγανε με τον Πιτ. Όλα στο μυαλό της γύριζαν γύρω από το άκρως αρρενωπό του πρόσωπο, την σιγουριά και την αποφασιστικότητα που ενέπνεε μέχρι και στην ίδια. Σε κάθε πείραμα τους, ακόμα και ριψοκίνδυνο, ήταν σίγουρη πως δεν μπορούσε να πάει τίποτα στραβά. Έτσι σκέφτονται οι νέοι.

Ο δρόμος ήταν μακρύς και η ζέστη την ζάλιζε. Η μορφή της από μακριά φαινόταν θολή να κυματίζει στα ζεστά ρεύματα, μαύρη και ψηλή. Η εμφάνισή της πολύ επιβλητική, με το μαύρο φόρεμά της που κυμάτιζε στον αέρα. Το κόψιμο του φορέματος στο ένα πόδι έφτανε μέχρι ένα ψηλό σημείο του γοφού της. Εμφανιζόταν λευκό-κάτασπρο στο φως του καλοκαιρινού ήλιου το αριστερό της πόδι και ξανά εξαφανιζόταν στο σκοτάδι του πανέμορφου φορέματος. Όμοια με την Άννα στη ζωή της: αγνή, έβγαινε στο φως, καθαρή ψυχή. Πλέον μία σκοτεινή απόκοσμη ομορφιά πλανώταν στο χώρο γύρω της. Όπως και στο περπάτημα κάποτε ολοφάνερη και αγνή και γλυκιά, τώρα πια σκοτεινή και όμορφη χωρίς κανένα ελάττωμα. Το ίδιο παρατηρούσε και η ίδια καθώς τα ψηλά τακούνια της – που προφανώς δεν ήταν κατάλληλα για την περίπτωση- είχαν γεμίσει ξερόχορτα και πετραδάκια.
Όταν έσκυψε να βγάλει κάποιο είδος φυτού από το λουρί του κομψού και πάμψηλου τακουνιού της παρατήρησε ένα μικρό άσπρο άνθος που λαμπύριζε στον ήλιο και μοσχοβολούσε στη ζέστη. Ένα δάκρυ κύλισε πάνω στην ουλή στο δεξί της μάγουλο και έπειτα στο μεταλλικό εξάρτημα στο πιγούνι της. Νόμιζε πως πλέον ήταν αδύνατο να δακρύσει, ή, εξαρχής, να συγκινηθεί.
Μα δεν μπορούσε να αποτρέψει το μυαλό της από το να φύγει πάλι σε εκείνες τις εποχές.
Ένας άντρας πλησίαζε προς το μέρος της. Το ύφος του αποσβολωμένο και έκθαμβο. Μία μικρή ρυτίδα δίπλα στο χείλος του πρόδιδε την χαρά στην έκφρασή του. “Πιτ!” ακούστηκε μια θολή φωνή κάνοντας έναν εκκωφαντικό θόρυβο στη σιωπή, πνιγμένο στην αγωνία της. Η κοπέλα Ένιωθε μουδιασμένο το σώμα της και κυρίως το δεξί της πόδι. Είδε τον Πιτ να ανοιγοκλείνει το στόμα του χωρίς να βγάζει όμως κανέναν ήχο. Όλα, παρ' όλη την ένταση που είχε χτιστεί, ήταν αθόρυβα και θολά. Την βοήθησε να σηκωθεί από την σανίδα αλλά η κοπέλα δεν τα κατάφερε. Το όραμα της Άννα διακόπηκε για λίγο. Η Άννα κοίταξε ,όπως ήταν σκιμένη, το πόδι της όπου έβγαλε τα παγιδευμένα ξερόχορτα, αποκαλύπτοντας με την κίνηση της το δεξί της πόδι που κρυβόταν κάτω από το μαύρο ύφασμα. Είχε κομμάτια σιδήρου αντί για δέρμα τοποθετημένα σε ομόκεντρους κύκλους από τον κεντρικό άξονα του μετάλλου που αποτελούσε πλέον το κόκαλο του ποδιού της. Και έτσι, πολλές στρώσεις μετάλλων, σχηματίζοντας την τεχνητή της γάμπα να μπήγονται στον γοφό της. Το θέαμα ήταν φρικιαστικό ακόμα και γι' αυτήν που ζούσε τόσα χρόνια με ένα τεχνητό πόδι στο σχήμα της γάμπας που ταίριαζε στο αληθινό αριστερό της πόδι. Το όραμα συνεχίστηκε.
Βρισκόταν ξαπλωμένη σε έναν μεταλλικό πάγκο. Ζαλιζόταν, δεν καταλάβαινε τι συμβαίνει. Η αναισθητικές ενέσεις που της είχε κάνει ο Πιτ είχαν παρενέργειες. Τον άκουγε να ψιθυρίζει πως την αγαπάει και πως αν κάνει υπομονή όλα θα πάνε καλά. Κοίταξε κλεφτά προς τα πόδια της όπου το αριστερό της πόδι δεν το ένιωθε και το δεξί της- τελείωνε στο γόνατο. Ο Πιτ την έσπρωξε να ξαπλώσει βίαια και απαίτησε από αυτήν να μην κοιτάζει.
Ήταν μια παράπλευρη απώλεια στα σχέδια τους, όμως ζούσε και αυτό είχε σημασία.
Σήκωσε το όμορφο λευκό λουλούδι από τον χωματόδρομο και συνέχισε να περπατάει παραπατώντας που και που. Στον δρόμο ο αέρας παρέσυρε λίγο χώμα προς τα μάτια της. Η Άννα σήκωσε το πρόσωπο της ,ανενόχλητη σχεδόν από το μικρό κόκκο που είχε εισβάλει στο μάτι της, και τρίβοντας τον βολβό με το δάχτυλό της αυτό έφυγε. Ο βολβός όπως και όλο της το μάτι ήταν από γυαλί και το χρώμα τους ζωγραφισμένο πάνω σε φακούς. Ήταν ψεύτικα! Τα είχε φτιάξει ο Πιτ. Όταν της τα συνέδεσε ήταν τυφλή και η μόνη λύση ήταν πως ίσως να λειτουργούσαν, τα καινούρια της, αν την χτυπούσε μεγάλη τάση ρεύματος. Έχασε ίσως το πόδι της -το μισό- για να κερδίσει όμως ένα ζευγάρι υπέροχα ζωγραφιστά μάτια, τα οποία ξεπερνούσαν σε ομορφιά οποιουδήποτε ψεύτικου μοντέλου.
Κοίταζε περπατώντας τα καλαμπόκια. Περήφανα σχημάτιζαν κύματα στις κορυφές των χωραφιών σαν μια σκούρα πράσινη θάλασσα. Από το καλαμποκέλαιο, κάποτε, έφτιαχνε σε συνδυασμό με το βούτυρο ένα παχύρρευστο υγρό, που έβαζε στα χείλη της. Με το υγρό αυτό τα χείλη της αποκτούσαν μια βελούδινη υφή με μία χλωμή πορτοκαλί απόχρωση.
Ο Πιτ είχε προσπαθήσει να ντύσει το τεχνητό της πόδι με δέρμα ζώου, αλλά απέτυχε να το ράψει πάνω στο ατσάλι. Αχρείαστο όμως δεν τους ήταν. Το πανέμορφα επεξεργασμένο δέρμα δεν είχε ίχνος ρυτίδας πάνω του.
Με αυτές τις σκέψεις η Άννα χάιδεψε κατά μήκος τις άκρες των χειλιών της. Τα χείλη της, τα ίδια ήταν τόσο κομψά και νεανικά, σαν να μην τα είχε αγγίξει ούτε ο χρόνος ούτε ο πόνος.
Ο Πιτ από πάνω της. Αυτή ήταν η επόμενη εικόνα που της ήρθε στο μυαλό. Πρώτα ψέκασε ξιλοκαΐνη και της έκανε τοπική αναισθητική ένεση στην περιοχή των χειλιών. Θυμόταν να της μπήγει την βελόνα και να τραβάει ένα ημιδιαφανές λευκό νήμα. Έτρεχε αίμα από τα χείλη της όπου ο άντρας της έραβε τα καινούρια δερμάτινα τέλεια χείλη της. Η Άννα πονούσε αφόρητα αλλά δεν έβγαζε κανένα θόρυβο. Κοιτούσε το αφοσιωμένο βλέμμα του Πιτ και τα αποφασιστικά μισό-κλειστά μάτια του. Το μέτωπο του ήταν γεμάτο ιδρώτα και έδινε την εντύπωση πως θα έσταζε πάνω στο πρόσωπό της. Σε κάποια στιγμή πήρε ένα σωλήνα μεταλλικής σύριγγας, έριξε μέσα ένα καυτό διαφανές υγρό, -μάλλον καυτή σιλικόνη- και γέμισε το δέρμα. Η Άννα τσίριξε χωρίς να κουνήσει τα αναισθητοποιημένα χείλη της. Ο Πιτ σε αντίδραση προς την πανικόβλητη κοπέλα, έραψε βιαστικά και το υπόλοιπο δέρμα στα χείλη της. Πλέον είχε ένα πανέμορφο ζευγάρι χειλιών, λεπτά και ζουμερά καλόσχηματισμένα και σαρκώδεις χείλη.
Συνέχισε, λοιπόν, να περπατάει στον μακρύ, καυτό χωματόδρομο προς τις κατοικίες που αποτελούσαν τον οικισμό. το πανέμορφο χωριό που μεγάλωσε και πέρασε την πρώιμη ζωή της.
Το μέτωπο, οι περιοχές πίσω από τα αφτιά της και το στήθος της ίδρωναν από την αφόρητη ζέστη του καλοκαιρινού απογεύματος. Το τριχωτό του κεφαλιού της, από εκεί που φύονταν τα μεταξένια, λαμπερά, χρυσά μαλλιά της δεν ίδρωνε. Στο βάθος του ορίζοντα που απλωνόταν στα αριστερά της, σχεδόν κρυμμένοι, πίσω από τις καλλιέργειες ψηλών φυτών, βρίσκονταν γνώριμοι διάσπαρτοι αχυρώνες. Ποιο μακριά, το συγκρότημα κτηρίων που έμοιαζαν με αχυρώνες, όμως ήταν εκτροφεία μεταξοσκώληκα.
Τι ύπουλο ζευγάρι, σκέφτηκε, λες και το έλεγε για κάποιους άλλους, για κάποιους τρίτους. Έτσι της ερχόντουσαν οι αναμνήσεις. Σαν άλλου ανθρώπου.
Πώς είχαν τολμήσει, αυτοί οι τρίτοι, να μπουν στο συγκρότημα αχυρώνων και να κλέψουν κουβάρια ολόκληρα, θεσπέσιας ποιότητας μεταξιού. Σαν να τους κατασκόπευε από μία μυστική γωνία που είχε φτιάξει στο μυαλό της. Ο ίδιος άντρας ετοίμαζε δύο τεράστιες χύτρες, με πηκτό υγρό, σκούρου χρώματος που στην επιφάνεια του κώχλαζαν αφροί πορτοκαλί απόχρωσης. Το υγρό που και που ξεχείλιζε από τα καζάνια και έτρεχε πάνω τους με αργό ρυθμό στο χρώμα του αίματος. Μία περίεργη μυρωδιά γέμιζε τον χώρο. Θα μπορούσε να είναι και τοξική, θύμιζε κάτι σαν αμμωνία και την μυρωδιά καμμένης ζάχαρης και αλκοολούχου διαλυτικού, όλα ταυτόχρονα. Ο άντρας ανεβοκατέβασε έναν μοχλό ο οποίος ενεργοποιούσε έναν μηχανισμό. Ο μηχανισμός σήκωνε τα κουβάρια μεταξιού από το ένα καζάνι που έβραζαν για πολύ ώρα και πλέον είχαν αποκτήσει μια πορτοκαλί λαμπερή απόχρωση. Αμέσως εμφανίστηκε στο μπαλκόνι του ημιορόφου του αχυρώνα. Μετακινούσε τον μηχανισμό πάνω από το δεύτερο καζάνι και τον ενεργοποίησε ανεβοκατεβάζοντας έναν δεύτερο μοχλό ο οποίος ήταν συνδεδεμένος μέσω μία περόνης με ένα πολύπλοκο σύστημα σκουριασμένων γραναζιών. Τα κουβάρια βούτηξαν στο δεύτερο καυτό υγρό και το υγρό πετάχτηκε θολώνοντας το όραμα της Άννα. Το επόμενο σκηνικό ήταν αισθητικά μακάβριο. Σαν να βγήκε από κάποιο σκοτεινό παραμύθι των αδερφών Grimm.
Η πανέμορφη γυναίκα ήταν καθισμένη σε μια πολυθρόνα. Τα μάτια της ήταν κλειστά και το κεφάλι της ακουμπούσε ελαφρώς πίσω αναπαυτικά στην πλάτη της πολυθρόνας. Φορούσε ένα άσπρο ανάλαφρο λινό φόρεμα που διέγραφε το σώμα της κοπέλας. Λεπτή σιλουέτα με ψηλά πόδια και στη μέση της είχε έναν δερμάτινο κορσέ που έπιανε το φόρεμα της από το τέλος της λεκάνης ως κάτω ακριβώς από το στήθος της. Ο κορσές σαν μεσαιωνικός ήταν δεμένος με σκούρα κορδόνια. Τα μανίκια του φορέματος της μετά τον αγκώνα ήταν φαρδιά με δαντελωτό τελείωμα που έπεφταν πάνω στα χερούλια της πολυθρόνας και ύστερα στο πάτωμα. Επιβλητικά όμορφη κοιμωμένη και καραφλή.
Ο άντρας την πλησίασε έδεσε το κεφάλι της σταθερό στο μαξιλάρι τς πολυθρόνας. Δεν αντέδρασε. Ήταν μάλλον ναρκωμένη. Ο άντρας τη φίλησε πρώτα στα χείλη της με ορμή και πάθος. Ακούμπησε το μέτωπό του στο δικό της. Έβαλε τα χέρια του γύρω από το πρόσωπό του κλείνοντας τα μάτια του ψιθύριζε γλυκά.
Της μίλαγε μα δεν ακουγόταν τι της έλεγε. Τώρα τα λόγια του ήταν σαν να έβγαιναν τόσο ψιθυριστά σαν απλή έξοδο μιας ανάσας. Σαν συνεχόμενος αναστεναγμός ο οποίος εξαφανίζονταν σαν να μην μιλούσε όντως στην γυναίκα. Υπέθετε πως της έλεγε κάτι συνεχόμενα. Κάτι σαν “Σ' αγαπώ”. κάτι σαν ευχή, σαν έκφραση σεβασμού, κάτι σαν απολογία σε θρησκευτικό. Ύστερα της φίλησε το μέτωπο ανασύροντας τον αντίχειρα του δεξιού του χεριού πάνω στο σημείο που την φίλησε. Ύστερα το πέρασε στα χείλη της πιέζοντας ελαφρώς το άνω χείλος και ανοίγοντας το ίδιο ελαφρώς το κάτω, την φίλησε. Την κοίταξε με ένα βλέμμα συγκίνησης και σηκώθηκε.
Πήρε μια βελόνα και έκοψε ένα μέρος, μακρύ μήκους, μεταξωτών κλωστών σε χρώμα χρυσαφί- πυρρόξανθο. Τη στερέωσε στη βελόνα και πήρε τον μεταλλικό πάγκο με της κλωστές και τις βελόνες κοντά στην πολυθρόνα. Στεκόταν από το πίσω μέρος της πολυθρόνας πάνω από το άδειο από τρίχες κεφάλι της γυναίκας. Μπήγοντας την βελόνα στη σάρκα του κεφαλιού της, άρχισε να ράβει τα μεταξωτά μαλλιά πάνω στο κεφάλι της. Κάθε βελονιά εξαπέλυε μια σταγόνα αίματος. Η Άννα τα έβλεπε όλα μέσα από τη ματιά του άντρα, όλο το φρικιαστικό θέαμα.
Στο τέλος, η γυναίκα πλέον είχε μεταξένια μαλλιά στην κυριολεξία. Η Γυναίκα ήταν η Άννα. Πώς ήταν δυνατόν να ήταν αυτή? Η ίδια θυμόταν τα πάντα από την νάρκωση. Θυμόταν κάθε λέξη που της είχε ψιθυρίσει ο Πιτ, κάθε βελονιά και κάθε σταγόνα αίματος που της γαργαλούσε το σβέρκο.
Πλέον η Άννα βρισκόταν κοντά στον συνοικισμό.
Ένα φορτηγάκι, μάλλον του γαλατά ήταν σταματημένο στην άκρη του χωματόδρομου. Ο ιδιοκτήτης του καθόταν με τα πόδια στο παρμπρίζ και κάπνιζε χαλαρός και ξαπλωμένος σχεδόν, στη θέση του οδηγού. Της θύμιζε κάποιον από παλιά' μόνο που αυτός είχε πλέον πάρει αρκετά κιλά, τα μαλλιά του είχαν αραιώσει και ήταν σχεδόν γκρι.
Αυτός γύρισε και κοίταξε προς το μέρος της κομψής κοπέλας έκθαμβος. Η Άννα σταμάτησε και με μάτια μισό κλειστά παρατηρούσε καλύτερα για να καταλάβει αν τον ήξερε από κάπου. “Γεια σας” είπε με ένα χαμόγελο ο ιδιοκτήτης του φορτηγού. Η Άννα δεν μίλησε. Ο ιδιοκτήτης του φορτηγού φάνηκε να αισθάνεται ξαφνικά άβολα με την σιωπηλή παρουσία της κοπέλας. Η Άννα παρατήρησε μια διακοσμητική κούκλα στο παρμπρίζ του αυτοκινήτου που της φάνηκε οικεία. Μα φυσικά! Ήταν δική της. Από τότε που ήταν μικρή θυμόταν που έπαιζε με αυτό το πάνινο παλιό παιχνίδι. “Τι είναι αυτό?” ρώτησε η Άννα τον άντρα δείχνοντάς την πάνινη κούκλα. Ο ήλιος είχε σχεδόν δύσει και δημιουργούσε αρκετές σκιές τουλάχιστον αρκετές ώστε να μη φαίνονται τα χαρακτηριστικά της Άννα και του οδηγού. “Είναι μια κούκλα της κόρης της γυναίκας μου”. Έκανε μια μικρή παύση βγάζοντας έναν αναστεναγμό. Η Άννα σοκαρίστηκε. Έλειπε αρκετά χρόνια και δεν είχε επικοινωνία με την μητέρα της. Ήξερε παρ' όλα αυτά, πως τον καιρό πριν φύγει από το χωριό, η μητέρα της έβγαινε με κάποιον. Ο οδηγός του σταματημένου φορτηγού συνέχισε, και με αυτά του τα λόγια η Άννα σοκαρίστηκε. “Δραπέτευσε το κορίτσι στα 18 της και δεν πρόλαβα να τη γνωρίσω. Η γυναίκα μου πλέον... πλέον δεν ζει, και έχω αυτό ως κάτι να μου την θυμίζει”. Η Άννα ζαλιζόταν πλέον, από το σοκ που της είχε προκαλέσει η πληροφορία. Δεν ήξερε πώς υποτίθεται πρέπει να αντιδράσει. Αυτό δεν την εμπόδισε, μέσα στη ζαλάδα της, να αρχίσει να απομακρύνεται με γρήγορο βήμα προς τον συνοικισμό. Πλέον είχε σχεδόν φτάσει.




Pete M. Yangin