Την είχαν κάνει σκληρή
Την είχαν κάνει κρύα
Απόκοσμη”
Περπατούσε μόνη της στα μικρά δρομάκια του πυκνοκατοικημένου συνοικισμού. Περνώντας έξω από το μπαρ του χωριού, αποφάσισε να κάτσει να ξεκουραστεί.
Μπήκε μέσα στο μπαρ του χωριού. Μέσα κάθονταν μόνο δύο γέροι σε ένα από τα τραπεζάκια του μικρού χώρου. Το μπαρ ήταν αρκετά σκοτεινό. Φωτιζόταν μόνο από δύο λάμπες που κρέμονταν πάνω από το μπαρ και μία πινακίδα νέον στον απέναντι τοίχο, που έβγαζε ένα κρύο φως μεταξύ γαλάζιου και πράσινου. Άλλο ένα ζευγάρι -μάλλον-, καθόταν στην μπάρα. Ο φωτισμός ήταν αρκετά χαμηλός ώστε κανένας να μην έχει χαρακτηριστικά στο πρόσωπό του. Οι δύο γέροι γύρισαν προς το μέρος της Άννα, η οποία μόλις είχε μπει στο μπαρ και έκλεισε η πόρτα πίσω της με έναν θόρυβο δυνατότερο απ' ότι είχε προβλέψει. Μιλούσαν ψιθυριστά κοιτάζοντας την που περπατούσε προς το μπαρ. Η ψηλή εύπλαστη μορφή της, με το μαύρο φόρεμα με τα δαντελωτά μανίκια του και τα μακριά ξανθά μαλλιά της να πέφτουν μέχρι το τέλος της πλάτης της, μάλλον, είχε τραβήξει τα βλέμματα τον ηλικιωμένων ανδρών.
Η Άννα κάθισε σε ένα από τα ψηλά σκαμπό στο μπαρ. Περίμενε να έρθει ο μπάρμαν που καθόταν στην άλλη γωνία του μπαρ γυαλίζοντας ένα ποτήρι με μια πετσέτα. Τι κλασσική εικόνα μπάρμαν, σκέφτηκε. Ο ψηλός άντρας με το με τα κοντά αλλά σγουρά μαλλιά, τα οποία ήταν βουτηγμένα σε κάποιο κολλώδες προϊόν μαλλιών, πλησίασε προς το μέρος της Άννα. Καθώς πέρασε κάτω από τη μία λάμπα του μπαρ φωτίστηκαν αρκετά τα χαρακτηριστικά του ώστε η Άννα να αναγνωρίσει τον άντρα. Τζον! Μα φυσικά ο πατέρας του είχε το μπαρ άρα λογικό και επόμενο να δουλεύει αυτός τώρα πια εδώ. Αυτό σκέφτηκε διατηρώντας εξωτερικά την ψυχραιμία της.
Ο Τζον εμφανίστηκε μπροστά της κοιτάζοντάς την έκθαμβος. “Ένα ουίσκι διπλό με πάγο” είπε η Άννα με ένα αυστηρό τόνο. Δεν ήταν σίγουρη αν ήθελε να την αναγνωρίσει κανείς ακόμα. Ο Τζον τοποθέτησε το ποτήρι που τόση ώρα γυάλιζε με το πανί του σχεδόν χτυπώντας το. Ίσως για να εντυπωσιάσει με το πόσο σκληρός είναι την “ξένη” κοπέλα. “Από που μας έρχεσαι ομορφιά μου” της είπε χαμογελώντας και έχοντας υπερβολική αυτοπεποίθηση να γυαλίζει φανερή στα μάτια του. “Έτσι την πέφτεις στις ξένες τώρα πια... Τζον” είπε η Άννα σβήνοντας από τα χείλη του Τζον το χαμόγελό του αντικαθιστώντας το με ένα βλέμμα απορίας και θαυμασμού. Καταφέρνοντας ύστερα ο Τζον να αρθρώσει ένα “πώς...”. Η Άννα το διασκέδαζε πιο πολύ απ' όσο νόμιζε πως θα μπορούσε. Παρ' όλα αυτά κρατώντας ένα απόμακρο παγερό βλέμμα. Χαμογέλασε με την μία άκρη των χειλιών της διακόπτοντας τον: “Άννα”.
Το σαγόνι του Τζον πλέον έδειχνε να έχει πέσει στο πάτωμα. “Κάνεις λες και είδες φάντασμα” του είπε η γυναίκα τεντώνοντας τα χέρια της πίσω από την πλάτη της που είχε πιαστεί και πονούσε. Η ίδια σκέφτηκε πως ίσως ήταν από τον τρόπο που είχε κοιμηθεί σε εμβρυακή στάση στον καναπέ του γκισέ του τρένου. Ύστερα από μερικές στιγμές ενός τρομαγμένου και γεμάτο θαυμασμό βλέμματος του άντρα, κατάφερε να μιλήσει “Άννα, νομίζαμε πως ποτέ δεν θα γυρίσεις πίσω. Ειδικά μετά από την κηδεία της μητέρας σου που δεν εμφανίστηκες καν...”. Σταμάτησε καθώς, ίσως, δεν ήξερε αν έπρεπε να συνεχίσει ή αν μπορούσε ή αν είχε προσβάλλει την γυναίκα. “Δεν το ήξερα” είπε κοιτάζοντας το ποτό της. Ξαφνικά, για δεύτερη φορά μέσα στην ίδια μέρα ένιωσε το δέρμα κάτω από τα μάτια και οι βλεφαρίδες της να βρέχονται. Της έφυγε η απορία, του: γιατί είχε θολώσει η όρασή της. Ένα δάκρυ το είδε να πέφτει κατευθείαν μέσα στο ποτό της προκαλώντας μικρούς κυματισμούς, αμέσως η Άννα το σήκωσε και άδειασε το ποτήρι μονορούφι.
Ο Τζον κοίταζε με συμπόνια την Άννα καθώς της ξαναγέμιζε το ποτήρι. “Τι έκανες τόσο καιρό;” την ρώτησε, αλλά αντί για απάντηση δέχτηκε μια ερώτηση. Η ερώτηση δεν φάνηκε να τον ξαφνιάζει απλά συνοφρυώθηκε. Προβληματισμένος με κενό βλέμμα που κοιτούσε τον πάγκο του μπαρ καθώς τον σκούπιζε νευρικά με το πανί. Το ζαρωμένο μέτωπό του τον έκανε να δείχνει κουρασμένο και πιο γερασμένο από την Άννα, παρ' όλο που ήταν συνομήλικοι. “Ο Πιτ;” ρώτησε η Άννα. “Από τότε που έφυγες...” έκανε μια διακοπή σκεπτόμενος να βρει τις σωστές λέξεις, “έχει γίνει κάπως περίεργος... Κάπως κλειστός. Ειδικά μετά τον θάνατο της μητέρας του από κάποια αρρώστια και του πατέρα του στο Ιράν που ήταν στρατολογημένος... Και χρειαζόταν τα χρήματα. Μα αυτό πρέπει να το ξέρεις”. Η Άννα ήξερε πως η μητέρα του Πιτ είχε πεθάνει, αλλά δεν μπορούσε να φανταστεί πώς θα το είχε πάρει ο Πιτ. “Φτιάχνει τώρα τα ηλεκτρονικά του χωριού, λάμπες, γεωργικά μηχανήματα, τέτοια πράματα” συνέχισε και διέκοψε απότομα. Για λίγο βυθίστηκαν και οι δύο τους στην σιωπή.
Η Άννα επεξεργαζόταν τις πληροφορίες. Ο Τζον απλά την κοιτούσε καθώς αναρωτιόταν ποια συμπεράσματα άραγε έβγαζε η Άννα μέσα της. “Πάντως φαίνεσαι διαφορετική Άννα” είπε ο Τζον με ένα βλέμμα γεμάτο υπονοούμενα που η Άννα δεν μπορούσε να μεταφράσει. Η κοπέλα επανήλθε στην πραγματικότητα κοιτάζοντας τον άντρα με απορία. Ο Τζον περίμενε κάποιο είδος απάντησης. “Πες μου την αλήθεια, τι τρέχει- έτρεχε με εσένα και τον Πιτ;”. Η Άννα δεν μιλούσε. Κάθε λέξη του Τζον την έβαζαν σε σκέψεις, περισσότερες αναμνήσεις, περισσότερο πόνο.
Πράγματι, είχαν κρατήσει κρυφό τον έρωτά τους. Μακριά απ' όλους. Η παρέα τους ήταν κοινή αλλά συνήθιζαν να περνάνε περισσότερο χρόνο οι δυο τους.
Κάποτε, θυμήθηκε, στην αρχή, που είχαν ανέβει στην σκεπή του αχυρώνα του πατέρα του Πιτ. Κάθονταν ξαπλωμένοι με τις ώρες, βλέποντας την δύση του ήλιου και τα χρώματα του ουρανού καθώς έδυε, αναποφάσιστος: ποιο χρώμα του πήγαινε. Θυμόταν που κρατούνταν και κυλιόντουσαν στη στέγη ενώ φιλιώντουσαν. Ο αχυρώνας ήταν αρκετά πιο έξω από τον συνοικισμό και ήταν ένας από τους μεγαλύτερους. Είχε δύο ορόφους και μεταξύ τους έναν ημιώροφο με μπαλκόνι επιθεώρησης, που κοίταζε προς το εσωτερικό του. Πάνω ήταν η σοφίτα, σαν αποθήκη τροφίμων όπου κρύβονταν πολλά βράδια μόνοι τους. Η στέγη ήταν σχεδόν επίπεδη και είχε σαν θέα τα απέραντα χωράφια καλαμποκιών που κυμάτιζαν. “Μήπως θα έπρεπε να το μοιραστούμε; Τουλάχιστον με τους κολλητούς μας”. Τα μαλλιά της ανέμιζαν και αυτό την έκανε πιο δραματική σαν να βγήκε από ταινία. Ο Πιτ χαμογέλασε και την φίλησε γλυκά στα χείλη, “Δεν θα καταλάβουν”, της είπε, και η Άννα ξανά στράφηκε προς την θέα. “Όντως, λένε πως όσο κρυφό και βουτηγμένο στο μυστήριο είναι κάτι...” τα λόγια αυτά δεν θυμόταν αν είχαν ειπωθεί τότε ή ήταν κάποια επένδυση του εγκεφάλου της στην ανάμνηση, “Τόσο πιο όμορφο είναι. Η αίγλη του παραμένει αναλλοίωτη στο χρόνο, προκαλώντας τους εμπλεκόμενους να το ψάξουν. Όταν κάτι το ξέρουν όλοι, έχει πλέον απομυθοποιηθεί και δεν έχει αξία”. Η σχέση τους ήταν άκρως μυστική, όπως τα πειράματα της αθάνατης ομορφιάς της. Κανείς δεν ήξερε, όλοι θαύμαζαν. Η ίδια δεν το είδε σαν ευχή.
Τότε, μέσα σε εκείνο το μπαρ, μέσα σε αυτές τις σκέψεις, κατάλαβε πως μάλλον ήταν κατάρα. Κανείς δεν ήξερε, κανείς δεν θα καταλάβαινε και κανείς δεν θα τη πίστευε, μόνο Αυτός.
Ο Τζον έπινε και αυτός λίγο ουίσκι, αφήνοντας την κοπέλα να πάρει τον χρόνο της. Μα δεν μπόρεσε να κρατηθεί. “Ξέρω τι σου έκανε!”. Η φούσκα των σκέψεων της Άννα έσκασε. Ήταν σαν ο Τζον να είχε ακούσει τις σκέψεις της. Τον κοίταξε έντρομη, καθώς ανακάθισε προσπαθώντας έτσι να νιώσει πιο βολικά, αλλά δεν τα κατάφερε και έτσι σήκωσε απλώς το δεξί της φρύδι περίεργη. Ανοίγοντας το στόμα της να θυμηθεί να πάρει ανάσα και να εξηγηθεί “Τζον” είπε πριν τη διακόψει ο Τζον. “Σας παρακολούθησα μια μέρα και την επόμενη από εκείνη. Ενώ νόμιζα πως το μόνο μυστικό σας ήταν η μυστική σας σχέση. Κατάλαβα πως επρόκειτο για κάτι πιο άρρωστο..” Η Άννα δεν μπορούσε να το πιστέψει. Ξαφνικά η προσωπική ζωή της ένιωσε βιασμένη και ψεύτικη. “Ξέρω τι σου έκανε, είδα τα πάντα! Αλλά επειδή σε αγαπούσα πιο πολύ από αυτόν τον ανώμαλο, φρόντισα να κρατήσω ανέπαφη την αξιοπρέπεια σου και δεν μίλησα ποτέ. Μα τώρα το βλέπω καθαρά. Δεν είσαι καν ανθρώπινο ον πλέον”.
Η κοπέλα με αυτά τα λόγια ένιωσε το στομάχι της να σφίγγεται και να γυρνάει. Τα σιδερένια νύχια της μπήγονταν στην παλάμη της από το αυθόρμητο σφίξιμο της γροθιάς της, κάνοντας πληγές. Είχε δίκιο, πλέον η Άννα ήταν ένα τερατούργημα. Ο Τζον συνέχισε σαν να ολοκλήρωναν τις σκέψεις της Άννα. “Είσαι το πιο όμορφο πλάσμα που έχω δει. Αλλά πλέον δεν μου βγάζεις τίποτα ανθρώπινο, τίποτα φυσικό”. Η Άννα τον κάρφωνε με τη ματιά της, γεμάτη οργή, αλλά ταυτόχρονα δεν αντέδρασε περαιτέρω, δεν την έπαιρνε. Για κάποιο λόγο ενώ αυτά που της έλεγε την έκαιγαν σαν φωτιά και την πλήγωναν, αυτός τα έλεγε σιγανά και αργά, σαν να ήταν τα πιο συνηθισμένα λόγια του, στην πιο συνηθισμένη συζήτηση.
Ανέβασε το ποτήρι στα χείλη της και ήπιε από το ποτό της συνεχίζοντας να τον καρφώνει με τα μάτια της. Ο ψηλός άντρας έκανε μια κίνηση προς τα πίσω, συνεχίζοντας να γυαλίζει ένα άλλο ποτήρι. “Καταλαβαίνω τώρα γιατί έφυγες” είπε με απόκοσμη ηρεμία στη φωνή του, σαν να του ξέφευγαν ωμές σκέψεις προς τα έξω. Η Άννα πνίγηκε πίνοντας το ουίσκι και ξερόβηξε. Τον κοίταξε εξοργισμένη και αυτός άνοιξε το στόμα του να πει κάτι. Η κοπέλα σήκωσε το ποτήρι και το πέταξε με φόρα προς το μέρος του. Το ποτήρι έγινε σκόνη στον τοίχο πίσω από τον ψηλό άντρα αφού πέρασε ξυστά του. Όλοι γύρισαν και κοίταξαν προς το μέρος της κομψής γυναίκας, χωρίς να καταλαβαίνουν τι είχε γίνει. Ο Τζον σοκαρισμένος από την βίαιη συμπεριφορά της Άννα είχε κλείσει το στόμα του, το οποίο είχε γίνει μια μικρή ίσια γραμμή κάτω από τη λεπτή αγγλική του μύτη. “Δεν ξέρεις τίποτα ηλίθιε, δεν ξέρεις τίποτα από τον πόνο μου. Εγώ πάλι, θα είμαι πάντα νέα και όμορφη όσο εσύ θα μιζεριάζεις από την ζήλια σου. Αν νομίζεις πως εγώ είμαι το τέρας, μάλλον, θα έπρεπε να σκεφτείς καλύτερα το πόσο τέρας φαίνεσαι λέγοντας πράγματα που θα με πονέσουν, επίτηδες για να πάρεις την εκδίκησή σου” ο Τζον δεν κουνήθηκε όσο του μιλούσε η κοπέλα. Αυτή σηκώθηκε και περπάτησε προς την πόρτα, που είχε το σημαδάκι μιας γυναικείας σιλουέτας πάνω, και μπήκε.
Μπήκε σε ένα δωμάτιο που είχε έναν θάλαμο τουαλέτας, έναν νιπτήρα και από πάνω κρεμασμένο έναν θολό καθρέφτη. Θα ορκιζόταν πως μπορούσε να δει τι σκιά κάποιας μέσα στο θαλαμίσκο, αλλά δεν έδωσε σημασία. Μύρισε ξαφνικά μια γνωστή μυρωδιά μιας φίλης. Το φως τρεμόπαιζε και έκανε τις γυναικείες τουαλέτες του μπαρ κατάλληλες για σκηνικό γυρίσματος ταινίας θρίλερ.
Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη και το βλέμμα της συνάντησε την Άννα- την παλιά Άννα, με τα μπερδεμένα, σκούρα αληθινά της μαλλιά. Το εκκεντρικό σχηματισμό των περίεργων γραμμών γύρω από το μάτι της που συνήθιζε να κάνει με το eyeliner της. Τις αληθινές της βλεφαρίδες και τα αληθινά σκούρα μάτια της, πίσω από την πλάτη του Πιτ. Πεινούσε τόσο, ώστε οι αναμνήσεις της είχαν πάρει τη μορφή αληθινών ψευδαισθήσεων. Είχε ταξίδεψε σε εκείνες τις μεθυσμένες νύχτες που φιλιώντουσαν με τον Πιτ στις τουαλέτες του μπαρ και καθώς γινόταν αυτό, εκείνη έριχνε ματιές στον καθρέφτη.
Κούνησε το κεφάλι της γρήγορα σε μια επιτυχή προσπάθεια να ξεφύγει από το ολοζώντανο όραμά της. Ύστερα έπλυνε το πρόσωπό της στον νιπτήρα. Ένιωθε το χώμα που στο δρόμο είχε κολλήσει πάνω στο πρόσωπό της να φεύγει. Το στόμα της είχε την γεύση που είχαν πάντα τα χείλη του Πιτ. Ουίσκι.
Ψιθύρισε, τελικά, αυθόρμητα ένα όνομα “Πιτ” και βγήκε από τις τουαλέτες.
Προχωρούσε διασχίζοντας το μπαρ, διαγωνίως, προς την πόρτα. Ένιωσε όλα τα βλέμματα να πέφτουν πάνω της, μα αυτό το είχε συνηθίσει. Μέσα στην ησυχία του μπαρ ακούγονταν μονάχα τα τακούνια της να χτυπάν στο ξύλινο πάτωμα, κάνοντας αρκετό θόρυβο ώστε να προσελκύσουν την προσοχή.
Φτάνοντας στην έξοδο έπιασε το χερούλι της ξύλινης πόρτας και σταμάτησε, καθώς άκουσε την φωνή του Τζον, “Το ποτό ξέχασες κούκλα!”. Η Άννα έμεινε για λίγα δευτερόλεπτα ακίνητη κοιτώντας την πόρτα. Ύστερα γύρισε μόνο το κεφάλι της προς τον ψηλό μπάρμαν με ένα ψυχρό χαμόγελο, όσο πιο φανερά ψεύτικο μπορούσε, δείχνοντας έτσι πως δεν εννοεί αυτό που λέει, αλλά το αντίθετο. Γέρνοντας ελαφρώς το κεφάλι της είπε με μια φανερά ψεύτικη καλοσύνη που πάγωνε τα πάντα στο πέρασμά της: “Ευχαριστώ για το κέρασμα Τζον”
Ο Τζον πήγε κατευθείαν να αντιδράσει. Όμως δεν πρόλαβε καθώς άκουσε την πόρτα να κλείνει πίσω από το πανέμορφο πλάσμα με έναν δυνατό γδούπο.
Στο μυαλό της Άννα έπαιζαν σε επανάληψη τα λόγια του Τζον “Δεν είσαι καν ανθρώπινο ον” ένιωθε τέρας. Ήθελε κάπου να ανήκει, κάπου να νιώσει την ζεστασιά του ανθρώπινου κορμιού.
Pete M. Yangin