η ίδια μπορούσε να τα ακούσει να τρίζουν
Ω Πιτ! Μόνο εσύ μπορείς να δεις
τα ελαττώματα
Άγγιξε με”
Ήταν αποφασισμένη πλέον. Ήξερε τι θα κάνει, εξάλλου, γι' αυτό είχε ταξιδέψει πίσω στην Nebraska. Για μια τελευταία φορά. Ίσως να τα έβρισκαν ξανά, σκέφτηκε, άλλωστε είχε προσέξει κάποιο είδος φθοράς και πίστευε πως ο Πιτ μπορούσε να καταλάβει τι πάει λάθος.
Τις έντονες σκέψεις και ελπίδες που είχαν κατακλύσει το μυαλό της, τις διέκοψε ένα δυνατό μουγκρητό και ένα ταρακούνημα που ένιωσε στον οισοφάγο. Βίχωντας έβαλε μπροστά το χέρι της και ένιωσε στον λαιμό της πως κάτι την έπνιγε και προσπαθούσε να το βγάλει. Κοίταξε το χέρι της και μέσα στο σκοτάδι, που οι μόνες πηγές φωτός ήταν μια λάμπα δίπλα στο στενό δρομάκι που δεν έβγαζε πολύ φως και το σχεδόν γεμάτο φεγγάρι. Είδε μικρά κομματάκια κάποιου στερεού και γυαλιστερού υλικού που έμοιαζαν με ρινίσματα σιδήρου.
Ο πόνος στην πλάτη της δεν έλεγε να σταματήσει, σκέφτηκε, πως ίσως να μην είχε ξεκουραστεί όσο κάθισε στο μπαρ.
Περπατούσε γρήγορα έναν ανηφορικό δρόμο που πήγαινε στους συνοικισμό πάνω στο μικρό λόφο. Μάλλον την είχε πιάσει σφάχτης από το περπάτημα, που έκανε ένα σημείο κάτω από το στήθος της να πονάει αφόρητα με κάθε ανάσα.
Πλέον, είχε φτάσει στο μέρος που ταξίδεψε τόσο για να φτάσει. Βρισκόταν κάτω από ένα ξύλινο υπόστεγο που ενωνόταν με δύο κολώνες στις άκρες της ξύλινης εξέδρας που περπατούσε φτάνοντας μπροστά στη πόρτα. Το σπίτι ήταν μεγάλο, διώροφο, βαμμένο λευκό. Πολλά από τα φώτα του σπιτιού φαίνονταν ανοιχτά προδίδοντας πως κάποιος βρισκόταν μέσα. Πάνω στην άσπρη, ξύλινη πόρτα υπήρχε μια μικρή και μακρόστενη σιδερένια πλακέτα, βαμμένη χρυσή, που είχε χαραγμένες τις λέξεις επάνω ΟΙΚΙΑ ΧΕΜΣΟΓΟΥΟΡΘ. Η Άννα επανέλαβε ψιθυριστά τροποποιώντας το περιεχόμενο της πλακέτας σκεπτόμενη απ' έξω “οικία του Πίτερ Χεμσγουορθ”. Μετά από μερικές στιγμές ενδοιασμού χτύπησε το κουδούνι.
Λίγα μόνο δευτερόλεπτα πήρε και η πόρτα άνοιξε λούζοντας την ξύλινη εξέδρα με της εισόδου με κίτρινο τεχνητό φως. Πίσω από την πόρτα στεκόταν ο γεροδεμένος άντρας με το ψηλό ανάστημα και τα μικρά γαλανά μάτια. Το μέτωπό του δημιουργούσε σκιές στα μάτια του, αλλά η Άννα ήξερε πως ήταν αυτός και με την σκέψη της μπορούσε να δει το ύφος του άντρα.
Ο Πιτ με σάρκα και οστά και η μούσα του με δέρμα ζώου, ύφασμα και ατσάλι.
Τα μάτια τους συναντήθηκαν και κοιτάζονταν χωρίς κανείς από τους δύο να τολμάει να κοιτάξει κάπου αλλού σε συνθήκες απόλυτης σιγής. Μετά από σχεδόν ένα λεπτό η Άννα άνοιξε το στόμα της παίρνοντας ανάσα για να πει κάτι. Ο Πιτ έγνεψε αρνητικά κουνώντας το κεφάλι του, σαν να διαφωνούσε με την κοπέλα που δεν είχε καν μιλήσει. “Δεν χρειάζεται εξηγήσεις” της ψιθύρισε απολογητικά. Η βαριά φωνή του προσηλωμένου άντρα στο πανέμορφο πλάσμα. Το σώμα της Άννα φάνηκε να αντιδρά στο άκουσμα της φωνής του. Ένιωσε με την φωνή του την αδρεναλίνη να της γαργαλάει την πλάτη και όλες της τις αρθρώσεις να κλειδώνουν. Η Άννα δάκρυσε για τρίτη φορά μέσα στην ίδια μέρα, πριν από αυτή τη μέρα είχε να κλάψει από εκείνη τη μέρα που είχε αποφασίσει να τα αφήσει όλα και να φύγει στην Νέα Υόρκη. “Μην κλαις” της είπε ο Πιτ λυγίζοντας τα φρύδια του σπάζοντας έτσι την ευθεία νοητική γραμμή που έκανε το μέτωπό του πάνω από τα μάτια του. “Τι με έκανες” ρώτησε ρητορικά η Άννα πέφτοντας πάνω στο πλατύ του στήθος. “Νόμιζα με αγαπούσες” έλεγε και η φωνή της τρέκλιζε σε συσπάσεις της ανάσας σε συνδυασμό με βήχα. “Δεν ήξερα! Σε αγαπάω” Η Άννα ψιθύριζε συνεχόμενα “όχι, όχι, όχι”.
“Δεν μπορούσες καν να περιμένεις να με αγαπήσεις πριν τα κάνεις όλα” είπε γκρινιάζοντας η Άννα. “Με παρεξηγείς συνεχώς... Δεν καταλαβαίνεις, σ' αγαπούσα με τον δικό μου τρόπο”. Ακόμα και μετά από τόσα χρόνια, και οι δύο τους ένιωθαν σαν να μην είχε περάσει ούτε μία μέρα. Η συνέχεια τους μετά από τόσο καιρό. Ο ένας είχε συγχωρήσει τον άλλον. Χωρίς να το καταλάβει η Άννα την είχε πάρει σιγά σιγά μέσα στο σπίτι, κλείνοντας την πόρτα πίσω.
Της χάιδευε τα μεταξένια μαλλιά και σκούπιζε τα γυάλινα μάτια της με προσοχή και ευλάβεια σαν να μην ήξερε πως ήταν γυάλινα. Σαν να ήταν το πιο πολύτιμο αντικείμενο στο κόσμο.
Η Άννα ξεκούμπωσε το φόρεμα της και το έβγαλε και τον κοιτούσε με άδειο ύφος για αρκετά δευτερόλεπτα και είπε “Άγγιξε με! Κάνε με να νιώσω ανθρώπινη, ζεστή, αληθινή!”. Παρ 'όλο που στο παρελθόν ο Πιτ είχε πείσει τον εαυτό του πως είχαν τελειώσει, την πλησίασε. Έκανε στην άκρη μια τούφα μεταξένιων μαλλιών και έβαλε τα χέρια του γύρω από το πρόσωπο της. Την κοίταξε προσπαθώντας να της αντισταθεί, δεν μπόρεσε και φίλησε τα πανέμορφα νεανικά χείλη της με ορμή, πιέζοντας την προς τα πάνω του. Η Άννα αφέθηκε σ' αυτόν “Πες μου... πώς είμαι”. Ο Πιτ δεν είχε καταλάβει καν τι τον ρωτούσε, ίσως ούτε η ίδια. Στα αφτιά του κουδούνιζε μουσική “Είσαι σαν κούκλα”. Η Άννα ρώτησε παραπονιάρικα αναστενάζοντας ανάμεσα στα φιλιά του Πιτ “Χωρίς ελαττώματα;”. Ο Πιτ την κοίταξε “Όχι, απλά το ελάττωμα σου είναι πως δεν έχεις ελαττώματα”. Ύστερα την έσφιξε στην αγκαλιά του.
Σχεδόν τρύπιο το πνευμόνι της στην άκρη, όπου πίσω του η ατσάλινη σπονδυλική της στήλη είχε σπάσει. Ένα ταρακούνημα ήταν αρκετό. Το ατσάλινο κοντάρι με τις οδοντωτές προεξοχές του διαπέρασε διαγώνια το δεξί πνευμόνι και η Άννα λύγισε στην αγκαλιά του Πιτ. Ήξερε. Τα ήξερε όλα εξ αρχής. Ο Πιτ δεν κατάλαβε στην αρχή τίποτα μέχρι που το κοντάρι με τους τεχνητούς σπονδύλους διαπέρασε τα πλευρά της και έσκισε την σάρκα του δέρματος της, έως που το πάνω μέρος του σώματός της κρεμόταν στα αριστερά ασπόνδυλο και νεκρό. Το βλέμμα της γυάλινο και ήρεμο. Από την πληγή ξεχείλισε το αίμα άφθονο. Ο Πιτ γουρλώνοντας τα μάτια από έκπληξη στην αρχή και ύστερα σφίχτηκε όλο του το πρόσωπο και το στόμα του άνοιξε διάπλατα σε μία κραυγή αβάστακτου πόνου. Τον πόνο της απώλειας του μόνου ζωντανού ατόμου που τον αγαπούσε.
Το νεκρό σώμα της Άννα ήταν ξαπλωμένο σε ένα τεράστιο διπλό κρεβάτι του σπιτιού γεμίζοντας με αίμα τα άσπρα σεντόνια. Κοίταζε με το γυάλινο και γαλήνιο ύφος στο υπερπέραν. Ήταν το πιο όμορφο έκθεμα του κόσμου, ακόμα και νεκρή. Ο Πιτ κρατώντας το κρύο χλωμό χέρι της κοπέλας, έκλαιγε γονατιστός δίπλα στο κρεβάτι.
Πάνω στην μανία της στιγμής, μετέφερε το σώμα της νεκρής κοπέλας στο υπόγειο, το οποίο αποτελούσε το νέο του εργαστήριο.
Αποσυναρμολόγησε το δημιούργημα του, την Άννα. Η αίσθηση ενός θεού που χρησιμοποιούσε το ίδιο του το δημιούργημα για να γίνει αθάνατος, είναι σίγουρα αυτό που νιώθει κάποιος όταν πηγαίνει κατευθείαν στην κόλαση. Κάθισε στην καρέκλα, συνέδεσε τα καλώδια του μεταλλικού κουτιού, που βρισκόταν δίπλα του, πάνω στον λαιμό του και τράβηξε έναν μοχλό. Τα 220 βολτ λόγω βραχυκυκλώματος έγιναν χιλιάδες τα οποία διαπέρασαν το κορμί του δημιουργώντας του συσπάσεις στου μυς και ύστερα παρέλυσε.
Πήγε να σηκωθεί και έπεσε στο πάτωμα νεκρός.
“Όσα ξόδευε και επένδυε
πάνω σε ματαιοδοξίες πάντα
τον οδηγούσαν στη κόλαση
Κατευθείαν!”
Pete M. Yangin