Η νύχτα που ο Παράδεισος έπεσε (Κεφάλαιο 13) "It’s not the Same"



Ο Κάιλ άκουγε τον αδερφό του να ενημερώνει το Τάγμα για την κατάσταση που καλούνταν να αντιμετωπίσουν αλλά δεν μπορούσε να δώσει την παραμικρή προσοχή στο θέμα. Εκείνος, ο Λίο και οι Αρχάγγελοι μαζί με τον Ζοφιήλ, μέλος των συμπληρωματικών 3 Αρχαγγέλων και Κυβερνήτης του Τάγματος των Θρόνων βρίσκονταν τώρα σε αυτή την μυστική σύσκεψη.
  «Οι δαίμονες δεν θα το αφήσουν έτσι, Αρχάγγελε μου.» απευθύνθηκε ευθέως στον Μιχαήλ ο Λίο. Φυσικά αναφερόταν στην Λιλιάνα. Οι τελευταίες συσκέψεις τους περιτριγυρίζονταν γύρω από εκείνη. Ο Μιχαήλ είχε δείξει να έχει πάρει ψύχραιμα την άτακτη φυγή της αν και ο Κάιλ τον είχε ακούσει να ουρλιάζει το όνομα της αργά το βράδυ εκείνη την νύχτα. Είχε πάει στην Πηγή των Ονείρων στην Αίθουσα του Φωτός για να δει αν ήταν καλά. Είχε αφήσει δυο σταγόνες από το αίμα του να πέσουν στο ατάραχο νερό της Πηγής και εκείνη τον είχε ανταμείψει με μια εικόνα της που στεκόταν στο μπαλκόνι της και χάζευε τον νυχτερινό, σκοτεινό ουρανό. Βγαίνοντας από το δωμάτιο είχε σταθεί για λίγο στις Χρυσές Πύλες. Εκεί είχε ακούσει τα ουρλιαχτά του Αρχάγγελου. Δεν ήξερε όμως αν οφειλόταν στις παραισθήσεις λόγω του δηλητηρίου του Ντέιμιαν ή αν όντως του έλειπε η κόρη του. Είχε την ευκαιρία να τον ρωτήσει νωρίτερα εκείνη την μέρα, αλλά δεν το έκανε. Όχι γιατί δεν του έπεφτε λόγος, φοβόταν την απάντηση. Ο Κάιλ είχε καρφώσει το βλέμμα στο κενό και δεν συμμετείχε στην συζήτηση. Ευτυχώς δηλαδή γιατί το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί ήταν αυτό το Νέφελιμ που είχε έρθει να αναστατώσει την ζωή του αλλά όχι με τον τρόπο που θα άρμοζε σε έναν Κυρίαρχο Στοιχείου.
  «Το ότι εντόπισαν την σύγχυση μας τις τελευταίες μέρες δεν σημαίνει αυτόματα ότι υποψιάζονται.» Ο Ζοφιήλ είχε πάντα κατώτερη άποψη για οποιονδήποτε άλλον πέραν από τον εαυτό του και φυσικά αυτό δεν άλλαζε για τους εχθρούς του.
  «Τους υποτιμάτε Μέγα Ζοφιήλ. Δεν είναι ηλίθιοι. Δεν θα είχαν καταφέρει να μας αποδεκατίσουν αν δεν ήταν άξιοι αντίπαλοι!» ο Λίο είχε σηκώσει για πρώτη φορά την ένταση την φωνής του και είχε καταφέρει να κάνει τον Κάιλ να σηκώσει το βλέμμα του σε εκείνον.
  «Πως τολμάς να μου μιλάς έτσι ανάξιε Άγγελε!» Ο Ζοφιήλ έκανε ένα βήμα προς τον αδερφό του όμως ο Κάιλ ήταν πιο γρήγορος και βρέθηκε ανάμεσα τους με τα χέρια του να παίρνουν ήδη την γαλάζια λάμψη που προμήνυε την δύναμη που ετοιμαζόταν να εξαπολύσει.
  «Σταματήστε!» διέταξε ο Μιχαήλ και ο Ζοφιήλ έκανε πίσω πετώντας ένα θανατηφόρο βλέμμα στον Κάιλ που έκλεισε την λάμψη στις γροθιές του αφού είχε απομακρυνθεί από τον αδερφό του. «Ο Λίο έχει δίκιο. Τους υποτιμάς Ζοφιήλ.» Ο Ζοφιήλ έσκυψε το κεφάλι στα πληγωμένα πλευρά του Αρχαγγέλου και σταύρωσε τα χέρια πίσω από την πλάτη του. «Συμφωνώ με τον Λίο.»
  «Με όλο τον σεβασμό Μιχαήλ, φυσικά και θα συμφωνούσες. Για την κόρη σου μιλάμε. Αλλά από την στιγμή που δεν κατάφερες να την ελέγξεις μια φορά, τι σε κάνει να πιστεύεις ότι θα το κάνεις τώρα?» Ο Ζοφιήλ μόλις είχε προφέρει δυνατά τον χειρότερο φόβο του Αρχάγγελου. Η φυγή της είχε προκαλέσει μεγάλο πόνο στην αγνή καρδιά του, όσο και αν προσπαθούσε να το κρύψει από όλους. Αναστέναξε και κάθισε στην καρέκλα που είχε προστεθεί στην Αίθουσα για εκείνον. Όσο περνούσε ο καιρός όλο και περισσότερο εξασθενούσε και όλο αυτό που είχε συμβεί με την Λιλιάνα απλά επέσπευδε το αναπόφευκτο.
  «Δεν θέλω να την ελέγξω Κυβερνήτα. Ούτε να την φέρω πίσω. Θέλω μόνο να ξέρω ότι είναι καλά και ότι οι δαίμονες δεν θα ψάξουν να την βρουν.»
  «Δεν μπορούν να την βρουν Μιχαήλ.» Ο Αναήλ μπήκε στην Αίθουσα εκείνη την στιγμή. Ο Κάιλ ένιωσε ένα σφίξιμο στο στήθος στην θέα του Αγγέλου της Αγάπης. Του επανέφερε τις μνήμες από τα τελευταία λεπτά της Λιλιάνας μαζί του. Το βλέμμα της, την μυρωδιά της, την γεύση των χειλιών της. Ξεροκατάπιε αθόρυβα και βυθίστηκε λίγο ακόμα μέσα στις σκιές.
  «Τι έκανες?» τον ρώτησε ο Μιχαήλ. Δεν τον είχε συγχωρήσει για το ότι είχε βοηθήσει την κόρη του να το σκάσει. Έπρεπε να το ξεπεράσει. Η συγχώρεση ήταν μια από τις αρετές που έπρεπε να κατέχει οπωσδήποτε οποιοσδήποτε Άγγελος. Αλλά λίγο ο πόνος του, λίγο  πικρία του, λίγο το δηλητήριο της λάμας... Τον έκαναν να αισθάνεται όλα εκείνα τα ανθρώπινα συναισθήματα που ήταν βλάσφημα για Εκείνους. Ο Αναήλ χαμογέλασε και στάθηκε απέναντι του.
  «Της έδωσα Αγγελίτη.» είπε απλά.
  «Τι έκανες?» Δεν ξεχώριζες ποιανού η φωνή ακούστηκε πρώτη. Το μόνο σίγουρο ήταν ότι ο Κάιλ, ο Μιχαήλ και ο Ζοφιήλ βρίσκονταν τώρα απέναντι από τον Αναήλ έτοιμοι να τον διαλύσουν σε μικρά κομμάτια. Ο καθένας για τους δικούς του λόγους.
  «Είναι άγγελος πια.» είπε κοιτάζοντας τον Μιχαήλ. Και χρειάζεται προστασία. Όταν εμείς είμαστε αυτό που την τρομάζει περισσότερο έπρεπε να την προστατεύσω.» έστρεψε τον βλέμμα του στον Ζοφιήλ. «Ήταν καθήκον μου να την βοηθήσω.»  Τελευταίο κοίταξε τον Κάιλ. «Αν γίνει το οτιδήποτε, της είπα πώς να επικοινωνήσει.» Οι 3 Άγγελοι μείνανε να τον κοιτάνε ψυχρά.
  «Κάιλ, πρέπει να οργανώσουμε γραμμή άμυνας.» Ο Κάιλ κούνησε απλά το κεφάλι του στον Αρχάγγελο χωρίς να παίρνει το βλέμμα του από τον Αναήλ.
  «Αφού δεν έχουμε ενδείξεις επίθεσης Μιχαήλ.»
  «Και τι προτείνεις Ζοφιήλ? Να καθίσουμε να περιμένουμε με σταυρωμένα χέρια την επίθεση? Προτείνω να ψηφίσουμε. Υπέρ?» Οι 4 Αρχάγγελοι σήκωσαν τα χέρια μαζί με τον Λίο.
  «Κατά?» Ο Ζοφιήλ σήκωσε το χέρι του στην ίδια του την πρόταση. Ο Κάιλ όμως στεκόταν ακόμα ακίνητος με το βλέμμα στο κενό.
  «Κάιλ?» ρώτησε ο Ραφαήλ.
  «Εγώ προτείνω να ψηφίσουν όλα τα Τάγματα.» Η πρόταση του ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων καθώς το να μαζευτούν όλοι οι Άγγελοι σε έναν χώρο για μια σύσκεψη τους καθιστούσε αυτόματα ευάλωτους σε οποιαδήποτε επίθεση που μπορεί να συνέβαινε εκείνη την ώρα.
  «Το ξέρεις ότι μιλάμε για την άμυνα και όχι για τον Άγγελο έτσι?» Ο Ζοφιήλ του πέταξε με κακία και τα μάτια του Κάιλ στένεψαν από οργή. Βγήκε από το δωμάτιο κοπανώντας την πόρτα και άρχισε να εξαπολύει το μένος του. Ορμητικά, διάφανα κύματα άρχισαν να ξεχύνονται από τις παλάμες του ενώ πάλευε την παρόρμηση του να ουρλιάξει, να χτυπήσει και να προκαλέσει ζημιές. Για αυτό και όλο αυτό το μένος κατευθυνόταν προς τον ουρανό που ανοιγόταν καθαρός μπροστά του. Παχιά, γκριζωπά σύννεφα άρχισαν να τον συντροφεύουν ενώ οι ελάχιστοι άγγελοι στην Πύλη απομακρύνονταν διακριτικά από εκείνον. Μονάχα ο αδερφός του έσπευσε στο πλάι του αμίλητος. Έμεινε να κοιτάει τα όμορφα, μανιασμένα κύματα που κάλπαζαν κατά δεκάδες στον πρωινό ουρανό. Αν συνέχιζε για λίγο ακόμα, θα έφερνε βροχή στην γη και δεν ήταν εκείνος ο Άγγελος της Βροχής και θα έβρισκε τον μπελά του. Ο Λίο πήγε και στάθηκε απέναντι του και έβαλε προστατευτικά τα χέρια του πάνω από του αδερφού του. Ο Κάιλ τον κοίταξε στα μάτια και το μυαλό του άρχισε να καθαρίζει. Έκλεισε τις παλάμες του και άφησε τον Λίο να του κατεβάσει τα χέρια.
  «Μην το πεις.» τον προειδοποίησε ο Κάιλ. Ο Λίο χαμογέλασε και έβαλε το χέρι του στον ώμο του αδερφού του.
  «Πρέπει να ελέγξεις τα ξεσπάσματα σου αδερφέ. Γίνονται ολοένα και συχνότερα.» Ο Κάιλ έσκυψε το κεφάλι ντροπιασμένος.
  «Προσπαθώ.» είπε χαμηλόφωνα.
  «Το ξέρω. Όπως ξέρω ότι σου είναι πολύ δύσκολο. Δεν χρειάζεται να το πεις φωναχτά για να καταλάβω τι συμβαίνει.» Ο Κάιλ χαμογέλασε πικραμένα. Ο Λίο ήταν το στήριγμα του αυτά τα εκατοντάδες χρόνια σαν Άγγελος. Ο μοναδικός που μπορούσε να εμπιστευτεί και να τρέξει στο πλάι του ότι και να συνέβαινε. Ήταν σύμβουλος και φίλος. Μα πάνω από όλα ήταν οικογένεια. Και η οικογένεια ήταν πάνω από όλα. Το είχε πει και στον Όρκο του. «Δεν έπρεπε να επιμείνω να πάμε εμείς. Συγνώμη Κάιλ.» Ο Λίο αισθανόταν υπεύθυνος επειδή όταν ο Μιχαήλ τους είχε ζητήσει να πάνε σε εκείνη την μοιραία αποστολή εντοπισμού ο Λίο ήταν εκείνος που έπεισε τελικά τον αμετανόητο Κάιλ. Ότι είχε γίνει, ήταν δικό του σφάλμα. Ο Κάιλ δεν το έβλεπε έτσι όμως.
  «Μην μου ζητάς συγνώμη, Λίο. Θα συνέβαινε ότι και να έκανες.» Ο Λίο έσκυψε και εκείνος το κεφάλι.

  «Δεν είναι το ίδιο πια για σένα έτσι?» Δεν χρειαζόταν να εξηγήσει για το μιλούσε. Ο Κάιλ αναστέναξε. Το καθήκον του απέναντι στους ανθρώπους δεν είχε αλλάξει. Ακόμα υπήρχε και ως ένα βαθμό είχε αναζοπυρωθεί. Πριν την Λιλιάνα, ο Κάιλ πίστευε ότι οι άνθρωποι ήταν αναλώσιμοι και ότι οι Φύλακες ανόητοι που προσπαθούσαν για το καλύτερο γιατί οι θνητοί ήταν έρμαιο των παθών τους. Όμως αυτά τα μεγάλα μάτια... Αυτή η ετοιμολογία και ο σαρκασμός... Όλη αυτή η καταπιεσμένη οργή και ο πόνος... Τώρα καταλάβαινε ότι δεν ήταν ούτε το είδος, ούτε το γένος που προκαθόριζε το μέλλον σου. Αλλά ένα άλλο ον, ανθρώπινο ή μη, που όταν το συναντούσες θα σου άλλαζε την ζωή. Ο Κάιλ ήθελε τώρα περισσότερο από ποτέ να νικήσουν σε αυτόν τον πόλεμο και να προστατέψει τον κόσμο. Ο κόσμος έπρεπε να συνεχίσει να υπάρχει. Για τους ανθρώπους και τους Αγγέλους. Για την καλοσύνη και την βοήθεια. Για εκείνη.

Nadia