Παιχνίδι Εμπιστοσύνης (Κεφάλαιο 4)


Η ώρα είναι σχεδόν 2. Ο Ρικ ξυπνάει έντρομος στο πάτωμα και κοιτάει το ρολόι. Πέρασαν 24 ώρες και κοιτάει το κινητό για μηνύματα. Το ανανεώνει αλλά τίποτα. Κανείς. Απ’ το μπάνιο βγαίνει η Ζωή.
«Ξύπνησες;» ρωτάει, νευρική. Αυτός την κοιτάει, τρομαγμένος, κρατώντας το κινητό του. «Α ναι, πλησιάζει η ώρα, ε;» ρωτάει. Τότε αποφασίζει να του δείξει το γράμμα. Ο Ρικ το διαβάζει 3 φορές μέχρι να καταλάβει τι λέει. «Πού να πήγε με ελικόπτερο; Τι περίεργο…ή πήγε να κρυφτεί για να οργανώσει την απαγωγή ή την απήγαγαν ενώ θα έφευγε κάπου. Ίσως με την Σιμόν;» αναρωτιέται τρίβοντας το κεφάλι του. Αρχίζει και περπατάει πέρα δώθε, νευρικός κι η Ζωή ντύνεται, κουρασμένη και αγχωμένη.

«Πού το βρήκες αυτό, Ζωή; Γιατί δε μου το έδειξες πιο νωρίς;» τη ρωτάει. «Ήθελα να δω τη στάση σου πρώτα. Να δω αν θα διάλεγες εμένα» εξηγεί αυτή, γεμάτη ενοχές. Τότε χτυπάει η πόρτα δυνατά. Ανοίγει κι είναι ο Τομ, ο οποίος μπαίνει μέσα έντρομος.
«Α Ζωή, εδώ είσαι; Με πήρε ο πατέρας σου, και μου ‘πε επέστρεψες. Σ’ έψαχνα να δω αν…αν είσαι καλά. Ανησυχούσα…» ψελλίζει ο Τομ. «Για το αν θα με σκότωνε ο Ρικ;» του λέει χαμογελώντας η Ζωή.
«Ναι…ε…κι έφερα και βότκα για να απαλύνουμε τον πόνο για ό,τι γίνει» λέει ο Τομ. Η Ζωή βλέπει κι ένα φτυάρι έξω απ’ την πόρτα. «Πάνω απ’ όλα η φιλία» λέει η Ζωή και ρουθουνίζει. Ο Τομ κοκκινίζει από ντροπή, πίνει λίγη βότκα απ’ το μπουκάλι και γυρνάει στον Ρικ, που φαίνεται απεγνωσμένος.
Η ώρα είναι 2 ακριβώς. Το κινητό του Ρικ φωτίζει. Καλεί η Μεριλιν. Η Ζωή κι ο Τομ κάθονται δίπλα του. Το σηκώνει. Σιωπή. «Μέριλιν;» ψιθυρίζει ο Ρικ, τρομαγμένος. Ακούγεται το ουρλιαχτό της από μακριά κι οι τρεις τους πετάγονται τρομαγμένοι. Κοιτιούνται και περιμένουν να ακούσουν κάτι παραπάνω. Σιωπή. Η ανάσα του Ρικ έχει κοπεί και δαγκώνει τα χείλη του απ’ την αγωνία.
Τότε λαμβάνει μια ακόμα κλήση από την Χλόη, τη νοσοκόμα της Λαρίσα.
Μετά από μισή ώρα, ο Ρικ έχει φτάσει στο σπίτι της μητέρας του όπου περιμένει η Χλόη μέσα στο άγχος. Ο Ρικ κοιτάει στο σπίτι, αγχωμένος.
«Πού μπορεί να πήγε;» αναρωτιέται ο Ρικ. «Δε ξέρω, της έφτιαχνα χαμομήλι γιατί δε μπορούσε να κοιμηθεί και ξαφνικά εξαφανίστηκε. Η πόρτα ήταν ανοιχτή» λέει η Χλόη, έτοιμη να κλάψει.
Βγαίνουν στους δρόμους της γειτονιάς με φακούς για να ψάξουν τη Λαρίσα. Η Χλοή κοιτάει τον Ρικ σαν να θέλει να πει κάτι αλλά δε μπορεί. Ο Ρικ το καταλαβαίνει και την πιέζει να μιλήσει, ενώ παράλληλα φαίνεται σαν να μη θέλει να ακούσει την πραγματικότητα. «Πες στο, Χλόη. Δεν είναι καλά, ε;» ρωτάει αυτός χωρίς να περιμένει απάντηση στην ουσία. «Τα φάρμακα που παίρνει είναι βαριά και…τελευταία είχε αρχίσει να βλέπει διάφορα. Σκιές, χρώματα, πράγματα που δεν υπάρχουν. Δε ξέρω αν μπορώ πλέον να την προσέχω, Ρικ. Χρειάζεται μέγιστη προστασία, καταλαβαίνεις…» του λέει με νόημα.
Αυτός όμως κουνάει το κεφάλι του κάθετος. «Δεν πρόκειται να την βάλω σε κλινική, Χλόη. Με τίποτα! Όχι, δεν…δε ξέρω…ίσως αν κοιτούσαμε τη συνταγή με τη Λίλι, ίσως να της μειώσουμε ή να της αλλάξουμε τα φάρμακα» προτείνει αυτός, απελπισμένος και καταστεναχωρημένος. Τότε ένα περιπολικό σταματάει μπροστά τους και ένας ψηλός μελαμψός αστυνόμος τους πλησιάζει.
Μετά από λίγο, καταφτάνει ο Ρικ στο τμήμα όπου ζητά να δει την κρατούμενη Λαρίσα που βρίσκεται στο κρατητήριο. Η Χλόη μένει στην είσοδο και τον κοιτάει, λυπημένη.
«Τι έκανες, μαμά;» τη ρωτάει, με δάκρυα στα μάτια. Η Λαρίσα δε μιλάει, παρά κοιτάει στο κενό. Τα χέρια της είναι κόκκινα. Τα μαλλιά της αναστατωμένα και το πρόσωπό της γεμάτο δάκρυα. «Σου μιλάω, μαμά! Τι έκανες; Ξέρεις; ΞΕΡΕΙΣ;» φωνάζει κι ο φύλακας του ζητάει να ηρεμήσει. Ο Ρικ σκουπίζει τα δάκρυά του και προσπαθεί να αναπνεύσει.
«Το έκανα για σένα. Δεν είχα άλλη επιλογή…» ψιθυρίζει η Λαρίσα και τότε ουρλιάζει στο πουθενά. «Άφησε με! Άφησε με!!!» αρχίζει να χτυπιέται και ο φύλακας αναγκαστικά την παίρνει μακριά. Ο Ρικ ξεσπάει σε λυγμούς και κρύβει το πρόσωπό του με τις παλάμες του.
Όταν ξαναβρίσκει τη Χλόη απ’ έξω, της ζητάει να κανονίσει να βρει χαρτί δικαιολογητικό ώστε να μην πάει φυλακή αλλά να ενταχθεί στο ‘Ρεστ’ την κλινική της Λίλι.
Αμέσως μετά, παίρνει το ταξί και καταφτάνει στο γενικό νοσοκομείο του Ντάνβιλ. Έξω από τα επείγοντα, βρίσκει την Λίλι, η οποία κλαίει ασταμάτητα. «Πήγα να δω τη μητέρα μου, να κανονίσω τι θα γίνει…πώς είναι ο μπαμπάς;» ρωτάει ο Ρικ. «Έχασε πολύ αίμα απ’ τις μαχαιριές, Ρικ. Δε θα ζήσει για πολύ…» λέει και κλαίει. Ο Ρικ ζητάει απ’ τη νοσοκόμα να μπει στην αίθουσα αλλά του αρνείται καθώς ο γιατρός ακόμα προσπαθεί να τον ράψει.
Τότε, τρέχουν μέσα η Ζωή με τον Τομ για να δουν τι γίνεται. Ο Ρικ παρακαλάει τη νοσοκόμα, αλλά δε χρειάζεται τελικά, μιας κι ο γιατρός βγαίνει για να ανακοινώσει ότι δεν πρόκειται να σωθεί.
Έτσι λοιπόν, μπαίνει ο Ρικ πρώτος και αντικρίζει τον Ντον στο κρεβάτι, τυλιγμένο με γάζες. Τα μάτια του είναι μισόκλειστα και δακρύζουν όταν τον βλέπουν.
«Μπαμπά…» του κρατάει το χέρι ο Ρικ. «Γιατί; Γιατί όλα αυτά; Για το μαγαζί;» τον ρωτάει κλαίγοντας. Ο Ντον ξεροβήχει για να μιλήσει. «Το μόνο που ήθελα ήταν να βάλω λεφτά για τον γάμο σου. Αξίζεις τον καλύτερο γάμο, γιε μου. Τέλεια τελετή, τέλειο πάρτι, ορχήστρα…τα πάντα. Α και άφθονη σαμπάνια φυσικά. Θα σκότωνα για λίγη τώρα» λέει και γελάνε ανάμεσα στα κλάματα. «Μην κρατήσεις κακία στη μητέρα σου. Πέρασε πολλά που δε ξέρεις. Περάσαμε δηλαδή…ό,τι κάνει το κάνει πάντα από υπερβολική αγάπη για σένα…» βήχει και μπαίνει η Λίλι και του δίνει ένα φιλί στο στόμα.
«Σ’ αγαπώ…» του λέει, με δάκρυα στα μάτια. Ο Ρικ παρακολουθεί πιο πέρα, χαμογελώντας. «Σ’ αγαπώ πιο πολύ» της λέει.
Μετά από  ένα λεπτό, αρχίζει να φτύνει αίμα και τελικά, σταμάτησε να χτυπάει η καρδιά του. «Ντον, όχι!!! Μη μ’ αφήνεις, Ντον! Σε παρακαλώ! Όχιι!!!» ουρλιάζει απ’ τον πόνο η Λίλι πιέζοντας το χέρι του Ντον. Ο γιατρός μπαίνει αμέσως αλλά δε μπορεί να κάνει τίποτα πλέον.
Ο Ρικ, διαλυμένος, βγαίνει στον διάδρομο και τρέχει η Ζωή να τον κρατήσει. «Είσαι καλά; Ρικ;» η φωνή της ακούγεται σαν να είναι μέσα σε πηγάδι στο κεφάλι του Ρικ. Δε μπορεί να συνειδητοποιήσει τι συνέβη και ξαφνικά λιποθυμάει.

 ΣταύροςkS