Παιχνίδι Εμπιστοσύνης (Κεφάλαιο 7)


Στην αίθουσα αναμονής στην κλινική, ο Ρικ χαζεύει την φωτογραφία με τον Μπράντλεϋ και τον θείο Ματ που αποθανάτισε στο κινητό του. Από μέσα, βγαίνει η Χλόη δίπλα στον Ντετέκτιβ Λαρς, μιλώντας και γελώντας. Ο Ρικ σηκώνεται και τους χαιρετάει. 
«Ρικ, χαίρομαι που σε βρίσκω εδώ, θα ‘ρχομουν μετά να σε βρω» του λέει ο Λαρς ενώ η Χλόη πηγαίνει πίσω στο δωμάτιο της Λαρίσα. Ο Λαρς με τον Ρικ κάθονται στον λευκό καναπέ της αίθουσας. Αυτός βγάζει έναν φάκελο απ’ τον χαρτοφύλακά του και δίνει το χαρτί που έχει μέσα στον Ρικ. Είναι ένας χάρτης με ένα σημείο στη μέση ενός δάσους.
«Τι ‘ναι αυτό;» ανασηκώνεται ο Ρικ, έκπληκτος, «η Μέριλιν; Βρήκες τη Μέριλιν;» ρωτάει. «Όχι, όχι. Καμία σχέση. Αυτό είναι το σήμα του κινητού της δεσποινίδος Σιμόν Άνταμς τη νύχτα που εξαφανίστηκε η δεσποινίς Μέριλιν Φιτζ. Η ίδια η δεσποινίς Άνταμς όπως κι η μητέρα της ισχυρίστηκε ότι βρισκόταν στη φάρμα τους, αλλά σύμφωνα με τα δεδομένα, είπε ψέματα για κάποιον λόγο» αποκαλύπτει ο Λαρς κι ο Ρικ φαίνεται μπερδεμένος.
«Πιστεύεις ότι αυτή την απήγαγε;» ρωτάει ο Ρικ και ξεροκαταπίνει, περιμένοντας την απάντηση. «Ή τη βοήθησε να φύγει» του απαντάει. «Μα το γράμμα που βρήκε η Ζωή είχε μια άλλη διεύθυνση που δεν είχε καμία σχέση με το δάσος» σχολιάζει ο Ρικ. «Γι’ αυτό στο είπα εσένα. Ξέρω ότι ο κολλητός σου περιμένει παιδί μαζί της και ίσως να ξέρει για τότε τι έγινε» λέει ο Λαρς.
«Ναι, θα μπορούσα, αν και ο Τομ ήρθε στο σπίτι μου εκείνο το βράδυ αφού τον κάλεσα. Το δάσος είναι σίγουρα μια ώρα μακριά απ’ το σπίτι μου» ο Ρικ του λέει και σκέφτεται.
Η Χλόη οδηγεί τον Ρικ στο δωμάτιο της Λαρίσα που βρίσκεται στο κρεβάτι, δίπλα στο οποίο κάθεται η αγαπημένη γιαγιά Πόλυ. Μια παχουλή γριούλα αλλά ψηλή με κατσαρό κοντό μαλλί γκρίζο- παλιάς εποχής χτένισμα. Αμέσως αγκαλιάζονται γεμάτοι χαρά.
«Δε το πιστεύω, γιαγιά Πόλυ! Πότε ήρθες στην πόλη;» ρωτάει ο Ρικ. Αυτή του χαϊδεύει τα μαλλιά στοργικά. «Μόλις βασικά κι ήρθα κατευθείαν να δω την μαμά σου. Γλυκό μου παιδί, πόσα πέρασες τον τελευταίο καιρό. Θυμάμαι στην κηδεία του πατέρα σου, ήσουν ένα ράκος. Τώρα είσαι καθόλου καλύτερα;» τον ρωτάει, λυπημένη. Αυτός γνέφει και την ξαναγκαλιάζει.
Είναι βράδυ κι έχει αρχίσει να βρέχει. Η Μερέντιθ στο σπίτι της χαζεύει τη γυάλινη χιονόμπαλα με το κάστρο μέσα της και την κουνάει για να δει το χιόνι. Η φωνή του Μάρτιν απ’ τον κήπο την κατατρομάζει και παραλίγο να της πέσει. «Κα. Μέρεντιθ, τελείωσα εγώ, πηγαίνω σπίτι!» φωνάζει. Αυτή αφήνει κάτω τη χιονόμπαλα και πλησιάζει το παράθυρο. Καθώς βλέπει τον Μάρτιν να αλλάζει, χαζεύει τους γραμμωμένους κοιλιακούς του και αρχίζει να ερεθίζεται απ’ το βρώμικο, ιδρωμένο και λασπωμένο κορμί του. Με μια κίνηση της πέφτει το μπουρνούζι και μένει ολόγυμνη στο παράθυρο. Ο Μάρτιν γυρίζει το βλέμμα του προς τα πάνω και χαμογελάει.
Την ίδια ώρα, ο Ρικ με τον Τομ παίζουν μπιλιάρδο στο μπαρ της γειτονιάς. Ο Ρικ βάζει δυο μπάλες στη τρύπα και χαμογελάει, ενώ ο Τομ ενώ συγκεντρώνεται στην αρχή, μια όμορφη κοκκινομάλλα που πέρασε του αποσπάει την προσοχή και ρίχνει τρεις μπάλες έξω. «Βλέπω, το μωρό δε σ’ έχει αλλάξει και τόσο πολύ τελικά» σχολιάζει ο Ρικ καθώς πίνει τη μπύρα του απ’ το μπουκάλι.
«Παλιά μ’ άρεσαν μόνο τα μεγάλα μωρά, ε τώρα μ’ αρέσουν και τα κανονικά. Είναι αλλαγή αυτό, φίλε μου» λέει και πετυχαίνει να βάλει τέσσερις μπάλες. «Έτσι!» φωνάζει και πίνει μπύρα.
«Και να σε ρωτήσω κάτι άσχετο τώρα. Από πότε άρχισες να βγαίνεις με την Σιμόν; Ήταν και πριν το πάρτι αρραβώνων; Γιατί θυμάμαι που την είχες εξοργίσει με τα σχόλια σου» λέει ο Ρικ καθώς παίζει αλλά δεν πετυχαίνει καμία μπάλα.
«Νομίζω σχολίασα τον κώλο της, ε; Ήταν βασικά ήδη έγκυος τότε αλλά δε το ήξερα. Μου το πε πιο μετά. Ξέρεις, βρεθήκαμε μετά το πάρτι κάπου που να μη μας βρουν. Έπρεπε να το κρατήσουμε μυστικό γιατί η Περνέλλ θα μας σκότωνε βασικά» απαντάει ο Τομ και παίζει.
«Πού; Στο ποτάμι;» ρωτάει ο Ρικ κι ο Τομ κουνάει το κεφάλι του. «Στο δάσος εννοείται. Στη γνωστή καμπίνα του σεξ» του λέει και γελάει και σφυρίζει χαρούμενος που έβαλε 2 μπάλες.
«Δηλαδή όταν σε κάλεσα πιο αργά ήρθες κατευθείαν απ’ το δάσος; Και η Σιμόν έμεινε εκεί;» ρωτάει ο Ρικ και τον κοιτάει καχύποπτα ο Τομ. «Γιατί ξαφνικά τόσο ενδιαφέρον για εκείνη τη νύχτα;» ρωτάει ο Τομ. Ο Ρικ πίνει μπύρα κι ανασηκώνει τον ώμο του αδιάφορα. «Έχει γούστο να υποπτεύεσαι εμένα!» λέει ο Τομ και αφήνει τη στέκα του μπιλιάρδου, και τον πλησιάζει.
«Η αλήθεια είναι ότι η Σιμόν είναι η ύποπτος κατά τον Λαρς. Αλλά δε τον πιστεύω, μην ανησυχείς. Ξέρω ότι είναι κολλητές και ότι η Σιμόν δε θα πείραζε κανέναν έτσι κι αλλιώς» απαντάει ο Ρικ, ανήσυχος απ’ τη στάση του Τομ, ο οποίος φαίνεται μπερδεμένος. «Ε βασικά, κοίτα, εγώ έφυγα απ’ το δάσος προτού έρθω σε σένα, πήγα πίσω στην πόλη για να πάρω προφυλακτικά. Κι όταν με πήρες ήμουν κοντά κι έτσι ήρθα γρήγορα. Αλλά η Σιμόν ήταν σίγουρα ήδη δυο ώρες μόνη της…» λέει σκεπτόμενος ο Τομ. Μετά σκάει στα γέλια στην ιδέα ότι η Σιμόν απήγαγε τη Μέριλιν στο άκυρο και έστειλε μήνυμα στον Ρικ να σκοτώσει τη Ζωή χωρίς λόγο. Κι ο Ρικ συμφωνεί με αυτό απόλυτα.
Το σπίτι της Λαρίσα έχει μοσχοβολήσει απ’ την υπέροχη παραδοσιακή σούπα με κοτόπουλο και πράσα της γιαγιάς Πόλυ. Την ίδια ώρα, μάστορες έχουν αρχίσει και βγάζουν πράγματα απ’ την αποθήκη ώστε να την καθαρίσουν και να τη βάψουν. Μέσα στο χαμό δίνουν και τα φωτοάλμπουμ με τις παλιές φωτογραφίες.
«Δυστυχώς, Ρικ μου, η ζωή τα φέρνει έτσι που να μη μπορείς να εμπιστευτείς κανέναν στο τέλος. Ούτε τον ίδιο σου τον εαυτό. Για δοκίμασε» του δίνει μια κουταλιά απ’ τη σούπα.
«Πω-πω, τέλεια, όπως ήταν πάντοτε» λέει ο Ρικ ξεφυλλίζοντας το άλμπουμ. «Γιατί πιστεύεις η μαμά σκότωσε τον πατέρα μου;» ρωτάει ο Ρικ κι η γιαγιά Πόλυ τον κοιτάει, λυπημένη, όπως κάθε φορά που αναφέρεται το θέμα. «Δε το γνωρίζω αυτό, αγάπη μου. Η μητέρα σου έκρυβε τα συναισθήματα και τις σκέψεις της εδώ και πολλά χρόνια. Ακόμα και τώρα που τη ρωτάει αυτός ο ‘έξυπνος’ ο Θεός να τον κάνει ντετέκτιβ, το στόμα της παραμένει κλειστό με φερμουάρ» του λέει κι αρχίζει να σερβίρει.
Κάθονται και αρχίζουν να τρώνε. «Δε φαντάζεσαι πόσο χαίρομαι που ήρθες, γιαγιά. Είσαι πραγματικά ο μόνος άνθρωπος που μπορώ να εκμυστηρευτώ τα πάντα. Γιατί μετακόμισες απ’ την πόλη;» τη ρωτάει, με απορία. Αυτή φαίνεται σκεπτική. «Έμεινα όλη μου τη ζωή στο Ντάνβιλ, Ρικ. Έμεινα χήρα πολύ νωρίς και έκτοτε μόνο κακές αναμνήσεις που προκαλεί αυτό το μέρος. Ο μόνος λόγος που ξανάρχομαι είναι η μητέρα σου και εσύ. Το μοναδικό μου εγγόνι» του λέει.
«Κι η θεία Μέρεντιθ;» ρωτάει ο Ρικ καθώς βουτάει λίγο ψημένο ψωμί στη σούπα. «Ναι, κι αυτή καμιά φορά, αν και σπάνια πλέον μου μιλάει. Λες και φταίω εγώ για όλα τα προβλήματά της. Μάλλον όμως όλα της φταίνε για το ότι πέθανε ο άντρας της τόσο νέος. Αχ…» αναστενάζει η γιαγιά Πόλυ και σταματάει να τρώει.
Ο Ρικ φτάνει στη τελευταία σελίδα του άλμπουμ και βρίσκει ξανά την παλιά φωτογραφία με τους γονείς του, το αρκουδάκι και το ξανθό παιδάκι. «Α βρήκα το παλιό μου αρκουδάκι τις προάλλες. Δε φαντάζεσαι πόσο συγκινήθηκα, δεν είχα τίποτα απ’ τα παιδικά μου χρόνια τόσο καιρό» λέει ο Ρικ με ένα τεράστιο χαμόγελο.
«Είμαι ωραίος ξανθός, ε; μήπως να τα βάψω;» γελάει μόνος του αλλά η γιαγιά Πόλυ φαίνεται πολύ σοβαρή και σαστισμένη. «Πού την βρήκες αυτή τη φωτογραφία; Και πού είναι το αρκουδάκι;» ρωτάει, προσπαθώντας να κρατήσει την αναπνοή της.
«Τα βρήκα και τα δυο στην αποθήκη. Γιατί, τι έγινε; Είσαι καλά, γιαγιά;» τη ρωτάει κι αυτή έχει χλομιάσει. Σηκώνεται και βάζει λίγο νερό και κάνει λίγο αέρα στο πρόσωπό της. «Δεν έδειξες αυτή τη φωτογραφία στη μητέρα σου, ε;» τον ρωτάει, νευρική. «Ναι, της το ‘χα δείξει μια μέρα πριν κάνει αυτό έκανε» απαντάει ο Ρικ, προσπαθώντας να καταλάβει τι γίνεται.
«Τώρα εξηγείται γιατί αποτρελάθηκε. Αχ Θεέ μου. Ρικ, πρέπει να σταματήσεις τον ντετέκτιβ, πρέπει να σταματήσεις να ψάχνεις τη Μέριλιν, πριν πεθάνουν κι άλλοι!» φωνάζει η γιαγιά Πόλυ, σχεδόν κλαίγοντας. Ο Ρικ σηκώνεται και την κρατάει.
«Δεν καταλαβαίνω τι λες, γιαγιά. Αν δε μου πεις την αλήθεια, δε μπορώ να σταματήσω τίποτα!» της λέει κι αυτή τον κοιτάει στα μάτια και παίρνει μια βαθιά ανάσα.
«Το παιδάκι στη φωτογραφία δεν είσαι εσύ, Ρικ. Το αρκουδάκι αυτό δεν ανήκει σε σένα…» του αποκαλύπτει κι αυτός κοιτάει τη φωτογραφία, μπερδεμένος και σοκαρισμένος. «Τότε ποιος είναι;» ρωτάει ο Ρικ.
Τα φώτα ξαφνικά κλείνουν και χτυπάει ο συναγερμός της φωτιάς εξαιρετικά δυνατά, κι έτσι οι δυο τους τρέχουν έξω στο δρόμο. «Πρέπει να φύγω» του λέει η γιαγιά και του δίνει ένα φιλί στο μάγουλο, «Να προσέχεις…» του φωνάζει και τρέχει και χώνεται σ’ ένα ταξί. Ο Ρικ στέκεται εκεί βλέποντάς την να φεύγει, κρατώντας τη μυστηριώδη φωτογραφία. 

ΣταύροςkS