Παιχνίδι Εμπιστοσύνης (Κεφάλαιο 10)


«Δε…δε το πιστεύω…» λέει ο Ρικ αφού είδε το μήνυμα και πάει να κάτσει στο σκαμπό, ζαλισμένος. «Ποιος είναι αυτός, γιατί…γιατί…; Δε μπορώ να καταλάβω, τι θέλουν πια;» λέει, απεγνωσμένος. Χτυπάει το κινητό του, είναι ο Τομ. 
Μετά από λίγο καταφτάνει στο σπίτι της Σιμόν. Αυτή είναι ξαπλωμένη στο κρεβάτι και της πηγαίνει σούπα η Περνέλλ, αμίλητη ανέκφραστη. Ο Τομ κάθεται στον καναπέ με τον Ρικ.
«Τι ήταν αυτό, Ρικ;» τον ρωτάει ο Τομ, ψιθυριστά. Ο Ρικ μπορεί να δει τον φόβο στα μάτια του Τομ και κουνάει το κεφάλι του, απογοητευμένος. «Μίλησες με τη Ζωή;» συνεχίζει ο Τομ.
«Ναι, την πήρα καθώς ερχόμουν. Ήταν καταβεβλημένη αλλά μου ‘πε ότι ο Μάρτιν την έσωσε από δυο Φαντάσματα που την κυνήγησαν. Δε μπορώ να καταλάβω ποιος θέλει να τη σκοτώσει» λέει ο Ρικ, ταλαιπωρημένος.
«Αν ξέραμε, δε θα κάναμε αυτά που κάναμε» μουρμουρίζει ο Τομ. «Ποιοι τι κάναμε; Γιατί πράγμα μιλάς;» τον ρωτάει ο Ρικ. «Εννοώ τα όσα περάσαμε με το όλο θέμα» λέει ο Τομ και ύστερα, χτυπάει η πόρτα. Είναι ο ντετέκτιβ Λαρς.
«Καλώστον αστυνόμο Σαΐνι» μουρμουρίζει απ’ τα δόντια του ο Ρικ. «Τι γίνεται, ντετέκτιβ;» ρωτάει ο Τομ «βρήκατε καμία άκρη στην υπόθεση;». Ο Λαρς μπαίνει μέσα και κάθεται στον καναπέ. «Κατάφερα να συλλέξω στοιχεία απ’ τις κάμερες ασφαλείας της πόλης τη νύχτα που η Μέριλιν εξαφανίστηκε» λέει ο Λαρς κι ο Ρικ περιμένει ν’ ακούσει, έκπληκτος. Τότε του δίνει ένα φάκελο, βγάζει κάτι φωτογραφίες ασπρόμαυρες από μέσα και βλέπει την Μέριλιν να φοράει μαντίλα και να παίρνει λεφτά απ’ τον Μάρτιν, ο οποίος επίσης φοράει κουκούλα.
«Αυτός ο άθλιος! Ήμουν σίγουρος!» φωνάζει ο Ρικ οργισμένος και σηκώνεται αποφασισμένος. «Μισό λεπτό, Ρικ. Αυτό δεν αποδεικνύει τίποτα ακόμα. Μπορεί απλά να τη βοήθησε οικονομικά για να φύγει και να την απήγαγαν μετά. Η φωτογραφία τραβήχτηκε γύρω στις 11.30 το βράδυ, ενώ η απαγωγή υποτίθεται έγινε περίπου στις 12.00-12.30 όταν πήγαινε σ’ αυτό το ελικοδρόμιο για κάποιον λόγο. Αλλά σίγουρα η φωτογραφία συνδέει πλέον τον Μάρτιν με την υπόθεση» λέει ο Λαρς.
Ο Ρικ ξεφυσάει. «Για μένα απ’ την αρχή ήταν ο ένοχος! Το ‘πα, δεν το ‘πα;» λέει κι ο Τομ του λέει να ηρεμήσει λίγο. «Ναι, απλά δε μπορούσε η αστυνομία να τον αναμείξει χωρίς κανένα στοιχείο εις βάρος του, πέραν της απέραντης ζήλειας που ένιωθες γι’ αυτόν…» λέει ο Λαρς και ρουθούνιζει μαζί με τον Τομ.
«Χθες επιτέθηκαν στη Ζωή κι ο Μάρτιν την έσωσε, αν και τώρα αρχίζω και πιστεύω ότι ακόμα κι αυτό ήταν στημένο» λέει ο Ρικ, σκεπτικός, προτού πει αναλυτικά τι συνέβη στον ντετέκτιβ, βγάζοντας όμως το μέρος της ιστορίας όπου μαθαίνει ότι η θεία του η Μέρεντιθ βοήθησε τη μητέρα του να σκοτώσει τον Ντον. Αλλά του είπε για το μήνυμα που έλαβε και το σημείωσε.
Το απόγευμα, πήγε έξω απ’ το σπίτι της θείας Μέρεντιθ να παρακολουθήσει τον Μάρτιν που κλαδεύει και φυτεύει και κουρεύει το γκαζόν χωρίς την μπλούζα. Ο Ρικ τον κοιτάει με μίσος.
«Σιγά τον ωραίο. Εγώ είμαι καλύτερος!» ψιθυρίζει καθώς δαγκώνει με μανία το donut του. Το κινητό του Μάρτιν λαμβάνει ένα μήνυμα, το κοιτάει ανήσυχος. Ξαφνικά, τον τρομάζει η Μέρεντιθ που κρατάει ένα δίσκο με λεμονάδες. «Έι, όμορφο αγόρι! Έλα να ξεδιψάσεις!» του φωνάζει κι ο Μάρτιν πηγαίνει και πίνει, ενώ αυτή του πιάνει τους μυς και χαζογελάει.
Ο Ρικ κοιτάει αηδιασμένος. «Ίου, θεία, όχι κι εσύ! Τι έχουν πάθει πια μ’ αυτόν τον βρωμιάρη;» λέει. Απ’ ό,τι καταλαβαίνει, η Μέρεντιθ του προτείνει να κάτσει, αλλά αυτός αρνείται με κάποια δικαιολογία.
Στο δρόμο, ο Ρικ τον ακολουθεί με το ταξί. «Μη χάσετε το φορτηγάκι απ’ τα μάτια σας, σας παρακαλώ» λέει ο Ρικ, προσπαθώντας να καταλάβει απ’ τις γειτονιές πού ακριβώς πηγαίνει. Όταν συνειδητοποιεί ότι έχει φτάσει έξω απ’ το σπίτι του Τομ, δε μπορεί να το πιστέψει.
Χτυπάει την πόρτα ο Μάρτιν, ανοίγει ο Λαρς και πίσω του ο Τομ. Κοιτάει τριγύρω μην είναι κανείς και μετά μπαίνουν μέσα.
«Δε το πιστεύω! Τι θέλουν αυτοί οι τρεις μαζί;» ξεφυσάει ο Ρικ. «Δε ξέρω ποιον να εμπιστευτώ πλέον, κατάλαβες;» λέει στον ταξιτζή που τον κοιτάει καχύποπτα. «Δε θα σας καταλάβω ποτέ εσάς τους γκέι» λέει κι ο Ρικ βγαίνει απ’ το ταξί και πάει στο μισάνοιχτο παράθυρο του σπιτιού. Προσπαθεί να πάει όσο πιο κοντά γίνεται για ν’ ακούσει καλύτερα.
«Οπότε όλα πάνε σύμφωνα με το σχέδιο» λέει ο Μάρτιν. «Ναι, ήταν η σωστή στιγμή να δείξουμε τις φωτογραφίες νομίζω. Θα τον αποσπάσουν για λίγο καιρό» συμπληρώνει ο Λαρς, ενώ ο Τομ φαίνεται λυπημένος και μετανιωμένος. «Δε ξέρω, θέλω απλά να τελειώνουμε μ’ αυτό. Σιχαίνομαι να λέω ψέματα στον κολλητό μου» λέει ο Τομ. «Λοιπόν, ακούστε τι θα γίνει μετά…» λέει ο Λαρς, αλλά περνάει η Περνέλλ απ’ το σαλόνι έτοιμη να φύγει αλλά βλέπει το παράθυρο μισάνοιχτο και το κλείνει.
«Θα μπουν ποντίκια, πάτε καλά!» τους φωνάζει. Ο Ρικ πάει και κρύβεται πίσω απ’ τον κάδο και την βλέπει να φεύγει. Δε μπορεί να ακούσει πλέον απ’ το παράθυρο.
«Πρέπει να μιλήσω με τη Ζωή» σκέφτεται.
Καταφτάνει λαχανιασμένος στο σπίτι της, κι ανοίγει ο πατέρας της, ο Μπράντλεϋ, ο οποίος φαίνεται νευρικός.
«Καλησπέρα, είναι εδώ η Ζωή, πρέπει να της μιλήσω» του λέει και μπαίνει μέσα έντρομος κι ο Μπράντλεϊ φαίνεται ενοχλημένος και κρατάει την πόρτα ανοιχτή. «Όχι, η Ζωή λείπει. Μπορείς να φύγεις;» τον ρωτάει κι ο Ρικ τον κοιτάει, υποψιασμένος, καθώς βλέπει τον ιδρώτα στο μέτωπό του, και τα μάτια του να τρεμοπαίζουν. «Είστε καλά;» ρωτάει ο Ρικ, «Συνέβη κάτι; Είναι καλά η Ζωή;»
Ο Μπράντλεϋ σκουπίζει το μέτωπό του και ξεροκαταπίνει. «Θα είναι καλά αν μείνεις μακριά της, Ρικ. Έχασα ήδη μια κόρη, δε θ’ αντέξω να χάσω κι άλλη!» του λέει αυστηρά, με τρεμάμενη φωνή. Ο Ρικ μένει σιωπηλός και καταλαβαίνει τον φόβο που νιώθει κι έτσι χωρίς να πει τίποτα παραπάνω φεύγει. Η πόρτα κλείνει δυνατά πίσω του και κλειδώνει.
Ο Ρικ κάθεται στο σπίτι και γράφει τη τελική εργασία του για το πανεπιστήμιο. Το γραφείο του είναι γεμάτο βιβλία, σημειώσεις, Προσπαθεί να συγκεντρωθεί αλλά κοιτάει συνεχώς το κινητό. Ύστερα διαβάζει το άρθρο 8 στο Συνταγματικό Δίκαιο των Ηνωμένων Πολιτειών, που απαγορεύει την «φρικτή και ασυνήθιστη τιμωρία». Ύστερα διαβάζει ένα κομμάτι από έναν παρατηρητή:
«…Οι αυστηρές τιμωρίες, τα εργαλεία του δεσποτισμού, ίσως να παρέχουν ένα ξαφνικό έλεγχο στα προσωρινά κακά, αλλά έχουν τη τάση να επεκτείνονται σε κάθε τάξη εγκλήματος, και η συχνότητα με την οποία επιβάλλονται σκληραίνει το αίσθημα των ανθρώπων γενικότερα».
Είναι περασμένες μία, και παίρνει ένα μήνυμα. Η καρδιά του σταματάει. Κοιτάει αργά αργά, και ανακουφίζεται όταν βλέπει ότι είναι από τη Ζωή. Ίσως χαίρεται λίγο κιόλας. «Συνάντησε με στο πάρκο σε 15 λεπτά. Φόρα παλτό. Φιλιά»
Όταν φτάνει, κοιτάει τριγύρω στο σκοτεινό πάρκο με τον κήπο με τα τριαντάφυλλα. Τη βλέπει να κάθεται στο παγκάκι και πάει δίπλα της. «Κάνει λίγο κρύ…» πάει να πει ο Ρικ αλλά η Ζωή τον φιλάει κι αυτός βάζει τα χέρια του στον λεπτό λαιμό της και χαϊδεύει τα μαλλιά της προς τα πίσω. «…ο» συμπληρώνει ο Ρικ, αναμμένος. «Ρικ, δε φαντάζεσαι πόσο ανησύχησα εκείνο το βράδυ στο Τσίρκο» λέει η Ζωή κι αφού του λέει τι έγινε, ότι δηλαδή την έσωσε ο Μάρτιν από δυο Φαντάσματα, αυτός της λέει τι ανακάλυψε, ότι δηλαδή η μητέρα του σκότωσε τον Ντον για να τον βγάλει απ’ το δίλημμα, κι ότι ο Λαρς με τον Μάρτιν και τον Τομ συνεργάζονται.
«Τόσο καιρό νόμιζα ότι όλα αυτά ήταν απλά ενά παρανοϊκό σχέδιο της αδερφής μου για να με τιμωρήσει, αλλά τώρα αρχίζω και συνειδητοποιώ ότι είναι μεγαλύτερο απ’ αυτό, Ρικ. Κάποιος θέλει να με βγάλει απ’ τη μέση για κάποιον λόγο…» του λέει τρεμάμενη απ’ το κρύο και τον φόβο κι αυτός την αγκαλιάζει και της τρίβει την πλάτη. «Δεν πρόκειται να σε χάσω, Ζωή. Έχασα ήδη δυο άτομα που αγάπησα, από δω και πέρα δε θ’ αφήσω κανέναν να πειράξει αυτούς που νοιάζομαι. Ακόμα κι αν πρέπει να σκοτώσω τον κολλητό μου» της λέει, αποφασισμένος αλλά με τον ίδιο φόβο στα μάτια του.
«Είμαστε ομάδα, εντάξει;» της λέει, «δεν πρέπει να έχουμε μυστικά μεταξύ μας αν θέλουμε να βγάλουμε άκρη» συμπληρώνει κι αυτή κοιτάει στο έδαφος.
Το υπόλοιπο της νύχτας, περπατήσανε στην πόλη χέρι-χέρι, χωρίς πλέον να φοβούνται τι θα πει ο κόσμος. Δε μπορούσαν να σταματήσουν να κοιτιούνται. Μιλούσανε για τη ζωή και το θάνατο, τον έρωτα και την αμαρτία, λίγο για το έγκλημα και την τιμωρία –επηρεασμένος ο Ρικ απ’ την εργασία του-, και τελικά, καταλήξανε στο σπίτι του Ρικ, όπου κάνανε παθιασμένο έρωτα στο κρεβάτι του μέχρι το πρωί.
Την ίδια ώρα, κάνει έρωτα η θεία του Ρικ, Μέρεντιθ, με τον Μάρτιν στο δωμάτιό της. Αυτή κάθεται και χαζεύει το σώμα του κι αυτός της χαμογελάει. «Είσαι απίστευτα σέξι, το ξέρεις;» του λέει. «Εσύ είσαι πιο σέξι» της λέει και τη φιλάει. Η Μέρεντιθ ξαφνικά κατσουφιάζει και σηκώνεται απ’ το κρεβάτι. «Τι συμβαίνει;» τη ρωτάει ο Μάρτιν. «Νιώθω ένοχη που σε βάζω να κατασκοπεύεις για μένα. Είναι πολύ επικίνδυνο, Μάρτιν» του λέει. «Δε με νοιάζει, Μέρεντιθ. Πάντα ήμουν αυτό που ήμουν για χάρη των χρημάτων ή ασφάλειας, αλλά τώρα…τώρα προτιμώ να τα κάνω όλα για τον έρωτα» της λέει. «Πόσο νέος και γλυκός είσαι, μακάρι να σκεφτόμουν κι εγώ έτσι στην ηλικία σου…έρωτας…» ξεφυσάει και κοιτάει την φωτογραφία του Ματτ, του νεκρού συζύγου της, μελαγχολικά και συνάμα νευρικά.
«Μάρτιν, θα φύγω για λίγο καιρό από την χώρα. Αύριο βράδυ, σκέφτομαι. Όπως κι εσύ είπες, είμαι ο επόμενος στόχος…» του λέει κι αυτός την αγκαλιάζει. «Όχι, θα σε προστατεύσω, Μέρεντιθ. Δε θα αφήσω κανέναν να σε πειράξει» της λέει. Αυτή χαμογελάει και τον φιλάει. «Τι είναι αυτή η χιονόμπαλα, κάτι μου θυμίζει» ρωτάει ο Μάρτιν καθώς κοιτάει τη γυάλινη μπάλα με το κάστρο μέσα, πάνω στο παλιό ξύλινο μπουντουάρ. «Μου την έστειλαν δώρο πριν κανένα μήνα. Βασικά, την είχα κάνει εγώ δώρο σε κάποιον πολύ παλιά και μάλλον δεν τη ήθελε πια κι έτσι…» απαντάει, νευρική.

Καθώς ο Μάρτιν πάει στο μπάνιο, η Μέρεντιθ ακούει ένα θόρυβο απ’ το παράθυρο, και πάει σιγά σιγά να κοιτάξει στον κήπο, κρατώντας τη χιονόμπαλα. Βλέπει μια σκιά να την παρακολουθεί πίσω απ’ τα δέντρα κι αυτή κλείνει τις κουρτίνες. Τότε αμέσως ξεβιδώνει τον πάτο της χιονόμπαλας και βγάζει ένα κλειδί. 

ΣταύροςkS