Μέσα
στα βάθη του καταχείμωνου, ένα πέτρινο σπίτι μέσα στο πυκνό χιονισμένο δάσος
βγάζει τους παχύς γκρι καπνούς του, καθώς το μεγάλο πέτρινο
τζάκι τo ζεσταίνει και το προστατεύει από το εξωτερικό
κρύο. Μια γυναίκα μεγάλης ηλικίας περπατά με βαριά και προσεκτικά βήματα κοντά
στο τζάκι, κρατώντας ένα δίσκο με γευστικά μπισκότα στο ένα χέρι και μια
γυάλινη κανάτα με φρέσκο γάλα στο άλλο. Φτάνοντας κοντά του, αφήνει το βαρύ
φορτίο της πάνω στο τραπεζάκι και κοιτάει γύρω της. Η συντροφιά της δεν είναι
εκεί. Κάπου πάλι θα έχουν κρυφτεί και θα καταστρώνουν τα σχέδια τους. Και με
αυτήν την σκέψη χαμογελά ευδιάθετα.
Φωνάζοντας
τους νεαρούς κατεργάρηδες να έρθουν κοντά της, βολεύεται στη μεγάλη μαλακή
πολυθρόνα της, πιάνοντας τα σύνεργά της για να αρχίσει να πλέκει. Από τότε που
τα είχαν αναλάβει σχεδόν όλα, αυτό ήταν η μοναδική της ασχολία που την κρατούσε
απασχολημένη και ξέγνοιαστη.
«Γιαγιά,
βαριέμαι!», ακούει την γκρινιάρικη φωνή της δεκαεξάχρονης εγγονής της, την
οποία ακολουθεί ο νεαρός που της έκανε παρέα όλη αυτή την ώρα. «Και εγώ,
γιαγιά-Αντιγόνη!» ,αναφωνεί ο νεαρός, παίρνοντας ένα μπισκότο και βουτώντας το
στη κανάτα με γάλα, αδιαφορώντας για το βαριεστημένο βλέμμα που του ρίχνει η
μελαχρινή φίλη του.
Εκείνη, χωρίς να σταματά να πλέκει, τους κοιτά
πάνω απ'τα μαύρα γυαλιά της, καθώς ο νεαρός 16χρονος έφηβος βουτά άλλο ένα
μπισκότο και το δίνει στην νεαρή φίλη του, η οποία τον ευχαριστεί και το τρώει.
Η νεολαία σήμερα έχει παραγίνει βαρετή κατά την γνώμη της.
«Γιατί δεν παίζετε
κάτι;», τους προτείνει, καθώς υγραίνει μια λεπτή κόκκινη κλωστή με τα γερασμένα
ροζ χείλη της και την περνά μέσα απ'την ασημένια μικροσκοπική βελόνα της.
Τα
παιδιά στρέφουν το βλέμμα τους προς αυτήν. «Προσπαθήσαμε να βρούμε κάτι, αλλά
δε βρήκαμε τίποτα!», λέει ο νεαρός με παράπονο, έχοντας λερώσει τις γωνίες του
στόματός του με το λευκό ζεστό υγρό. Η μελαχρινή εγγόνα της μένει για λίγο
σιωπηλή, μέχρι που τα μαύρα μάτια της λάμπουν από ενθουσιασμό. «Γιατί δε μας
λες μια ιστορία;!», αναφωνεί ξαφνικά η νεαρή κοπέλα και η γιαγιά της στρέφει το
γκριζοπράσινο βλέμμα της σε εκείνη. «Ναι!», συμφωνεί ο φίλος της και εκείνη
αναστενάζει, αφήνοντας στην άκρη τα είδη πλεξίματός της.
Ήταν
σίγουρη έτσι και αλλιώς ότι θα προλάβαινε μόνο να βάλει την κλωστή στη μικρή
ασημένια βελόνα.
Βολεύοντας
τον εαυτό της στη μεγάλη άνετη πολυθρόνα, κοιτά τα νεαρά παιδιά που την κοιτούν
γεμάτα περιέργεια για τα επόμενα λόγια της. «Εντάξει, παιδιά μου, θα σας πω μια
ιστορία. Τι λέτε για τότε που βρήκα τον Φοίβο;», τους προτείνει και εκείνοι
αμέσως αρνιούνται.
«Όχι,
γιαγιά-Αντιγόνη! Μάς έχεις πει πολλές φορές για την μέρα που με βρήκες στο
δάσος! Πες μας μια άλλη!», λέει ο νεαρός και εκείνη χαμογελά αχνά, καθώς η
εγγόνα της συμφωνεί μαζί του.
Ήταν
μια ευλογημένη μέρα εκείνη για αυτήν. Ο Φοίβος, μωρό τότε, ήταν σίγουρη ότι αν
δε τον είχε βρει θα πέθαινε γρήγορα από το κρύο. Ποτέ οι γονείς του στα δεκαέξι
χρόνια της ζωής του, δεν ήρθαν να τον ψάξουν. Μόνη της τον μεγάλωσε, έχοντάς
τον μαζί με την ορφανή εγγονή της, της οποίας οι γονείς είχαν πεθάνει όταν ήταν
πέντε ετών παιδί. Μπορεί να μη θυμάται τίποτα για εκείνους, όμως όταν καμιά
φορά βλέπει σε ξεχασμένες παλιές φωτογραφίες τη μητέρα και τον πατέρα της, ένα
πέπλο μελαγχολίας σκεπάζει το μαύρο βλέμμα της. Και πάντα ο Φοίβος είναι εκεί
για να της φτιάξει τη διάθεση.
Στην
αρχή δε συμπαθούσαν ο ένας τον άλλον. Ακόμα θυμάται τα παράπονά τους. Μπορούσε
όμως πλέον να αναγνωρίσει την ασφάλεια που ένιωθε εκείνη μαζί του και την
ανάγκη εκείνου να την προστατέψει. Την έβλεπε και πάντα θα την βλέπει σαν κάτι
που πρέπει να προστατέψει. Ακόμα και αν αυτή έκανε παράπονα για το ότι μπορεί
μόνη της. Μπορεί καθημερινά να τσακώνονταν, όμως πάντα στο τέλος της ημέρας,
εκείνος την κουβαλούσε στο δωμάτιό της κοιμισμένη.
«Εντάξει,
τότε διαλέξτε τι θέλετε να σας διηγηθώ.», τους λέει εκείνη, βάζοντας στο πίσω
μέρος του μυαλού της τις αναμνήσεις των δυο τους και εκείνοι αμέσως σκέφτονται
ενθουσιασμένοι με την ιδέα..
«Να
είναι ρομαντική!», αναφωνεί η νεαρή κοπέλα.
«Να
έχει δράση!», συμπληρώνει ο γαλανομάτης φίλος της.
«Και
να είναι σε παλιές εποχές!», λένε ταυτόχρονα, ενθουσιασμένοι με τις επιλογές
τους και η ηλικιωμένη Αντιγόνη γελά σιγανά με το πάθος που έχει ανάψει στα
μάτια τους από τον ενθουσιασμό. Τόσο διαφορετικά χρώματα και όμως καίνε με το
ίδιο συναίσθημα.
Σκεπτόμενη
λίγο και ανατρέχοντας με το πίσω μέρος του μυαλού της στις παλιές ιστορίες που
της έλεγαν οι γιαγιάδες της, κοιτά ξανά τα νεαρά παιδιά. «Λοιπόν, βρήκα. Αγγέλα,
φέρε δυο μαξιλάρες για εσάς.», λέει στην εγγόνα της και εκείνη αμέσως σηκώνεται
και παίρνει δυο μεγάλες κόκκινες μαξιλάρες. Τις ακουμπάει στο τεράστιο κόκκινο
με χρυσές λεπτομέρειες χαλί και κάθονται πάνω μαζί με τον φίλο της.
«Λοιπόν,
θα σας διηγηθώ για μια νεαρή αρχόντισσα και έναν πανέμορφο ιππότη που τόλμησαν
να ερωτευτούν.», τους λέει και καθαρίζοντας τον λαιμό της, αρχίζει τον παλιό
μύθο που ταξίδευε από στόμα σε στόμα για εκείνη την κοπέλα και τον έρωτά της...
***
Το
γοργό περπάτημά της σε συγχρονισμό με τα τακούνια που χτυπούσαν ρυθμικά το κρύο
πάτωμα, έφτιαχναν ήχο σε κάθε της βήμα. Όμως εκείνη δεν την ένοιαζε. Ο
προορισμός της ήταν το μόνο θέμα που την απασχολούσε. Αυτό και τα λόγια που
σκοπεύουν να ειπωθούν. Μόλις έφτασε, αδιαφορώντας ότι δεν ήταν η κατάλληλη ώρα,
άνοιξε τις μεγάλες βαριές ξύλινες πόρτες και μπήκε μέσα στη κεντρική μεγάλη
αίθουσα, διακόπτοντας το συμβούλιο.
«Καλησπέρα,
Άρχοντές μου. Θα ήθελα να μιλήσω με τον κηδεμόνα μου, αν δε σας πειράζει.»
Τα
λόγια της βγήκαν γρήγορα, χωρίς να την νοιάζει ότι μόλις διέκοψε ένα από τα
σημαντικότερα συμβούλια στο κάστρο. Όλα τα βλέμματα ήταν στραμμένα πάνω της.
Βλέμματα σε όλες τις αποχρώσεις, από καστανό μέχρι γκρι. Όμως μόνο ένας είχε τα
πράσινα. Και ήταν ο μόνος που την ενδιέφερε.
«Ιδιαιτέρως.»
,συμπλήρωσε, βλέποντας ότι κανένας δεν έκανε κίνηση να φύγει. Μαζεύοντας τα
πράγματά τους, άδειασαν την αίθουσα ένας-ένας, αφήνοντάς την μόνη με τον σοβαρό
άντρα μπροστά της.
Τον
παρατηρούσε, σιωπηλή για λίγο. Δεν ήταν ο άντρας που την ανέθρεψε σα δικό του
παιδί, αυτό ήταν σίγουρο. Όταν οι γονείς της πέθαναν και ο μόνος κοντινός
συγγενής ήταν αυτός, νόμιζε ότι στο πρόσωπό του είχε βρει τον πατέρα που ήθελε.
Τον προστάτη. Μικρή και άβγαλτη τότε, πίστευε σε παραμύθια για καλούς ήρωες που
σώζουν πάντα εκείνες που νοιάζονται. Όμως τώρα, το χαρτί στο δεξιό μανίκι της
αποδείκνυε άλλα από αυτά που πίστευε μέχρι τώρα. Τώρα, ο ενήλικος άντρας με τα
πράσινα μάτια και τους γκριζαρισμένους κροτάφους, δεν ήταν αυτός που έδειχνε
τόσο καιρό.
Βάζοντας
τα χαρτιά στην άκρη, πήρε το ποτήρι με το κόκκινο γευστικό υγρό και κάθισε στη
μεγάλη βολική ξύλινη καρέκλα του. «Λοιπόν, νεαρή Ρωξάνδρα. Ελπίζω να έχεις
σημαντικό λόγο που διέκοψες ένα από τα πιο σημαντικά συμβούλια που είχαμε,
μικρή μου.» ,της είπε με έναν αυστηρό τόνο, λες και μιλά στο πεντάχρονο μικρό
κοριτσάκι που ήταν όταν πάτησε το πόδι της για πρώτη φορά εδώ, ακόμα μικρή και
ντροπαλή, χωμένη στην αγκαλιά της μητέρας της.
Βγάζοντας
το άσπρο χαρτί που ήταν γεμάτο μελάνι από το εξίσου άσπρο μανίκι της, το έριξε
μπροστά του, πάνω στο μακρύ τραπέζι. Κοιτώντας τον με τα κατάμαυρα μάτια της να
λάμπουν από θυμό, μίλησε με μια φωνή που προσπαθούσε να κρατήσει στον τόνο που
άρμοζε η τάξη της.
«Απαιτώ
να μάθω τι είναι αυτό.», είπε και εκείνος, αναστενάζοντας, πήρε το χαρτί και
άρχισε να διαβάζει.
Τελειώνοντας,
παρέμεινε τόσο ανέκφραστος όσο στην αρχή που την είδε να μπαίνει, διακόπτοντάς
τον από τις δουλειές του, κάτι που την εξόργιζε. Άφησε με αργές και αδιάφορες
κινήσεις το κομμάτι χαρτιού στο τραπέζι μπροστά δίπλα απ'τα άλλα, πήρε το
ποτήρι του και ήπιε μια γουλιά από το κατακόκκινο κρασί. Απομακρύνοντάς το από
τα κόκκινα και μουσκεμένα χείλη του, την κοίταξε, με τα πράσινα μάτια του να καρφώνουν
τα δικά της.
«Πρώτον,
κάθισε να μιλήσουμε.», άρχισε εκείνος, αλλά ο θυμός της την κατέκλεισε,
ελέγχοντάς την.
«Μην
μου λες να καθίσω! Κανόνισες για μένα έναν γάμο τον οποίο ούτε καν γνώριζα!», τον
κατηγόρησε και εκείνος αναστέναξε, πιάνοντας κουρασμένα το μέτωπό του.
«Ρωξάνδρα,
ηρέμησε! Το έκανα για το καλό σου!», της είπε και εκείνη κάγχασε ειρωνικά στο
σχόλιό του.
«Αλήθεια;
Εγώ νόμιζα ότι κοιτάς μόνο το όφελός σου!», του φώναξε εξαγριωμένη και εκείνος
την αγριοκοίταξε. Ήξερε ότι τούτο μπορεί να μην αλήθευε. Όμως ήξερε κιόλας ότι
ο ενήλικος άντρας που καθόταν μπροστά της, κοιτώντας την με το σκληρό και ψυχρό
πράσινο βλέμμα του, ήταν ο πιο φιλόδοξος άντρας που γνώριζε.
«Ξέρεις
πολύ καλά ότι δε κοιτώ μόνο το όφελός μου.», της είπε με τη φωνή του να ήταν
επικίνδυνα ήσυχη και εκείνη ασυναίσθητα ένιωσε να ανατριχιάζει όλο της το
κορμί.
«Και
τι κοιτούσες;», τον ρώτησε με έναν τόνο που άγγιζε ίσα-ίσα το παράπονο και
εκείνος μπορούσε να διακρίνει ένα είδος απόγνωσης στα κατάμαυρα μάτια της. Ένα
είδος απόγνωσης που του έλεγε ξεκάθαρα ότι ήθελε να τον πιστέψει. Ήθελε να
νιώσει πάλι ασφαλής... Σηκώθηκε και στάθηκε μπροστά της, αγγίζοντας πατρικά
τους ώμους της πάνω απ'το άσπρο μεταξένιο φόρεμα.
«Κοιτούσα
το καλό σου. Και το καλό του λαού. Είναι μια πολύ καλή ευκαιρία για εσένα. Ο
βασιλιάς δεν είναι μεγάλος, πίστεψέ με. Τριανταπεντάρης και με το ζόρι. Ξέρω τι
κάνω.», της είπε, κοιτώντας την, χαμογελώντας αλλά εκείνη παρέμεινε ανήσυχη.
«Δε
θέλω να παντρευτώ. Όχι κάποιον που δεν αγαπώ.», απάντησε εκείνη πεισματικά και
εκείνος γύρισε νευριασμένος με το πείσμα της, σταματώντας τη γουλιά που είχε
ξεκινήσει να πείνει.
«Η
απόφαση έχει παρθεί.», είπε εκείνος σοβαρά και άφησε κάτω ξανά το χρυσό ποτήρι.
«Μα-»
«Μίλησα!»,
φώναξε εξαγριωμένος και εκείνη τον κοίταξε σοκαρισμένη και τρομαγμένη
ταυτόχρονα. Πρώτη φορά. Ήταν η πρώτη φορά που τον κοιτούσε με τρόμο. Και δε το
ήθελε. Όμως δε γινόταν αλλιώς. Πιέζοντας τα χείλη της σε μια ευθεία γραμμή, τον
κοίταξε με απέχθεια.
«Να
ξέρεις, αυτό δε θα έχει καθόλου καλό τέλος.», έφτυσε και του γύρισε την πλάτη,
κατευθυνόμενη στη τεράστια πόρτα. Το τελευταίο πράγμα που ακούστηκε, ήταν ο
ήχος του κυπέλλου να πέφτει με δύναμη στο πάτωμα και το κρασί που ξεχύθηκε πάνω
του.
***
«Αυτό
είναι εξοργιστικό!», διακόπτει η νεαρή Αγγέλα την γιαγιά της, εξοργισμένη και
εκείνη και ο Φοίβος στρέφουν το βλέμμα τους σε αυτήν, απορημένοι με το ξέσπασμά
της.
«Γιατί
δε την άφησε να παντρευτεί κάποιον που εκείνη θέλει; Δεν την νοιάζεται καθόλου!»,
εκφράζει με πάθος τις σκέψεις της και η γιαγιά χαμογελά στην εγγονή της.
«Μην
βιάζεσαι, νεαρή μου!», της λέει η γιαγιά της και ξαναβολεύεται στην άνετη
πολυθρόνα, καθαρίζοντας τον λαιμό της.
«Πού
είχα μείνει; Αααα ναι!»
***
Η νεαρή κοπέλα ετοίμαζε τα υπάρχοντά της
μόνη της, θέλοντας να αποχαιρετήσει το δωμάτιό της με τον δικό της ξεχωριστό
τρόπο. Δεν ήθελε να φύγει. Την φόβιζε όλο αυτό. Ναι μεν, ήξερε ότι κάποια
στιγμή θα έφευγε και θα άφηνε τους πάντες και τα πάντα εκεί, αλλά δεν πίστευε
ότι θα ήταν τόσο σύντομα και με τέτοιο τρόπο. Θα της έλειπαν όλα. Οι υπηρέτριες
της, με τις οποίες είχε συνάψει μια πολύ καλή σχέση. Οι πολίτες του κάστρου. Οι
ιππότες που την υπηρετούσαν πιστά. Ακόμα και η στρίγκλα δασκάλα της που την
είχε πιέσει να μάθει να ράβει. Όλα αυτά θα της έλειπαν. Τουλάχιστον, είναι
ευτυχισμένη για το ότι θα πάρει την φοράδα της μαζί της. Την αγαπημένη της
φοράδα, τη Κλειώ. Την είχε βγάλει έτσι, προς τη μνήμη της νεκρής μητέρας της.
Κανείς δεν είχε φέρει αντίρρηση, αν και όλοι την κοιτούσαν αποδοκιμαστικά για
αυτή της την απόφαση.
Οι ώρες περνούσαν και ο χρόνος της όλο
και τελείωνε στο κάστρο. Οι ιππότες ήταν έξω και περίμεναν να αρχίζουν προς το
κάστρο του Βασιλιά. Η πόρτα του δωματίου της χτύπησε και μέσα μπήκε ο κηδεμόνας
της. Εκείνη κράτησε το βλέμμα της έξω από το παράθυρο, κοιτώντας την θάλασσα να
απλώνεται στον ορίζοντα. Την θάλασσα που τόσο λάτρευε... Άραγε θα έχει θάλασσα
εκεί;, αναρωτιέται στιγμιαίος. Δεν είχε ξαναπάει ποτέ. Την μοναδική φορά που
είδε τον Βασιλιά ήταν όταν εκείνος είχε έρθει πριν κάτι μήνες στο κάστρο, σαν
φιλοξενούμενος και επισκέπτης. Τότε, δεν είχε ιδέα τι θα συνέβαινε τους
επόμενους μήνες. Ήταν συμπαθητικός, μπορούσε να πει. Όμως όχι για εκείνη.
«Ήρθε η ώρα να φύγουμε.», τον άκουσε να
λέει και ένας αναστεναγμός ξέφυγε από τα βάθη της ψυχής της. Προσπαθώντας να
κρατήσει ένα κρύο χαρακτήρα, γύρισε και κατευθύνθηκε προς την αυλή. Ανέβηκε στο
άλογό της μόνη της και περίμενε να ξεκινήσουν. Καθώς έφευγαν από το κάστρο,
έριξε μια τελευταία κλεφτή ματιά στο παλιό της σπίτι, ανήμπορη να κρατήσει την
παγερή μάσκα που ήθελε.
Despoina Andreoy