Κυνηγώντας το Στέμμα (Κεφάλαιο 2) - "Στεφάν"

Σουζντάλ, 1015

Ο Στεφάν είχε καταλάβει εδώ και ώρα πως δεν επρόκειτο να κοιμηθεί εκείνη τη νύχτα. Το κεφάλι του πήγαινε να σπάσει. Σμήνη σκέψεων των κατέτρεχαν και δεν τον άφηναν σε ησυχία. Είχε αφήσει το κρεβάτι του και καθόταν στο περβάζι του παραθύρου του κοιτώντας τον έναστρο ουρανό, προσπαθώντας να βάλει σε μια τάξη τις σκέψεις του.

Η είδηση που τον είχε αναστατώσει τόσο ήταν πολύ ξεκάθαρη: ο Μεγάλος Πρίγκιπας του Κιέβου αποφάσισε σε μια κρίση ευσπλαχνίας την απελευθέρωση του Σβιατοπόλκ του Τιρόφ.
Ο Στεφάν το είχε μάθει το πρωί, στη δουλειά -εκείνη την στιγμή εργαζόταν ως χτίστης για την κατασκευή μιας εκκλησίας, έκανε διάφορες δουλειές του ποδαριού- και από εκείνη την στιγμή δεν είχε βρει ησυχία. Αν ζούσε ο πατέρας του, ήξερε ακριβώς τι θα έκανε, εκείνος όμως δεν έβρισκε το κουράγιο να πάρει την ίδια απόφαση κι ας ήξερε ότι ήταν η πιο σωστή για την οικογένειά του.
Κάτι τον εμπόδιζε. Και καθώς έριχνε μια φευγαλέα ματιά στο ολόγιομο φεγγάρι, άκουσε την φωνή της, κρυστάλλινη και καθαρή σαν να στεκόταν πλάι του.
«Και τι δε θα ‘δινα να ξαναδώ τον ουρανό, τ’ άστρα, τη σελήνη».
Ο Στεφάν έτριξε τα δόντια του στη θύμησή της. Τέσσερα χρόνια είχαν περάσει κι εκείνος ακόμα να τη βγάλει από το μυαλό του. Τον είχε στοιχειώσει.
Του ήρθε να γελάσει ειρωνικά, σαν σκέφτηκε τι θα έλεγε εκείνη για τα μαντάτα. Θα σήκωνε θύελλα, ανεμοστρόβιλο, θα κινούσε γη και ουρανό για να το εμποδίσει -αν ζούσε.
Ωραία λοιπόν, ήξερε πολύ καλά πώς θα έπρατταν τα φαντάσματά του. Αυτό όμως, δεν έλυνε το πρόβλημα του. Εκείνος τι έπρεπε να κάνει; Απηυδισμένος, χτύπησε το χέρι του με δύναμη στο περβάζι.
«Δεν κοιμάσαι;»
Είχε καταφέρει να ξυπνήσει την αδερφή του. Τα οικονομικά τους δεν τους επέτρεπαν μεγάλο και πολυτελές σπίτι, οπότε εκείνος ήταν αναγκασμένος να μοιράζεται το δωμάτιο με τα μικρά του αδέρφια ενώ η μητέρα του κοιμόταν στην κουζίνα.
Η Σόνια ήρθε και στάθηκε δίπλα του. Ήταν ένα αρκετά συνηθισμένο κορίτσι. Είχε πυκνά σκούρα καστανά μαλλιά, σταρένιο δέρμα και γκρίζα μάτια. Ήταν όμως υπερβολικά αδύνατη, με αποτέλεσμα τα κόκαλα να πετάγονται στο πρόσωπο και στους ώμους της. Τώρα  κοίταζε εξεταστικά τον αδερφό της. Ήταν πολύ ώριμη για τα δέκα χρόνια της. Πάντοτε λιγομίλητη και συνεσταλμένη και πολύ οξυδερκής. Είχε αντιληφθεί από την πρώτη στιγμή που γύρισε ο αδερφός της στο σπίτι ότι κάτι τον βασάνιζε. Κι αν δεν είχε πει τίποτα ως τώρα ήταν επειδή δεν ήθελε να τον πιέσει να μιλήσει για κάτι που δεν ήθελε. Αποφάσισε όμως, να το κάνει.
«Τι σκέφτεσαι;»
«Διάφορα», της είπε αόριστα.
«Έχει να κάνει με τον μπαμπά;», μάντεψε.
Το πρόσωπο του αδερφού της σκοτείνιασε ακόμα περισσότερο. «Όχι ακριβώς, αλλά δεν είναι τελείως άσχετο».
«Αν ανησυχείς για μένα και τη μαμά μην το κάνεις. Την αντέχουμε τη δουλειά».
Αυτό δε χρειαζόταν να του το θυμίσει η Σόνια. Ο Στεφάν ήξερε πολύ καλά πόσο σκληρά δούλευε η μητέρα του. Ήταν πλύστρα και ράφτρα και υπηρέτρια στα σπίτια των καλών οικογενειών. Δεν υπήρχε ευκαιρία για δουλειά που να είχε αρνηθεί, δεν υπήρχε ταπείνωση που να μην είχε υποστεί για να έχουν ένα πιάτο φαγητό. Το χειρότερο ήταν πως ακόμα και η Σόνια ήταν αναγκασμένη να βοηθά τη μητέρα της σε ό,τι κι αν έκανε. Τα χέρια της μικρής ήταν πληγιασμένα από της βελόνες, είχαν γίνει τραχιά από το πλύσιμο των ρούχων. Και όμως, υπήρχε κάποια εποχή μου η μητέρα του Στεφάν ήταν ντυμένη με ακριβά υφάσματα κι ήταν κυρά και αφέντρα ενός μεγάλου κάστρου, και η Σόνια ήταν αρκετά μεγάλη, ώστε να το θυμάται αυτό.
«Ξέρω ότι δεν παραπονιέστε».
«Τότε τι συμβαίνει, Στίβα;», τον ρώτησε με παράπονο.
Συνέβαινε ότι ο Στεφάν δεν άντεχε άλλο την εξαθλίωση της οικογένειάς του. Δεν άντεχε να βλέπει τ’ αδέρφια του κοκαλιάρικα και με κουρελιασμένα ρούχα, ούτε τη μάνα του καμπουριασμένη από τις δουλειές. Τώρα που ο πατέρας και ο πρωτότοκος γιος της οικογένειάς είχαν πεθάνει μέσα στην ατίμωση, τώρα που ο θείος τους είχε γυρίσει την πλάτη και που οι συγγενείς της μητέρας του δεν τους είχαν δώσει παρά μια άθλια καλύβα, για να μένουν, ο Στεφάν Ραντοσλάβιτς ήταν υπεύθυνος για την οικογένειά του. Και δεν είχε καταφέρει κάτι σπουδαίο. Εδώ και τέσσερα χρόνια μόλις που έβγαζαν τα προς το ζην.
Η αναπάντεχη είδηση του έδινε ένα τρόπο να το αλλάξει αυτό. Είχε γνωρίσει τον Σβιατοπόλκ. Ήξερε πως ποτέ δε θα παραιτείτο από τον σκοπό στον οποίο είχε τάξει τον εαυτό του. Εκδίκηση θα έπαιρνε και ας τον έστελνε στον τάφο. Ίσως έπρεπε να στοιχηματίσει υπέρ εκείνου του πρίγκιπα και να ενώσει τη μοίρα του, τη μοίρα της οικογένειάς του, μαζί του. Ο πατέρας του αυτό θα έκανε.
Ήταν η τελευταία του επιθυμία, άλλωστε. Είχε ορκίσει τον γιο του λίγο πριν πεθάνει, πως αν παρίστατο ποτέ η ευκαιρία θα στεκόταν στο πλευρό του Σβιατοπόλκ Βλαντιμίροβιτς, όπως είχε κάνει και ο ίδιος. Ο Στεφάν, δεκαεπτά χρονών τότε, μέσα στην απελπισία για τον επικείμενο χαμό πατέρα και αδελφού πήρε τον όρκο. Και όρκος σε κάποιον που οδεύει στο θάνατο είναι πράγμα ιερό, δεν μπορούσε να τον παραβεί.
Τέλος τα διλήμματα. Την απόφασή του την είχε πάρει πριν από χρόνια. Το μόνο που έμενε ήταν να την ακολουθήσει ως το τέρμα.

Βούσγκοροντ, 1015
Έφτασαν στο Βούσγκοροντ την ώρα του λυκόφωτος.
Ο Στεφάν είχε μαζέψει τα λιγοστά πράγματα τους πράγματα, είχε φορτώσει την οικογένειά του σε ένα κάρο που το έσερναν δυο μουλάρια και είχε εγκαταλείψει για πάντα το Σουζντάλ, όπου τόσο λίγη κατανόηση είχαν βρει από τους συγγενείς τους. Έκαναν ένα μακρύ ταξίδι από τα ανατολικά σύνορα της χώρας προς το Βούσγκοροντ, την πόλη όπου είχε εγκατασταθεί ο πρίγκιπας Σβιατοπόλκ.
Μόλις πέρασαν τα τείχη της πόλης, ο Στεφάν φρόντισε να βρει κατάλυμα για την οικογένειά του και αφού βεβαιώθηκε πως είχαν τακτοποιηθεί στο φθηνότερο πανδοχείο, έφυγε, για το αρχοντικό του Σβιατοπόλκ και της συζύγου του.
Ρωτώντας τους περαστικούς, δεν άργησε να το βρει. Ήταν ένα τεράστιο ξύλινο σπίτι στο κέντρο της πόλης.  Ο Στεφάν θαύμασε για λίγο το επιβλητικό κτίσμα και αμέσως πλησίασε διστακτικά τους στρατιώτες που το φρουρούσαν. Με μεγάλη ευγένεια τους παρακάλεσε να ειδοποιήσουν τον Ηγεμόνα του Βούσγκοροντ ότι είχε έρθει να τον δει ο γιος του Ραντοσλάβ Ολέγκεβιτς. Εκείνοι παραξενεύτηκαν με το αίτημά του και αρνήθηκαν, λέγοντας του ότι ο αφέντης του δεν έδινε ελεημοσύνη στους επαίτες.
Τότε κι εκείνος αποφάσισε να στήσει καρτέρι έξω από το αρχοντικό. Όλη νύχτα περίμενε, αψηφώντας την  εξάντληση και την πείνα μέχρι που η τύχη του χαμογέλασε. Η μέρα που ξημέρωσε ήταν Κυριακή κι έτσι το αρχοντικό ζεύγος, όπως όλοι οι κάτοικοι της πόλης βγήκαν από την οικεία τους για να παρευρεθούν στη Θεία Λειτουργία. Αμέσως αναγνώρισε τον μελαχρινό πρίγκιπα, ντυμένο με επίσημη περιβολή και στο πλευρό του, την Πολωνή Πριγκίπισσα Μίρα με ένα έξοχο μενεξεδί φόρεμα. Φαίνονταν και οι δυο να ακτινοβολούν· είχαν αφήσει πίσω τους τις ημέρες που πέρασαν στα σκοτεινά κελιά της φυλακής και κοιτούσαν μόνο μπροστά, σ’ ένα μέλλον που διαγραφόταν γεμάτο θριάμβους. Ήταν η ευκαιρία του Στεφάν να τους πλησιάσει. Χωρίς να διστάσει, μπήκε μπροστά τους και τους έκοψε το δρόμο. Τα ξίφη των ντρουζίνικ τραβήχτηκαν μεμιάς και τον σημάδεψαν.
Υπερβολικά απεγνωσμένος για να φοβηθεί, υποκλίθηκε με ευλάβεια μπροστά στον πρίγκιπα και αμέσως είπε: «Υψηλότατε, είμαι ο Στεφάν Ραντοσλάβιτς, γιος του Ραντοσλάβ Ολέγκεβιτς και ήρθα, για να τεθώ στην υπηρεσία σας.
Το ανδρόγυνο ξαφνιάστηκε με τα λεγόμενά του, όμως δεν άργησαν να αναγνωρίσουν τον γιο του παλιού συμβούλου τους.
«Θέλεις πραγματικά να με ακολουθήσεις στο νέο κόσμο που θα χτίσω;», ρώτησε με ειλικρινή περιέργεια ο Σβιατοπόλκ.
«Ναι υψηλότατε. Θέλω να αφιερώσω την ζωή μου σε σας, να ορκιστώ αιώνια πίστη και υποταγή στο πρόσωπό σας. Θα δεχτείτε τον όρκο μου;»
Ο Σβιατοπόλκ ήξερε ότι ο ξεπεσμένος νέος δεν μπορούσε να του προσφέρει τίποτα από τα δυο του χέρια και την αφοσίωση της ψυχής του. Ήξερε επίσης ότι ένας αληθινά πιστός υπήκοος άξιζε το βάρος του σε χρυσάφι.
«Ναι, Στεφάν Ραντοσλάβιτς, θα τον δεχτώ».


Σοφία Γκρέκα