Κυνηγώντας το Στέμμα (Κεφάλαιο 3) - "Μιστισλάβ"

Τμουτάρακαν, Δεκέμβριος 1015

Το ταξίδι από την ηγεμονία του Τσερνίγκοφ στην ηγεμονία του Τμουτάρακαν, στο νοτιότερο ανατολικό άκρο της χώρας,  προσέφερε πολλές ευκαιρίες για να γνωριστούν ο Αλεξάντερ και η Ναντέζντα. Το κοινό συμπέρασμά τους ήταν ότι αντιπαθούσαν ο ένας τον άλλον και δεν επρόκειτο ποτέ να συνυπάρξουν ειρηνικά. Ο Αλεξάντερ έβρισκε τη Ναντέζντα ψηλομύτα και ακατάδεχτη, και η Ναντέζντα έβρισκε τον Αλεξάντερ ματαιόδοξο και ρηχό. Συνεπώς ένιωσαν μεγάλη ανακούφιση όταν το μακρύ ταξίδι έφτασε στο τέλος του και το πλοίο τους έδεσε στο λιμάνι του Τμουτάρακαν.
Η πρωτεύουσα της ομώνυμης ηγεμονίας, ήταν χτισμένη σε στρατηγική θέση ώστε να ελέγχει τον Κιμμέριο Βόσπορο, το πέρασμα δηλαδή από τη μαύρη θάλασσα στη θάλασσα του Αζόφ. Γι’ αυτό και ήταν ένα από το σημαντικότερα εμπορικά κέντρα του κράτους. Έτσι, ο Μιστισλάβ, ο Ηγεμόνας του Τμουτάρακαν ήταν από τους ισχυρότερους άντρες στη χώρα, ιδίως μετά τον βίαιο θάνατο τεσσάρων αδερφών του.
Αφού αποβιβάστηκαν, οι δυο συνταξιδιώτες φρόντισαν να βρουν άλογα για να πάνε κατευθείαν στο κάστρο, να παρουσιαστούν στον Πρίγκιπα. Ο Αλεξάντερ έτριξε τα δόντια του σαν την είδε να ιππεύει το άλογο με σιγουριά, σαν άντρας, αν και έπρεπε να το είχε συνηθίσει· δεν ήταν η πρώτη φορά που ίππευε άλογο στη διάρκεια του ταξιδιού τους. Γενικά, η Ναντέζντα έκανε πολλά πράγματα τα οποία δεν ενέκρινε και του φαίνονταν παράταιρα με την έμφυτη γυναικεία ευαισθησία της. Ορισμένες φορές της το έλεγε και τότε ερχόταν αντιμέτωπος με τον οξύθυμο χαρακτήρα και τις εύστοχες προσβολές της. Ή με την παγερή αδιαφορία της, ανάλογα με τη διάθεσή της. Έτσι, αυτή τη φορά δεν είπε τίποτα.
Όταν έφτασαν μπροστά στα πέτρινα τείχη του κάστρου, ο ήλιος έφτανε στη δύση του. Ήταν πανύψηλο, και χτισμένο σε μια από τις πιο εύφορες πεδιάδες της Ρωσίας. Παντού θα παρατηρούσε κανείς εκδηλώσεις προκλητικής πολυτέλειας. Τα καλύτερα υλικά χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή του, μα και για την επίπλωση και διακόσμηση του. Είχε επανδρωθεί με αμέτρητους υπηρέτες, σερβιτόρους, μάγειρες, καμαριέρες, οικονόμους, σταβλίτες, κηπουρούς, ιπποκόμους, ίσως το μόνο σωστό που έγινε αφού δόθηκε δουλειά σε πολλούς ανθρώπους˙ ειδάλλως εκείνοι και οι οικογένειές τους θα πεινούσαν.
Μόλις έγινε γνωστή η άφιξή τους, υπηρέτες τους οδήγησαν αμέσως στα ιδιαίτερα διαμερίσματα του Μιστισλάβ, όπου ο ίδιος αποφάσισε να τους δεχτεί. Η ματιά της Ναντέζντα πλανήθηκε στον χώρο και σημείωσε ότι η πολυτέλεια ήταν τόσο κραυγαλέα, όσο και ακαλαίσθητη, πρόδιδε άνθρωπο μεγαλομανή που αρεσκόταν στην επίδειξη πλούτου. Έπειτα, επικεντρώθηκε στον Πρίγκιπα. Τον βρήκαν καθισμένο σε ένα αναπαυτικό κάθισμα, στην κυρίως κάμαρά του, απολαμβάνοντας ένα ποτήρι κόκκινο ελληνικό κρασί. Δεν ήταν πολύ ψηλός, μα ήταν γεροδεμένος και το πρόσωπό είχε μια μονίμως αυστηρή έκφραση που τον έκανε επιβλητικό. Είχε σγουρά καστανά μαλλιά και μάτια στο ίδιο χρώμα, κληρονομιά της μητέρας  του. Ήταν ντυμένος απλά, και όχι με την κομψότητα που συνήθιζε, καθώς λογάριαζε πως θα ήταν μόνος.
Ο Μιστισλάβ του Τμουτάρακαν ήταν συνηθισμένος ο λόγος του να είναι νόμος, ως  γιος του Μεγάλου Βλαντιμίρ, και της Μαλφρίντα, μιας πριγκίπισσας της Βοημίας, νόμιμης γυναίκας του Βλαντιμίρ. Σε ηλικία μόλις οχτώ ετών ο πατέρας του τον έστειλε στο Τμουτάρακαν σαν διοικητή. Ήταν άνθρωπος με οξύ πνεύμα, ικανότατος στα στρατιωτικά και έτσι η πόλη ευδοκίμησε στα χρόνια της εξουσίας του.
Ο Σβιατοσλάβ των Ντρεβλιάνων, ένα από τα θύματα του Σβιατοπόλκ, ήταν ο ομομήτριος αδελφός του. Και αυτός δεν ήταν ο μοναδικός λόγος που είχε αποφασίσει να δώσει για πάντα τέρμα στην βασιλεία του θετού του αδερφού.
Οι δυο νέοι υποκλίθηκαν με σεμνότητα μπροστά του και του απηύθυναν επίσημο χαιρετισμό. Ο Μιστισλάβ χαιρέτησε με οικειότητα τον ανιψιό του και στράφηκε προς την άγνωστή του κοπέλα. Η Ναντέζντα ένιωσε τα καστανά μάτια να τρυπούν σαν βέλη και να αγκαλιάζουν όλο το κορμί της. διαισθάνθηκε κάτι πολύ έντονο σ’ εκείνο το βλέμμα, κάτι που μόνο ως λαγνεία μπορούσε να ονομάσει. Έκανε πως δεν κατάλαβε και χαμήλωσε το κεφάλι. «Αν ο Αλεξάντερ, ήταν επιτυχής στο ταξίδι του, τότε εσύ πρέπει να είσαι αυτή που έστειλε την επιστολή», είπε με βραχνή φωνή ο ηγεμόνας του Τμουτάρακαν.
«Μάλιστα, υψηλότατε», επιμένοντας να κοιτάζει το μαρμάρινο πάτωμα.
«Και μπορώ να ρωτήσω ποια είσαι;»
«Με λένε Ναντέζντα».
«Δε ρώτησα το όνομά σου. Θέλω να μάθω ποια είναι η γυναίκα που είναι αρκετά οξυδερκής ή αρκετά τυχερή ώστε να προβλέψει την απροσδόκητη αντίδραση του Σβιατοπόλκ στο θάνατο του Μεγάλου Βλαντιμίρ, η οποία άφησε άφωνο ακόμα και τον ίδιο τον διάδοχο. Και ποια είναι γυναίκα που είχε το θάρρος ή το θράσος να υποδείξει σε έναν Πρίγκιπα τι να κάνει».
«Όπως εσάς, προειδοποίησα και τον Πρίγκιπα Μπόρις και όλους τους νόμιμους γιους  του Μεγάλου Βλαντιμίρ. Έξι γράμματα έστειλα. Και από τους έξι παραλήπτες μόνο δύο βρίσκονται στη ζωή τώρα».
«Στα λόγια μου έρχεσαι. Ποια είσαι λοιπόν;»
«Δε θα με πιστέψετε».
«Δοκίμασέ με».
Νομίζω πως θα το κάνω.
«Είμαι η Ναντέζντα Βλαντιμίροβα».
«Σου επαναλαμβάνω ότι δε ρώτησα το πατρώνυμό σου».
«Βλέπετε ότι δεν αντιλαμβάνεστε αυτό που σας λέω; Θα γίνω σαφέστερη. Είμαι η Πριγκίπισσα Ναντέζντα Βλαντιμίροβα, θυγατέρα του Μεγάλου Βλαντιμίρ της δυναστείας του Ρούρικ και της Ρογκνέντα του Πόλοτσκ».
Αφού την κοίταξε για μια στιγμή άλαλος, ο Πρίγκιπας Μιστισλάβ ξέσπασε σε ξέφρενα γέλια. Της Ναντέζντα της ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι. «Έχεις πολύ πλάκα, εσύ κορίτσι μου. Αν δεν ήξερα καλύτερα μπορεί και να σε πίστευα», είπε ανάμεσα στα γέλια.
«Δε σας κοροϊδεύω», δήλωσε με πένθιμη σοβαρότητα. Του Μιστισλάβ του κόπηκε το γέλιο.
«Γελάω, επειδή ο ισχυρισμός σου είναι τόσο εξωφρενικός που καταντά γελοίος και αν το δεις με χιουμοριστική διάθεση, χαριτωμένος. Αν όμως επιμείνεις σ’ αυτόν θα τιμωρηθείς σκληρά για απόπειρα εξαπάτησης ενός Πρίγκιπα και για παράνομη πλαστοπροσωπία. Καλά, δεν ξέρεις καν ότι η Πριγκίπισσα Νάντια είναι νεκρή εδώ και τέσσερα χρόνια;»
«Πώς πέθανε; Έχετε την εντύπωση ότι σκοτώθηκε όταν ο Σβιατοπόλκ κατέλαβε το Νόβγκορoντ;», τον κεραυνοβόλησε. Ο Μιστισλάβ δίστασε. «Σωστά ακούσατε, είπα Σβιατοπόλκ. Γιατί ο Σβιατοπόλκ του Τιρόφ ήταν ο αρχηγός της επαναστάτης, ο ηγέτης της εκστρατείας, ενώ ο Ραντοσλάβ ο Προδότης ήταν απλά ένας αφοσιωμένος ακόλουθος, ένας έμπιστος συμβουλάτορας. Το έγκλημα είναι ότι δεύτερος ήταν που εκτελέστηκε ως εγκέφαλος της ένοπλης εξέγερσης, όταν τελικά επικράτησε ο Μέγας Βλαντιμίρ. Και ο πρώτος, ο πραγματικός ένοχος τιμωρήθηκε με κάθειρξη.», εξακολούθησε η Ναντέζντα. Τον κοίταξε κατάματα. «Πώς θα μπορούσα να τα ξέρω όλα αυτά, αν δεν ήμουν παρούσα όταν οι στασιαστές μπήκαν στο Νόβγκοροντ; Η μικρή πριγκίπισσα δεν πέθανε εκείνη τη νύχτα. Επιβίωσε και στέκεται μπροστά σας!»
Ο Μιστισλάβ τα ‘χασε. Ήταν δυνατόν να είναι αλήθεια; Την κοίταξε εξεταστικά και προσπάθησε να φέρει στο μυαλό του την εικόνα της μικρής Νάντια, όπως τη θυμόταν. Τελευταία φορά την είχε δει πριν από δεκατέσσερα χρόνια, στους εορτασμούς κάποιων μακρινών Χριστουγέννων στο κάστρο του Κιέβου. Ήταν ένα κοκαλιάρικο κοριτσάκι, ψηλό για την ηλικία του, με δυο παιδικές πλεξούδες και μεγάλα πράσινα μάτια, που θύμιζαν κυνηγημένο ζώο. Έριξε άλλη μια ματιά στη μυστηριώδη γυναίκα μπροστά του και δεν είδε τίποτα που να θυμίζει το φοβισμένο παιδί. Είδε όμως κάτι που του θύμισε τη γυναίκα που εκείνη ονόμαζε ως μητέρα της, τα μάτια της. Είχαν απαλλαγεί από κάθε ίχνος φόβου και τώρα ήταν ίδια και απαράλαχτα με τα μάτια της Ρογκνέντα, σκληρά και γεμάτα μίσος, πρόδιδαν άνθρωπο που θα έφτανε οπωσδήποτε στο τέλος του δρόμου που είχε διαλέξει. Δεν ήταν δύσκολο να καταλάβεις ποιο δρόμο είχε διαλέξει εκείνη.
«Αυτό αλλάζει τα πράγματα».
«Έτσι, λέτε;»
Ήρθε η στιγμή να βγω από την αδράνεια. Αρκετά έμεινα κλεισμένη στα ψηλά τείχη του μοναστηριού, περιμένοντας τη θεία δίκη. Αν μας έδειξε κάτι το τέλος του Βλαντιμίρ είναι πως μερικές φορές ο θάνατος είναι λύτρωση. Πέθανε προτού προλάβει να δει τους αγαπημένους γιους του να γκρεμίζονται, προτού δει το γιο του αδερφού του να καταστρέφει όλα όσα έχτισε ο ίδιος.
Κατά μία έννοια, ο Βλαντιμίρ φταίει για όλα. Όταν ανέβηκε στον θρόνο με τα χέρια βαμμένα με το αίμα του μεγαλύτερου αδερφού του, με βάση το δίκαιο του ισχυρού ό,τι ανήκε στον Γιαροπόλκ, ήταν τώρα δικό του. το ίδιο ίσχυε και για την όμορφη Γραικίνια, μια Ελληνίδα μοναχή, την οποία είχε αιχμαλωτίσει ο Σβιατοσλάβ ο Γενναίος σε κάποια από τις εκστρατείες του, για χάρη του πρωτότοκου γιου. Άρεσε τόσο πολύ στον Βλαντιμίρ που την έκανε επίσημα γυναίκα του, παρόλο που ήδη κυοφορούσε τον γόνο του Γιαροπόλκ, που δεν είναι άλλος από τον Σβιατοπόλκ.
Γιους και κόρες απέκτησε πολλούς ο Βλαντιμίρ. Αλίμονο, πέντε νόμιμες συζύγους είχε προτού νυμφευτεί την Άννα τη Βυζαντινή, τότε που ακόμα πίστευε στα είδωλα. Είχα λοιπόν, πολυάριθμους αδελφούς και αδελφές  ετεροθαλείς και ομομήτριους. Δεν ζήσαμε ποτέ όλοι μαζί κάτω από την ίδια στέγη, τουλάχιστον όχι όσο ζούσα εγώ. Μόλις ο Βλαντιμίρ χώρισε τις συζύγους του, όλοι οι γιοι του έφυγαν από το Κίεβο και πήγαν ο καθένας στην ηγεμονία της οποίας είχε οριστεί κυβερνήτης. Μόνο οι κόρες του παρέμειναν στο Κίεβο, σε ξεχωριστά όμως διαμερίσματα, μακριά από αυτά της Μεγάλης Πριγκίπισσας Άννας. Έτσι, με τα περισσότερα αδέρφια μου, ήμασταν τελείως ξένοι και δεν είχαμε παρά μια τυπική γνωριμία.
Είμαστε το αντίθετο της φυσιολογικής οικογένειας. Οι προδοσίες, τα πισώπλατα μαχαιρώματα, οι δολοφονίες, η  βαμμένη με αίμα αθώων και μη αδερφική διαμάχη με έπαθλο το στέμμα που κόντεψαν να κάψουν ολοσχερώς την χώρα μόλις πριν από λίγους μήνες ξεκίνησαν πολύ καιρό πριν γεννηθεί οποιοσδήποτε από εμάς. Είναι η αδιαφιλονίκητη κληρονομιά μας, η οποία κυριολεκτικά μας διέλυσε.
Μα, είναι αναμενόμενο. Η οικογένεια μας κυβερνά τη χώρα εδώ και δεκαετίες, ανήκουμε στη δυναστεία του Ρούρικ, που ίδρυσε το κράτος της Ρωσίας. Δεν είμαστε συνηθισμένοι άνθρωποι.
Και φυσικά, όπως διευκρίνισα εξ αρχής μεγάλη ευθύνη φέρει ο Βλαντιμίρ ο οποίος φρόντισε να μας μεταβιβάσει στο ακέραιο αυτά τα δεινά. Δεν στάθηκε σωστός πατέρας για εμάς. Έκανε το ένα λάθος μετά το άλλο, διδάσκοντάς σ’ όλους τους γιους του από μικρά παιδιά να ανταγωνίζονται μεταξύ τους για να κερδίζουν την προσοχή, την εκτίμηση, το θαυμασμό και την αγάπη του. Τους δίδαξε το φθόνο και τη φιλοδοξία.
Αυτός που έμαθε το μάθημα καλύτερα από τον καθένα ήταν ο Σβιατοπόλκ. Θετός γιος, στην πραγματικότητα ανιψιός, όπως τον ονόμασε ο λαός, Γιος Δύο Πατεράδων ήταν τελείως μόνος ανάμεσα στα τέκνα του Μεγάλου Πρίγκιπα. Έχασε τη μητέρα του στην τρυφερή ηλικία των τεσσάρων ετών από την θανάσιμη ασθένεια του τύφου κι έμεινε απροστάτευτος στην σκληρή αυλή, δίχως κανένα σύμμαχο. Ακόμα και αν ο Βλαντιμίρ τον είχε αναγνωρίσει επίσημα ως γιο του, εκείνος ποτέ δεν ένιωσε μέλος αυτής της οικογένειας. Αισθανόταν πάντοτε κατώτερος και ανεπαρκής. Το πρώτο πράγμα που διδάχθηκε στην ζωή ήταν η ζήλια και το μίσος. Το μόνο στήριγμά του, η πίστη ότι μια μέρα εκείνος θα καθόταν στο θρόνο του πατριού του και όλοι οι εξάδελφοί του θα υποκλίνονταν στη μεγαλειότητά του. Και όταν, μετά την έλευση της Άννας εστάλη να κυβερνήσει στο Τιρόφ, μια μικρή καστρόπολη το θεώρησε άλλη μια απόδειξη ότι ο Βλαντιμίρ  δεν τον θεωρούσε ισότιμο με τα θετά του αδέρφια. Η απόφαση του οριστικοποιήθηκε, μια μέρα θα επέστρεφε στο Κίεβο ως κατακτητής και ο Βλαντιμίρ θα πλήρωνε ακριβά για τον θάνατο του πατέρα του και για τις προβολές που τον κέρασε.
Κάπου στην πορεία όμως, ξέφυγε από το αρχικό του σχέδιο και αυτό θα γίνει αιτία της πτώσης του.
Εκείνος κι εγώ έχουμε κάτι κοινό. Όπως αυτός, κι εγώ ξεχωρίζω ανάμεσα στους απογόνους του Βλαντιμίρ· είμαι η κόρη που δεν έπρεπε να γεννηθεί, γιατί γεννήθηκε την πλέον ακατάλληλη στιγμή. Είμαι το τελευταίο παιδί που απέκτησε ο Βλαντιμίρ από την Ρογκνέντα Ρογκβολοντόβνα. Τη νύχτα που της ανακοίνωσε τον οριστικό αποχωρισμό τους, έσμιξε μαζί της για τελευταία φορά. Ήταν μοιραίο να είμαι ο καρπός εκείνης της νύχτας και να γεννηθώ εννέα μήνες αργότερα όταν πια η Άννα ήταν η μοναδική σύζυγος του Μεγάλου Πρίγκιπα και η μητέρα μου είχε αναγκαστεί να ζήσει σε μοναστήρι για το υπόλοιπο της ζωής της. Η γέννηση μου, μια παγωμένη αυγή πριν από είκοσι ένα χρόνια,  χάλασε τα σχέδια για όλους.
Μπορεί να με αναγνώρισε επίσημα ως παιδί του, μα, ποτέ δεν ξέχασε ότι δεν έπρεπε να υπάρχω. Ήμουν η ζωντανή ανάμνηση του ολισθήματός του. Η  μόνη μελανή κηλίδα στον εξαίσιο, αψεγάδιαστο γάμο του, με την Άννα την Πορφυρογέννητη.
Και όπως ο Σβιατοπόλκ, κι εγώ μίσησα αυτήν τη διεστραμμένη οικογένεια και πολλές φορές ευχήθηκα να πάψει να χτυπά η καρδιά του Βλαντιμίρ.  Αυτή η ευχή εκπληρώθηκε. Τώρα πρέπει να βάλω πλώρη για άλλους στόχους και αυτή τη φορά να τους υλοποιήσω  η ίδια και να μην περιμένω να βάλει ο Θεός το χέρι του.
Ο Μιστισλάβ φαίνεται ο ιδανικός συνοδοιπόρος γι’ αυτό το ταξίδι. Δε με νοιάζει ποια είναι η δική του ηθική πυξίδα και ποια τα κίνητρά του, η προσωπική του φιλοδοξία να στεφθεί Μεγάλος Πρίγκιπας, ή η ανάγκη να εκδικηθεί τον φόνο του αδερφού του. Όποιος κι αν είναι ο λόγος, το γεγονός είναι πως σκοπεύει εναντιωθεί στην κυριαρχία του Σβιατοπόλκ. Αλλιώς δε θα με καλούσε εδώ για να μάθει με τι είδους ικανότητες μπόρεσα να τον προειδοποιήσω. Μπορεί να μην τον σταμάτησε όταν έπρεπε αλλά είναι σίγουρα διατεθειμένος να το κάνει τώρα. Και αφού πίστεψε ότι είμαι η ετεροθαλής αδελφή του τότε δε θα είναι δύσκολο να συνεργαστούμε.
Ο Σβιατοπόλκ έχει αποκτήσει πια, όλα όσα ήθελε· είναι μονοκράτορας. Κανείς, ούτε καν εγώ, δεν είναι σε θέση να προβλέψει τι θα επακολουθήσει. Μαζί με τον Μιστισλάβ όμως, θα τον συντρίψουμε μια για πάντα.

Όσος καιρός κι αν χρειαστεί.  

Σοφία Γκρέκα