Ίντριγκες και Πάθη (Κεφάλαιο 3)

Η καρδιά της Νοέλια δεν έλεγε να πάψει να σφυροκοπάει. Ένιωσε όλο της το σώμα να παγώνει και κάθε ίχνος ελπίδας να την εγκαταλείπει. Φοβόταν. Φοβόταν εκείνον τον άντρα, και κάτι μέσα της φώναζε πως έπρεπε να αντιδράσει. Αλλά τι στο καλό εννοούσε όταν έλεγε ότι έδωσε μια περιουσία για να την αποκτήσει; Και το κυριότερο, πως ήξερε το όνομά της; Συνοφρυώθηκε και προσπάθησε να σταματήσει το τρέμουλο που κυριαρχούσε σε κάθε μέλος του σώματός της. Δεν ήθελε ο άγνωστος να καταλάβει πόσο πολύ την τρομοκρατούσε.

Ένα μεγάλο και απειλητικό βήμα προς το μέρος της, την έκανε να εγκαταλείψει την προσπάθεια και απλά να στριμωχτεί ακόμη περισσότερο στη γωνία, για να τον αποφύγει. Ευχόταν να μπορούσε να φανεί πιο δυνατή και λιγότερο δειλή μπροστά στο επιβλητικό ανάστημα του άντρα. 

«Δεν θα πεις τίποτα;» ρώτησε ξαφνικά και η ψυχρότητα της φωνής του έστειλε κρύα ρίγη σ’ όλο της το σώμα.

Η Νοέλια έσφιξε με δύναμη το τσαντάκι στα χέρια της. Δεν είχε καν συνειδητοποιήσει την ύπαρξή του μέχρι τότε. Άραγε το κινητό της βρισκόταν ακόμη μέσα; Πιθανότατα της το είχαν πάρει.
  Πήρε μια βαθιά ανάσα προσέχοντας να μην ακουστεί, κι έπειτα σήκωσε το βλέμμα της στον άντρα. Τα μάτια του την κοιτούσαν διερευνητικά και μια σπίθα θυμού έκαιγε μέσα τους. Άραγε, η σιωπή της τον εκνεύριζε; Η αλήθεια ήταν, πως αυτό ήταν το τελευταίο πράγμα που επιδίωκε.
  Ξεροκατάπιε και μαζεύοντας αρκετό κουράγιο, είπε: «Γιατί με φέρατε εδώ; Τι θα μου κάνετε;».
  Ένα μειδίαμα τρεμόπαιξε στα καλοσχηματισμένα χείλη του άντρα. Η σκέψη και μόνο ότι χαμογελούσε με τον φόβο της, της δημιούργησε έναν γερό κόμπο στο στομάχι.
  «Προς το παρόν τίποτα» ήταν η μοναδική απάντηση του.
  Η Νοέλια άνοιξε το στόμα της έτοιμη να μιλήσει και τότε παρατήρησε πως το κάτω χείλος της έτρεμε. Το δάγκωσε σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να το κάνει να σταματήσει, αλλά η κίνησή της δεν ξέφυγε απ’ το διαπεραστικό βλέμμα του άντρα.
  «Δεν θα σου πω ψέματα. Μ’ αρέσει που με φοβάσαι» της είπε και ένα σαρδόνιο χαμόγελο ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό του. Ένα χαμόγελο που ταίριαζε απόλυτα με την μοχθηρή του όψη.
  «Ποιος είσαι;» Oι λέξεις ξεπήδησαν μόνες τους απ’ τα τρεμάμενα χείλη της.
  «Νομίζω, πως ξέρεις ποιος είμαι. Αυτός είναι άλλωστε κι ο λόγος που βρίσκεσαι εδώ».
  Η απορία ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο της. Τι εννοούσε; Δεν είχε ιδέα ποιος ήταν.
  «Δεν καταλαβαίνω…» είπε δειλά.
  «Ω, έλα τώρα δεσποινίς Σαβιόνε… καταλαβαίνεις πολύ καλά. Ήρθες στον οίκο μόδας Ντάστον για να κλέψεις τα σχέδια μου».
  Η καρδιά της Νοέλια σταμάτησε για ένα δευτερόλεπτο. Δεν πίστευε στα αφτιά της. Αυτός ο άντρας ήταν σχεδιαστής στον οίκο μόδας Ντάστον και νόμιζε πως εκείνη είχε βρεθεί στη δημοπρασία… για να κλέψει; Πως στο καλό είχε συμβεί αυτό;
  Αυτή η κατηγορία της έδωσε τη δύναμη που χρειαζόταν. Αγνοώντας τον φόβο, που σπαρταρούσε μέσα της πριν λίγο, σηκώθηκε όρθια. Στάθηκε μπροστά του και ορθώνοντας το ανάστημά της, είπε: «Κάνετε λάθος. Εγώ πήγα εκεί για να αγοράσω κάποια κομμάτια που με ενδιέφεραν».
  Παραδόξως, ένα πελώριο, αλλά πονηρό χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπο του.  
  «Ξέρω πολύ καλά ότι αυτό δεν ισχύει. Μπήκες στον οίκο μόδας με ψεύτικη ταυτότητα και δικαιολογία τη δημοπρασία, για να βρεις τα ολοκαίνουργια σχέδια του οίκου μόδας, που μου ανήκει. Είμαι σίγουρος ότι ήθελες να τα πουλήσεις στους ανταγωνιστές μου».
  Η Νοέλια ένιωσε τα πόδια της να την εγκαταλείπουν. Πως είχε βρεθεί σ’ αυτή τη θέση; Και πως θα έπειθε τον άντρα ότι δεν ήταν τέτοιες οι προθέσεις της;
 Τύλιξε τα χέρια της γύρω από τον εαυτό της και ευχήθηκε όλα αυτά να μην ήταν τίποτε άλλο, παρά ένα φρικτό όνειρο. Δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια της και προσπάθησε να τα αποδιώξει βλεφαρίζοντας. Όχι, δεν θα έκλαιγε. Θα έδειχνε, έστω και μετά απ’ την επίδειξη της δειλίας και του φόβου της, ότι δεν ήταν εύθραυστη και αδύναμη, αλλά δυνατή και μάχιμη.
  «Σας εξήγησα ήδη ότι δεν παρευρέθηκα στη δημοπρασία για να κλέψω, αλλά για να αγοράσω» είπε και ευχαρίστησε σιωπηλά το Θεό, που η φωνή της δεν ακούστηκε αλλοιωμένη, αλλά καθαρή και επίμονη.
  «Τότε θα χαρώ πολύ να ακούσω το λόγο, που δεν έδωσες το πραγματικό σου όνομα» της αποκρίθηκε.
  Το χαμόγελο του, αν και ενοχλητικό, έδινε χρώμα στη σκοτεινή του όψη. Φώτιζε το πρόσωπό του απομακρύνοντας τη μαυρίλα, που δέσποζε πάνω του. Τον έκανε όμορφο. Ωστόσο, εξακολουθούσε να κατηγορεί την Νοέλια και αυτό την έκανε να τον μισήσει και να μαλώσει τον εαυτό της, που μπόρεσε να σκεφτεί κάτι θετικό για εκείνον.
  Δίστασε για μια στιγμή να απαντήσει. Δεν ήξερε αν έπρεπε να αποκαλύψει τι ακριβώς παιζόταν από πίσω ή απλώς να πει ψέματα. Ο άντρας φαινόταν να γνωρίζει τα πάντα.
  Αφού πήρε μια βαθιά ανάσα, είπε: «Απλώς αντιπροσώπευα κάποιον στη δημοπρασία».
  «Αυτό δεν εξηγεί γιατί δεν έδωσες το πραγματικό σου όνομα».
  «Εξηγεί πολλά» απάντησε ανεβάζοντας τον τόνο της φωνής της, «κρατάω την ταυτότητα εκείνου που αντιπροσωπεύω κρυφή!»
  «Ή απλώς λες ψέματα για να καλύψεις το έγκλημα σου» είπε εκείνος με πρωτόγνωρη ηρεμία.
  «Δεν λέω ψέματα και το γεγονός, πως με φέρατε εδώ, παρά τη θέλησή μου, είναι έγκλημα!».
  «Απ’ όσο ξέρω, το να μεταφέρεις αντικείμενα που σου ανήκουν, δεν είναι έγκλημα».
  Η καρδιά της Νοέλια βάλθηκε να χτυπά. Ήξερε πως αυτό είχε κάποια σχέση και με τα προηγούμενα λόγια του. “Έδωσα μια περιουσία για να σε αποκτήσω” και τώρα να που η συζήτηση επανήλθε εκεί.
  «Δεν είμαι αντικείμενο κανενός!» φώναξε και αμέσως απόρησε με το θάρρος της. 
 Δεν ήθελε να τον εκνευρίσει, μιας και δεν είχε ιδέα τι ήταν διατεθειμένος να κάνει. Ωστόσο, μετά σκέφτηκε, ότι για τον άντρα, εκείνη ήταν η εγκληματίας και ακόμα και η σκέψη της έφερε δάκρυα στα μάτια.
  Έτριψε με τους αντίχειρές της τους κροτάφους της, θέλοντας να απαλύνει τον πόνο που κατασπάραζε το κρανίο της. Μέχρι εκείνη τη στιγμή είχε αγνοήσει τον πονοκέφαλο, αλλά τώρα είχε γίνει ανυπόφορος και απειλούσε να την τρελάνει εντελώς.
  Όταν κατάφερε επιτέλους να ξανακοιτάξει τον ψηλό, άγνωστο άντρα, που έστεκε μπροστά της, παρατήρησε ότι η έκφραση του προσώπου του είχε γίνει ψυχρή και απόμακρη. Η θερμοκρασία του δωματίου είχε πέσει αιφνίδια και ένιωσε το κρύο να την αγκαλιάζει ξανά, απλά και μόνο κοιτώντας αυτά τα κατάμαυρα μάτια.
  «Μου ανήκεις» είπε ξαφνικά δίχως να την κοιτάζει.
Έπειτα από μερικά δευτερόλεπτα, στα οποία η Νοέλια είχε μείνει στήλη άλατος, ύψωσε το βλέμμα του πάνω της και οι άκρες των χειλιών του στράφηκαν προς τα πάνω σε ένα πονηρό χαμόγελο.
  «Όπως είπα και πριν, έδωσα μια περιουσία για να σε αποκτήσω».
Προχώρησε προς το μέρος της, μειώνοντας την απόσταση μεταξύ τους υπερβολικά. Η αναπνοή της Νοέλια έβγαινε τώρα με δυσκολία και το σώμα της είχε παραλύσει ολοκληρωτικά, καθιστώντας την ανίκανη να απομακρυνθεί.  Μόνο, όταν άπλωσε τα χέρια του για να την ακουμπήσει, κατάφερε να ανταποκριθεί. Τον έσπρωξε μακριά και μετά βίας συγκράτησε τον εαυτό της απ’ το να του αστράψει ένα χαστούκι.
  «Τι στο διάολο νομίζεις πως κάνεις;» τσίριξε με την καρδιά της έτοιμη να βγει απ’ το στήθος της. Αυτός ο άνθρωπος, πέρα από το γεγονός ότι ήταν τρελός, είχε και πολύ μεγάλο θράσος.
  «Στο είπα ήδη, μου α-νή-κεις» αποκρίθηκε συλλαβίζοντας την τελευταία λέξη.
  «Είσαι τρελός! Δεν ανήκω σε κανέναν και δεν μπορείτε να με κρατάτε εδώ μέσα παρά τη θέλησή μου!».
  Το πρόσωπό του φάνηκε να μαλακώνει. «Δεν είμαι τρελός. Σε αγόρασα στη μαύρη αγορά».
  «Μαύρη αγορά;» ψέλλισε. Ένιωσε ότι υπήρχε μέσα της να εξανεμίζεται. Το μυαλό της θόλωσε για μια στιγμή και τα πάντα γύρω της σκοτείνιασαν.  Έπεσε στα γόνατα και τα δάκρυα, που κρατούσε όλη αυτή την ώρα, αυλάκωσαν τα μάγουλά της. Σύντομα άρχισε να κλαίει σπαραχτικά. 
  «Πως έγινε αυτό;» ρώτησε ανάμεσα στους λυγμούς της. Άκουσε τον άντρα να αναστενάζει.
  «Αν θες να μάθεις τι έχει συμβεί, θα πρέπει να μου πεις για ποιο λόγο βρισκόσουν στη δημοπρασία».
  Η Νοέλια το σκέφτηκε καλά. Ίσως όλο αυτό να ήταν ένα ψέμα. Ένα ψέμα για να την κάνουν να μιλήσει. Ωστόσο, δεν έκρυβε τίποτα σημαντικό και φυσικά δεν είχε πάει εκεί για να κλέψει, όπως την κατηγορούσε εκείνος. Ο μόνος τρόπος να γλίτωνε από αυτό το μαρτύριο, ήταν να πει την αλήθεια.
  «Εντάξει» είπε σκουπίζοντας τα μάτια της, «θα σου πω τα πάντα».
  «Ακούω».
  Η Νοέλια πήρε μια βαθιά εισπνοή και άρχισε να μιλάει. «Δουλεύω στον οίκο μόδας Ριντέλ ως γραμματέας εδώ και πέντε μήνες. Ποτέ δεν έκανα τίποτα σημαντικό και έλπιζα να μου αναθέσουν κάτι αξιόλογο. Έτσι, όταν το αφεντικό μου, ο κ. Στίβενσον, μου ζήτησε να τον εκπροσωπήσω σε μια δημοπρασία, δέχθηκα. Μου είπαν ότι πρέπει να χρησιμοποιήσω ψεύτικη ταυτότητα, ώστε να μην καταλάβει κανείς πως δουλεύω για τον οίκο μόδας Ριντέλ».
  «Για ποιο λόγο;» ρώτησε ανασηκώνοντας το αριστερό του φρύδι.
  «Για να μην χτυπήσουν πολύ τις τιμές».
  «Και για ποιο λόγο ο κ. Στίβενσον να θέλει να αγοράσει μερικά πολύ παλιά κομμάτια του δικού μου οίκου μόδας;».
  «Γιατί ήθελε να δημιουργήσει κάτι ολοκαίνουργιο μέσα από παλιά, αξιόλογα κομμάτια».
  Η Νοέλια νόμισε πως ο άντρας είχε αρχίσει να την πιστεύει, ώσπου μίλησε ξανά.
  «Νομίζω πως η δικαιολογία σου μπάζει. Δεν υπάρχει περίπτωση ένας τόσο μεγάλος σχεδιαστής μόδας, όπως ο κ. Στίβενσον, να αγόραζε κομμάτια από άλλο οίκο μόδας. Θα προτιμούσε να φτιάξει κάτι ολομόναχος, όχι μόνο γιατί θα ήθελε το σχέδιο να έχει τη δική του σφραγίδα, αλλά επίσης γιατί θα υπήρχε φόβος να γίνει αντιληπτή η αντιγραφή του πρωτότυπου κομματιού».
  «Μα...».
  «Νοέλια Σαβιόνε, δεν νομίζεις πως πρέπει να βρεις μια καλύτερη δικαιολογία;».
  Ξεροκατάπιε. Είχε πει την αλήθεια, αλλά και πάλι ο άντρας την θεωρούσε κλέφτρα. Τι έπρεπε να κάνει για να αποδείξει την αθωότητά της;
  «Είπα την αλήθεια και οφείλεις να κάνεις το ίδιο» είπε με αυτοπεποίθηση εκείνη.
  «Σου έχω πει ήδη την αλήθεια. Μου ανήκεις. Σε αγόρασα στη μαύρη αγορά. Γίνονται καθημερινά τέτοιες δημοπρασίες, στις οποίες πωλούνται γυναίκες. Είπα στους άντρες μου να σε δώσουν εκεί, μόλις έμαθα ότι είχες βρεθεί στον οίκο μόδας, για να κλέψεις τα ολοκαίνουργια σχέδια μου».
  «Λες ψέματα…».
  «Θα το ήθελες πολύ αυτό. Λυπάμαι, αλλά αυτή είναι η πραγματικότητα. Είσαι πλέον ιδιοκτησία μου. Πλήρωσα εξακόσες χιλιάδες δολάρια για εσένα».
  Το στόμα της Νοέλια είχε ξεραθεί, δεν μπορούσε να απαντήσει. Ένιωσε απίστευτα κουρασμένη, λες και τα πόδια της δε θα άντεχαν το βάρος της για πολύ ακόμη. Γύρισε την πλάτη της στον άντρα, που ακόμα δεν είχε την αξίωση να πληροφορηθεί το όνομά του, και σωριάστηκε στο στρώμα.
  «Σταμάτα να κάνεις έτσι. Αν δεν ήθελες να καταλήξεις εδώ που βρίσκεσαι τώρα έπρεπε να σκεφτείς απ’ την αρχή το λάθος σου» είπε και σταύρωσε τα χέρια στο στήθος του.
  «Μα δεν σκόπευα να κλέψω τίποτα» απάντησε η Νοέλια αποκαρδιωμένη.
  «Τότε απόδειξέ το μου».
  Η Νοέλια σήκωσε ελάχιστα το βλέμμα της, για να τον αντικρίσει. Μια τούφα απ’ τα λαμπερά, ημίμακρα μαλλιά του, έπεφτε στο αριστερό του μάτι. Άραγε, πράγματι της έδινε μια ευκαιρία να του αποδείξει την αθωότητά της;
  «Εντάξει. Απλώς άφησε με να πάρω τηλέφωνο στον οίκο μόδας. Θα μιλήσω με το αφεντικό μου σε ανοιχτή ακρόαση, ώστε να ακούς».
  Ο άντρας άφησε ένα μικρό γελάκι. «Αν νομίζεις πως θα σε αφήσω να πιάσεις το τηλέφωνο, τότε είσαι πολύ γελασμένη» είπε σαρκαστικά.
  «Εντάξει, τότε κάλεσε εσύ και ρώτα αν δουλεύω εκεί» είπε η Νοέλια γεμάτη ελπίδα.
  Η αλήθεια ήταν πως δεν πίστευε ακόμα, ότι είχε αγοραστεί. Θεωρούσε, πως ο άντρας της έλεγε ψέματα και γενικότερα, πως ό,τι συνέβαινε εκείνη τη στιγμή δεν ήταν τίποτα άλλο, παρά μια γελοία φάρσα, που δεν απείχε πολύ απ’ το να τελειώσει.
  «Πολύ καλά λοιπόν». Τον παρακολούθησε να βγάζει ένα μαύρο κινητό απ’ την τσέπη του. Φαινόταν πανάκριβο, όπως και το μαύρο κουστούμι που φορούσε.  «Πες μου το νούμερο» απαίτησε.
Η Νοέλια δεν έχασε στιγμή, αν και μέσα της ένιωθε ένα μεγάλο κενό. Λες και η προσπάθεια της θα απέβαινε άκαρπη.  
Καθώς περίμεναν κάποιον να απαντήσει, η Νοέλια βρήκε το θάρρος να ρωτήσει το όνομά του.
  «Λεονάρντο Μελέντεζ» της αποκρίθηκε κάπως αδιάφορα.
  «Είσαι Ισπανός;» ρώτησε εκείνη. Το Μελέντεζ ήταν σίγουρα ισπανικό επίθετο, ακριβώς όπως το δικό της. Ο πατέρας ήταν Ισπανός και είχε μεγαλώσει στην πανέμορφη Βαρκελώνη, όπως κι η μητέρα της. Εκείνη, ωστόσο, γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αμερική.
  «Ναι». Ο τόνος του έδειχνε, πως δεν είχε όρεξη για κουβέντα και περισσότερες ερωτήσεις. Η Νοέλια έγνεψε και έπειτα σιώπησε.
  Τη στιγμή που ο Λεονάρντο ήταν έτοιμος να τερματίσει την κλήση, κάποιος απάντησε. Η Νοέλια αναγνώρισε αμέσως την τσιριχτή φωνή της Μάριαν και παραλίγο να βάλει τα γέλια. Ο μόνος άνθρωπος που μισούσε, πριν τον κ. Μελέντεζ, σκόπευε να της σώσει τη ζωή.  
  «Γεια σας. Μήπως βρίσκεται εκεί η Νοέλια Σαβιόνε;» ρώτησε ο Λεονάρντο και της έριξε μια λοξή ματιά. Και οι δύο περίμεναν εναγωνίως την απάντησή της Μάριαν, που τελικά δεν ήταν η αναμενόμενη.
«Λυπάμαι, αλλά στην εταιρία δεν δουλεύει καμία με τέτοιο όνομα».


Δέσποινα Χρ.