Την είχε πρωτοδεί στην θάλασσα. Μια χειμωνιάτικη μέρα μ’ένα κρύο τσουχτερό, φορτώθηκε πάλι τις πίκρες του και πήγε στην παραλία. Ο αέρας ήταν δυνατός και είχε το μακρύ παλτό του κουμπωμένο μέχρι απάνω. Πήγαινε πάλι στο γνωστό μέρος. Στον μικρό κόλπο που ήταν πλημμυρισμένος από δέντρα. Και τότε την είδε...
Φορούσε ένα μακρύ μάλλινο φόρεμα στο χρώμα της στάχτης και είχε περασμένο στους ώμους της ένα ανθρακί σάλι που το κρατούσε σφιχτά μπροστά στο στήθος της. Στο κεφάλι φορούσε έναν σκούφο στο ίδιο χρώμα με το φόρεμα, μαύρα γάντια και το ντύσιμο ολοκλήρωναν ένα ζευγάρι μαύρες μπότες. Τίποτα άλλο. Ούτε μπουφάν, ούτε παλτό. Ανατρίχιασε κοιτάζοντάς την. - Μα... δεν κρυώνει; Αναρωτήθηκε. Η παρουσία του δεν είχε γίνει ακόμα αισθητή από την κοπέλα, η οποία είχε στραμμένη όλη της την προσοχή στην αγριεμένη θάλασσα. Την παρατήρησε καλύτερα, όσο μπορούσε να την βλέπει από το πλάι. Είχε μακριά μαλλιά μέχρι την μέση της μαύρα σαν τον έβενο. Ήταν ψηλή και λυγερόκορμη, αλλά είχε και μια αυστηρότητα η στάση της.
Το βλέμμα της δεν μπορούσε να το δει, καταλάβαινε όμως ότι ήταν προσηλωμένη στην θάλασσα. Θα ήθελε πολύ να την πλησιάσει, όμως δεν τολμούσε. Ήξερε το άγριο συναίσθημα της μοναξιάς, ήξερε πως είναι να σε συντροφεύει ο πόνος και να μην θέλεις κανέναν δίπλα σου κι ας πεθαίνεις να μιλήσεις με κάποιον. Εκείνη την περίοδο της ζωής του ήταν μόνος του. Δεν είχε κανέναν κοντά του. Ούτε καν φίλους. Επιλογή του ήταν. Η μοναδική παρουσία δίπλα του, ήταν η σκιά του εαυτού του. Τώρα όμως, αντικρίζοντας μια άλλη παρουσία που έμοιαζε κι αυτή τόσο μόνη, ένιωθε ότι ήθελε να σπάσει την σιωπή, γύρευε την λύτρωση. Η κοπέλα γύρισε και τον κοίταξε. Από την απόσταση που ήταν, μπορούσε να δει ότι ήταν όμορφη.
Συνέχισε να τον κοιτάζει για λίγο κι έστρεψε πάλι το βλέμμα της στην θάλασσα. Το σώμα της δεν κουνήθηκε ούτε εκατοστό. Πήρε θάρρος από την ματιά της και αποφάσισε να την πλησιάσει. Άλλωστε δεν ήταν ο άντρας που ενοχλεί τις γυναίκες, απλά, να… είναι αυτό που σε τραβάει όταν μέσα στην θλίψη και στην μοναξιά σου συναντάς ένα άλλο άτομο που νομίζεις ότι μοιάζετε τόσο πολύ! Στάθηκε κοντά της κοιτάζοντας κι αυτός την θάλασσα χωρίς να μιλάει κανείς. Εκστασιαζόταν με την φουρτουνιασμένη θάλασσα, έστω για λίγο, ένιωθε ότι τα κύματα του έπαιρναν τις σκέψεις μακριά. Αντιθέτως όταν ήταν ήρεμη και γαλήνια, οι σκέψεις γίνονταν κουβάρι μέσα στο μυαλό του, στοιβάζονταν η μία πάνω στην άλλη να χωρέσουν όλες. Αυτές τις ώρες όμως... Πόσο γαλήνευε η ψυχή του εκείνα τα λεπτά που στεκόταν και την κοίταζε! Οι σκέψεις έφευγαν, πετούσαν μακριά, τις μετέφερε ο άνεμος στα κύματα και σάλπαραν πάνω στους αφρούς για ταξίδια μακρινά... Τουλάχιστον μέχρι να εγκαταλείψει την παραλία...
Έστρεψε το βλέμμα της πάνω του. Δύο μεγάλα αμυγδαλωτά μαύρα μάτια σαν το έρεβος τον κοίταζαν και για μια στιγμή μόνο, του φάνηκε ότι χάθηκε μέσα σε σκιές. Το πρόσωπό της ήταν πανέμορφο, αν και αυστηρό. Η επιδερμίδα της αλαβάστρινη και τα χείλη της κατακόκκινα. Δεν είχε ίχνος μακιγιάζ πάνω της. Μόνο η χλομάδα στόλιζε το πρόσωπό της.
Είχε όμως κάτι το παράξενο, κάτι μυστηριώδες, άγνωστο μα και οικείο που τον τραβούσε άθελά του. Ήθελε να πάρει τα μάτια του από πάνω της, όμως δεν μπορούσε. Δεν ήθελε να φανεί αδιάκριτος, αλλά αυτό το μαύρο των ματιών της τον ρουφούσε μέσα στο σκοτάδι τους, του κυβερνούσε το μυαλό. Η κοπέλα κοίταξε πάλι την θάλασσα και τα μάγια λύθηκαν. Αυτός κοίταξε από την αντίθετη πλευρά και προσπαθούσε να βάλει τις σκέψεις του σε μια τάξη. - Δεν μπορεί να μου συμβαίνει αυτό, σκεφτόταν.
Όχι, όχι, κάποια παιχνίδια του μυαλού είναι. Είχε ταραχτεί όμως αρκετά. Τι συνέβαινε; Ποια ήταν αυτή η κοπέλα που του ασκούσε τόση επιρροή χωρίς καν να την γνωρίζει; Δεν μπορούσε ν’ αρθρώσει λέξη, δεν ήξερε τι να της πει, έστω μια κουβέντα να σπάσει ο πάγος. - Ει... είμαι ο... Κίμωνας, κατόρθωσε τελικά να ψελλίσει. - Με λένε Ακριβή, του είπε και η φωνή της τον έριχνε μέσα σε βαθύ πηγάδι. Ένα πηγάδι γεμάτο απειλητικές σκιές που νόμιζε ότι του ρουφάνε το μυαλό. Ένιωθε να χάνεται μέσα στο σκότος και την λησμονιά. - Μα... τι γυναίκα είναι αυτή, αναρωτιόταν ψάχνοντας από κάπου να πιαστεί πριν τον καταπιεί το σκοτάδι. Πρέπει να μιλήσω, πρέπει κάτι να πω... Είναι ο μόνος τρόπος να μείνω εδώ. - Ακριβή; Της είπε με απορία, καταβάλλοντας προσπάθεια να μείνει εκεί. Σπάνιο όνομα ε; Τώρα τον κοίταζε στα μάτια και ανοίγοντας το στόμα της να μιλήσει, η πτώση στο πηγάδι ξανάρχισε. - Ναι, απάντησε αυτή από κάπου μακριά. Απλά ξέρω τι κοστίζω, ολοκλήρωσε την φράση της και κάνοντας μεταβολή, απομακρύνθηκε από κοντά του. Η πτώση στο πηγάδι της λησμονιάς και των σκιών είχε σταματήσει.
Κεφάλαιο 1.
Τι ήταν αυτό; Το βλέμμα του την αναζήτησε, μάταια όμως. Εξαφανίστηκε μέσα στα δέντρα. Ο Κίμωνας δεν ήταν καν σίγουρος αν πράγματι την είχε δει. Μα από που εμφανίστηκε αυτή η κοπέλα; Τόσο καιρό ερχόταν εδώ διάφορες ώρες της ημέρας και δεν την είχε ξαναδεί. - Χρειάζομαι ένα ποτό, μουρμούρισε για ν’ ακούσει την φωνή του. Πίσω στο σπίτι, έβαλε μια βότκα σκέτη, ένα δίσκο στο πικ-απ, δεν του άρεσαν τα σι-ντι, και κάθισε στον αγαπημένο του καναπέ. Τον είχε αποκτήσει πρόσφατα και ήταν πολύ χαρούμενος γι’ αυτό. Τον είδε μια μέρα περνώντας έξω από ένα κατάστημα και δεν έχασε καθόλου χρόνο. Μπήκε μέσα και κανόνισε να μεταφερθεί στο σπίτι του την ίδια κιόλας μέρα. Ήταν μαύρος δερμάτινος με χοντρά μπράτσα. Ακριβώς όπως τον ήθελε. Ζήτησε να τον τοποθετήσουν απέναντι από τον μεγάλο τοίχο με την τοιχογραφία. Την αγαπούσε αυτή την τοιχογραφία. Την είχε ζωγραφίσει ο ίδιος πριν από πολύ καιρό. Αλήθεια πόσος καιρός ήταν; Δύο χρόνια περίπου; Κάπου εκεί. Είχε βάψει τον τοίχο σε σκούρο γκρι και στην μέση, ένας άντρας καθόταν σκυφτός σε μία κόκκινη πολυθρόνα, ακουμπώντας τους αγκώνες του στα γόνατά του. Δίπλα του ένα γυάλινο τραπεζάκι και πάνω σε αυτό ένα τασάκι μ’ ένα τσιγάρο αναμμένο. Ο καπνός του τσιγάρου παιχνίδιζε σχηματίζοντας φιγούρες που έμοιαζαν να χορεύουν. Λίγο πιο πέρα μπροστά σε μία ανοιχτή πόρτα, μια γυναίκα με μια κόκκινη βαλίτσα στο χέρι. Η γυναίκα έφευγε και πίσω από την ανοιχτή πόρτα, διακρινόταν μόνο μαυρίλα. Το σκοτάδι της νύχτας; Της ψυχής; Ποιος ξέρει... Ακόμα και οι ανθρώπινες φιγούρες μαύρες ήταν. Την είχε φτιάξει σε μια περίοδο αφόρητου πόνου. Όταν τον άφησε η Βάλια, ήθελε να πεθάνει.
Την αγαπούσε πολύ. Βυθίστηκε στην μοναξιά και παραδόθηκε στην κατάθλιψη που τον ρουφούσε όλο και πιο πολύ μέρα με την μέρα. Κάπνιζε πολύ κι άρχισε να πίνει. Τα βράδια δεν έβγαινε έξω. Έβαζε μουσική και άδειαζε τις βότκες τη μία πίσω από την άλλη κοιτώντας την τοιχογραφία. Σταμάτησε και να τρώει. Ένα σάντουιτς την ημέρα του ήταν αρκετό. Κοιμόταν χαράματα, εξαντλημένος από τις βότκες και τις σκέψεις, ξυπνούσε το μεσημέρι, έπινε καφέ, έφτιαχνε ένα σάντουιτς και συνέχιζε με καφέδες μέχρι το βράδυ που έπαιρναν οι βότκες την σκυτάλη. Ενδιάμεσα πήγαινε πάντα στην θάλασσα. Που και που, όχι πάνω από δύο φορές την εβδομάδα, έπαιρνε απ’ έξω κανονικό φαγητό. Δεν ήθελε ιδιαίτερα να φάει, όμως δεν ήθελε να πεθάνει από ασιτία. Ήθελε να ζει για να πονάει. Τιμωρούσε τον εαυτό του επειδή θεωρούσε ότι έφταιγε αυτός που έφυγε η Βάλια κι ας του είχε εξηγήσει ότι δεν ήταν δικό του το λάθος κι ότι έδειχνε κατανόηση. Η Βάλια ήταν μια γυναίκα πολύ δυναμική με πολύ ισχυρή προσωπικότητα. Ήταν κριτικός κινηματογράφου και μάλιστα από τις καλύτερες. Αγαπούσε πολύ την δουλειά της και παθιαζόταν μαζί της. Ταξίδευε συχνά. Αν και ήταν νέα, τριανταπέντε ετών, είχε κυνηγήσει αυτό που έκανε, με αποτέλεσμα να της αποφέρει μία πολύ καλή όσο και τεράστια φήμη.
Είχε καταφέρει να πάρει συνεντεύξεις από τα μεγαλύτερα ονόματα και στην Ελλάδα, αλλά και στο εξωτερικό. Το άλλο της πάθος ήταν η ζωγραφική. Έτσι είχε γνωρίσει τον Κίμωνα. Σε μια έκθεση που είχε κάνει εκθέτοντας τα έργα του. Ερωτεύτηκε τους πίνακές του με την πρώτη ματιά. Την ενθουσίαζε ο σουρεαλισμός γενικότερα και βρήκε στα έργα του Κίμωνα κάτι που την μάγευε. Δεν δίστασε καθόλου να τον πλησιάσει. - Εξαιρετική δουλειά! Του είπε με φανερό ενθουσιασμό. Συγχαρητήρια! - Σας ευχαριστώ πολύ! Απάντησε ο Κίμωνας με ειλικρινές χαμόγελο. - Επιτρέψτε μου να σας ρωτήσω, συνέχισε η Βάλια, τι σας εμπνέει για να κάνετε αυτά τα έργα; Θέλω να πω, γιατί σουρεαλισμό και όχι κάτι άλλο; Αν και αγαπώ τον σουρεαλισμό. Με παθιάζει. Μου αρέσει αυτή η διαδικασία που με βάζει να σκέφτομαι. Αυτό το μπλέξιμο φανταστικού και ρεαλιστικού. Το πέρασμα από την πραγματικότητα στο όνειρο, το ταξίδι που κάνουν οι ανθρώπινες αισθήσεις σε μια άλλη διάσταση. Μου αρέσει η απουσία ελέγχου της σκέψης μου. Ξέρετε, ο ελεύθερος χρόνος είναι πολυτέλεια για μένα και φροντίζω όταν έχω να επισκέπτομαι πάντα κάποια έκθεση. Ο Κίμωνας εντυπωσιάστηκε που την άκουγε να μιλάει με τόσο πάθος, αλλά εντυπωσιάστηκε και σαν άντρας. Ήταν μια πολύ όμορφη κοπέλα με ζεστό πρόσωπο. Αυτό του άρεσε σ’ εκείνη.
Η ζεστασιά του προσώπου της και η ειλικρίνεια που μπορούσε να διακρίνει μέσα στα μάτια της. - Χαίρομαι πολύ που σας ακούω να μιλάτε με τόσο πάθος για κάτι που είναι τόσο αγαπημένο μου. Συμφωνώ σε όλα όσα είπατε παραπάνω και επιπλέον να σας πω, ότι είναι το φάρμακό μου ενάντια σε όλες τις ασθένειες της εποχής μας. Το αντίδοτό μου αν θέλετε. Μίλησαν για λίγη ώρα ακόμα, αλλά η Βάλια και πάλι βιαζόταν. Του υποσχέθηκε ότι θα περάσει πάλι από την έκθεσή του και ο Κίμωνας την συνόδεψε μέχρι την έξοδο. Όσο την κοίταζε του άρεσε όλο και πιο πολύ. Τα μαλλιά της έπεφταν λίγο πιο κάτω από τους ώμους της και είχαν το ανοιχτό χρώμα του μελιού. Έμοιαζαν απαλά σαν μετάξι. Τα μάτια της ήταν στο χρώμα του σμαραγδιού και η γλυκιά σοβαρότητα του προσώπου της, την έκανε ακαταμάχητη. Φορούσε ένα μαύρο γκρι ριγέ κοστούμι και μαύρο μπλουζάκι και στα ίδια χρώματα αν και διακριτικό, ήταν το μακιγιάζ που είχε κάνει. Αφού χαιρετήθηκαν, ο Κίμωνας έμεινε να την κοιτάζει καθώς απομακρυνόταν. Το περπάτημά της ήταν αεράτο, αγέρωχο και σίγουρο. Η σκέψη που πέρασε από το μυαλό του ήταν ότι ήθελε να την ξαναδεί. Η Βάλια ξαναπέρασε όπως του είχε υποσχεθεί και αυτή την φορά κανόνισαν να πάνε για καφέ. Συναντήθηκαν μερικές φορές ακόμα και όπως ήταν επόμενο έγιναν ζευγάρι. Περνούσαν όμορφα και δεν προλάβαιναν να βαρεθούν γιατί η Βάλια εκείνο το διάστημα έτρεχε συνεχώς σε αντίθεση με τον Κίμωνα που είχε τελειώσει με την έκθεση και ήταν πιο χαλαρός. Πρόλαβε όμως να της κάνει το πορτρέτο, το οποίο η Βάλια λάτρεψε. Ήταν τόσο ζωντανό που νόμιζες ότι θα μιλήσει.
Ο Κίμωνας έβαλε όλη του την τέχνη ή μάλλον όλη του την καρδιά για να το φτιάξει. Έμειναν τρία χρόνια μαζί. Η Βάλια είχε καταφέρει να αλλάξει τον Κίμωνα, χωρίς φυσικά να προσπαθεί για κάτι τέτοιο. Απλά την αγαπούσε τόσο πολύ, που βγήκε μέσα από το καβούκι του.
Ο Κίμωνας υπέφερε από χρόνια κατάθλιψη. Είχε λίγους φίλους, αλλά δεν τους έβλεπε συχνά. Προσπαθούσαν να τον βοηθήσουν, αλλά δεν ήθελε τίποτα απολύτως. Ήταν ένα πολύ καλό και ευγενικό παιδί και αυτός ήταν ο λόγος που οι φίλοι του δεν ήθελαν να τον εγκαταλείψουν. Αν κάποιος χρειαζόταν κάτι, άσχετα με το πως ένιωθε ο ίδιος, ο Κίμωνας έτρεχε. Αυτόν όμως... Κανείς δεν άφηνε να τον βοηθήσει. Και ήταν τόσα τα συναισθήματα που ένιωθε! Πάντα κάτι υπήρχε μέσα του. Κάτι που του έλεγε ότι δεν είναι αρκετά καλός, κάτι που δεν τον άφηνε να χαρεί αρκετά, κάτι που πάντα τον τρόμαζε. Πολλές φορές φοβόταν να κοιμηθεί. Περίμενε να ξημερώσει και μετά πήγαινε για ύπνο. Άλλες φορές νόμιζε ότι έβλεπε κάποια σκιά ή ότι θα έβλεπε κάποια σκιά. Τις φοβόταν τις σκιές. Φοβόταν οτιδήποτε άγνωστο. Δεν ήταν δειλός. Απλά... φοβόταν. Άλλες φορές μούδιαζε το κεφάλι του, το χέρι του, η πλάτη του. Περίμενε τον θάνατο τότε. Αν και αυτόν τον φοβόταν πολύ, αλλά τον περίμενε με τρόμο να τον δει στην γωνία. Κι αυτό που τον τρέλαινε, ήταν ότι ενώ τον τρόμαζε τόσο πολύ ο θάνατος, άλλο τόσο τον τρόμαζε και η ίδια η ζωή. Με το παραμικρό έχανε την εμπιστοσύνη του. Δεν ήταν βέβαια λίγες οι φορές που τον είχαν εξαπατήσει ή τον είχαν πληγώσει. Τον πονούσαν όλα τα ψέματα που άκουγε.
Κι έτσι, έχτισε άμυνες δηλητήριο. Και κλείστηκε στον εαυτό του. Κατάφερε να μην γίνει μονόχνοτος με τους άλλους, γιατί έπρεπε να βγαίνει και έξω και να έχει επαφές λόγω της δουλειάς του, αλλά έτρεμε τον ίδιο του τον εαυτό. Η Βάλια δεν τα γνώριζε αυτά. Δεν θέλησε ποτέ να της τα πει και προσπαθούσε πάντα να είναι πιο ανοιχτός μαζί της. Όχι ότι υποκρινόταν. Δεν του ήταν δύσκολο να χαίρεται την κάθε στιγμή όταν ήταν μαζί. Ένιωθε πιο ελεύθερος και έγινε ένας χαρούμενος άνθρωπος. Η Βάλια πλέον του είχε γίνει απαραίτητη και αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να εξαρτηθεί πολύ από αυτήν με συνέπεια ν’ αρχίσει αυτή να πνίγεται. Δεν ήταν η γυναίκα που είχε ανάγκη από κολακείες, ούτε ήθελε δίπλα της έναν άντρα που θα περιμένει την εντολή της. Κι ενώ στην αρχή δεν φαινόταν κάτι τέτοιο, και γιατί το έκρυβε ο Κίμωνας και γιατί ταξίδευε συχνά η Βάλια, κάποια στιγμή ο Κίμωνας άρχισε να σπάει. Τον έπιασε πάλι η διαταραχή του, ήρθαν πάλι οι φοβίες και προσκολλήθηκε στην Βάλια, ζητώντας να την βλέπει όλο και περισσότερο. Η αλλαγή του φυσικά έγινε αντιληπτή από την Βάλια, η οποία στην αρχή τα είχε χαμένα μην γνωρίζοντας τι συμβαίνει. Δεν ήθελε να της πει την αλήθεια, φοβόταν πολύ μήπως την χάσει.
Της έβρισκε λοιπόν διάφορες δικαιολογίες για να την ησυχάσει. Δεν ήξερε τι να της πει. Ότι ζει χρόνια με αυτό; Ότι φοβόταν την ευτυχία; Ότι φοβόταν και την δυστυχία; Ότι έτρεμε μήπως την χάσει και γυρίσει στα ίδια; Ότι πιεζόταν να της το κρατήσει κρυφό και τώρα τον έτρωγε; Ότι δεν ήταν ικανός από μόνος του να νιώσει ευτυχισμένος; Ότι υπήρχαν μέρες που νόμιζε ότι τρελαίνεται; Ότι το άγχος τον έφτανε στην παράνοια; Τι; Τι απ’ όλα αυτά να της έλεγε; Θα του έλεγε να πάει σε γιατρό. Δεν ήθελε να πάει σε γιατρό. Δεν έκανε κακό σε κανέναν. Δικαίωμά του ήταν λοιπόν. Άλλωστε φοβόταν να πάει στον γιατρό. Απλά φοβόταν. Τέλος. Δεν τον ένοιαζε αν τον καταλάβαιναν, αυτός μια φορά το καταλάβαινε. Και τι νόμιζαν ότι θα του κάνει ο γιατρός; Θα έπρεπε να καθίσει και να του πει ένα σωρό πράγματα που τον πονούσαν και όσο θα έβρισκαν, τόσο θα έψαχναν και να ο πόνος και ξανά πόνος... Δεν ήθελε και δεν μπορούσαν να τον υποχρεώσουν να το κάνει. Ας έκαναν αυτοί ανασκαφές στο παρελθόν τους. Αυτός ήξερε τι είχε. Σιγά που θα τον βοηθούσε ένας γιατρός! Όταν άρχισε ν’ αναρωτιέται η Βάλια, προσπάθησε να τα μπαλώσει. Αλλά εκτός του ότι ήταν μια έξυπνη γυναίκα, δεν είχε τι να της πει. Και κάπου εκεί άρχισε να χάνει τον έλεγχο. Αγχώθηκε πάρα πολύ μήπως καταλάβει κάτι και τον εγκαταλείψει και αυτό είχε ως αποτέλεσμα να επιστρέψουν οι φοβίες πιο έντονες, πιο επιτακτικές. Όλο και πιο συχνά αγχωνόταν, όλο και πιο πολύ μούδιαζε καθημερινά το κεφάλι του, όλο και πιο συχνά τον επισκέπτονταν σκιές. Τα βράδια πάλι δεν κοιμόταν. Φόβος, φόβος, φόβος, Φ Ο ΒΟ Σ!
Η Βάλια κατάλαβε ότι συμβαίνει κάτι σοβαρό. Προσπάθησε να τον βοηθήσει όμως δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Ο Κίμωνας είχε αρχίσει ν’ αγγίζει τα όρια της παράνοιας. Όταν έλειπε την έπαιρνε συνέχεια τηλέφωνο να βεβαιωθεί ότι θα γυρίσει στο σπίτι. Της ζητούσε να μην καθυστερήσει, δήθεν να μην ανησυχεί. Οι σκιές έρχονταν πάλι, τον κύκλωναν, απειλούσαν να τον πάρουν μαζί τους κι αυτός έτρεμε. Κουλουριαζόταν στο κρεβάτι ή σε μία γωνία στο πάτωμα όταν ήταν μόνος του και περίμενε. Κάποιες στιγμές η Βάλια γυρνούσε και τον έβρισκε σε αυτή την κατάσταση και μην ξέροντας τι άλλο να κάνει, τον κρατούσε αγκαλιά και του έλεγε ότι όλα θα πάνε καλά. Πόσο εύθραυστος ήταν εκείνες τις ώρες! Πόσο την λυπούσε να τον βλέπει ανήμπορο και να μην μπορεί να κάνει τίποτα! Από την άλλη, δεν ήξερε πως θα μπορούσε ν’ ανταπεξέλθει σε κάτι τέτοιο. Και ο Κίμωνας όμως, πόσο ανόητος ένιωθε, ολόκληρος άντρας να κάνει σαν κοριτσάκι και μάλιστα στην αγκαλιά της αγαπημένης του! Ως που θα έφτανε πια; Σταμάτησε και να ζωγραφίζει.
Βούλιαζε μέσα στην απελπισία, κλειδώθηκε μέσα στον εαυτό του και πέταξε και το λουκέτο. Η Βάλια τον αγαπούσε, όμως δεν άντεχε άλλο. Πνιγόταν από όλο αυτό. Έκανε ό,τι μπορούσε να πάει σε γιατρό. Ήταν ανένδοτος. Τελικά αποφάσισε να επισκεφθεί μόνη της κάποιον ειδικό, αλλά όπως της εξήγησε ο ίδιος, αν ήταν τόσο σοβαρά τα πράγματα, μόνο η θεραπεία μπορούσε να κάνει κάτι. Μίλησε γι’ άλλη μία φορά με τον Κίμωνα. Τον παρακάλεσε, του φώναξε, τον απείλησε, όμως τίποτα. Ο Κίμωνας είχε γίνει ένα φάντασμα. Έσφιξε την καρδιά της και του είπε ότι δεν της άφηνε άλλα περιθώρια από το να φύγει. Ο Κίμωνας την κοίταζε με απάθεια. Ήξερε ότι δεν μπορούσε να την κρατήσει με το ζόρι. Κατάφερε μόνο να ψιθυρίσει μια συγνώμη. Του είπε ότι δεν έφταιγε αυτός και το εννοούσε. Μπορεί ν’ αρνιόταν να πάει σε γιατρό, όμως δεν αμφέβαλε ούτε λεπτό για την σοβαρότητα της κατάστασης. Απλά δεν μπορούσε να μείνει άλλο. Λυπόταν πολύ, αλλά μέχρι εδώ. Ετοίμασε τα πράγματά της, γιατί τον τελευταίο χρόνο έμεναν μαζί, πήρε την κόκκινη βαλίτσα της, άνοιξε την πόρτα κι έφυγε.
Ο Κίμωνας έμεινε πίσω σκυφτός στην κόκκινη πολυθρόνα μ’ ένα τσιγάρο στο τασάκι για συντροφιά. Το ίδιο βράδυ ήπιε πολύ. Ήθελε να ζαλιστεί και να μην δει καμία σκιά. Ούτε την δική της την ώρα που έφευγε. Την άλλη μέρα έφτιαξε την τοιχογραφία. Ήταν η συντροφιά του πλέον. Αυτή, η βότκα και τα τσιγάρα του. Το πορτρέτο ήταν στην κρεβατοκάμαρα. Έμπαινε μέσα και καθόταν το κοίταζε κι αυτό. Όμως οι περισσότερες ώρες του ήταν μπροστά στην τοιχογραφία. Την κοίταζε μέχρι που αυτή έπαιρνε ζωή. Και του μιλούσε. - Κίμωνααα... Του έλεγε η σκιά. Θέλεις να έρθω; - Ναι, απαντούσε ζαλισμένος, χαμένος σ’ έναν άλλο κόσμο. Έλα... Περιμένω... Και περίμενε... Περίμενε... Και τίποτα δεν ερχόταν. Και τότε ούρλιαζε. Αλλά ούτε τότε τον άκουγε η σκιά. Ούτε τότε ερχόταν. Και τότε πήγαινε στο δωμάτιο και μιλούσε στο πορτρέτο. Κουλουριαζόταν στο κρεβάτι και συνέχιζε να μιλάει μέχρι που μούδιαζε το κεφάλι του. Και τότε... ερχόταν η σκιά. Μαύρη, απειλητική... Τον τύλιγε, τον έσφιγγε, τον πονούσε, αλλά δεν μπορούσε πάντα να φωνάξει. Περίμενε. Περίμενε ένα τέλος που δεν ερχόταν. Άλλες φορές άκουγε την Βάλια να φωνάζει τ’ όνομά του. Πήγαινε τότε στο σαλόνι και την έβλεπε.
Την έβλεπε την Βάλια ν’ ανοίγει την πόρτα και να φεύγει κι αυτός έμενε πίσω σκυφτός. Γιατί δεν ήταν η Βάλια. Ήταν η τοιχογραφία. Ήταν η σκιά. Και ο καπνός από το τσιγάρο ανέβαινε ψηλά τον κορόιδευε, γελούσε μαζί του. Κι αυτός έπινε... έπινε... έπινε... Μέχρι που οι σκιές έσβηναν και δεν τις έβλεπε πια, γιατί είχε ξημερώσει και τον είχε πάρει ο ύπνος. Δύο χρόνια πέρασαν έτσι. Ο Κίμωνας άγγιζε τα όρια της παράνοιας. Κάποια στιγμή αποφάσισε ότι ήθελε την θάλασσα. Κι έτσι άρχισε να πηγαίνει. Κάτι είχε νιώσει. Δεν ήξερε τι. Δεν τον ένοιαζε. Μία από εκείνες τις μέρες λοιπόν, την συνάντησε. Ακριβή του είπε την έλεγαν, επειδή κοστίζει. Τι μπορεί να σήμαινε αυτό; Πήγε πάλι στην παραλία. Αναρωτήθηκε αν θα την ξαναδεί. Ήταν πράγματι εκεί. Αυτή τη φορά δεν κοιτούσε την θάλασσα. Στεκόταν προς το μέρος του λες και τον περίμενε. Την πλησίασε και γι’ άλλη μία φορά τα μάτια της τον έριχναν στην άβυσσο.
- Ποια είσαι; Την ρώτησε. Πως βρέθηκες εδώ;
- Με κάλεσες, του απάντησε με την βαθιά φωνή της. Τα μάτια της του φάνηκαν ακόμα πιο μαύρα, το σκοτάδι μέσα στο οποίο έπεφτε ακόμα πιο πυκνό.
- Τι εννοείς; Πως είναι δυνατόν αυτό; Δεν σε ξέρω καν, απάντησε έχοντάς τα πια χαμένα.
- Κι όμως με ξέρεις καλά, του είπε με την απόκοσμη φωνή της. Όσο με καλείς, εγώ θα έρχομαι.
- Με μένα βρήκες να παίξεις; Ξέσπασε θυμωμένος. Άσε με στην δυστυχία μου, είπε και γυρίζοντάς της την πλάτη πήγε να φύγει.
- Που πας Κίμωνα; Άκουσε πίσω του ξύλινη την φωνή της. Τόσο εύκολα νομίζεις ότι θα μ’ εγκαταλείψεις;
- Παράτα με! Της φώναξε. Δεν μου είσαι τίποτα! - Κάνεις λάθος Κίμωνα. Σου είμαι πολλά. Πάρα πολλά... Τον κοίταζε στα μάτια. Το κεφάλι του μούδιασε. Ένιωθε ζαλισμένος, ξάφνου πνιγόταν. Οι σκιές ήρθαν πάλι. Τον κύκλωσαν, έφυγε μαζί τους. Ασφυκτιούσε. Έβλεπε τον εαυτό του μέσα στο σκοτάδι σε διάφορες φάσεις. Ήταν γυμνός και κουλουριασμένος σε μια γωνία, σε μια άλλη μέσα σ’ ένα κλουβί και κοίταζε με μάτια άδεια χωρίς να βλέπει πουθενά. Λίγο πιο πέρα καθόταν μες τις πληγές και τα αίματα. Σε μια άλλη γωνία, κείτονταν στο πάτωμα δεμένος με σχοινιά. Κάπου αλλού πνιγόταν μέσα σ’ ένα σφραγισμένο μπουκάλι γεμάτο νερό. Ήταν τρομοκρατημένος. Ερχόταν ο θάνατος, το έβλεπε... Έψαξε να βρει την κοπέλα. Όσο κι αν τον τρόμαζε η παρουσία της, την ήθελε κοντά του.
- ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ; Ούρλιαξε. Εμφανίστηκε μπροστά του.
- Τι μου κάνεις; Την ρώτησε. Τι είσαι; Μάγισσα;
- Μάγισσα; Περιπλέκεις τα πράγματα. Δεν είμαι τίποτα περισσότερο από την επιθυμία σου. Μ’ έχεις τόσα χρόνια μέσα σου Κίμωνα. Ποτέ δεν θέλησες να με διώξεις. Εδώ είμαι λοιπόν Κίμωνα. Αφού σου είμαι τόσο απαραίτητη, είμαι εδώ... Τα μάτια της τον κάρφωσαν και δεν του άφηναν κανένα περιθώριο να μην την πιστέψει. Οι σκιές άρχισαν να σβήνουν, δεν φοβόταν και τόσο. Ξαφνικά κατάλαβε και παραδόθηκε, όσο κι αν φοβόταν.
- Είπες ότι σε λένε Ακριβή επειδή κοστίζεις, της είπε αδύναμα, απελπισμένα. Τι κοστίζεις;
- Μια ανάσα. Την τελευταία. Μια πνοή. Την ύστατη. Μια ζωή. Την δική σου. Βούτηξε μέσα του. Ο Κίμωνας δεν φοβόταν πια τις σκιές, δεν πονούσε, δεν μούδιαζε, δεν... Πίσω στο σπίτι, μια σκιά μπήκε στον τοίχο μέσα σε μια γυναικεία φιγούρα και η φιγούρα βγήκε έξω κλείνοντας την πόρτα πίσω της. Ένας άντρας είχε γλιστρήσει από την πολυθρόνα και βρισκόταν πεσμένος στο πάτωμα και ένα τσιγάρο αναμμένο έπαιζε με τις σκιές του που χόρευαν αγκαλιασμένες...
Σοφία Κραββαρίτη