Ο Ρικ χτυπάει την πόρτα
του σπιτιού της Σιμόν, καθώς πλέον ο Τομ μένει εκεί. Ανοίγει η Περνέλλ, η
μητέρα της Σιμόν, και φαίνεται ανήσυχη όταν τον βλέπει. «Ρικ…τι θέλεις;» τον
ρωτάει. «Ήρθα να μιλήσω με τον Τομ» της λέει και πάει να μπει αλλά αυτή τον
σταματάει. «Δεν είναι εδώ» του λέει. Από πίσω της εμφανίζεται η Σιμόν, η οποία
βρίσκεται πλέον στον 9ο μήνα εγκυμοσύνης.
«Ρικ, τι κάνεις;» τον
ρωτάει, με ένα αχνό χαμόγελο. «Σιμόν! Βλέπω είσαι καλά, ε; Συγνώμη που δεν ήρθα
στο νοσοκομείο όταν σου επιτέθηκαν, αλλά…» πάει να της πει ο Ρικ αλλά η Σιμόν
τον σταματάει. «Δε χρειάζεται να μου εξηγείς, Ρικ, καταλαβαίνω. Ο Τομ είναι στο
συνεργείο και δουλεύει. Μπορείς να περάσεις να τον δεις εκεί, αν θες» του λέει
κι αυτός την ευχαριστεί και φεύγει.
Η Περνέλλ γυρνάει και την
κοιτάει. «Μετά από αυτό που έγινε, Σιμόν, θέλω να μείνεις μακριά και από τον
Ρικ και από τη Ζωή. Όπου να ‘ναι γεννάς και δε μπορούμε να ρισκάρουμε άλλο πια,
το καταλαβαίνεις;» της λέει η Περνέλλ κι η Σιμόν γνέφει. «Όλη μέρα σπίτι είμαι
έτσι κι αλλιώς. Δε με βλέπεις; Πάω να ξαπλώσω, έχω κράμπες πάλι» ξεφυσάει η
Σιμόν, ενώ η Περνέλλ φαίνεται ανήσυχη.
«Ρικ;» ρωτάει ο Τομ
έκπληκτος όταν τον βλέπει στο συνεργείο όπου εργάζεται κάτω απ’ ένα αυτοκίνητο.
Ο Ρικ μένει ψύχραιμος αλλά και τον κοιτάει, υποψιασμένος. «Είπα να δω τι
κάνεις, φίλε. Έφερα και μπύρες, πότε έχεις διάλειμμα;» τον ρωτάει ο Ρικ και
χαμογελάει ψεύτικα.
Κάθονται και τρώνε σάντουιτς
και πίνουν μπύρα στο δωμάτιο προσωπικού του συνεργείου. Ο Τομ είναι γεμάτος
πίσσα και βρωμιά αναμειγμένα με τον ιδρώτα του, στην βρώμικη επίσης ολόσωμη
στολή του. Ο Ρικ απ’ την άλλη, φρεσκοκουρεμένος, με πουκάμισο καρό, τζιν και το
γκρι παλτό του.
«Είχες κανένα νέο για την
Μέριλιν; Άκουσα ότι ο Μάρτιν είναι αναμειγμένος;» του λέει ο Τομ και ο Ρικ
προσπαθεί να συγκρατηθεί να μη του επιτεθεί. «Ναι, είδες τελικά, καλά έκανα που
δεν τον εμπιστευόμουν…» του λέει κοιτώντας τον έντονα. «Δεν είναι να
εμπιστεύεσαι κανέναν πλέον. Ούτε την οικογένειά σου, ούτε τους φίλους σου, ούτε
κανέναν…» συμπληρώνει ο Ρικ και ο Τομ τον κοιτάει, νευρικός.
«Εμένα μπορείς να μ’
εμπιστευτείς όμως, το ξέρεις, σωστά;» τον ρωτάει ο Τομ καθώς καταπίνει τη μπουκιά
του. Ο Ρικ χαμογελάει και γνέφει. «Αλλά ίσως έχεις δίκιο για την οικογένειά
σου. Αυτό που έκανε η μητέρα σου ήταν…ουάου. Απίστευτο. Ακόμα συζητιέται στην
πόλη. Λένε και για τη θεία σου, ότι ήταν μπλεγμένη αλλά φυσικά δεν υπάρχουν
στοιχεία. Η Λίλι μόνο τη μητέρα σου είδε πάνω απ’ τον αιμόφυρτο πατέρα σου
εκείνη τη νύχτα» λέει ο Τομ κι ο Ρικ παίρνει βαθιές αναπνοές και κάνει κρακ στα
χέρια του, εκνευρισμένος.
«Ποιοι το λένε αυτό για
τη θεία μου, Τομ; Αναρωτιέμαι. Με ποιους μιλάς γιατί δεν άκουσα εγώ κάτι;» λέει
ο Ρικ και ο Τομ μπουκώνεται για να μη μπορεί να μιλήσει. «Γενικά…» συμπληρώνει
ο Τομ και ο Ρικ σηκώνεται. «Λέω να φύγω, έχω να τελειώσω την εργασία μου» λέει
ο Ρικ. «ΟΚ, ρε φίλε, θα δούμε τον αγώνα το βράδυ;» τον ρωτάει κι ο Ρικ γυρνάει
και τον κοιτάει. «Θα σε πάρω τηλέφωνο…φίλε» του λέει ο Ρικ.
Το σπίτι της μητέρας του
Ρικ, Λαρίσσας, είναι τελείως βρώμικο και σκονισμένο. Ο Ρικ λοιπόν αποφασίζει να
το καθαρίσει και να το βάλει στην αγορά για πούλημα, αφού πρώτα συμφωνήσει κι η
μητέρα του.
Αρχίζει λοιπόν να
τακτοποιεί τα πράγματα, τις αντίκες, να πετάει σκουπίδια, να ξεσκονίζει και
αδειάζει τις ντουλάπες όλες και τις καθαρίζει. Τέλος, κατεβάζει όλους τους
πίνακες απ’ τους τοίχους για να τους ξεσκονίσει και πίσω από τον μεγάλο πίνακα του
Απόστολου Ιωάννη, βρίσκει ένα κλειδωμένο χρηματοκιβώτιο στον τοίχο. Ο Ρικ μένει
έκπληκτος καθώς δεν είχε ιδέα όλα αυτά χρόνια ότι υπήρχε.
Ευθύς αμέσως επισκέπτεται
τη μητέρα του για να μάθει τον συνδυασμό που ξεκλειδώνει το χρηματοκιβώτιο,
αλλά η Λαρίσα μόλις είχε κοιμηθεί. Αποφασίζει και πάει στο σπίτι της Λίλι
–δηλαδή στη τελευταία κατοικία του πατέρα του- καθώς ίσως αυτός ήξερε τον
συνδυασμό και τον είχε καταγράψει.
Η κούπα του γεμίζει τσάι.
Αυτός κάθεται στο σαλόνι του σπιτιού της Λίλι, η οποία χαίρεται που τον βλέπει
και του σερβίρει μπισκότα και κουλουράκια.
«Καλά θα κάνεις, Ρικ,
καλή ιδέα να πουλήσετε το σπίτι. Έτσι κι αλλιώς εσύ σπίτι έχεις και λογικά θα
μείνει άδειο» του λέει, χαμογελαστή, καθώς ρουφάει λίγο τσάι. «Ζάχαρη;» τον
ρωτάει κι αυτός κουνάει το κεφάλι του.
«Ήρθα βασικά να δω τα
πράγματα του πατέρα μου, αν δε σε πειράζει. Είμαι λίγο βιαστικός, έχω να κάνω
και την εργασία μου. Τα φυλάς κάπου;» τη ρωτάει. «Τι θέμα έχει η εργασία σου;»
τον ρωτάει. «Είναι για τη θανατική ποινή» της λέει στα γρήγορα και σηκώνεται.
«Α και τι πιστεύεις;» τον ρωτάει. «Είναι μεγάλο θέμα, θα σου στείλω την εργασία
αν θες να τη διαβάσεις» της λέει.
Τον οδηγεί τελικώς στη
σοφίτα όπου έχει όλα τα πράγματα του πατέρα του. Από ρούχα μέχρι συλλογές από
μανικετόκουμπα, ρούχα και γραβάτες, πούρα, μινιατούρες αυτοκινήτων και πολλά
έγγραφα απ’ τη δουλειά του. Ο Ντον ήταν ασφαλιστής και πολύ πετυχημένος στα
νιάτα του μέχρι που τα έξοδα αυξήθηκαν και πήρε σύνταξη πιο νωρίς.
Χωρίς να χάσει κι άλλο
χρόνο αρχίζει και κοιτάει τα έγγραφα. Είναι κυρίως ασφάλειες των πελατών του,
χαρτιά της εφορίας, τιμολόγια, κι άλλα τέτοια. Εντοπίζει το συρτάρι του παλιού
μεταλλικού γραφείου του Ντον και προσπαθεί να το ανοίξει αλλά είναι κλειδωμένο.
Κοιτάει τριγύρω για το
κλειδί αλλά τίποτα, και ξαφνικά πετάγεται η Λίλι. «Φτιάχνω φαγητό, θα κάτσεις
να φας!» του λέει χαρούμενη. «Ε…βασικά έχω να δω έναν αγώνα ποδοσφαίρου με τον
Τομ, αλλά ευχαριστώ» της λέει. «Α καλά. Βρήκες αυτό που έψαχνες;» τον ρωτάει.
«Όχι, αλλά δεν πειράζει, δεν είναι επείγον» της λέει και κατεβαίνουν προς το
σαλόνι. «Μου είπε η μητέρα σου ότι της λείπεις, Ρικ. Και απόψε που φεύγει κι η
θεία σου, θα είναι τελείως μόνη της» του λέει κι αυτός την κοιτάει έκπληκτος.
«Φεύγει η θεία η Μέρεντιθ;» τη ρωτάει. «Α δε το ξερες; Ναι μου το πε το πρωί.
Έχει κάποιες υποχρεώσεις εκτός χώρας» του λέει.
Το βράδυ, υποδέχεται ο
Ρικ τον Τομ, τον οποίο ακολουθεί ο Ντετέκτιβ Λαρς, εκπλήσσοντας τον Ρικ
δυσάρεστα. «Ντετέκτιβ Λαρς; Δεν ήξερα ότι θα ‘ρθεις κι εσύ;» ρωτάει. «Δεν έχω
χάσει αγώνα του Ιλλινόις, δε σε πειράζει; Έφερα μπύρες» λέει ο Λαρς και αφήνει
δυο εξάρες μπύρας στο τραπέζι και βγάζει το μπουφάν του. Ύστερα κάθεται στο
σαλόνι και αρχίζει να πίνει.
Ο Ρικ κοιτάει τον Τομ,
ενοχλημένος. «Τον πέτυχα στο δρόμο και του είπα ότι θα δούμε τον αγώνα…κι ήθελε
να ‘ρθει. Μήπως έχεις ντορίτος; Έχω μια τρελή καύλα για ντορίτος» του ψιθυρίζει
ο Τομ και ο Ρικ δεν απαντάει παρά ανοίγει μια μπύρα, εκνευρισμένος.
Όταν πλέον τελείωσε ο
αγώνας, κάθονται και μιλούν πίνοντας τις τελευταίες μπύρες. «Τι έγινε με τον
Μάρτιν τελικά;» ρωτάει ο Ρικ κι ο Λαρς κοιτάει τον Τομ. «Έχω αρχίσει έρευνα
πάνω του. Κάτι μου λέει ότι ίσως να μην έχει να κάνει με την απαγωγή της
Μέριλιν» λέει ο Λαρς κι ο Ρικ φαίνεται υποψιασμένος. «Απαγωγή» λέει ο Ρικ, «τι
περίεργο, πάντα το αποκαλούσες ‘εξαφάνιση’». Ο Λαρς σκέφτεται λίγο και
χαμογελάει, «Το ίδιο πράγμα είναι, Ρικ. Είναι εξαφανισμένη εξαιτίας κάποιου,
άρα και απαγωγή. Έχει άλλα ντορίτος;» ρωτάει νευρικά ο Λαρς και του δίνει ο
Τομ.
«Αλλά πολύ φοβάμαι ότι
κάποιος έχει καταλάβει ότι ερευνούμε και καρφώνει ό,τι λέμε» λέει ο Λαρς, «δε
ξέρω ακόμα ποιος γι’ αυτό καλύτερα να προσέχεις, Ρικ, σε ποιον μιλάς. Μην
πολυμιλάς για την υπόθεση, ούτε στη Ζωή ούτε και στη θεία σου». Ο Ρικ τον
κοιτάει πιο υποψιασμένος. «Στη θεία μου; Πού κολλάει η θεία μου;» τον ρωτάει.
«Έμαθα ότι έχει κηπουρό τον Μάρτιν κι ίσως να έχουν και κάτι παραπάνω, απ’ ό,τι
μου ‘παν οι γείτονες που ρώτησα. Δε ξέρουμε τι και πως, αλλά σίγουρα δε
μπορούμε να τον εμπιστευτούμε τον Μάρτιν» του λέει ο Λαρς.
«Πολύ περίεργοι γείτονες
να κάθονται να μιλάνε για τα προσωπικά των άλλων» λέει ο Ρικ, τελειώνοντας τη
μπύρα κι ο Λαρς του δείχνει το σήμα του ντετέκτιβ του. «Θα εκπλαγείς απ’ τα
πόσα μπορούν να σου πουν όταν έχεις αυτό εδώ το μωρό» λέει ο Λαρς, χαμογελώντας
πονηρά.
Στο πάρκο, λίγο πιο αργά,
ο Ρικ συναντιέται με τη Ζωή να της πει για το χρηματοκιβώτιο. Αυτή φαίνεται
ανήσυχη και κοιτάει το κινητό της συνέχεια. «Τι συμβαίνει, Ζωή;» ρωτάει αυτός
κι αυτή πάει να μιλήσει αλλά σταματάει τελευταία στιγμή, διστάζοντας να
συνεχίσει. «Ζωή! Πες μου!» της φωνάζει.
«Είναι πολύ επικίνδυνο
όλο αυτό, Ρικ. Ίσως είναι κακή ιδέα που το σκαλίζουμε. Εγώ πιστεύω ότι πρέπει
να το αφήσουμε στον Λαρς…» λέει, φοβισμένη, η Ζωή κι ο Ρικ εκνευρίζεται. «Να το
αφήσουμε στον Λαρς; Δε μπορούμε να τον εμπιστευτούμε, Ζωή, δεν άκουσες τι ‘σου
πα γι’ αυτόν; Λέει ψέματα όπως κι οι υπόλοιποι! Τι σ’ έπιασε; Χθες δεν είπαμε
ότι είμαστε μια ομάδα;» της λέει και σηκώνεται.
Αυτή είναι έτοιμη να
κλάψει, και τότε αυτός, απελπισμένος, της αρπάζει το κινητό και κοιτάει τα
μηνύματα. Αυτή ουρλιάζει να μη τα δει. Ο Ρικ βλέπει δύο μηνύματα από τη
Μέριλιν, το ένα πιο παλιό και το άλλο το πήρε χθες το βράδυ πριν βρεθούν. Το
πρώτο το παλιό λέει: «Μέρεντιθ» και το δεύτερο το χθεσινό: «Ζωή, η Μέριλιν
είμαι. Μη στείλεις μήνυμα πίσω, θα το δουν. Κατάφερα και έκλεψα το κινητό μου
πίσω για λίγα λεπτά για να σου στείλω να σταματήσετε ό,τι κάνετε με τον Ρικ. Θα
με σκοτώσουν, και θα σκοτώσουν και σας! Σε ικετεύω, σταματήστε τις έρευνες, και
μην ακούτε κανέναν, μην εμπιστεύεστε κανέναν! Να προσέχεις, φιλιά». Η Ζωή το
αρπάζει πίσω και αρχίζει να περπατάει γρήγορα.
Ο Ρικ οργισμένος αρχίζει
και την ακολουθεί και να ζητάει εξηγήσεις. «Ζωή, δε το πιστεύω ότι έπαιρνες
μηνύματα από τη Μέριλιν!» της φωνάζει, «Είπαμε δε θα έχουμε μυστικά μεταξύ μας
και τώρα βλέπω αυτό;» τη ρωτάει. «Δεν ήθελα να σ’ αναστατώσω, και φοβόμουν, κι
όταν είπες ότι θα είσαι εκεί για μένα, ένιωσα ασφαλής και ότι μπορώ να βασιστώ
πάνω σου. Άλλα ακόμα φοβάμαι, Ρικ, όταν μου λες όλοι όσους ξέραμε ή νομίζαμε
ότι ξέραμε μπορεί να είναι μπλεγμένοι στην απόπειρα δολοφονίας μου…» του λέει
καθώς προχωράει στο δρόμο.
«Και ακόμα θα σε
προστατεύσω αν όμως ξέρω την αλήθεια, και τώρα ξέρω ότι η Μέριλιν είναι ζωντανή,
Ζωή, και κινδυνεύει και…» της λέει, κι αυτή τον σταματάει, πλησιάζοντας στο
σπίτι της θείας Μέρεντιθ, «Και; Τι θα κάνεις; Θα τη σώσεις; Πώς;» του φωνάζει,
κλαίγοντας.
«Ξέρεις κάτι, δε μπορώ να
σ’ εμπιστευτώ όταν μου κρύβεις κάτι τέτοιο, Ζωή!» της φωνάζει κι αυτή οργίζεται
και τον αγνοεί.
Η συνέχεια βρίσκεται στο πρώτο κεφάλαιο (Διαβάστε
από την αρχή μέχρι: … Έβαλε το χέρι της στην τσέπη της για να βρει
τα χάπια της.»)
ΣταύροςkS