Αγάπη από Πέτρα (Κεφάλαιο 25)

Κοπανιομουν περα δωθε προσπαθοντας να ξεφυγω αλλα μου ηταν πολυ δυσκολο. Ο αντρας που με ειχε πιασει ειχε βοηθο και με ειχαν ακινητοποιησει στο πατωμα. Ο ενας με ειχε καβαλησει κανονικοτατα και ο αλλος μου κρατουσε τα χερια πανω απο το κεφαλι.
"ΒΟΗΘΕΙΑ!" φωναξα δυνατα και ο ενας με χαστουκισε.

"ΣΚΑΣΕ! Το ξερεις οτι δεν προκειται να σε ακουσει κανεις εδω περα." ειπε και το κακο ειναι οτι ειχε δικιο. Εντομεταξυ η φωνη του μου φανηκε πολυ γνωστη και αμεσως μολις καταλαβα ποιος ηταν παγωσα. Σταματησα να κουνιεμαι και το μονο που εκανα ηταν να κοιταζω τρομαγμενη την σκια απο πανω μου.
"Μαικ?" ειπα σχεδον ψιθυριστα και τον ακουσα να γελαει.
"Βρε, βρε ποιος θυμηθηκε. Μαλλον η συγκεκριμενη σταση σου εχει μεινει για τα καλα μικρη μου Καρολαιν. Αλλα μην εισαι αγενης. Δεν ειμαι ο μονος που ξερεις." ειπε σαρδονια και κοιταξα τον αλλον. Τα ελαχιστα φωτα του δρομου φωτιζαν το προσωπο του και μπορουσα να καταλαβω οτι ηταν ο Χιθ. Σκατα. Και τωρα τι κανουν? Η καρδια μου πηγαινε σαν τρελη και ενιωθα τον πανικο να με καταβαλλει.
"Τι θες παλι απο μενα? Δεν σου φτανουν ολα αυτα που μου εχεις κανει?"
Μου εχωσε ενα δυνατο χαστουκι και πλησιασε το προσωπο του σε αποσταση αναπνοης απο το δικο μου.
"Γιατι εσυ μωρη πουτανα που με εχωσες στο αναμορφωτηριο τοσα χρονια ηταν καλα? Εξαιτιας σου εχασα τα χρονια μου και οτι καλυτερο ειχα!" φωναξε.
"Σου αξιζε! Μου εκανες την ζωη μου κολαση για δυο χρονια!" απαντησα νευριασμενη και μου αστραψε αλλο ενα χαστουκι. Το κεφαλι μου ποναγε σαν τρελο. Με τοσο μισος που κρατουσε για μενα δεν προκειται να εφευγα απο εδω ζωντανη.
"Και επρεπε να σου κανω χειροτερα! Τωρα ομως ειμαι πισω για να ολοκληρωσω αυτο που αρχισα. Θα σε κανω να υποφερεις εκατο φορες περισσοτερο. Να το θυμασαι αυτο." ειπε και σηκωθηκε απο πανω μου. Απο κει που δεν το περιμενα πηρε αποτομα φορα και μου εχωσε μια κλωτσια στα πλευρα και αμεσως διπλωθηκα απο τον πονο. Ο Χιθ με αφησε και πηγε διπλα του.
"Να ξερεις οτι θα τα ξαναπουμε. Κανενας δεν θα σε γλιτωσει απο τα χερια μου." ειπε και φυγανε. Εμεινα εκει διπλωμενη στα δυο απο τον πονο να κοιταζω το κενο. Ηθελα τοσο πολυ να κλαψω αλλα δεν το επετρεπα στον εαυτο μου. Προσπαθησα να κουνηθω αλλα ο πονος στα πλευρα μου δεν μου εδωσε πολλα περιθωρια. Στηριχτηκα στους αγκωνες μου και προσπαθησα να συρθω μεχρι την πορτα. Ημουν τοσο κοντα αλλα ζαλιζομουν πολυ απο την ελειψη αερα. Δεν μπορουσα να αναπνευσω καλα. Αγκαλιασα παλι τον εαυτο μου και προσπαθησα να συγκεντρωθω στην αναπνοη μου. Το κεφαλι μου γυριζε και ημουν τοσο κοντα στο να χασω καθε επαφη με το περιβαλλον.
Ξαφνικα δυο χερια με αγγιξαν στους ωμους και αμεσως αρχισα να παλευω διχως να κοιταξω ποιος ηταν. Τιναζα τα χερια και τα ποδια μου με μανια ενω ο πονος εκανε τα ματια μου να θολωνουν.
"Ηρεμησε! Καρολαιν, εγω ειμαι!" ειπε μια γνωστη φωνη ενω προσπαθουσε να με σταματησει. Παγωσα και κοιταξα αυτη τη φορα πιο καθαρα την σκια. Εκεινα τα γκριζογαλανα ματια που με ειχαν μαγεψει ηταν κοντα μου και με κοιτουσαν με αγωνια και εκπληξη. Χαμηλωσα το βλεμμα μου και αγκαλιασα τον εαυτο μου κρυβοντας το προσωπο μου πισω απο τα μαλλια μου. Δεν μπορουσα να κρυψω τα δακρυα μου. Πραγματικα φοβηθηκα οτι οι αλλοι ειχαν επιστρεψει. Εκεινος εσκυψε διπλα μου και προσπαθησε να με αγγιξει αλλα εγω τον απεφυγα.
"Μικρη μου τι εγινε? Ποιος σε χτυπησε?" ειπε ανησυχα και καθισε διπλα μου.
"Αφησε με. Φυγε." ειπα με σφιγμενα τα δοντια και προσπαθησα να σηκωθω. Αμεσως με χτυπησε κατι σαν ρευμα στα πλευρα και επεσα στα γονατα. Βαριανασαινα εντονα και δεν μπορουσα να κουνηθω. Επρεπε να παω στο νοσοκομειο επειγοντως. Εκεινος σταθηκε μπροστα μου και επιασε το προσωπο μου στα χερια του. Μπορουσα να καταλαβω οτι κρατιοταν για να μην πανικοβληθει.
"Καρολαιν, μιλα μου! Κοντευω να τρελαθω εδω περα." ειπε ανησυχα και εκλεισα τα ματια.
"Καλεσε ενα ασθενοφορο." ειπα πνιχτα και με κοιταξε τρομοκρατημενος. Του εδειξα το πλευρο μου και αμεσως σηκωθηκε ορθιος. Πληκτρολογησε εναν αριθμο στο κινητο του και περιμενε ανυπομονα μεχρι να το σηκωσουν. Μιλουσε εντονα με καποιον αλλα δεν μπορουσα να παρακολουθησω τι γινοταν. Υστερα το εκλεισε και ηρθε κοντα μου. Τυλιξε τα χερια του γυρω μου και με σηκωσε στην αγκαλια του προσεκτικα. Περπατησε μεχρι το αμαξι του και με εβαλε με προσοχη να ξαπλωσω στα πισω καθισματα. Υστερα μπηκε παλι μεσα στην αυλη και τον ειδα που ανοιξε το σπιτι και χωθηκε μεσα. Εγειρα το κεφαλι μου και εκλεισα τα ματια. Περιμενα μεσα στη σιωπη να γυρισει αλλα εμοιαζε να ειναι αρκετη για να με κανει να αφαιθω στο σκοταδι.
Το μονο που ακουγα γυρω μου ηταν ανθρωπους να μιλανε διχως να καταλαβαινω τι λενε και εναν πολυ εκνευριστηκο ηχο. Ηθελα να σταματησουν ολα και να με αφησουν να κοιμηθω σαν ανθρωπος. Με ενοχλουσαν.
"Ποτε θα ξυπνησει?"
Ξεχωρισα μια φωνη απο τις αλλες να λεει και την ηξερα. Θα την αναγνωριζα μεχρι και στην κολαση. Εβαλα ολη μου την δυναμη για να ξυπνησω. Ανοιξα δειλα τα ματια μου και αφου καθαρισε λιγο η οραση μου καταλαβα που βρισκομουν. Σε ενα νοσοκομειο. Δυο φορες μεσα σε εναν μηνα. Ωραια. Πανω απο το κεφαλι μου ηταν ενας γιατρος, μια νοσοκομα και λιγο πιο περα στεκοταν ο Αλεξ. Φαινοταν πολυ ανησυχος και οταν ειδε οτι ανοιξα τα ματια μου τιναχτηκε νευρικα και με πλησιασε. Επιασε το χερι μου και κοιταξε τον γιατρο.
"Καρολαιν με ακους? Καταλαβαινεις το ονομα σου?" μου ειπε ο γιατρος λες και ημουν πενταχρονο και κουνησα το κεφαλι καταφατικα. Με εκνευριζαν οι γιατροι. Εβαλε αυτο τον ηλιθιο φακο στα ματια μου για να με εξετασει και κοιταξα αλλου ενοχλημενη.
"Παρτο αυτο απο δω." ειπα βραχνα και εκανε οτι του ειπα ενω χαχανισε. Εκεινη την στιγμη μπηκε μεσα αλλη μια νοσοκομα και του εδωσε εναν μεγαλο φακελο. Τον ανοιξε και εβγαλε μερικες ακτινογραφιες απο μεσα. Τις τοποθετησε σε εναν φωτεινο πινακα πανω απο το κεφαλι μου και αφου τις εξετασε απηύθυνε τον λογο στον Αλεξ.
"Ευτυχως οι εξετασεις της δεν δειχνουν να υπαρχει καποιο καταγμα αλλα ενα τοις εκατο να ηταν χειροτερο τοτε θα υπηρχε προβλημα. Της εχουμε χορηγησει καποια παυσιπονα και θα πρεπει να παρει και αυτα για τρεις μερες. Ησουν πολυ τυχερη δεσποινις. Εαν αυτο εγινε σε καποιον καυγα θα σου συνιστουσα να μην το επαναλαβεις." ειπε σοβαρα και ενευσα με εναν αναστεναγμο. Εκεινος εδωσε ενα χαρτι στον Αλεξ και υστερα βγηκαν εξω για να μας αφησουν. Ανασηκωθηκα λιγο και ενω δεν πονουσα το κεφαλι μου γυριζε σαν τρελο. Εκεινος καθοταν διπλα μου και κοιτουσε το κενο. Ηταν λιγο τσιτωμενος ή η ιδεα μου ειναι? Η ησυχια ηταν αμηχανη αλλα πραγματικα δεν ηξερα τι να κανω. Ενιωθα ηδη ασχημα και αυτη η κατασταση δεν βοηθουσε καθολου. Κρεμασα τα ποδια μου απο το κρεβατι και πηγα να σηκωθω. Ζαλιστηκα και την στιγμη που πηγα να πεσω σε κλασματα δευτερολεπτου εκεινος ηταν διπλα μου και με στηριξε. Βρισκομασταν πολυ κοντα και οταν τον κοιταξα το μονο που ηθελα ηταν να απομακρυνθω απο κοντα του. Δεν ηθελα κανεναν. Τον εσπρωξα μαλακα και απεφυγα να τον κοιταξω στα ματια. Φορεσα τα παπουτσια μου και οταν πηγα να παρω τα πραγματα μου ειδα πως ειχε φερει και μια τσαντα με ρουχα μου μεσα.
"Τι κανουν αυτα εδω?" ειπα και φορεσα το τζακετ μου. Ενιωθα το σωμα μου μουδιασμενο και δεν θελω να φανταστω ποσο θα ποναγα εαν εφευγε αυτο το μουδιασμα.
"Δεν ηξερα τι ειχες και πηρα οτι βρηκα μπροστα μου." ειπε και ηρθε κοντα μου για να παρει τα πραγματα εκεινος. Δεν παραπονεθηκα και απλα τον ακολουθησα. Αφου εκανα τα χαρτια μου στην γραμματεια και πηρα το εξιτηριο βγηκαμε εξω στον παγωμενο αερα. Πρεπει να ηταν πολυ αργα και το μονο που ηθελα ηταν να γυρισω σπιτι μου και να κοιμηθω. Με οδηγησε στο αμαξι του και με βοηθησε να μπω. Μολις μπηκε και εκεινος δεν εκανε καμια κινηση να ξεκινησει. Μειναμε για λιγη ωρα στην σιωπη και απλα ευχομουν απο μεσα μου να το αφησει να περασει ετσι και να με γυρισει σπιτι μου.
"Θα μου πεις τωρα τι εγινε εκει πισω?" ρωτησε διχως να με κοιταζει και μου φανηκε καπως εκνευρισμενος. Σιγα που θα το αφηνε ετσι. Γυρισα το βλεμμα μου προς το παραθυρο και πηρα μια βαθια ανασα. Δεν ηθελα να ξερει τιποτα.
"Ελπιζω να μην ειδοποιησες την Ρω."
"Δεν ηξερα τι να κανω. Υπεθεσα οτι θα σε σκοτωνε αμα μαθαινε οτι ηρθες νοσοκομειο και δεν της το ειπες και απλα πηρα να της το πω εγω και οτι θα την παρω παλι οταν ξυπνησεις." ειπε απλα και τον αγριοκοιταξα.
"Δεν επρεπε. Την ανησυχησες χωρις λογο." μουρμουρισα και τοτε αρχισε ο εξαψαλμος.
"ΧΩΡΙΣ ΛΟΓΟ? ΕΙΣΑΙ ΣΟΒΑΡΗ ΓΑΜΩΤΟ?? Γυρναω να σου φερω το κινητο σου και σε βρισκω χτυπημενη εξω απο το σπιτι σου και αυτο το λες χωρις λογο? Τι στο διαολο γινεται με εσενα?" φωναξε εξαλλος και στην αρχη τον κοιταξα εκπληκτη.
"ΔΕΝ ΣΟΥ ΠΕΦΤΕΙ ΛΟΓΟΣ!" φωναξα και εγω με την σειρα μου και κατα καποιο τροπο το μετανιωσα. Το βλεμμα του εδειχνε πληγωμενο και υστερα κοιταξε εξω απο το παρμπριζ.
"Απλα γυρισε με σπιτι." ψιθυρισα και αφου αφησε εναν αναστεναγμο εβαλε μπρος το αμαξι.
"Θα μεινεις στο δικο μου για σημερα. Συμφωνησε και η Ρω σε αυτο."
"Τι ειναι αυτα που λες? Θελω να παω σπιτι μου!"
"Σκεψου λιγο λογικα. Οποιος και αν ηταν αυτος που σε χτυπησε ξερει που μενεις και μπορει να γυρισει. Μπορει εσενα να μην σε νοιαζει αλλα νοιαζει εμενα."
Το τελευταιο το ειπε πιο σιγα και δεν απαντησα. Ειχε δικιο στο οτι μπορει να γυριζαν. Εξαλλου μου το ειχε πει κιολας. Θεε μου, τι θα κανω? Μεσα σε ολα θα μπει και η Ρω στην μεση και οχι τιποτα δεν θα φταιει. Τα εχω κανει σκατα. Τετοιος ανωμαλος που ειναι ο Μαικ και ο Χιθ ηταν ικανοι να της κανουν κακο.
"Σ' ευχαριστω." ειπα ψυχρα διχως να τον κοιταζω και τον ακουσα που αναστεναξε. Αρπαξε το χερι μου και το κρατησε μεσα στο δικο του. Σε ολη την διαδρομη ημασταν σιωπηλοι και περιμενα υπομονετικα να φτασουμε. Μετα απο λιγη ωρα παρατηρησα πως κοντευαμε τις γραμμες του τραινου που ουσιαστικα ηταν τα συνορα της πολης και ακομα δεν ειχαμε σταματησει. Μα καλα, εξω απο την πολη εμενε?
"Που μενεις?"
"Κοντευουμε." ειπε μονο και οταν φτασαμε μπηκε σε ενα στενο και παρκαρε το αμαξι. Βγηκε και αφου με βοηθησε να βγω πηρε τα πραγματα μου και περπατησε μεχρι ενα παλιο κτηριο. Φαινοταν εγκαταλελειμμενο και μη κατοικησιμο. Σταθηκε μπροστα απο μια σιδερενια πορτα και την ξεκλειδωσε. Καθως περιμενα κοιταξα πισω μου και ειδα την αλλη πλευρα των γραμμων. Ποιος να το περιμενε πως εκει που μου αρεσε να καθομαι, εμενε εκεινος. Μπηκαμε μεσα και στην εισοδο ειδα την μηχανη του. Ανεβηκαμε μερικα σκαλια μεχρι τον δευτερο οροφο και εκει υπηρχαν μονο δυο πορτες. Ξεκλειδωσε την μια και μπηκαμε μεσα. Ο χωρος ηταν σκοτεινος και το μονο φως που εμπαινε ηταν απο μια τεραστια τζαμαρια που υπηρχε στον εναν τοιχο. Εκεινος ανοιξε το φως και εξετασα περισσοτερο τον χωρο. Ουσιαστικα το σπιτι του ηταν ενα στουντιο. Απεναντι απο την πορτα ηταν ο τοιχος-τζαμαρια και το κρεβατι βρισκοταν ακριβως διπλα. Ειχε ενα μικρο σαλονι και την κουζινα την χωριζε ενας παγκος. Υπηρχε αλλη μια πορτα που εκει υποθετω πως ηταν το μπανιο. Ολοι οι τοιχοι ηταν απο τουβλα και η διακοσμιση φαινοταν πολυ προσεγμενη. Ξαφνικα ενιωσα κατι να τριβεται στα ποδια μου και οταν κοιταξα κατω ειδα μια γκριζα γατα να κανει ναζια. Την κοιταξα εκπληκτη και εκεινος χαχανισε.
"Και αυτη ειναι η Λιβ." ειπε και μας πλησιασε. Την σηκωσε και μου την εδωσε να την κρατησω. Το τριχωμα της ηταν τοσο μαλακο και μολις την πηρα στην αγκαλια μου αρχισε να τριβει το κεφαλακι της στον λαιμο μου γουργουριζοντας. Απλα την λατρεψα!
"Τωρα καταλαβαινω γιατι εχεις τοση μανια με τις γατες." ειπα λιγο πιο ευθυμα απο πριν και μου χαμογελασε.
"Λοιπον αυτο ειναι. Δεν ειναι κατι το τεραστιο. Θα κοιμηθεις στο κρεβατι και απο εδω.." ειπε και ανοιξε την πορτα στην αλλη ακρη του δωματιου.
"Ειναι το μπανιο. Εχει ζεστο νερο αρα μπορεις να μπεις να κανεις ενα ντουζ. Απο ρουχα πηρα οτι βρηκα μπροστα μου οποτε οτι σου λειπει ζητησε το." μου ειπε και εγνεψα κατααφατικα. Πηρα την τσαντα και χωθηκα κατευθειαν μεσα στο μπανιο. Ανοιξα το νερο, γδυθηκα και μπηκα κατω απο το νερο. Παρατηρησα τους μωλωπες στο πλευρο μου και με επιασε τρεμουλο στα χερια. Πως θα γλιτωνα απο αυτον τον ανθρωπο? Κατι επρεπε να κανω.
Βγηκα απο το μπανιο και αφου τυλιχτηκα σε μια πετσετα σκουπισα τους υδρατμους απο τον καθρεφτη και κοιταχτηκα. Ειχα ενα μικρο σκισιμο στα χειλη αλλα τιποτα αλλο. Παλι καλα την γλιτωσα φθηνα. Εψαξα τα ρουχα που μου ειχε φερει ο αλλος και δυστυχως ηταν μονο μια μπλουζα και εσωρουχα. Φορεσα ενα μαυρο σουτιεν και ενα μποξερακι και απο πανω την μπλουζα. Ευτυχως που ηταν φαρδια και καλυπτε λιγο τους μοιρους μου. Εγω δεν ειχα κανενα προβλημα να κοιμηθω ετσι αλλα για τον Αλεξ δεν ηξερα. Στραγγιξα λιγο τα μαλλια μου και τα αφησα κατω να στεγνωσουν μονα τους. Μαζεψα αυτα που δεν χρειαζομουν και βγηκα εξω τραβωντας συνεχεια την μπλουζα προς τα κατω. Εκεινος ηταν στην κουζινα και ετοιμαζε ενα μικρο κολατσιο και μολις με ειδε παραλιγο να του πεσει το πιατο απο τα χερια. Μπορω να πω πως και εγω ημουν εκπληκτη. Ειχε πιασει τα μαλλια του σε μια κοτσιδα, φορουσε μια γκρι φορμα και απο πανω ηταν γυμνος. Τι κορμι θανατηφορο ηταν αυτο!
"Εμ, μπορεις να μου δωσεις κατι να βαλω απο κατω?" ειπα σχεδον τραυλιζοντας και αφου κουνησε περα δωθε το κεφαλι πηγε γρηγορα για να μου βρει κατι. Μου εδωσε και εμενα μια φορμα και αφου την εβαλα καθισα επανω στον παγκο παρακολουθοντας τον τι κανει.
"Ελα, παρε." ειπε και μου εδωσε ενα πιατο με ενα σαντουιτς. Δεν πεινουσα τρομερα αλλα δεν ηθελα να διαφωνισω μαζι του και γι' αυτο. Αρχισα να τσιμπολογαω και το ιδιο εκανε και εκεινος. Οταν τελειωσαμε αφησε τα πιατα στον νεροχυτη και με τραβηξε να καθισουμε στον καναπε. Καθισαμε ο ενας απεναντι απο τον αλλον και συνεχεια προσπαθουσα να αποφυγω το βλεμμα του.
"Θα μου πεις τωρα τι εγινε?" ειπε ηρεμα και κρατησε το χερι μου μεσα στο δικο του.
"Δεν μπορω." ειπα ψυχρα και τον ακουσα να ρουθουνιζει.
"Γιατι κλεινεσαι ετσι στον εαυτο σου? Καποιος σε χτυπησε και απο την αντιδραση σου ειμαι σιγουρος πως ξερεις ποιος ειναι. Γιατι δεν μου το λες να βρουμε μια λυση η στην χειροτερη να τον σκοτωσω με τα ιδια μου τα χερια?"
Ειχε νευριασει πολυ και το ακουγα στην φωνη του μα δεν μπορουσα να κανω τιποτα. Δεν ηθελα να του το πω.
"Σε παρακαλω, το μονο που θελω ειναι να πεσω για υπνο." ηταν το μονο που ειπα και αναστεναξε.
"Το κρεβατι εκει ειναι, πηγαινε."
"Και εσυ που θα κοιμηθεις?"
"Εδω, στον καναπε. Εκτος αν θελεις να κοιμηθουμε μαζι." ειπε πονηρα και μετα απο τοση ωρα τον κοιταξα στα ματια. Χαμογελουσε δηθεν υπουλα αλλα δεν υπηρχε αυτο στα ματια του. Ηταν ακομα ανησυχος και πολυ κουρασμενος.
"Ουτε που να το σκεφτεσαι." του πεταξα και γελασε. Πηγα να σηκωθω αλλα με τραβηξε κοντα του και ενω περιμενα οτι θα με φιλησει παλι, τυλιξε τα χερια του γυρω μου και βυθισε το προσωπο του στα μαλλια μου.
"Μην με κανεις να ανησυχησω ετσι, ξανα. Σε παρακαλω." ειπε σχεδον ψιθυριστα και παγωσα. Τον ανησυχησα οντως παρα πολυ. Σηκωσα διστακτικα τα χερια μου και τα τυλιξα γυρω απο την μεση του. Γιατι επρεπε να με κανει συνεχεια να τον ερωτευομαι ολο και περισσοτερο? Δεν επρεπε να γινεται αυτο. Απομακρυνθηκαμε ο ενας απο τον αλλον και σηκωθηκα αμεσως. Ξαπλωσα στο κρεβατι και αφου κουκουλωθηκα με τα σκεπασματα εβγαλα την φορμα και την αφησα στο πατωμα.
"Καληνυχτα, Αλεξ." μουρμουρισα και τον ακουσα που ξεφυσιξε.
"Να δω ποσο καλη θα ειναι με αυτα που κανεις!" ειπε εντονα και χαχανισα. Υστερα γυρισα το βλεμμα μου εξω απο το παραθυρο και εμεινα να κοιταζω τον σκοτεινο ουρανο. Δεν αργησα να κλεισω τα ματια μου αλλα οι εφιαλτες δεν με αφησαν να ηρεμισω. Εξω μολις ειχε ξημερωσει οταν ανοιξα τα ματια μου και τιναχτηκα λαχανιασμενη. Ειχα ιδρωσει και η καρδια μου χτυπουσε σαν τρελη. Το πλευρο μου ειχε αρχισει παλι να ποναει και ευτυχως που ειχαμε παρει τα παυσιπονα που μου ειχαν γραψει. Σηκωθηκα και πηγα να βαλω ενα ποτηρι με νερο. Καταπια το χαπι και το βλεμμα μου επεσε στον Αλεξ. Κοιμοταν βαθια και το προσωπο του ηταν διαφορετικο. Παρολο που ηταν ηρεμο και γλυκο φαινοταν οτι και εκεινος κατι εβλεπε που δεν του αρεσε. Εμενα απο την αλλη οι παλμοι μου δεν ελεγαν να ηρεμησουν και η κριση γινοταν χειροτερη. Μπηκα στο μπανιο για να ριξω λιγο νερο στο προσωπο μου και ουτε αυτο βοηθησε. Δακρυα αρχισαν να τρεχουν απο τα ματια μου και δεν σταματουσαν. Καθως κοιτουσα περα δωθε το ματι μου επεσε πανω σε μερικες λεπιδες για ξυραφακια. Αμεσως θυμηθηκα καποια παλια μου εκδοση.
Οταν ειχα πρωτογνωρισει τον Μαικ ημουν στο γυμνασιο και με ειχαν παρει απο το σπιτι της μαμας μου για να με βαλουν σε ενα ορφανοτροφιο. Δεν θεωρουσαν πως επρεπε να μενω μαζι της και για λιγο καιρο με εβαλαν εκει. Ο Μαικ ηταν στην ιδια ηλικια με εμενα και εμενε σε ενα σπιτι πιο διπλα. Συνεχως το εσκαγε απο κει και ερχοταν στο δικος μας γιατι ειχε παρεες. Φυσικα και οχι τις καλυτερες. Εκεινος με ειχε παρατηρησει και φυσικα μου εκαναν την ζωη μαρτυριο. Την τελευταια μερα που τον ειδα ηταν οταν με ειχαν αρπαξει με την παρεα του το βραδυ και προσπαθησαν να μου κανουν κακο. Ευτυχως δεν προλαβαν να κανουν κατι χειροτερο απο το να με γδυσουν και να τραβανε φωτογραφιες και βιντεο γιατι οι φωνες μου ακουστηκαν και προλαβαν να με βοηθησουν. Φυσικα ολα αυτα ηταν υπερ της μαμας μου στα δικαστηρια και ευτυχως καταφερε να με παρει μακρια. Οι φωτογραφιες και τα βιντεο εξαφανιστηκαν και οι αλλοι μπηκαν σε αναμορφωτηρια. Μεχρι τωρα. Απο τοτε δεν εχω εμπιστευτει κανεναν και ουτε προκειται. Εκεινη την περιοδο καθε βραδυ που επεφτα για υπνο και ηξερα οτι θα ξυπνησω σε εκεινη την κολαση ειχα κρυψει ενα σπασμενο γυαλι και με αυτο προσπαθουσα να τερματισω την ζωη μου. Φυσικα και δεν ειχε επιτυχια και τωρα αυτα τα σημαδια στο δεξι μου χερι ηταν καλυμενα με μελανι.

Την ιδια αναγκη ειχα και τωρα. Κοιταξα την αριστερι μου πλευρα και ηταν κενη. Ηξερα τι επρεπε να κανω για να εχει επιτυχια μα το ποσο μου ηταν αγνωστο. Διχως να σκεφτομαι αρπαξα την λεπιδα και καθισα στο πατωμα. Την εβαλα πανω στο δερμα μου και πιεσα καθετα. Ο πονος ηταν οξυς καθως εσκιζε την σαρκα μου μα ημουν μουδιασμενη. Δεν τον ενιωθα. Υστερα απο μερικα λεπτα ειχα τεσσερις πληγες που ανεβλυζαν αιμα μα καμια δεν ηταν τοσο βαθια για να μου δωσει το αποτελεσμα που αναζητουσα. Αφησα το χερι μου να πεσει και εριξα το κεφαλι πισω με τα δακρυα να κυλανε. Δεν ενιωθα τιποτα. Ηθελα απλα ολα να τελειωσουν και να βρω την ησυχια μου.
Merian