Η μάχη του έρωτα (Κεφάλαιο 3)

Μερικά χιλιόμετρα μακριά, μια μέρα πριν...

Κοίταξε την ώρα στο κινητό της απελπισμένη. Έπρεπε οπωσδήποτε να πάρει αυτή την δουλειά, δεν είχε περιθώρια να γίνει αλλιώς. Βέβαια δεν είχε δουλέψει ποτέ ξανά στην ζωή της. Δεν είχε χρειαστεί ούτε καν να πλύνει πιάτα. Δύο εβδομάδες τώρα που η πείνα της χτύπησε την πόρτα και ο πατέρας της, της ακύρωσε όλες τις κάρτες, έπρεπε κάπως να ζήσει.


«Όχι δεν θα του περάσει», ψέλλισε και άφησε έναν αναστεναγμό να στριγγλίσει στον λαιμό της.
Το κινητό της δόνησε στον ρυθμό της σάμπας και εκείνη πετάχτηκε. Κοίταξε το νούμερο και ήλπισε να είναι από την δουλειά.
«Παρακαλώ»
«Η κυρία Αλιβόσου Νεφέλη;» την ρώτησε μια ευγενική γυναικεία φωνή.
«Μάλιστα. Εσείς ποια είστε;»
«Είχατε έρθει για συνέντευξη την προηγούμενη εβδομάδα. Θα θέλαμε να σας ενημερώσουμε πως έχετε πάρει την δουλειά. Να είστε αύριο στις 7 το πρωί στην έπαυλη για να ξεκινήσετε», την ενημέρωσε απλά η ευγενική κοπέλα και η Νεφέλη ήθελε να τσιρίξει από χαρά.
Πρώτη φορά στην ζωή της είχε καταφέρει κάτι, χωρίς τις πλάτες του πατέρα της. Ήταν περήφανη που τους είχε πείσει να την προσλάβουν. Τώρα βέβαια έπρεπε να βάλει τα δυνατά της για να μην την διώξουν από την πρώτη μέρα, αλλά δεν ήθελε να αφήσει τις άσχημες σκέψεις να διώξουν τον ενθουσιασμό που αύριο θα έπιανε δουλειά.
Κάλεσε αμέσως την φίλη της στο κινητό για να την ενημερώσει πως θα ήταν η τελευταία βραδιά που θα χρειαζόταν να την φιλοξενήσει στο σπίτι της.
«Νεφελάκι μου είσαι σίγουρη γι' αυτό; Δεν είναι εύκολη η δουλειά σε τέτοια σπίτια. Θα σε ξεπατώσουν», άκουσε την Κατερίνα ανήσυχη για την προοπτική της καινούργιας δουλειάς.
«Είμαι σίγουρη Κατερίνα. Μπορώ να ζήσω και χωρίς τον μπαμπά μου», είχε πεισμώσει για τα καλά.
«Όπως θέλεις. Σχολάω σε καμιά ωρίτσα, θέλεις να κατέβουμε στο κέντρο;» την ρώτησε η Κατερίνα, ξαναβρίσκοντας το κέφι τους.
«Άντε και πεινάω σαν λύκος, μην αργήσεις», γέλασε ευχαριστημένη από τις εξελίξεις και έκλεισε το τηλέφωνο.
Έκανε γρήγορα ένα μπάνιο και φόρεσε ότι πιο πρόχειρο βρήκε στην βαλίτσα της. Δεν είχε κι πολλά πρόχειρα ρούχα. Τα περισσότερα κόστιζαν μια περιουσία, αλλά δεν ήταν κατάλληλα για την περιοχή στην οποία έμενε πλέον. Έπρεπε να συμβιβαστεί με την πραγματικότητα και δανείστηκε για λίγο το στυλ της φίλης της. Τελικά δεν της φάνηκε κι τόσο κακό να φοράει μπλούζα που δεν είναι αγορασμένη από μπουτίκ και παντελόνι που κόστιζε κάτι λιγότερο από 20 ευρώ.
Έριξε λίγο νερό στο πρόσωπό της και έστειλε μήνυμα στην φίλη της ότι θα την περίμενε στο κέντρο. Ήθελε να περπατήσει λίγο για να απολαύσει την τελευταία της μέρα ως άνεργη. Ήταν τόσο ευτυχισμένη που θα έβγαζε τα δικά της χρήματα. Δεν είχε ρωτήσει τον μισθό της, αλλά δεν την ένοιαζε. Το φαγητό το είχε εξασφαλισμένο, όπως επίσης κι την στέγη. Τα υπόλοιπα ήταν πταίσματα.
Πήρε το αστικό και κατέβηκε μερικές στάσεις πιο κάτω. Περπάτησε αρκετά ανάμεσα στον κόσμο νοιώθοντας την ελευθερία να της δίνει φτερά. Για πρώτη φορά δεν χρειαζόταν να δείξει την ταυτότητά της, να στιγματιστεί από το πραγματικό της όνομα. Της άρεσε που μπορούσε να γίνει ένα με την μάζα των ανθρώπων που περπατούσαν σκεφτικοί και βιαστικοί γύρω της.
Ξαφνικά ένοιωσε κάποιον να της τραβάει την τσάντα. Ούρλιαξε και γύρισε για να δει τον άγνωστο. Τον στόλισε με κοσμητικά επίθετα και προσπάθησε να κρατήσει στην τσάντα της.
«Βοήθεια! Βοήθεια με κλέβουν!» κανείς δεν φάνηκε να ενοχλείτε. Παρά μόνο άκουσε γρήγορα βήματα από πίσω της και ένα στιβαρό χέρι να την κλείνει στην αγκαλιά του και μερικές βρισιές. Μετά το απόλυτο σκοτάδι.
«Ξυπνά κορίτσι μου! Έλα, ξύπνα! Όλα καλά!» άνοιξε τα μάτια της και αντίκρισε έναν άντρα να της χαμογελά γλυκά. Ήθελε να του χαμογελάσει γιατί νόμισε πως βρισκόταν στον Παράδεισο κι κάποιος άγγελος την είχε στην αγκαλιά του. Δεν μπορούσε να εξηγήσει αλλιώς τέτοια ομορφιά. Μόλις το μυαλό της δούλεψε, σηκώθηκε τρομαγμένη όρθια, αλλά ακόμα ζαλιζόταν με αποτέλεσμα να παραπατήσει.
Τα χέρια του άγνωστου άντρα πάλι την κράτησαν όρθια και την στήριξαν.
«Τι;» ψέλλισε πιάνοντας το κεφάλι της.
«Είσαι ασφαλής τώρα», της είπε χαμογελώντας ο άγνωστος. «Δες αν σου λείπει κάτι και μπορείς να του κάνεις μήνυση», άρπαξε την τσάντα της από τα χέρια του και αναστέναξε όταν βρήκε όλα της τα πράγματα στην θέση τους.
«Ευχαριστώ», του είπε και του χαμογέλασε. Την είχε σώσει από εκείνον τον κλέφτη.
«Δεν κάνει τίποτα. Καλύτερα να πας στην αστυνομία να δηλώσεις το συμβάν», της πρότεινε γλυκά και εκείνη του έγνεψε αρνητικά.
«Σε ευχαριστώ και πάλι. Θα είμαι καλά», του απάντησε και γύρισε να φύγει. Κοντοστάθηκε για ένα λεπτό και γύρισε απότομα προς το μέρος του, αλλά είχε εξαφανιστεί. Έψαξε με την ματιά της να τον βρει εκεί γύρω αλλά ο τύπος δεν φαινόταν πουθενά. Ήθελε να μάθει το όνομά του.
Τελικά αποφάσισε πως θα τον φώναζε Άγγελο, εξάλλου μόνο ένα τέτοιο όνομα ταίριαζε σε αυτή την ομορφιά. Χαμογέλασε και βιάστηκε να χωθεί στην πρώτη καφετέρια που βρήκε. Μετά από λίγο συνάντησε την Κατερίνα, η οποία κόντεψε να πεθάνει από το σοκ της όταν της περίγραψε τα γεγονότα. Δεν άργησαν όμως να βρουν το κέφι τους και να ξεχαστούν κοιτώντας βιτρίνες και σχολιάζοντας.
Η επόμενη μέρα την βρήκε να γκρινιάζει για το ενοχλητικό ξυπνητήρι που δεν την άφησε να απολαύσει λίγο ακόμα ύπνο. Ήταν πέντε και τέταρτο και αν δεν ήθελε να αργήσει την πρώτη μέρα στην δουλειά της, έπρεπε να σηκωθεί. Ψέλλισε μερικές βρισιές και πέρασε πάνω από την κοιμησμένη Κατερίνα για να πάει στο μπάνιο. Της έριξε μια δολοφονική ματιά που κοιμόταν σαν την ωραία κοιμωμένη και εκείνη έπρεπε να φύγει μέσα στα άγρια χαράματα.
Έκανε ένα μπάνιο, έπλυνε τα δόντια της και ντύθηκε με ρούχα της φίλης της. Δεν μπορούσε να πάει σε δουλειά υπηρετικού προσωπικού με ρούχα από τον οίκο του Στέλιου. Κανείς δεν θα την έπαιρνε στα σοβαρά. Το κινητό της χτύπησε μία φορά και η οθόνη έλαμψε. Είχε μήνυμα από έναν άγνωστο αριθμό.
«Στις έξι ακριβώς θα σας περιμένει ένα αυτοκίνητο κάτω από το σπίτι σας, παρακαλούμε να μην αργήσετε», χαμογέλασε και ετοίμασε τα πράγματά της όσο πιο γρήγορα μπορούσε.
Άφησε ένα απαλό φιλί στο μάγουλο της φίλης και έφυγε. Όντως στις έξι ακριβώς βρισκόταν μια τεράστια λιμουζίνα έξω από το σπίτι της, με έναν χαμογελαστό κύριο να την υποδέχεται ζεστά μέσα στο κέφι. Μπήκε άνετη στην λιμουζίνα, μιας κι ήταν συνηθισμένο για εκείνη και βολεύτηκε όπως μπορούσε στο κάθισμά της. Μετά από λίγο μπήκαν άλλα δύο άτομα και μια καλοντυμένη κυρία.
Κάθισε απέναντί τους και τους κοίταξε σοβαρά. Έβγαλε ένα μπλοκάκι και έναν στυλό και άρχισε να σημειώνει.
«Καλημέρα σας! Είμαι η Ξένια Κοντοράτου και είμαι υπεύθυνη προσωπικού. Ότι χρειάζεστε από εδώ κι πέρα θα απευθύνεστε σε εμένα και μόνο. Θέλω να σας επιστήσω την προσοχή σας σε ότι αφορά αυτή την δουλειά. Οι απαιτήσεις είναι υψηλές και θα πρέπει να μάθετε να αντέχετε. Τώρα που θα φτάσουμε θα σας ξεναγήσω στον χώρο του σπιτιού και θα σας αναθέσω τα πόστα σας. Θα σας παρακαλούσα να μην υπάρχουν αντιδράσεις και διαφωνίες. Στην πρώτη διαφωνία ή τσακωμό έχετε φύγει. Ο κύριος Μέγας θα λείπει τις περισσότερες ώρες από το σπίτι, δηλαδή τις μοναδικές ώρες που θα δουλεύετε. Όταν θα επιστρέφει, εσείς θα εξαφανίζεστε. Σας εύχομαι καλή δουλειά», τους χαμογέλασε και η λιμουζίνα σταμάτησε απότομα.
Κατέβηκαν μπροστά σε μια τεράστια έκταση από φυτά. Μερικοί αστυνομικοί οπλισμένοι πλησίασαν για να μας ελέγξουν. Αφού τους δώσαμε τα στοιχεία μας και μας έβγαλαν από δύο φωτογραφίες τον καθένα, μας άφησαν να περάσουμε την μεγάλη καγκελόπορτα. Το θέαμα που αντίκρισαν δεν περιγράφονταν με λόγια. Το τοπίο ήταν μαγευτικό, λες κι βρισκόταν σε δάσος. Μετά από μια τεράστια ανηφόρα βρέθηκαν μπροστά από μια τεράστια έπαυλη. Η Ξένια τους έκανε νόημα να την ακολουθήσουν και άρχισε να τους ξεναγεί στους χώρους του σπιτιού, το οποίο ήταν αχανές. Έπειτα αφού τους ανάθεσε τις αρμοδιότητες του καθενός, τους έδειξε τα δωμάτια τους.
Η Νεφέλη ήταν αρκετά τυχερή με το δικό της δωμάτιο. Ήταν ευρύχωρο και είχε μια μεγάλη μπαλκονόπορτα που έβλεπε προς την πίσω μεριά της απέραντης έκτασης από φυτά.
«Ο τύπος πρέπει να έχει κόλλημα με την φύση», ψιθύρισε και άκουσε ένα διακριτικό χτύπημα στην πόρτα της.
«Είμαι η Αλίκη», μπήκε μέσα μια ξανθιά κοπέλα γύρω στα 25 της χρόνια χαμογελαστή. «Σε είδα που ήσουν με την κυρία Ξένια και υπέθεσα πως είσαι καινούργια»
«Νεφέλη», της συστήθηκε και άπλωσε το χέρι της.
«Εγώ ήρθα χθες και αύριο πιάνουμε δουλειά. Δεν μας έφεραν όλους μαζί», συμπλήρωσε η κοπέλα.
«Θα κάνουμε παρέα, έτσι;» η Νεφέλη χρειαζόταν μια φίλη σε αυτό το σπίτι. Δεν άντεχε την μοναξιά, αν κι την είχε συνηθίσει πλέον.
«Φυσικά! Τακτοποιήσου και πάμε βόλτα στον κήπο», βγήκε η Αλίκη από το δωμάτιο και η Νεφέλη μάζεψε όσες δυνάμεις της είχαν απομείνει για να τακτοποιήσει τα πράγματά της.
Το δωμάτιο της ήταν πολυτελές. Γεμάτο ντουλάπες και ένα υπέρδιπλο κρεβάτι ακριβώς στην μέση. Δεν έμοιαζε βέβαια με το δικό της δωμάτιο, αλλά μπορούσε να μείνει κι σε αυτό. Το στρώμα ήταν μαλακό και έκανε μια βουτιά σε αυτό για να το ευχαριστηθεί. Άνοιξε την πόρτα του μπάνιου και έμεινε άφωνη όταν αντίκρισε την μπανιέρα. Ήταν αρκετά μεγάλη να κάνουν δύο άτομα μπάνιο. Δεν περίμενε πως θα τους παρείχαν τόσες ανέσεις.
Μόλις τακτοποιήθηκε, βγήκε από το δωμάτιο ανυπομονώντας να σεργιανίσει στον κήπο. Έφτασε μπροστά στην εξώπορτα όπου τους βρήκε όλους μαζεμένους και την Ξένια να την κοιτάζει χαμογελώντας.
«Σε λίγη ώρα θα είναι εδώ ο κύριος Μέγας και θα ήθελα να βάλετε τις στολές σας και να τον υποδεχτείτε όπως του αρμόζει», δεν χρειάστηκε άλλη λέξη να πει η Ξένια και όλοι άρχισαν να ετοιμάζονται.

Βασιλική Κυργιαφίνη