Παιχνίδια Εξουσίας (Κεφάλαιο 4) [+18]




Αναλύζα

«Με έκανε αντιπρόσωπο στις επιχειρήσεις με τα μετάξια» δήλωσα. Το χέρι της μητέρας μου κοκάλωσε στα μαλλιά μου. Την είδα μέσα από τον καθρέφτη να ρίχνει μια κλεφτή ματιά προς την πόρτα για να σιγουρευτεί πως δεν θα μας άκουγαν.
«Ξέρει για τις διασυνδέσεις μας στην Κίνα;»
«Όχι φυσικά, το ξέρεις ότι ποτέ δεν θα έλεγα σε κανέναν για αυτό» το χέρι της μητέρας μου χαλάρωσε και συνέχισε να μου χτενίζει τα μαλλιά.
«Και φυσικά το ξέρω. Δεν υπάρχει άλλο άτομο στον κόσμο που να εμπιστεύομαι περισσότερο από εσένα. Η γνώση μας για αυτό το τόπο είναι πολύ ισχυρή. Μπορούν να κάνουν κάποιους τους ποιος ισχυρούς έμπορους στην Αμερική.»
«Το ξέρω μητέρα, θα κρατήσω το μυστικό της Μέι όπως κρατάει και εκείνη τα δικά μας μυστικά» σκέφτηκα την Κίνα και η καρδιά μου σφίχτηκε πόσο μου έλειπε η χώρα, η Μέι....
Έριξα ένα λοξό βλέμμα στην μητέρα μου εκείνη είχε παραπάνω λόγους να της λείπει η χώρα. Της έμαθε πως να επιβιώσει, πως να χειριστεί τον δύστροπο άντρα της, της έμαθε τον αληθινό έρωτα...
«Εάν κερδίσω, θα πάρω την επιχείρηση με τα μετάξια που προς το παρόν είναι στο Παρίσι και θα την μεταφέρω στην Κίνα. Μαμά θα μπορέσουμε να μείνουμε εκεί και να φύγουμε για πάντα από αυτό το μέρος.» χαμογέλασα ελπιδοφόρα αλλά η μητέρα μου δεν πήρε το βλέμμα της από τα μαλλιά μου. Είδα το στόμα της να σφίγγεται, ήξερα πόσο ήθελε να φύγουμε από εκεί. Ο πατέρας μου δεν θα το δεχόταν φυσικά ποτέ αν τον άφηνε, αλλά τι θα μπορούσε να κάνει αν βρισκόμασταν σε μια άλλη χώρα; «Θα κάνω ότι περνάει από το χέρι μου για να κερδίσω το στοίχημα» η Νάιλα πρέπει να άκουσε την ένταση στην φωνή μου γιατί σήκωσε το βλέμμα της.
«Ξέρω ότι θα το κερδίσεις  Λύζα, μπορείς να κάνεις έναν άντρα να σέρνεται από τα φουστάνια σου. Απλώς μην ξεχνάς τι σου έχουμε μάθει εγώ και η Μέι. Στο κρεβάτι οι άντρες είναι αδύναμοι και εμείς οι κυρίαρχοι. Αν δεν παρασυρθείς από τις δικές σου επιθυμίες μπορείς να κατακτήσεις τον κόσμο όμορφη μου κόρη»


                                                              ****

Η έπαυλη ήταν πιο σκοτεινή και ατμοσφαιρική από τι την είχα συνηθίσει. Βέβαια είχα παρευρεθεί εκεί μόνο σε χορούς. Οι φρουροί που είχα δει εκείνο το βράδυ στο προηγούμενο χορό έλειπαν.  Δυο νέα παλικάρια με υποδέχτηκαν. Υποκλίθηκαν βαθιά μόλις με είδαν  και με κοίταξαν με σεβασμό.
«Δεσποινίς Νόρμαν, ο κύριος Ράιντερ σας περιμένει»
Κούνησα το κεφάλι μου και χαμογέλασα με ευγνωμοσύνη. «Που είναι οι χθεσινοί φρουροί;» ρώτησα μην μπορώντας να κρατηθώ.
«Απολύθηκαν δεσποινίς» απάντησε το παλικάρι με τα καστανά, ατίθασα μαλλιά. Μπήκα μέσα νιώθοντας ικανοποιημένη. Με είχε πάρει στα σοβαρά λοιπόν. Μια υπηρέτρια με καθοδήγησε από τη σάλα στην τραπεζαρία. Οι τοίχοι ήταν φτιαγμένη από καφέ πέτρα και το πάτωμα είχε στρωθεί με μάρμαρο που γυάλιζε όταν έπεφτε πάνω του το φως των κεριών. Tο τραπέζι ήταν τεράστιο και στολισμένο με φινετσάτα μαχαιροπίρουνα και ποτήρια. Ο Τζόναθαν σηκώθηκε μόλις με είδε, τον πλησίασα με σταθερά βήματα. Είχα διαλέξει ένα μαύρο φόρεμα για την περίσταση. Ο κορσές με στένευε αλλά έκανε τα στήθη μου πιο θελκτικά οπότε είχα αποφασίσει να τον φορέσω. Εξάλλου, αν το βράδυ πήγαινε έτσι όπως ήθελα, ο κορσές δεν θα με ενοχλούσε για πολύ ακόμη.
«Αναλύζα είσαι πολύ όμορφη απόψε.» έσπρωξε την καρέκλα δίπλα του και σαν πραγματικός τζέντλεμαν με βοήθησε να κάτσω. Έγειρα το κεφάλι μου και μερικές μπούκλες χόρεψαν στο πρόσωπο μου. Είχα αποφασίσει να αφήσω τα μαλλιά μου επίτηδες κάτω. Ο Τζόναθαν έκατσε δίπλα μου. Είχε φορέσει ένα μαύρο παντελόνι που έδειχνε σφιχτό αλλά άνετο και ένα γκρι φαρδύ πουκάμισο. Μπορούσα να δω λίγο από το στέρνο του. Τα πορτοκαλί μαλλιά του ταίριαζαν με το τραχύ του γένι και το βαθύ μπλε του βλέμμα με μαγνήτιζε.
Ο Τζόναθαν έκανε νόημα σε  έναν υπηρέτη που στεκόταν στο πίσω μέρος της τραπεζαρίας. Εκείνος χτύπησε παλαμάκια και ύστερα εξαφανίστηκε. Έξι υπηρέτες ακολούθησαν με δίσκους. Σήκωσα το βλέμμα μου καθώς αναρωτιόμουν αν η πολυτέλεια ήταν μια επίδειξη δύναμης. Μια υπηρέτρια άφησε ένα ασημένιο πιάτο μπροστά μου, κάποιος άλλος μου έβαλε κρασί. Κούνησε το κεφάλι μου και τους ευχαρίστησα. Όλοι αξίζουν την ευγνωμοσύνη μας όταν μας υπηρετούν. Δεν πρέπει να παίρνουμε δεδομένο τίποτα. Θυμόμουν τα λόγια της Μέι, όπως και την απόκοσμη ομορφιά της. 
«Το κρασί είναι ιταλικό. Είναι από τα αγαπημένα μου» σχολίασε ο Τζόναθαν. Ήπια μια γουλιά να τον ευχαριστήσω. Το κρασί θα με βοηθούσε να χαλαρώσω αλλά έπρεπε να προσέξω να μην πιω πολύ.
«Είναι εξαίσιο! Το φαγητό μοιάζει ίδια ποιότητος.»
«Είναι. Ορτύκι με ζεστή σάλτσα κάστανο» κοίταξα το φαγητό και πήρα με ζεστή πατάτα που ήταν ποτισμένη με τη σάλτσα. Δεν έτρωγα κρέας έτσι αρκέστηκα στις γλυκές πατάτες και στην σάλτσα.
«Μίλα μου για την ημέρα σου» πρότεινε ο Τζόναθαν. Έτσι άρχισα να μιλάω, ήξερα πως να κάνω ευχάριστη κουβέντα, πως να κρατάω το ενδιαφέρον του ανθρώπου που με άκουγε.
«Λοιπόν» ήπια μια γουλιά από το κρασί.  «Σειρά σου» ο Τζόναθαν γέλασε, σκούπισε το στόμα του με την πετσέτα και ανακάθισε. 
«Σήμερα έκλεισα μια συμφωνία με τη δεσποινίς Νταρκ, θα κάνει μια μεγάλη παραγγελία μπαχαρικών και ρούχων από το Παρίσι.» ο Τζόναθαν άρχισε να μου μιλάει για την συμφωνία. Φαινόταν παθιασμένος με τη δουλειά του. Αλλά και προσεχτικός, δεν αποκάλυπτε σημαντικά στοιχεία από τα οποία θα επωφελούταν ο πατέρας μου.
«Ξέρει ο Κάιν ότι είσαι εδώ;» ρώτησε ο Τζόναθαν σαν να είχε διαβάσει την σκέψη μου.  Άφησα κάτω το πιρούνι και τελείωσα το κρασί.
«Έχει σημασία;» ρώτησα, κοιτάζοντας τον ευθεία στα μάτια. Ο Τζόναθαν ανταπέδωσε το βλέμμα του.
«Δεν ξέρω, έχει;»
«Δεν με έστειλε ο πατέρας μου εδώ αν αυτό εννοείς» ο υπηρέτης γέμισε το ποτήρι μου και εγώ ήπια μια γερή γουλιά.  «Όχι ότι δεν θέλει να είμαι εδώ, το θέλει. Θέλει τις επιχειρήσεις σου το ξέρεις αυτό. Αλλά εγώ δεν είμαι ο πατέρας μου. Δεν διψάω για εξουσία.»
«Για ποιο πράγμα διψάς;» του είχα τραβήξει την προσοχή.
«Την ηρεμία» απάντησα αμέσως και το μετάνιωσα. Ήταν αλήθεια ήθελα μια άλλη ζωή, μακριά από τον πατέρα μου. Εγώ και η Νάιλα σε μια άλλη χώρα. Χωρίς να νιώθουμε κίνδυνο ή λύπη. Στράφηκα προς το μέρος του. «Και το πάθος» συμπλήρωσα καρφώνοντας προκλητικά με το βλέμμα μου.
«Ηρεμία και πάθος... Δεν μου φαίνεται να ταιριάζουν» αποκρίθηκε σκεφτικός ο Τζόναθαν.
«Μπορούν όμως» ανταπάντησα. Σηκώθηκε και μου έτεινε το χέρι του.
«Εγώ μπορώ να σου προσφέρω μόνο ένα από τα δύο» έπιασα το χέρι του και τον άφησα να με οδηγήσει.  Δεν αμφέβαλλα για το τι θα μου πρόσφερε.
                                                                       ****

Το πρώτο πράγμα που πρόσεξα στο δωμάτιο του ήταν το κρεβάτι. Είχε γιγαντιαίες διαστάσεις, και με ξύλινο κεφαλάρι. Ήταν στρωμένο με μια πετρόλ κουβέρτα. Το τζάκι ήταν αναμμένο και άκουγα τη φωτιά να τριβολίζει. Ο Τζόναθαν ήρθε από πίσω μου, ένιωσα το χέρι του να μου πιέζει μαλακά το μπράτσο πριν σκύψει και μου φιλήσει τον ώμο.
«Σου αρέσει εδώ;»  με ρώτησε. Έστρεψα το βλέμμα μου προς το μεγάλο παράθυρο, ήταν βράδυ αλλά μπορούσα να διακρίνω τη γραμμή των βουνών Σίγουρα το πρωί η θεά θα ήταν φανταστική. Γύρισα προς το μέρος του και το βλέμμα καρφώθηκε στο στόμα του.
«Μου αρέσει» ο Τζόναθαν χαμογέλασε με νόημα και έσκυψε προς το μέρος μου. Ακούμπησε τα χείλια του στα δικά μου και ψιθύρισε: «Εγώ σου αρέσω;»
Κατάλαβα τι προσπαθούσε να κάνει. Ήθελε να νιώσω άβολα, να χάσω τα λόγια μου, να αρχίσω να τρέμω. Σήκωσα το χέρι μου και χάιδεψα με τον αντίχειρα μου το κοκκινωπό του γένι. «Δεν ξέρω, δεν σε έχω δει ολόκληρο ακόμα»


Τζόναθαν

Η Αναλύζα έγλειψε τα χείλη της. Έγειρα το κεφάλι μου πίσω και γέλασα. Αυτό το κορίτσι είχε θράσος!
«Μπορούμε να το διορθώσουμε αυτό» είπα εγώ λύνοντας το κορδόνι του πουκάμισου. Η Αναλύζα σήκωσε το χέρι της και παραμέρισε το ύφασμα. Χαίδεψε το στέρνο μου και έπιασε το ρούχο από κάτω. Σήκωσα τα χέρια μου και την άφησα να μου το βγάλει.  Τα δάχτυλα της ήταν κρύα πάνω στην σάρκα μου και ανατρίχιασα. Έσυρε τα νύχια της πάνω μου καθώς κινιόταν γύρω μου παρατηρώντας με σαν να προσπαθούσε αποτυπώσει κάθε εκατοστό του κορμιού μου.
«Είσαι όμορφος Τζόναθαν Ραίντερ, σταμάτησε κοντά  και έσκυψε για να αφήσει ένα απαλό φιλί στο στήθος μου. «Ίσως υπερβολικά όμορφος, αναρωτιέμαι...  Το εκμεταλλεύεσαι;»
«Κάθε τι που με αντιπροσωπεύει το εκμεταλλεύομαι» απάντησα. Της έπιασα το χέρι και την τράβηξα κοντά μου. «Αρκετά όμως με εμένα, είναι σειρά μου να σε δω» πήγα να τη φιλήσω και η Αναλύζα μου δάγκωσε το κάτω χείλος ανάβοντας με ακόμα περισσότερο.

«Όχι ακόμα» ψιθύρισε και το χέρι της κινήθηκε μέσα από το παντελόνι, προς τον ανδρισμό μου. «Πρέπει πρώτα να δω από τι είσαι φτιαγμένος».

Αγγελίνα Παντελή